Γάργαρο νερό ρέουν τα γραπτά του, δροσίζουν κι επουλώνουν τις αμυχές, τους μώλωπες και τα σημάδια: «Η πληγή θρέφει, τα... χείλη της σμίγουν αργά σαν αυλαία βυσσινιά κι ύστερα από χρόνους στη θέση της μένει ένα σημάδι, μια ρόδινη ουλή που σκύβει και τη φιλάει. Ολοι αγαπούν τα τραύματά τους. Τα κρύβουν με ωραία ατσαλάκωτα υφάσματα, ξέρουν όμως σε ποια μεριά του κορμιού τους άνθισαν, μαράθηκαν, έφαγαν δέρμα και κρέας δικό τους. Γι’ αυτό τ’ αγαπούν και, σε ώρες μοναξιάς που κανείς δεν τους βλέπει, σκύβουν και με λατρεία τα φιλούν τα βαθιά, σκοτεινά τραύματά τους».
Ο Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς, διότι περί του Γονατά πρόκειται, πεθαίνει τέτοιες μέρες στα 2006 σε ηλικία 82 ετών, αφήνοντας σπουδαίες παρακαταθήκες στα ελληνικά γράμματα. «Καλλιέργησε μια γραφή λακωνική και υπαινικτική, που ξεκινούσε από βιωμένες καταστάσεις, αλλά υπερέβαινε το ατομικό, για να συνδυάσει τον στοχασμό με το όνειρο, το καθημερινό με το ανοίκειο, το λογικό με το παράλογο, την πρόζα με την ποίηση. Επέλεξε την αφάνεια, επειδή δεν τον ενδιέφερε η δημοσιότητα, αλλά η επικοινωνία» επισημαίνουν μελετητές του λιλιπούτειου έργου του.
Να πάρουμε μια στυφή γεύση ακόμα: «Φυλακισμένος μες στο γυαλί, δεν έβλεπα παρά τα παχουλά χέρια της μητέρας μου, που ξαναβούλωνε σφιχτά το καπάκι. Υστερα κόλλησε μια ετικέτα στο μπουκάλι, και μ’ απόθεσε ψηλά, σ’ ένα ράφι της κουζίνας ανάμεσα στα άλλα βάζα με τις μαρμελάδες της» ή «Τα σύννεφα παραμέρισαν λίγο και στο άνοιγμα πρόβαλε μισό κίτρινο φεγγάρι. Ενα μεγάλο κέρινο αυτί τσιτώθηκε καταμεσής τ’ ουρανού ν’ ακούσει».
Απανθιστές και κριτικοί της λογοτεχνίας δυσκολεύονταν να κατατάξουν τα λακωνικά του διαμάντια στην ποίηση ή την πεζογραφία. Γι’ αυτό απουσιάζουν από τις ανθολογίες. Χαρακτηρίστηκε συγγραφέας του ονειρικού, του φανταστικού και του παράδοξου. Ο ίδιος δεν συμφωνούσε και τόσο. «Δεν κατασκευάζω όνειρα. Δεν είμαι “ονειροποιός”. Ο,τι γράφω, είναι βιωμένο. Και το φανταστικό στοιχείο που βλέπουν στο έργο μου είναι στην ουσία το παράλογο, έχει σχέση με τον διχασμό της πραγματικότητας» έλεγε.
Τόνιζε επίσης ότι «δεν είμαι συγγραφέας ούτε του εξαιρετικού. Είμαι ο συγγραφέας της εξαιρέσεως. Και το πιο κοινό πράγμα μπορεί να γίνει απίθανο. Είναι πώς θα το χειριστείς». Είλκε την καταγωγή του από το Αϊβαλί, μολαταύτα γεννήθηκε στην Αθήνα και άσκησε τη δικηγορία προς βιοπορισμό. Διανοούμενος σπάνιου βεληνεκούς, υπήρξε βαθύς γνώστης της γερμανικής και γαλλικής λογοτεχνίας και βραβεύτηκε ως μεταφραστής.
Αφανής μέχρι το 1976, οπότε αναφέρθηκε στα κείμενά του ο «δάσκαλός του» Νίκος Εγγονόπουλος, πρωτοεμφανίστηκε εν τούτοις στη λογοτεχνία το 1945. Λάτρης της καλαίσθητης παραδοσιακής τυπογραφίας, ευτύχησε να δει τα βιβλία του τυπωμένα στις εκδόσεις «Στιγμή» του Αιμίλιου Καλιακάτσου, από τις οποίες κυκλοφορεί το σύνολο των πονημάτων του.
Σκυφτοί ζούμε και φέτος τις στιγμές της εθνεγερσίας, συχνάκις ωστόσο το μεγαλειώδες κρύβεται στα απλά, τα απέριττα, τα ταπεινά, αλλά ουδόλως ασήμαντα. Οπως αυτό: «Εγώ που δεν έχω πουλιά φυλακισμένα σε κλουβιά (ένα κλουβί της μάννας μου σαπίζει στην αποθήκη) ξυπνάω καμιά φορά από ’να σιγανό κελάιδισμα». Θα επανέλθουμε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου