Από Παύλο Δερμενάκη
Σταχυολογώντας ορισμένα από τα αναφερθέντα από τον πρωθυπουργό θα δείξουμε παρακάτω πως «έκανε το μαύρο άσπρο».
«Έχουμε Καθαρή έξοδο από τα μνημόνια, χωρίς πιστωτικές γραμμές, χωρίς νέα προαπαιτούμενα έναντι μέτρων για το χρέος, χωρίς ασφυκτική επιτροπεία έναντι χρηματοδότησης.»
Το χιλιοειπωμένο «παραμύθι» της καθαρής εξόδου. Φυσικά και τα μνημόνια με τη μορφή που τα γνωρίσαμε μέχρι τώρα δεν θα υπάρχουν, αφού δεν θα έχουμε χρηματοδότηση. Αυτό όμως δεν αλλάζει την ουσία, ότι η χώρα, ο λαός, δεσμεύονται σε σκληρά μέτρα μέχρι το 2060. Είναι αυτό που με κομψό τρόπο έκρυψε ο κ. Τσίπρας στην αναφορά του για τις μεταρρυθμίσεις λέγοντας «και φυσικά την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων» και σε άλλο σημείο «εφόσον η Ελλάδα τηρεί τους δημοσιονομικούς κανόνες που συμφωνήθηκαν». Συνεπώς, η θηλιά στον λαιμό του λαού μέχρι το 2060 υπάρχει με τη μορφή των δημοσιονομικών στόχων και αν αυτοί δεν επιτυγχάνονται θα υπάρχουν τα αυτόματα διορθωτικά μέτρα. Άρα η λογική των μνημονίων συνεχίζεται χωρίς χρηματοδότηση των δανειστών. Φυσικά οι στόχοι δεν θα επιτευχθούν από το μηδέν. Το μνημονιακό πλαίσιο που ορίζουν δεκάδες νόμοι, δεκάδων χιλιάδων σελίδων, που ψηφίστηκαν τα τελευταία 9 χρόνια, αυτό που ο λαός ονόμασε μνημονιακό καθεστώς και ο Τσίπρας θα καταργούσε με ένα άρθρο, θα συνεχίζει να υπάρχει και να εφαρμόζεται… αλλά η Ελλάδα θα έχει «καθαρή έξοδο» από τα μνημόνια.
«H απόφαση του Eurogroup έκλεισε αμετάκλητα τον κύκλο των αξιολογήσεων και των Μνημονίων. Έδωσε οριστική λύση στο ζήτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Το σύνολο των διεθνών αναλυτών, των οίκων αξιολόγησης, των ευρωπαϊκών θεσμών αναγνωρίζουν τον ιστορικό χαρακτήρα της απόφασης»
Ουδέν ψευδέστατο από το ότι δόθηκε οριστική λύση στη βιωσιμότητα του χρέους. Αυτό προκύπτει άμεσα α) από το γεγονός ότι η ίδια η απόφαση μιλά για επαναξιολόγηση όταν θα τελειώσει η μεσοπρόθεσμη περίοδος (μετά την οποία μεταφέρθηκε το χρέος των 100 δισ. ευρώ, άρα τότε θα αρχίσουν τα πολύ δύσκολα που επικαλείται το ΔΝΤ), β) από τη μη συμμετοχή του ΔΝΤ, την τήρηση αποστάσεων από την ΕΚΤ και το γεγονός ότι προχωρούν και οι δύο σε δικές τους αξιολογήσεις, και γ) από τις διεθνείς αναλύσεις επενδυτικών οίκων που μιλούν για βιωσιμότητα στη μεσοπρόθεσμη περίοδο, μη βιωσιμότητα για μετά και αδυναμία ανάπτυξης. Φυσικά οι γερμανοκρατούμενοι «ευρωπαϊκοί θεσμοί», αφού υιοθετήθηκε η γερμανική προσέγγιση στο χρέος, αναγνωρίζουν τον «ιστορικό χαρακτήρα της απόφασης», όμως όσοι επιθυμούν να κάνουν τη δουλειά τους απερίσπαστοι από πολιτικές σκοπιμότητες κάθε άλλο παρά συμμερίζονται τέτοιες απόψεις. Το μόνο νέο μέτρο που πήρε το Eurogroup για το χρέος ήταν η επιμήκυνση των δανείων 100 δισ. ευρώ του EFSF κατά μία δεκαετία. Δηλαδή, μεταφέρθηκαν οι πληρωμές για μετά από 10 χρόνια. Φυσικά έγινε βιώσιμο το χρέος για την περίοδο μέχρι τη νέα έναρξη των πληρωμών… και μετά τι γίνεται; Αν δεν ήταν πριν βιώσιμο, από το μέσα του 2030 και μετά, χωρίς τα νέα 100 δισ., μετά την μεταφορά τους σε αυτή την περίοδο, έγινε βιώσιμο;
Ο κ. Τσίπρας έθεσε το όριο της δημοκρατίας και των αποφάσεων των μελλοντικών κυβερνήσεων. Αυτές, είπε, «θα αποφασίζουν πολιτικές ώστε να καλύπτουν τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους». Τόσο απλά θα λειτουργεί η αποικία Ελλάδα.
«Με την επιμήκυνση των ωριμάνσεων των ελληνικών ομολόγων αλλά και την περίοδο χάριτος αποπληρωμών κεφαλαίου και τόκων για τα δάνεια του EFSF ύψους 100 δισεκατομμυρίων Ευρώ, γίνεται το αποφασιστικό βήμα ώστε μεσοπρόθεσμα οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου να μην υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ.»
Εδώ ο κ. Τσίπρας ομολογεί ότι είμαστε δεσμευμένοι να πληρώνουμε ετησίως μέχρι το 2033 το 15% του ΑΕΠ για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Έναντι αυτής της «ρύθμισης» απεμπόλησε το θέμα «της διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους», σύμφωνα με την εντολή του λαού το 2015. Δημιουργείται δε το ερώτημα: Σε μια οικονομία, μετά από 9 χρόνια καταστροφής, χωρίς εθνική αποταμίευση, χωρίς τραπεζικό σύστημα, και με το 15% του ΑΕΠ ετησίως στους δανειστές από πού θα προέλθουν πόροι για τη χρηματοδότηση της οικονομίας; Όπως είναι φυσικό, εσωτερική χρηματοδότηση δεν θα υπάρξει, συνεπώς μοναδική μας ελπίδα το ξεπούλημα στους ξένους με επενδύσεις «άρπα-κόλα», αφού θα μπορούν να μας εκβιάζουν. Αυτά έχει προφανώς υπόψη της η Κομισιόν και εκτιμά τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ στο 1% μετά το 2023!. Αυτή είναι η «επόμενη μέρα που μπορεί να είναι ελπιδοφόρα» κατά τον κ. Πρωθυπουργό, αρκεί να κάνει τον λογαριασμό με το 1% αύξηση και να δει πόσα χρόνια χρειάζονται για να φτάσει το ΑΕΠ στο επίπεδο του 2010. Δυστυχώς για όλους, τα νούμερα αυτά, στα οποία μας έχει καταδικάσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, λένε ότι θα είμαστε στο επίπεδο του 2010 το 2045 (!). Τόσο ελπιδοφόρα είναι η επόμενη μέρα.
Δεν γίνεται κουβέντα από τον πρωθυπουργό για το θα γίνεται μετά το 2033 και πόσο θα είναι το ποσό του ΑΕΠ που θα πληρώνουμε στους δανειστές. Το ΔΝΤ στο παρελθόν μιλούσε για ποσοστό 33% μετά το 2023 (πριν τη μεταφορά των 100 δισ. ευρώ) και 62% το 2060, γι’ αυτό και έκρινε το χρέος ως «εξαιρετικά μη βιώσιμο». Αλλά η εικονική πραγματικότητα της κυβέρνησης θέλει την επόμενη ημέρα ελπιδοφόρα.
«Επιστροφή των κερδών των Ευρωπαϊκών Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα που έχουν αγοράσει, ύψους 4,8 δισ. ευρώ. Επιστροφές που θα γίνονται σε ετήσιες δόσεις, εφόσον η Ελλάδα τηρεί τους δημοσιονομικούς κανόνες που συμφωνήθηκαν.»
Εμφανίζει ως επιτυχία της κυβέρνησής του κάτι που είχε αποφασιστεί το 2012 και εφαρμόστηκε μόνο το 2013. Με ευθύνη της παρούσας κυβέρνησης δεν εφαρμόστηκε από το 2015. Αποδέχθηκε ο κ. Τσακαλώτος το «πάγωμα» αυτής της απαίτησης της Ελλάδας από τους δανειστές και σήμερα μας το «ξαναζεσταίνουν» και το σερβίρουν ως νέο. Φυσικά εδώ δεν υπολογίζουμε και τη νέα «πατέντα»: αντί να μας δοθούν τα χρήματα για εξόφληση του δημόσιου χρέους, έναντι αυτών ήδη η κυβέρνηση προχωρά σε συμφωνίες αγοράς φρεγατών…. για να «αυγατίζει» το δημόσιο χρέος…
«Χρηματοδοτικό μαξιλάρι ύψους περίπου 25 δισ. ευρώ. Πρόκειται εδώ για ένα απολύτως κρίσιμο μέτρο, μια δικλείδα ασφαλείας που καλύπτει χρηματοδοτικά τις ανάγκες της χώρας για τουλάχιστον δύο έτη μετά το τέλος του προγράμματος στήριξης. Έτσι οι έξοδοι στις αγορές θα γίνονται χωρίς χρηματοδοτική πίεση και θα αποσκοπούν στη βέλτιστη διαχείριση του χρέους μας.»
Η συγκέντρωση ενός τέτοιου μεγάλου ποσού έχει κόστος για το ελληνικό Δημόσιο και μάλιστα για δυο και πλέον χρόνια. Αλλά ας το αφήσουμε ασχολίαστο. Το μέγεθος αυτό, και η συνεχής διαφήμισή του δείχνει ξεκάθαρα πόσο έχει εμπιστοσύνη η κυβέρνηση στο μέλλον και στην έξοδο στις αγορές.
«Η μεταμνημονιακή παρακολούθηση της Ελλάδας θα γίνεται στο γνωστό πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί για όλα τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης που εξέρχονται από πρόγραμμα. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι εκθέσεις των ευρωπαϊκών θεσμών θα είναι κατά δύο περισσότερες, με τον πρωταρχικό ρόλο στην Κομισιόν. Και βάση της παρακολούθησης δεν είναι κάποια νέα ή επιπλέον προαπαιτούμενα, αλλά τα κριτήρια που τέθηκαν στην απόφαση του Eurogroup.»
Το γεγονός ότι αντί για εξαμηνιαίες εκθέσεις επιτήρησης, όπως έγινε με Κύπρο, Πορτογαλία Ιρλανδία, θα υπάρχουν τριμηνιαίες η κυβέρνηση το θεωρεί «κανονικότητα», όπως και όλα όσα έχουν δηλώσει κατά καιρούς οι αρμόδιοι των ευρωπαϊκών θεσμών για αυστηρή, αυστηρότερη από το παρελθόν, μεταμνημονιακή εποπτεία. Πέρα όμως από τις όποιες εκθέσεις, όπως προαναφέραμε, υπάρχουν οι δημοσιονομικοί στόχοι και οι αυτόματοι μηχανισμοί για την επίτευξή τους, όπως προβλέπει και το Eurogroup. Άρα, η Ελλάδα είναι πλήρως δεσμευμένη στο να συνεχίζονται οι αξιολογήσεις και να υποδεικνύονται – επιβάλλονται μέτρα από τους δανειστές. Εκτός δε της «τυπικής αξιολόγησης» θα υπάρχει και η συνεχής, δυναμική αξιολόγηση εκ μέρους των αγορών. Όπως έχει προειδοποιήσει ο κ. Μοσκοβισί: «Αν δεν είναι αξιόπιστες οι μεταρρυθμίσεις, τότε τα προβλήματα θα προκύψουν από τις αγορές». Συνεπώς η χώρα, ο λαός, είναι παγιδευμένοι από παντού, από πολλαπλές συνεχείς αξιολογήσεις και μάλιστα στο διηνεκές.
Από τις 21 Αυγούστου που τελειώνει το πρόγραμμα στήριξης η Ελλάδα είναι μια χώρα που στέκεται στα πόδια της ξανά. Θα χρηματοδοτεί τις ανάγκες της με τις δικές της δυνάμεις. Και οι κυβερνήσεις που θα εκλέγει ο ελληνικός λαός θα αποφασίζουν τα μέσα της πολιτικής προκειμένου να καλύπτουν τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους.»
Κυβερνήσεις εξέλεγε ο λαός και τη μνημονιακή περίοδο. Μόνο που άλλα έλεγαν προεκλογικά και άλλα έκαναν μετά, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την σημερινή. Ο κ. Τσίπρας έθεσε το όριο των αποφάσεων των μελλοντικών κυβερνήσεων, που είναι το ίδιο με το μέχρι σήμερα μνημονιακό «…θα αποφασίζουν τα μέσα της πολιτικής προκειμένου να καλύπτουν τους συμφωνημένους δημοσιονομικούς στόχους». Τόσο απλά θα συνεχίζει να λειτουργεί η αποικία με το όνομα Ελλάδα. Μια αποικία που κατά την εικονική πραγματικότητα του πρωθυπουργού θα στέκεται στα πόδια της ξανά, με 25 δισ. μαξιλάρι «για τον φόβο των Ιουδαίων» που λέγονται αγορές, με συνεχείς αξιολογήσεις, που ενδεχόμενα θα χρειάζεται να φτάσει στο 2045 για να έχει το ΑΕΠ του 2010, αλλά θα δίνει κάθε χρόνο στους δανειστές κατ’ ελάχιστο το 15% του ΑΕΠ….
«Eπαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αύξηση του κατώτατου μισθού. Μόνιμες φοροελαφρύνσεις ύψους 700-750 εκ. ευρώ από τον δημοσιονομικό χώρο που δημιουργείται από το 2019 και μετά και για πρώτη φορά θα αποτυπωθούν στον επόμενο προϋπολογισμό. Στήριξη του κοινωνικού κράτους και ειδικά της υγείας αλλά και της πρόνοιας. Επανάληψη και φέτος του μερίσματος κοινωνικής αλληλεγγύης, στοχευμένα σε κοινωνικές κατηγορίες που το έχουν ανάγκη.»
Τέλος, ο κ. Πρωθυπουργός συμπλήρωσε την ομιλία του ορίζοντας και το πλαίσιο της επικείμενης προεκλογικής του εκστρατείας με τις γνωστές υποσχέσεις. Σε όλα όσα είπε δεν έβαλε καμία χρονική δέσμευση, δείγμα του πόσο πιστεύει και ο ίδιος όσα λέει. Όλα θα… γίνουν, κάποτε. Η αξιοπιστία τέτοιων εξαγγελιών (ας θυμηθούμε τα δύο προεκλογικά του προγράμματα, τι υποσχέθηκε και τι έκανε) φαίνεται από το θέμα π.χ. των προγραμματισμένων μέτρων για τη μείωση του αφορολόγητου και την περικοπή των συντάξεων. Αφού υπάρχει μόνιμος δημοσιονομικός χώρος 700-750 εκ. ευρώ, γιατί δεν αναπροσαρμόζει ανάλογα (κατά 50% τόση περίπου είναι η αναλογία) είτε τη μείωση του αφορολόγητου είτε την περικοπή των συντάξεων; Η απάντηση είναι διπλή α) Γιατί δεν το επιτρέπουν οι δανειστές, ενώ η χώρα έχει επιτύχει καθαρή έξοδο από τα μνημόνια… και β) Γιατί χρειάζεται η κυβέρνηση να φτωχοποιήσει ακόμα περισσότερο τον λαό για να πετύχει υπέρ-πλεόνασμα ώστε να το χρησιμοποιήσει για «κοινωνικούς σκοπούς», κοινώς ως μέσο εξαγοράς ψήφων. Με αυτό το πλευρό ας συνεχίσει να κοιμάται…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου