Η Κατερίνα Γώγου, ποιήτρια-σύμβολο της εγχώριας ελευθεριακής κουλτούρας, της καταγραφής των αδιεξόδων του αστικού υποκειμένου και των ματαιωμένων πολιτικών οραμάτων, φαίνεται να στοιχειώνει ακόμα πολλούς από τους ποιητές (ή όσους προβάλλονται ως ποιητές) της νεότερης γενιάς. Διαβάζοντας κανείς τις στιχουργικές προσπάθειες πολλών ανθρώπων της γενιάς των σημερινών σαραντάρηδων, γίνεται σαφές πως η Γώγου αποτελεί βασική τους επιρροή, υφολογικά, θεματολογικά και γλωσσικά. Η επιλογή «αιχμηρών» ή «προκλητικών» θεμάτων και λεξιλογίου είναι ένα από τα σταθερά χαρακτηριστικά των νεότερων, και φαίνεται αυτά τα χαρακτηριστικά να είναι συχνά το ζητούμενο, χωρίς να γίνεται τις περισσότερες φορές πειστικό ότι πηγάζουν από μια αυθεντική εσωτερική ανάγκη. Κάτι τέτοιο συμβαίνει για παράδειγμα στο ποίημα Με τον τρόπο του Γ.Σ. του Γιάννη Στίγκα όπου – αν εξαιρέσουμε την παραπομπή που κάνει στο ομότιτλο ποίημα του Σεφέρη – τα συνωμοτικά «ψιτ μεγάλε» και «δεν θα σ’ το κάνω πιο λιανά», μπορεί να πει κανείς πως παραπέμπουν στο «το νου σου, ε» της Γώγου. Παρατηρείται δηλαδή μια υφολογική συνάφεια που φαίνεται να αποτελεί περισσότερο αναμόχλευση του πρωτοτύπου παρά δημιουργική συνομιλία με αυτό. Σε κάθε περίπτωση, η επιρροή του συγκεκριμένου ύφους στους νεότερους φαίνεται να υπερτερεί έναντι άλλων επιρροών που θα συζητηθούν παρακάτω.
Είναι επίσης φανερό πως πολλές από τις νεότερες ποιήτριες, όχι μόνο διαβάζουν, θαυμάζουν, και επηρεάζονται άμεσα από την Γώγου, αλλά και πως, συνειδητά ή μη, σε κάποιες περιπτώσεις εσωτερικεύουν ένα στυλ Κατερίνας Γώγου όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο προβάλλονται. Το στυλ που υιοθετούν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αυτό της «καταραμένης», «σκοτεινής» φυσιογνωμίας, που δεν μπορεί παρά να γράφει «βλάσφημους» στίχους, και που για να γράφει με αυτόν τον υποτιθέμενα ακραίο τρόπο, δεν μπορεί παρά να διάγει κι έναν ανάλογο ακραίο βίο, σε πρακτικό ή συναισθηματικό επίπεδο, κατά το πρότυπο της Γώγου ή άλλων ξένων «καταραμένων» ποιητών. Για την διατήρηση αυτού του προφίλ χρησιμοποιείται συχνά λεξιλόγιο που υποτίθεται πως είναι απαλλαγμένο από θέματα και λέξεις ταμπού – μπορούν να αναφερθούν σε οτιδήποτε, από τον «αυνανισμό» ως τα «τσιγαριλίκια», και από τις «γκόμενες» μέχρι τους «βιασμούς» -, φιλοδοξώντας συνολικά να δώσουν την εντύπωση του ατρόμητου χειριστή της γλώσσας και του εκφραστή μιας «αντισυμβατικής» ποιητικότητας. Γίνεται ωστόσο φανερό πως κάτι τέτοιο δεν επιτυγχάνεται, αφού τίποτα στις μέρες μας δεν μπορεί να θεωρηθεί πως είναι «σοκαριστικό» στην τέχνη γενικότερα, και ούτε στην πραγματικότητα οφείλει να είναι, αφού το ζητούμενο στην ποίηση παραμένει αυτό που ήταν πάντα σε όλες τις εποχές, δηλαδή ο μεστός λυρισμός και η αφηγηματική δύναμη μέσα από την απλότητα.
Διαβάζοντας λοιπόν τους νεότερους Έλληνες ποιητές, έχει κανείς την εντύπωση ότι οι ίδιοι θεωρούν πως ζουν ακόμα σε μια παρατεταμένη εποχή «αμφισβήτησης», καθώς και ότι η ποίηση στην Ελλάδα ξεκίνησε από την δεκαετία του 1930, ή ακόμα από το 1970 και μετά, και πως δεν υπήρξαν ποτέ ποιητές όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος, ο Σικελιανός, ο Μαβίλης, ο Ουράνης, ή η δημοτική ποίηση. Ακόμα και αν οι νεότεροι έχουν διαβάσει κάποιους από τους προαναφερθέντες, ή αν θεωρούν πως τους κατέχουν και έχουν επηρεαστεί από αυτούς, αυτό δεν γίνεται φανερό στα γραπτά τους. Αυτό που αντίθετα κραυγάζει μέσα από αυτά, εκτός από την Κατερίνα Γώγου, είναι υπερρεαλιστές ποιητές, ποιητές της γενιάς του 30, αριστεροί «ποιητές της ήττας», και της μεταπολεμικής γενιάς (Εμπειρίκος, Εγγονόπουλος, Αναγνωστάκης, Ρίτσος, Ελύτης, Σεφέρης, Βαλαωρίτης, Ρουκ κ.α.), και διάφοροι ποιητές της γενιάς του 70 ή «γενιάς της αμφισβήτησης» (Βαρβέρης, Πρατικάκης, Τραϊανός κ.α.). Οι ξένοι ποιητές είναι η άλλη βασική επιρροή, με έμφαση σε αυτούς που θεωρούνται «καταραμένοι» (Ρεμπώ, Μπουκόφκσι, Μπάροουζ, Γκίνσμπεργκ κ.α.) και που παραμένουν γοητευτικοί για πολλούς νεότερους. Μάλιστα το ποίημα Howl (Ουρλιαχτό) του Γκίνσμπεργκ αποτέλεσε πρότυπο για την συγγραφή σύγχρονού μας στιχουργήματος του Γιώργου Πρεβεδουράκη, που επιχειρεί, μάλλον ανεπιτυχώς, να παρουσιάσει ένα ανεστραμμένο, σύγχρονο ελληνικό Ουρλιαχτό: «Είδα τις καλύτερες γενιές του μυαλού μου διαλυμένες από την φαιδρότερη λογική» κατά το «Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου διαλυμένα απ’ την τρέλα» του Γκίνσμπεργκ. Η προτίμηση στα προαναφερθέντα αναγνώσματα και ο εξοβελισμός άλλων αναγνωσμάτων, μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της εμμονής στην νεολαιίστικη κουλτούρα των τελευταίων δεκαετιών, και είναι ίσως ένας από τους λόγους, αν όχι ο βασικός λόγος, που η ποιητική παραγωγή στην Ελλάδα από πολλούς νεότερους τα τελευταία χρόνια είναι περιορισμένη θεματικά και γλωσσικά, δεν παρουσιάζει πηγαίο λυρισμό, και προσπαθεί να στηριχτεί περισσότερο στην αποδόμηση του λόγου παρά στην συγκροτημένη και ευρηματική χρήση αυτού.
Μια πρόταση για αλλαγή κατεύθυνσης είναι η πρόσληψη διαφορετικών ποιητικών ερεθισμάτων, με αντιστροφή της έμφασης όσον αφορά τα αναγνώσματα: Lord Byron αντί για Γκίνσμπεργκ, Σολωμός αντί για Ελύτη, Μαρία Πολυδούρη αντί για Κατερίνα Γώγου. Αυτό δεν σημαίνει πως η προτίμηση των πρώτων καθιστά τους δεύτερους παραδείγματα προς αποφυγή, ή πως η ποιητική φωνή των δεύτερων είναι ανάξια προσοχής. Δεν επιχειρείται εδώ μια υποβάθμιση των εν λόγω ποιητών ως τέτοιων, αλλά μάλλον μια «αποκαθήλωσή» τους από την σύγχρονη συλλογική συνείδηση ως «αρχιερέων» της τρέχουσας ποιητικής κουλτούρας. Και πάνω από όλα αξίζει να προσπαθήσουμε να ασκηθούμε στην μετριοφροσύνη, την αυτοκριτική, και την συναίσθηση όσον αφορά το τι συνιστά πραγματικά σημαντική και πηγαία ποίηση και τι όχι. Φαίνεται να έχει χαθεί το μέτρο όταν αδιάφορα στιχουργήματα (όπως το συνημμένο, του Γιώργου Αλισάνογλου) μπορούν να συνεχίσουν να θεωρούνται πως συνιστούν ποιήματα. Είναι τουλάχιστον ελπιδοφόρο πως κάτι τέτοιο γίνεται αποδεκτό σχεδόν αποκλειστικά εντός του φιλικού και κοινωνικού κύκλου του εκάστοτε “ποιητή».
Αν πάλι νιώθουμε πως χρειαζόμαστε ένα αυθεντικό εγχώριο «γκόθικ» για να ικανοποιήσει τα «σκοτεινά» μας ένστικτα, η ελληνική παράδοση, με την λιτή και προσεγμένη στιχουργική της, μπορεί να μας το προσφέρει:
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.
(Του νεκρού αδελφού, Δημοτικό)
Και παρακάτω ένα παράδειγμα για το πώς στοιχεία παροδοσιακής ή δημοτικής ποίησης μπορούν να μετουσιωθούν σε σύγχρονη ποίηση: [απόσπασμα]
Όσα σε περιγράφουν θέλω να τα ξέρω όλα
ποια μέρα ήτανε του εξήντα τρία, που από το τίποτα βγήκες μωρό
ποιος να σε μεγαλώσει είχε την ιδέα, σε ποια αδέρφια σε παράδωσε αδερφό
πώς του παππού η αρρυθμία έσβησε τ’ όνομα που θα σου δίναν
και από Νίκο, που προτιμούσαν, σ’ είπανε Λάζαρο
– να τον εγκαταλείψουνε εφόσον πέθαινε δεν το μπορούσαν –
πώς απ’ αθώο παιδί κι αδέξιο, έμαθες πώς να καμώνεσαι τον αυστηρό
πώς την ελέγανε την Κατερίνα που σου είπε πρώτη φορά πως είσαι ωραίος
πώς βρέθηκε στο κοίταγμά σου η ξιπασιά ν’ ανακατεύεται με του θαυμασμού το δέος
γιατί άφησες τόσες γυναίκες που σε θέλαν και πήρες το κορίτσι του ταύρου
σε ποια πληγή σου βαλε αλάτι, για να σ’ ανακουφίσει με αρώματα και γιατρικά κατόπιν
γιατί αυτή κι όχι μια άλλη εν’ ολίγοις
ή μη δεν ήτανε αυτή μονάχα, αλλά και άλλη, κιάλλη, κι άλλη
όπως με την Λουλού στη Σαλονίκη, που έχει βγει σπερμολογία
πως του έρωτα το γαϊτανάκι δεν ήταν πρόβα, αλλά το κλώθατε στ’ αλήθεια
και πάνω εκεί στο γύρω γύρω
σε έπεισε πως είναι αντάξια του έρωτά σου του ψηλομύτη
και σε μικρόφωνο σταθήκατε, το δίπλα δίπλα ηχογραφώντας
κι όταν σου είπε ότι τα λες, φούσκωσες από περηφάνια και κόκκινος εχρωματίσθεις
κι ότι τα λέει της αποκρίθεις, κι εκείνο το βράδυ πλάι της κοιμήθεις.
ποια μέρα ήτανε του εξήντα τρία, που από το τίποτα βγήκες μωρό
ποιος να σε μεγαλώσει είχε την ιδέα, σε ποια αδέρφια σε παράδωσε αδερφό
πώς του παππού η αρρυθμία έσβησε τ’ όνομα που θα σου δίναν
και από Νίκο, που προτιμούσαν, σ’ είπανε Λάζαρο
– να τον εγκαταλείψουνε εφόσον πέθαινε δεν το μπορούσαν –
πώς απ’ αθώο παιδί κι αδέξιο, έμαθες πώς να καμώνεσαι τον αυστηρό
πώς την ελέγανε την Κατερίνα που σου είπε πρώτη φορά πως είσαι ωραίος
πώς βρέθηκε στο κοίταγμά σου η ξιπασιά ν’ ανακατεύεται με του θαυμασμού το δέος
γιατί άφησες τόσες γυναίκες που σε θέλαν και πήρες το κορίτσι του ταύρου
σε ποια πληγή σου βαλε αλάτι, για να σ’ ανακουφίσει με αρώματα και γιατρικά κατόπιν
γιατί αυτή κι όχι μια άλλη εν’ ολίγοις
ή μη δεν ήτανε αυτή μονάχα, αλλά και άλλη, κιάλλη, κι άλλη
όπως με την Λουλού στη Σαλονίκη, που έχει βγει σπερμολογία
πως του έρωτα το γαϊτανάκι δεν ήταν πρόβα, αλλά το κλώθατε στ’ αλήθεια
και πάνω εκεί στο γύρω γύρω
σε έπεισε πως είναι αντάξια του έρωτά σου του ψηλομύτη
και σε μικρόφωνο σταθήκατε, το δίπλα δίπλα ηχογραφώντας
κι όταν σου είπε ότι τα λες, φούσκωσες από περηφάνια και κόκκινος εχρωματίσθεις
κι ότι τα λέει της αποκρίθεις, κι εκείνο το βράδυ πλάι της κοιμήθεις.
* Η Σοφία Ζήση γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1981 και ζει και εργάζεται στο Λονδίνο. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Δημιουργική γραφή (Roehampton University, Birkbeck College). Έχει συμμετάσχει στην Μπιενάλε BJCEM (2005) διαβάζοντας ποιήματα της, ενώ έχει διακριθεί σε διάφορους διαγωνισμούς ποίησης. Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διαφορα οnline περιοδικά. Στο θεατρο έχουν παρουσιαστεί έργα της στο London Student Drama Festival (2017, σκην. Goldsmiths Drama Society), Θέατρο 104 (2017-19, σκην. Blue Blonde), Θέατρο Faust και Θέατρο 104 σε συνεργασία με την ομάδα The Young Quill.
ΥΓ του blog: ...το να σου αρέσει το ένα ή το άλλο θέμα, πράγμα, άνθρωπος ή ποίημα είναι προσωπική αντίληψη κι αισθητική.....το να απορείς γιατί αυτό που εσένα δεν αρέσει βρίσκει μιμητές είναι πάλι προσωπική θεώρηση.....το να προτείνεις να ανατραπεί η υπάρχουσα τάση (πως άραγε; διοικητικά;) σημαίνει πως δεν μπορείς να αντιληφθείς τον μαγνητισμό που προκαλεί σε κόσμο και μιμητές η δύναμη της ποίησης αυτών που εσύ απορρίπτεις έστω κι ευγενικά...όπως και το αντίστροφο βέβαια.....το ποίημα όπως και κάθε δημιούργημα τέχνης ανήκει στον δημιουργό του αλλά το δέχεται, το αξιολογεί και το κατηγοριοποιεί ο αποδέκτης αναγνώστης....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου