Την πρώτη φορά που είδε ποτάμι στην ζωή του, ένιωσε το
αίμα του να θέλει να τρέξει μαζί με το νερό. Χτυπούσε φουρτουνιασμένο στις
κλειδώσεις, στα μηνίγγια, σαν χιλιάδες παιδάκια με κόκκινες ποδιές που ορμούσαν
στο διάλειμμα, στο προαύλιο με τον ήλιο. “Έτσι θέλω να ζήσω” είπε, “να φεύγω
πάντα προς την θάλασσα”. Κι ας ήξερε πως το γλυκό νερό σκοτώνεται στην πρώτη του
επαφή με την γλαυκή αλμύρα.
Την πρώτη φορά που είδε θάλασσα στην ζωή του,
σκέφτηκε πως θα ζήσει για πάντα, μόνο για να την κοιτάει. Χώθηκε ο μισός στην
άμμο, πήρε λίγο νερό κι ένα πανωφόρι για τους χειμωνιάτικους μήνες και τα βράδια
που έχανε το ενδιαφέρον του ρωτούσε τους κέδρους μήπως τελικά είμαστε φτιαγμένοι
για να πολεμάμε κόντρα στις ροές και όχι να τις ακολουθούμε....
Την πρώτη φορά που είδε
χιόνι στη ζωή του, πίστεψε στον οριστικό, αμετάκλητο θάνατο. “Τίποτα δεν θα
μείνει, όλα θα γίνουν ένα σκληρό παγωμένο άσπρο, για πάντα.” Πήρε όμως το μάτι
του ένα κλαράκι με δύο πράσινα φύλλα, σαν λαδιές σε νυφικό, και σκέφτηκε να την
κάνει κι αυτός την λαδιά του...
Την πρώτη φορά που την είδε, έγινε παζλ στα
χέρια μωρού. Το στομάχι του στο στόμα, τα γόνατα κολλήσαν στους αγκώνες, και το
κεφάλι του ανάποδα, δεν ταίριαζε πουθενά. “Μην κουνηθείς, το χω!” του φώναξε ο
Ιερώνυμος Μπος...
Την τελευταία φορά που είδε το πρόσωπό της, ήταν σε δωμάτιο
νοσοκομείου. Τον όρκισε να προσέχει το παιδί και να του μάθει να παλεύει.
Εκείνος, της ψιθύρισε πως πρώτα θα του μάθει να αγαπάει τα ποτάμια, την θάλασσα
και το χιόνι. Και να αφήνεται. Να γίνεται όχι φύλλο στο νερό αλλά το ίδιο το
νερό.
Χαμογέλασε ικανοποιημένη, κι έφυγε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου