Γράφει ο Αντώνης Ν. Φράγκος
Το φαινόμενο Bob Dylan» (Εκδ. Μεταίχμιο), γράφτηκε με αφορμή την βράβευση του βάρδου με το Νόμπελ Λογοτεχνίας και αποτελεί ακόμη μια δημιουργική ψηφίδα στο έργο του ποιητή, μεταφραστή και συγγραφέα Γιώργου – Ίκαρου Μπαμπασάκη.
Με την ίδια αισθητική, που ο λογοτέχνης γράφει τα μυθιστορήματά και τα δοκίμιά του – για τον Debord, τους Καταστασιακούς ή τον Burroughs – με τον ίδιο τρόπο φιλοτεχνεί το πορτρέτο του Αμερικανού τροβαδούρου: μιλάει για την παρέα των ανθρώπων που ανακάλυψαν – μαζί και αυτός – τον Dylan στην Ελλάδα, για εκείνους που μετέφρασαν τους στίχους – ποιήματά του, για τον Πουλικάκο και τον Σαββόπουλο που πρωτόπαιξαν το «All Alone In The Watchtower». Μιλάει, ακόμη, για την χαρά να είσαι νέος και ορεξάτος και να μοιράζεσαι μαζί με άλλους μουσικές και συναισθηματικές εικόνες του μεγάλου Dylan – παράλληλα, βυθίζεται στο κόσμο του ποιητή με αποσπάσματα στίχων και γραπτών του, παρμένα, κυρίως, από την βιογραφία του Dylan, «Η ζωή μου» (Εκδ. Μεταίχμιο) και το «Μια Γενιά σε Κίνηση» του David Pichaske (Εκδ. Κουκκίδα) ενώ κοσμεί τα κεφάλαια του βιβλίου με στίχους του καλλιτέχνη.
Είναι καλειδοσκοπικό το στήσιμο του πορτρέτου, ενίοτε, αυθαίρετο αλλά πάντοτε στην ουσία του θέματος που δεν είναι άλλο από την ανάδειξη της σπουδαιότητας του τραγουδοποιού. Καθώς περιγράφει με έξαψη τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής του Dylan – σαν να συμμετέχει και αυτός μέσα στα πράγματα και όχι από καθέδρας, σαν να τα ζει εδώ και τώρα – παραλληλίζει την στάση του με αυτήν του Debord, συγκρίνει κείμενά τους όπου μιλάνε για την συνεχόμενη αντίθεσή τους απέναντι στα δημοφιλή ρεύματα της εποχής, ο πρώτος σχετικά με την μανία των οπαδών του φολκ τραγουδιού διαμαρτυρίας να τον εντάξουν ως γκουρού εκεί και ο δεύτερος στην ολοένα και περισσότερο αυξανόμενη ανάγκη των αντισυστημικών να τον περιορίσουν ιδεολογικά. Νιώθουν και οι δυο ως παρείσακτοι και για τούτο πάντοτε σε δημιουργική εγρήγορση.
Γράφει, ο Μπαμπασάκης, για τον Γιάννη Τζώρτζη που κυκλοφόρησε – το 1981 – το πρώτο βιβλίο για τον άνθρωπο, «Βob Dylan – Ένα Όχημα» και το οποίο είχαμε την τύχη να το διαβάσουμε και εμείς. Επίσης, γράφει για τα αναγνώσματά του: «Εντρύφησε στον Θουκιδίδη· μελέτησε καλά τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι, αλλά και το Περί Πολέμου του Καρλ φον Κλαούζεβιτς. Διάβασε την Κόλαση του Δάντη, Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Φλωμπέρ, Μοπασάν, Μπαλζάκ, Τολστόι, Μπάιρον, Σέλεϊ, Λόνγκφέλοου και Πόε». Αν σε αυτά προσθέσουμε τους Μπλέικ, Έζρα Πάουντ, Ουόλτ Ουϊτμαν, Τζον Κιτς, τον Τ.Σ. Έλιοτ και τον Ντίλαν Τόμας – απ’ όπου και το δάνειο στο επώνυμό του – τότε έχουμε, σχεδόν πλήρες το πολιτιστικό υπόβαθρο του τύπου από το Ντουλούθ της Μινεζότα.Βεβαίως, σημαντικότατο ρόλο έπαιξαν και οι Beat ποιητές με πρώτον απ’ όλους τον Άλεν Γκίνζμπεργκ αλλά και τους Γκρέγκορι Κόρσο και Λόρενς Φερλινγκέτι.
Με τέτοια λογοτεχνικά εφόδια υπό μάλης αλλά και με τις δυο μεγάλες μουσικές επιλογές του: Τον Γούντι Γκάθρι, τον πιο εξέχον μέλος των λευκών τραγουδοποιών με τους εμβληματικούς πολιτικούς στίχους και τις χαλαρές μελωδίες του και τον μπλουζίστα Ρόμπερτ Τζόνσον που έγραψε μόλις μια χούφτα τραγούδια αλλά έμεινε στην ιστορία ως ο πλέον σημαδιακός μαύρος μουσικός, αινιγματικός και εντελώς άγνωστος όσον αφορά την προσωπική του ζωή.
Στο «Φαινόμενο» υπάρχουν μεταφράσεις και αναλύσεις κλασικών κομματιών του Dylan, λιγότερο γνωστές πλευρές της δουλειάς και του βίου του, η αγάπη του για το σκάκι, την ζωγραφική και τον κινηματογράφο. Θυμηθείτε το πέρασμά του στην κορυφαία σκηνή της ταινίας του Σαμ Πέκινπα, «Pat Garrett and Billy the Kid».
Ο Dylan έφερε την λογοτεχνία στη μουσική και δη στο ροκ. Μετάφερε όλο το βάρος των διαβασμάτων του και αναβάθμισε την ποπ μουσική στο επίπεδο των καλών τεχνών. Ήταν, πράγματι, το όχημα που διάνθισε τις απλές αλλά θεσπέσιες μελωδίες με ουσιαστικά ερωτήματα για την ύπαρξη, την ζωή, τον θάνατο τον έρωτα. Από την άλλη ποτέ δεν θέλησε να ηγηθεί κανενός κινήματος. Ούτε πολιτικού ούτε και μουσικού. Εξηλέκτρισε την φολκ και θεωρήθηκε τότε από τους οπαδούς του κινήματος σαν προδότης διότι καινοτόμος ων άλλαξε άρδην τον ορίζοντα προσδοκιών τους με αποτέλεσμα την αδυναμία εκ μέρους του κοινού να προσαρμόσει τις μέχρι τότε προσλαμβάνουσες με τα νέα ριζοσπαστικά αισθητικά δεδομένα. Λίγο καιρό αργότερα, δίσκοι σαν το «Blonde On Blonde» θεωρήθηκαν και θεωρούνται αριστουργήματα για να μην πούμε πόσες διατριβές έχουν γραφτεί για το «Like A Rolling Stone».
Σε ένα κείμενο μας σχετικά με τον Dylan είχαμε σημειώσει πως, «ο Dylan μισεί τη νοσταλγία. Το ίδιο και τη φήμη. Ακόμη και την εικόνα του θρύλου που άλλοι καλλιέργησαν γι’ αυτόν. Ο Dylan είναι 75 ετών και τα παιδιά του ’60 παππούδες. Ο Dylan άλλαξε τη ροή της μουσικής, [τον ρου, θα προσθέταμε, επίσης], μετάφρασε την κοινωνική πραγματικότητα σαν όλους τους σημαντικούς καλλιτέχνες και εξέφρασε το συλλογικό υποσυνείδητο, αψήφησε το ρεύμα και πήγε ενάντια στις παραδόσεις, αναποδογύρισε καταστάσεις και έγινε εξωμότης, πίστεψε και αμφέβαλλε για τα πάντα». Για να συμφωνήσουμε και με την άποψη του Ίκαρου πως, «…ο Ντύλαν δεν είναι ροκ σταρ. Είναι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης που εκφράστηκε, κάποτε, και μέσα από ροκ σχήματα και μορφές».
Το βιβλίο κοσμείται με ασπρόμαυρες πολαρόιντ αλλά και ένα έγχρωμο ένθετο που υπογράφει η φωτογράφος Μαρίλη Ζάρκου.
info: Γιώργος- Ίκαρος Μπαμπασάκης, Το φαινόμενο Bob Dylan, Εκδόσεις Μεταίχμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου