Θέμης Τζήμας
Αφορμή για το παρόν άρθρο αποτέλεσε μια ανάρτηση του Δημήτρη Μπελαντή, η οποία αφορά τον εγκλωβισμό του ελληνικού πολιτικού συστήματος στο 2015. Η παρατήρηση είναι απολύτως ορθή. Δεν πρόκειται για φαινόμενο ούτε παράλογο, ούτε ιστορικώς μοναδικό. Ο εμφύλιος πόλεμος (γεγονός άλλης τάξης μεγέθους) συνέχισε για δεκαετίες, ρητώς ή υπόρρητα, να επικαθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις στην πατρίδα μας. Απαιτήθηκαν άλλα συγκλονιστικά γεγονότα για να αλλάξουμε ιστορικό κύκλο, όπως επίσης άλλα κόμματα και κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες χωρίς να ξεχνούν, κοίταξαν τη δική τους ιστορική περίοδο.
Το γεγονός ότι στην Ελλάδα κανένα κοινοβουλευτικό κόμμα δεν παράγει ολοκληρωμένο ιδεολογικό και προγραμματικό λόγο, ότι τα περισσότερα έχουν βολευτεί με την εσωτερίκευση πολιτικών, οι οποίες παράγονται έξω από τη χώρα (είτε τις ασπάζονται, είτε τις αντιπολιτεύονται) και ότι δεν διαθέτουν εκτεταμένη κοινωνική γείωση έχει ως συνέπεια να προσδιορίζονται όλα με βάση το 2015. Από τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ που επισείουν ως φόβητρο μια επανάληψη του πρώτου εξαμήνου του 2015, έως τον ΣΥΡΙΖΑ που ουσιαστικώς λέει ότι τώρα θα κάνει όσα δεν έκανε με την εγκατάλειψη του «Όχι» και το ΜΕΡΑ25, το οποίο διατείνεται ότι θα πάει τη ρήξη (του δημοψηφίσματος του 2015) μέχρι τέλους, ο ετεροχρονισμός είναι πλήρης και απόλυτος. Όχι διότι πρέπει να ξεχάσουμε το καλοκαίρι του 2015, ούτε γιατί οι τότε αποφάσεις δεν επηρεάζουν ακόμα και μάλιστα με τρόπο καταλυτικό τα σημερινά γεγονότα. Αλλά επειδή ζούμε σε ένα πολύ διαφορετικό διεθνές περιβάλλον.
Εντελώς ενδεικτικά, το 2015 οι διεθνοπολιτικές εναλλακτικές στη Δύση (και επομένως και στη γερμανική Ε.Ε.) παρότι διαφαίνονταν ως προοπτική, στην πράξη ήταν πολύ περιορισμένες. Σήμερα, οκτώ χρόνια μετά, φαίνεται πόσο διεθνοπολιτικός νάνος είναι η Γερμανία, ενώ οι εναλλακτικές στην κυριαρχία και στους περιορισμούς τους οποίους επιβάλλει η Δύση και ειδικότερα οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. είναι απολύτως υπαρκτές: BRICS, αποδολαριοποίηση, διάσπαση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης κατά μήκος των διεθνοπολιτικών ρηγμάτων, εναλλακτικοί διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί είναι εξελίξεις οι οποίες ανοίγουν δυνατότητες που δεν υπήρχαν το 2015. Αντιστοίχως προκαλούν και νέους κινδύνους, φυσικά. Διόλου τυχαία όμως, αυτή η συζήτηση είτε δεν γίνεται, είτε γίνεται με μια μονόπλευρη, κεκαλυμμένη ή απροκάλυπτη φιλοδυτική στάση. Το μείζον ερώτημα, αν η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να ανήκει στη Δύση ή να συμμετέχει στη διαμόρφωση ενός πολυκεντρικού κόσμου είναι απόν από την πολιτική συζήτηση.
Το πώς θα κινητοποιήσουμε τους συντελεστές της παραγωγής μετά από τουλάχιστον 15 χρόνια οξείας παρακμής τους, τόσο σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις και τις υποδομές, όσο και σε ό,τι αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα, δηλαδή η εκπόνηση βιομηχανικής πολιτικής και η ενασχόληση με την παραγωγική βάση, επίσης απουσιάζει, τουλάχιστον με μια ολοκληρωμένη μορφή. Είναι καλή και χρήσιμη η κουβέντα για το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, αλλά δεν αρκεί. Όπως και να διαχειριστούμε το ιδιωτικό χρέος, αν δεν μπούμε στον κύκλο της παραγωγής σύνθετων βιομηχανικών προϊόντων, σύντομα θα βρεθούμε με νέες γενιές χρεών.
Η εμπειρία της πανδημίας και το τι μας έδειξε για την ευαλωτότητα των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, όπως και για την ισχύ των πολύ μεγάλων πολυεθνικών, επίσης είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν μια σειρά κομμάτων υποτίθεται προοδευτικών, υπερηφάνως συμπεριλαμβάνουν μέχρι και εκείνους που καλούσαν να στείλουμε στα βουνά τους ανεμβολίαστους;
Οι νέες τεχνολογίες, με κυριότερη την τεχνητή νοημοσύνη, το 2015 απασχολούσαν μερικούς περίεργους τύπους. Σήμερα βρίσκονται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Τι και πώς θα παράγουν και για ποιον; Ποια θα είναι η επίδρασή τους σε κάθε τομέα της ανθρώπινης ζωής; Πόσο απειλούν την ανθρωπότητα και κατά πόσο μπορούν να την απελευθερώσουν; Όταν μιλούμε για καινοτόμες τεχνολογίες δεν μπορεί να αναφερόμαστε σε συστήματα ψηφιακών ανταλλαγών (μόνο ή κυρίως) και επιπλέον δεν μπορούμε να αναφερόμαστε σε τέτοια τεχνολογικά συστήματα, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τους κινδύνους για τα ατομικά δικαιώματα και την πιθανότητα βιοπολιτικού ελέγχου.
Ίσως δε, το κυριότερο από όλα να είναι ότι νέες κοινωνικές δυνάμεις έχουν προστεθεί τα τελευταία οκτώ χρόνια στην εξίσωση. Μια νέα γενιά, η οποία δεν θυμάται τίποτα από την Ελλάδα της μεταπολίτευσης και από τις κατακτήσεις της. Ένας κόσμος με άλλους κώδικες ή χωρίς (σαφείς τουλάχιστον) κώδικες επικοινωνίας. Χωρίς καθαρή αντίληψη του τι σημαίνει και γιατί είναι αναγκαία, η συλλογική, κομματική στράτευση και πάλη, όπως και οι οργανωμένοι μαζικοί χώροι. Ποιοι ασχολούνται με αυτές τις δυνάμεις; Ποιοι κάνουν την απαιτούμενη πολιτική και οργανωτική δουλειά, ώστε να ενεργοποιηθεί η συλλογική αυτενέργεια και φαντασία;
Η εμμονή με το 2015 μπορεί για τη δεξιά να αποτελεί ένα φύλλο συκής και ένα εργαλείο τρομοκράτησης ευρύτερων τμημάτων του λαού, αλλά για τους υπολοίπους συνιστά αυτοκαταστροφικό εγκλωβισμό. Στο κάτω-κάτω δε δικαιώνεται το «Όχι» με το να προσπαθούμε να φτιάξουμε ένα sequel ή μια εναλλακτική πραγματικότητα αυτού, αλλά με το να πετύχουμε τον οικονομικό και τον κοινωνικό μετασχηματισμό εδώ και σήμερα. Αλλά αυτό προϋποθέτει βάθος και δουλειά στους οργανωμένους χώρους. Όχι ευκολίες, όχι επαναλήψεις.
Αφορμή για το παρόν άρθρο αποτέλεσε μια ανάρτηση του Δημήτρη Μπελαντή, η οποία αφορά τον εγκλωβισμό του ελληνικού πολιτικού συστήματος στο 2015. Η παρατήρηση είναι απολύτως ορθή. Δεν πρόκειται για φαινόμενο ούτε παράλογο, ούτε ιστορικώς μοναδικό. Ο εμφύλιος πόλεμος (γεγονός άλλης τάξης μεγέθους) συνέχισε για δεκαετίες, ρητώς ή υπόρρητα, να επικαθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις στην πατρίδα μας. Απαιτήθηκαν άλλα συγκλονιστικά γεγονότα για να αλλάξουμε ιστορικό κύκλο, όπως επίσης άλλα κόμματα και κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες χωρίς να ξεχνούν, κοίταξαν τη δική τους ιστορική περίοδο.
Το γεγονός ότι στην Ελλάδα κανένα κοινοβουλευτικό κόμμα δεν παράγει ολοκληρωμένο ιδεολογικό και προγραμματικό λόγο, ότι τα περισσότερα έχουν βολευτεί με την εσωτερίκευση πολιτικών, οι οποίες παράγονται έξω από τη χώρα (είτε τις ασπάζονται, είτε τις αντιπολιτεύονται) και ότι δεν διαθέτουν εκτεταμένη κοινωνική γείωση έχει ως συνέπεια να προσδιορίζονται όλα με βάση το 2015. Από τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ που επισείουν ως φόβητρο μια επανάληψη του πρώτου εξαμήνου του 2015, έως τον ΣΥΡΙΖΑ που ουσιαστικώς λέει ότι τώρα θα κάνει όσα δεν έκανε με την εγκατάλειψη του «Όχι» και το ΜΕΡΑ25, το οποίο διατείνεται ότι θα πάει τη ρήξη (του δημοψηφίσματος του 2015) μέχρι τέλους, ο ετεροχρονισμός είναι πλήρης και απόλυτος. Όχι διότι πρέπει να ξεχάσουμε το καλοκαίρι του 2015, ούτε γιατί οι τότε αποφάσεις δεν επηρεάζουν ακόμα και μάλιστα με τρόπο καταλυτικό τα σημερινά γεγονότα. Αλλά επειδή ζούμε σε ένα πολύ διαφορετικό διεθνές περιβάλλον.
Εντελώς ενδεικτικά, το 2015 οι διεθνοπολιτικές εναλλακτικές στη Δύση (και επομένως και στη γερμανική Ε.Ε.) παρότι διαφαίνονταν ως προοπτική, στην πράξη ήταν πολύ περιορισμένες. Σήμερα, οκτώ χρόνια μετά, φαίνεται πόσο διεθνοπολιτικός νάνος είναι η Γερμανία, ενώ οι εναλλακτικές στην κυριαρχία και στους περιορισμούς τους οποίους επιβάλλει η Δύση και ειδικότερα οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. είναι απολύτως υπαρκτές: BRICS, αποδολαριοποίηση, διάσπαση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης κατά μήκος των διεθνοπολιτικών ρηγμάτων, εναλλακτικοί διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί είναι εξελίξεις οι οποίες ανοίγουν δυνατότητες που δεν υπήρχαν το 2015. Αντιστοίχως προκαλούν και νέους κινδύνους, φυσικά. Διόλου τυχαία όμως, αυτή η συζήτηση είτε δεν γίνεται, είτε γίνεται με μια μονόπλευρη, κεκαλυμμένη ή απροκάλυπτη φιλοδυτική στάση. Το μείζον ερώτημα, αν η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να ανήκει στη Δύση ή να συμμετέχει στη διαμόρφωση ενός πολυκεντρικού κόσμου είναι απόν από την πολιτική συζήτηση.
Το πώς θα κινητοποιήσουμε τους συντελεστές της παραγωγής μετά από τουλάχιστον 15 χρόνια οξείας παρακμής τους, τόσο σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις και τις υποδομές, όσο και σε ό,τι αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα, δηλαδή η εκπόνηση βιομηχανικής πολιτικής και η ενασχόληση με την παραγωγική βάση, επίσης απουσιάζει, τουλάχιστον με μια ολοκληρωμένη μορφή. Είναι καλή και χρήσιμη η κουβέντα για το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, αλλά δεν αρκεί. Όπως και να διαχειριστούμε το ιδιωτικό χρέος, αν δεν μπούμε στον κύκλο της παραγωγής σύνθετων βιομηχανικών προϊόντων, σύντομα θα βρεθούμε με νέες γενιές χρεών.
Η εμπειρία της πανδημίας και το τι μας έδειξε για την ευαλωτότητα των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, όπως και για την ισχύ των πολύ μεγάλων πολυεθνικών, επίσης είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν μια σειρά κομμάτων υποτίθεται προοδευτικών, υπερηφάνως συμπεριλαμβάνουν μέχρι και εκείνους που καλούσαν να στείλουμε στα βουνά τους ανεμβολίαστους;
Οι νέες τεχνολογίες, με κυριότερη την τεχνητή νοημοσύνη, το 2015 απασχολούσαν μερικούς περίεργους τύπους. Σήμερα βρίσκονται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης. Τι και πώς θα παράγουν και για ποιον; Ποια θα είναι η επίδρασή τους σε κάθε τομέα της ανθρώπινης ζωής; Πόσο απειλούν την ανθρωπότητα και κατά πόσο μπορούν να την απελευθερώσουν; Όταν μιλούμε για καινοτόμες τεχνολογίες δεν μπορεί να αναφερόμαστε σε συστήματα ψηφιακών ανταλλαγών (μόνο ή κυρίως) και επιπλέον δεν μπορούμε να αναφερόμαστε σε τέτοια τεχνολογικά συστήματα, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη τους κινδύνους για τα ατομικά δικαιώματα και την πιθανότητα βιοπολιτικού ελέγχου.
Ίσως δε, το κυριότερο από όλα να είναι ότι νέες κοινωνικές δυνάμεις έχουν προστεθεί τα τελευταία οκτώ χρόνια στην εξίσωση. Μια νέα γενιά, η οποία δεν θυμάται τίποτα από την Ελλάδα της μεταπολίτευσης και από τις κατακτήσεις της. Ένας κόσμος με άλλους κώδικες ή χωρίς (σαφείς τουλάχιστον) κώδικες επικοινωνίας. Χωρίς καθαρή αντίληψη του τι σημαίνει και γιατί είναι αναγκαία, η συλλογική, κομματική στράτευση και πάλη, όπως και οι οργανωμένοι μαζικοί χώροι. Ποιοι ασχολούνται με αυτές τις δυνάμεις; Ποιοι κάνουν την απαιτούμενη πολιτική και οργανωτική δουλειά, ώστε να ενεργοποιηθεί η συλλογική αυτενέργεια και φαντασία;
Η εμμονή με το 2015 μπορεί για τη δεξιά να αποτελεί ένα φύλλο συκής και ένα εργαλείο τρομοκράτησης ευρύτερων τμημάτων του λαού, αλλά για τους υπολοίπους συνιστά αυτοκαταστροφικό εγκλωβισμό. Στο κάτω-κάτω δε δικαιώνεται το «Όχι» με το να προσπαθούμε να φτιάξουμε ένα sequel ή μια εναλλακτική πραγματικότητα αυτού, αλλά με το να πετύχουμε τον οικονομικό και τον κοινωνικό μετασχηματισμό εδώ και σήμερα. Αλλά αυτό προϋποθέτει βάθος και δουλειά στους οργανωμένους χώρους. Όχι ευκολίες, όχι επαναλήψεις.
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Ζήλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου