(Απομεσήμερο. Ενα ελαφρύ αεράκι φέρνει θύμησες από ανθισμένες πασχαλιές και πολύχρωμες ανεμώνες που δεν υπάρχουν πια, γιατί τις μπάζωσε ο Μπακοζάν με φοίνικες και μετά ξεπάστρεψε και τους φοίνικες.
Στο γραφείο του κυρίου Κόινερ -διπλωματούχου ψυχιάτρου με ελληνικές ρίζες ο... οποίος αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα για να βοηθήσει κάτι ψυχικά νοσούντες που, όπως έμαθε από τη Δόμνα, τους λένε «αριστερούς»- ένα αμυδρό φως αχνομπαίνει μέσα από τις μισάνοιχτες γρίλιες. Στην καρέκλα απέναντί του, μια γυναίκα. Φοράει μεγάλα μαύρα γυαλιά, παρά το αμυδρό φως που αχνομπαίνει μέσα από τις μισάνοιχτες γρίλιες. Για ώρα δεν μιλάει. Μούγκα. Μήτε κουβέντα. Ο κ. Κόινερ περιμένει στωικά. Ωσπου ξαφνικά...)
-Θα τον χωρίσω! Αυτό είναι, δεν πάει άλλο. Θα τον χωρίσω.
-Ποιον κυρία μου;
-Να μείνει μόνος του! Με το τάμπλετ και τα πιτσίνια του! Ως εδώ ήταν!
-Τα ποια του;
-Αυτό πάλι; Να φτιάχνω όλες τις ιερές συνταγές της μάνας του -και να σχολιάζει κι από πάνω πως «η μαμά τα έκανε καλύτερα»- κι αυτός εκεί! Πιτσίνια! Το φαντάζεσαι, γιατρέ μου; Να ζεις με έναν άνθρωπο που τρώει πιτσίνια σαν ξεπουλάει δημόσιους οργανισμούς;
-Δεν είμαι ακόμα σίγουρος τι με ενοχλεί περισσότερο στην παραπάνω πρόταση: το ότι μαγειρεύετε κατά μάνα για τον κύρη; Το ότι ο άντρας σας ξεπουλάει δημόσιους οργανισμούς; Το ότι τρώει πιτσίνια; Για συνεχίστε...
-Εγώ έπρεπε να είμαι στη θέση του! Πρώτη επιλαχούσα ήμουνα. Θα έκανα καριέρα εγώ. Μου το 'χε πει και η κυρα-Κούλα - μια Σμυρνιά που λέει τον καφέ και διώχνει το μάτι: μεγάλες πόρτες ήταν να διαβώ. Σε μεγάλα γραφεία θα καθόμουν. Αλλά βλέπεις έπρεπε να του μεγαλώσω το μούλικο. Και μου τα 'λεγε η μάνα μου (και η κυρα-Κούλα!): «Μη βιάζεσαι κοκόνα μου. Το μοναστήρι να 'ν' καλά κι από καλογέρους, να!». Να στα μούτρα μου τώρα! Ασε που το θήλαζα και δύο χρόνια, γιατρέ μου! Κρεμάσαν τα βυζά στο πάτωμα. Εφτασε η θηλή στον αφαλό. «Ο θηλασμός αναπτύσσει την ευφυΐα» έλεγε και ξανάλεγε ο εν λόγω. Αφού το βλέπαμε: το παιδί δεν!
-Δεν...;
-Δεν! Ο,τι κι αν κάναμε, δεν! Ενα θα σου πω: πρώτη λέξη που έγραψε ήταν ΕΦΚΑ... ΕΦΚΑ! Το πιστεύεις; Μήτε που ξέρω τι είν' αυτό. Να φανταστείς, νόμιζα πως έμπλεξε σε κάποια παράνομη οργάνωση Κούρδων αυτονομιστών το παιδί! Ή ότι έμαθε κάποια κουμμουνιστική λέξη (Θε μου φύλαγε!). Ετοιμη ήμουν να πάρω τα θυμιατά και να καλέσω τον Ανθιμο να μου το ξορκίσει και την κυρα-Κούλα να μου το ξεματιάσει (εξαιρετική ξεματιάστρα η κυρα-Κούλα - όλο το υπουργικό συμβούλιο εργολαβία έχει πάρει). Και πάνω που ήμουν με το θυμιατήρι στο ένα χέρι και το τηλέφωνο στο άλλο, πάνω που έσκουζα «πάει, το χάνουμε το παιδί!», γυρίζει ο εν λόγω και τι μου λέει νομίζεις; «Ηρέμησε, καλή μου. Ενα ακόμα ξεπούλημα είναι. Ετσι, ένα στα γρήγορα, πριν τις εκλογές».
-Ενα στα γρήγορα;
-Πάντα γρήγορος ήταν. Πότε έμπαινε, πότε τελείωνε τη δουλειά του, πότε έβγαινε - ούτε εγώ ούτε οι υπάλληλοι στα υπουργεία του το καταλαβαίναμε. Κάθε οργασμό, με συγχωρείτε, κάθε οργανισμό εννοώ, που του ανέθεταν, τον ξεπέταγε στο τσακ μπαμ. Βγάλε δάχτυλα και μέτρα: Ολυμπιακή, ΔΕΗ, ΟΣΕ, τώρα και ο ΕΦΚΑ... Πάντως, μέχρι και τα τώρα, τι είναι ΕΦΚΑ μήτε έμαθα. Κάτι με συντάξεις είναι μάλλον, άρα κάτι ασήμαντο...
-Ασήμαντο;
-Ασήμαντο, γιατρέ μου, ασήμαντο! Ξέρεις ποια είναι τα σημαντικά; Οτι ο γιος της άλλης, που είναι σαν τον πρωτοσύγκελο της Μονής του Οσίου Παταπίου, είπε «Κυριάκος» για πρώτη λέξη, ενώ το δικό μου έγραψε «ΕΦΚΑ»! Τίποτα τίποτα... Οσο κι αν το θήλασα, βλαμμένο έμεινε. Τι να κάνω; Πού να το τρέξω; Μ' ακούς, γιατρέ μου; Συζείς το δράμα μου;
(Το φως χάθηκε στον ορίζοντα, μαζί με τη διάθεση για ζωή του κ. Κόινερ.)
Στο γραφείο του κυρίου Κόινερ -διπλωματούχου ψυχιάτρου με ελληνικές ρίζες ο... οποίος αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα για να βοηθήσει κάτι ψυχικά νοσούντες που, όπως έμαθε από τη Δόμνα, τους λένε «αριστερούς»- ένα αμυδρό φως αχνομπαίνει μέσα από τις μισάνοιχτες γρίλιες. Στην καρέκλα απέναντί του, μια γυναίκα. Φοράει μεγάλα μαύρα γυαλιά, παρά το αμυδρό φως που αχνομπαίνει μέσα από τις μισάνοιχτες γρίλιες. Για ώρα δεν μιλάει. Μούγκα. Μήτε κουβέντα. Ο κ. Κόινερ περιμένει στωικά. Ωσπου ξαφνικά...)
-Θα τον χωρίσω! Αυτό είναι, δεν πάει άλλο. Θα τον χωρίσω.
-Ποιον κυρία μου;
-Να μείνει μόνος του! Με το τάμπλετ και τα πιτσίνια του! Ως εδώ ήταν!
-Τα ποια του;
-Αυτό πάλι; Να φτιάχνω όλες τις ιερές συνταγές της μάνας του -και να σχολιάζει κι από πάνω πως «η μαμά τα έκανε καλύτερα»- κι αυτός εκεί! Πιτσίνια! Το φαντάζεσαι, γιατρέ μου; Να ζεις με έναν άνθρωπο που τρώει πιτσίνια σαν ξεπουλάει δημόσιους οργανισμούς;
-Δεν είμαι ακόμα σίγουρος τι με ενοχλεί περισσότερο στην παραπάνω πρόταση: το ότι μαγειρεύετε κατά μάνα για τον κύρη; Το ότι ο άντρας σας ξεπουλάει δημόσιους οργανισμούς; Το ότι τρώει πιτσίνια; Για συνεχίστε...
-Εγώ έπρεπε να είμαι στη θέση του! Πρώτη επιλαχούσα ήμουνα. Θα έκανα καριέρα εγώ. Μου το 'χε πει και η κυρα-Κούλα - μια Σμυρνιά που λέει τον καφέ και διώχνει το μάτι: μεγάλες πόρτες ήταν να διαβώ. Σε μεγάλα γραφεία θα καθόμουν. Αλλά βλέπεις έπρεπε να του μεγαλώσω το μούλικο. Και μου τα 'λεγε η μάνα μου (και η κυρα-Κούλα!): «Μη βιάζεσαι κοκόνα μου. Το μοναστήρι να 'ν' καλά κι από καλογέρους, να!». Να στα μούτρα μου τώρα! Ασε που το θήλαζα και δύο χρόνια, γιατρέ μου! Κρεμάσαν τα βυζά στο πάτωμα. Εφτασε η θηλή στον αφαλό. «Ο θηλασμός αναπτύσσει την ευφυΐα» έλεγε και ξανάλεγε ο εν λόγω. Αφού το βλέπαμε: το παιδί δεν!
-Δεν...;
-Δεν! Ο,τι κι αν κάναμε, δεν! Ενα θα σου πω: πρώτη λέξη που έγραψε ήταν ΕΦΚΑ... ΕΦΚΑ! Το πιστεύεις; Μήτε που ξέρω τι είν' αυτό. Να φανταστείς, νόμιζα πως έμπλεξε σε κάποια παράνομη οργάνωση Κούρδων αυτονομιστών το παιδί! Ή ότι έμαθε κάποια κουμμουνιστική λέξη (Θε μου φύλαγε!). Ετοιμη ήμουν να πάρω τα θυμιατά και να καλέσω τον Ανθιμο να μου το ξορκίσει και την κυρα-Κούλα να μου το ξεματιάσει (εξαιρετική ξεματιάστρα η κυρα-Κούλα - όλο το υπουργικό συμβούλιο εργολαβία έχει πάρει). Και πάνω που ήμουν με το θυμιατήρι στο ένα χέρι και το τηλέφωνο στο άλλο, πάνω που έσκουζα «πάει, το χάνουμε το παιδί!», γυρίζει ο εν λόγω και τι μου λέει νομίζεις; «Ηρέμησε, καλή μου. Ενα ακόμα ξεπούλημα είναι. Ετσι, ένα στα γρήγορα, πριν τις εκλογές».
-Ενα στα γρήγορα;
-Πάντα γρήγορος ήταν. Πότε έμπαινε, πότε τελείωνε τη δουλειά του, πότε έβγαινε - ούτε εγώ ούτε οι υπάλληλοι στα υπουργεία του το καταλαβαίναμε. Κάθε οργασμό, με συγχωρείτε, κάθε οργανισμό εννοώ, που του ανέθεταν, τον ξεπέταγε στο τσακ μπαμ. Βγάλε δάχτυλα και μέτρα: Ολυμπιακή, ΔΕΗ, ΟΣΕ, τώρα και ο ΕΦΚΑ... Πάντως, μέχρι και τα τώρα, τι είναι ΕΦΚΑ μήτε έμαθα. Κάτι με συντάξεις είναι μάλλον, άρα κάτι ασήμαντο...
-Ασήμαντο;
-Ασήμαντο, γιατρέ μου, ασήμαντο! Ξέρεις ποια είναι τα σημαντικά; Οτι ο γιος της άλλης, που είναι σαν τον πρωτοσύγκελο της Μονής του Οσίου Παταπίου, είπε «Κυριάκος» για πρώτη λέξη, ενώ το δικό μου έγραψε «ΕΦΚΑ»! Τίποτα τίποτα... Οσο κι αν το θήλασα, βλαμμένο έμεινε. Τι να κάνω; Πού να το τρέξω; Μ' ακούς, γιατρέ μου; Συζείς το δράμα μου;
(Το φως χάθηκε στον ορίζοντα, μαζί με τη διάθεση για ζωή του κ. Κόινερ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου