από Ρούντι Ρινάλντι
Μετά τα όσα έχουμε θίξει στα προηγούμενα τρία σημειώματα (Μέρος Α', Μέρος Β', Μέρος Γ') σχετικά με την κοινωνική διαθεσιμότητα, είναι καιρός να προσγειωθούμε στην ελληνική πραγματικότητα και να διαπραγματευτούμε το ζήτημα μέσα σε ορισμένα όρια. Κι αυτό επειδή –όπως ίσως φανεί– το ζήτημα της κοινωνικής διαθεσιμότητας αναγκαστικά αγγίζει και διατρέχει τη νεοελληνική ιστορία (τουλάχιστον, για να μην πάμε ακόμη πιο πίσω στις εποχές). Χρειάζεται λοιπόν, για να ξεκινήσει αυτή η συζήτηση, να γίνει μια σχετικά εκτεταμένη αναφορά στις σημαντικότερες ιστορικές στιγμές της ενεργοποίησης του λαϊκού παράγοντα τους τελευταίους δύο αιώνες. Επομένως θα αρκεστούμε σε ορισμένες βασικές παρατηρήσεις σχετικά με το ζήτημα, θέτοντας εξαρχής το ερώτημα με το οποίο ξεκινά ένα βιβλίο του ο Κωστής Μοσκώφ: «Πώς νοιώθει ο Έλληνας μπρος στην ιστορία του, σ’ αυτή τη ροή των γεγονότων και των καταστάσεων που είναι τμήμα της πλατύτερης δικής του ύπαρξης;»
Ο«Έλληνας» σαν έννοια είναι μια αφαίρεση, όπως κάθε έννοια. Αλλά έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο και συγκρότηση, φτάνει να το ψάξει κανείς με ευσυνειδησία κι όχι πρόχειρα, και να κάνει τον κόπο να τον δει και ως «υποκείμενο» μέσα στην ιστορία – οπότε έτσι προκύπτει ως μια ξεχωριστή εθνική συλλογικότητα, διαμορφωμένη ιστορικά σε έναν τόπο και χώρο. Αυτός λοιπόν ο «Έλληνας» δεν υπάρχει μονάχος του. Η πλατύτερη ύπαρξή του σημαδεύεται από διάφορες κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις και ιστορικά γεγονότα, από διάφορα εποικοδομήματα και από τον πολιτισμό που παρήγαγε, από διάφορα εμπόδια που συνάντησε, από διαχωριστικές γραμμές και έριδες που τον συντάραξαν, από περιπέτειες και κατακτήσεις που τον κατέπνιξαν ή τον σταμάτησαν, από αγώνες, εξεγέρσεις και τρόπους που βρήκε είτε για να προσαρμοστεί είτε για να απελευθερωθεί.
Ζωηρή εθνική συλλογικότητα, ιστορικό έθνος, με πλούσια ιστορία και πολιτισμό, που διέτρεξε με συνέχεια και ασυνέχειες μια μεγάλη πορεία. Που βρέθηκε στους νεώτερους χρόνους κάτω από Οθωμανική κυριαρχία, την Τουρκοκρατία (είχε γνωρίσει κι άλλες «-κρατίες»). Στη διάρκειά της προχώρησε σε 61 εξεγέρσεις, συντηρώντας και δημιουργώντας τον πολιτισμό του, κυρίως μέσα από το δημοτικό τραγούδι (και την ιδιαίτερη εκδοχή του, το κλέφτικο τραγούδι), διατηρώντας τη γλώσσα και τη θρησκεία σαν συνεκτικά στοιχεία. Σταδιακά μπήκε στην τροχιά των εμπορικών σχέσεων και της ανάπτυξης του καπιταλισμού στην ευρύτερη περιοχή, αξιοποιώντας χαραμάδες και προνόμια μέσα από τις αντιθέσεις και τους πολέμους των Μεγάλων Δυνάμεων, από τις εξελίξεις του Ανατολικού Ζητήματος, τη δύση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και βεβαίως τις αστικές επαναστάσεις – με πρώτη τη Γαλλική που, σύμφωνα με τον Κολοκοτρώνη, «μας άνοιξε τα μάτια».
Εθνική συλλογικότητα με πείρα ενός «ανυπότακτου δημοκρατισμού», που στους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας εξελίχθηκε μέσα από τις κοινότητες και την ενασχόληση με τα «κοινά», με ήδη διαμορφωμένες στο εσωτερικό κοινωνικές αντιθέσεις και τροπικότητες (κοτζαμπάσηδες, πρόκριτοι, φαναριώτες, καραβοκυραίοι κ.λπ.). Και φυσικά μια εθνική συλλογικότητα που παίρνει θέση στη νεώτερη ιστορία μέσα από μια Επανάσταση (1821), που δίνει ζωή σε ένα ανεξάρτητο –ως ένα βαθμό– κράτος (αφού είναι υπό κηδεμονία και αυστηρό έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων). Πάνω σε αυτήν την πραγματικότητα βρίσκεται η εκκίνηση της πολιτικής ζωής στην ελληνική επικράτεια πριν από 200 χρόνια, και γύρω από αυτήν θα εκδηλωθεί, είτε με μεγάλα κύματα είτε με υποχωρήσεις, είτε με σχεδόν θαύματα, είτε και σε λανθάνουσα κατάσταση, η κοινωνική διαθεσιμότητα. Μόνο που αυτή δεν εκδηλώνεται χωρίς να υπάρχουν νοήματα, χωρίς συγκεκριμένους στόχους, χωρίς μια γενική αίσθηση ή γενική συνείδηση, χωρίς μορφοποιημένες εκφράσεις, προγράμματα, ηγέτες, εκπροσώπους κ.λπ.
Ο «Έλληνας» ακόμα κι όταν αντικρίζει την ιστορία του ξέρει πως δεν στάθηκαν όλες οι πλευρές του με ενιαίο τρόπο απέναντι στον ρου των γεγονότων και των καταστάσεων. Λοιπόν δεν είναι συμπαγής και ενιαίος: τα διάφορα τμήματα που τον συναπαρτίζουν παίρνουν διαφορετική θέση και παίζουν διαφορετικούς ρόλους μέσα στην κοινή ιστορία.
Από τους πρώτους βηματισμούς, την προετοιμασία της Επανάστασης, τη διεξαγωγή της και ό,τι θα ακολουθήσει, το εθνικό στοιχείο συμπλέκεται με το κοινωνικό. Αυτά τα δύο στοιχεία είναι αδιαχώριστα, προσδίδοντας εξαρχής ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο στην ίδια την ύπαρξη της Ελλάδας που θα προκύψει. Θα παραμείνουν ενωμένα ως τις μέρες μας, κι αυτό είναι ένα φανέρωμα πως βαθιά ζητήματα εθνικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, δεν βρήκαν ακόμα μιαν ικανοποιητική λύση. Γιατί με έναν τρόπο το θέμα της εθνικής ανεξαρτησίας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν επιλύθηκαν σε βάθος. Έμειναν επί της ουσίας άλυτα μέχρι σήμερα, αν και άλλαξαν πολλά από τότε μέχρι τώρα.
Σχολιάζοντας, πάλι ο Κωστής Μοσκώφ, τη «σημαντική ιστοριογραφική και κοινωνιολογική παραγωγή που πραγματοποιείται πρόσφατα» (1978), θεωρεί «κύρια αδυναμία» της ότι «παραβλέπει την κυριαρχική σημασία των δομών της εξάρτησης μέσα στο γίγνεσθαι της νεοελληνικής κοινωνίας, παραβλέπει την κυριαρχική αντίθεση που αναπτύσσεται ανάμεσα στις μεγάλες μάζες του λαού μας από την μια πλευρά, και στην αναπτυγμένη Δύση, συλλογική μας μητρόπολη από την άλλη. Παραβλέπει πως η κυριαρχική αυτή κοινωνική αντίθεση της εξάρτησης χαρακτηρίζει το σύνολο των κοινωνικών δομών της χώρας σε όλα τα επίπεδα κίνησης της ζωής, τόσο στο πεδίο της οικονομίας όσο στο πεδίο της πολιτικής και στο πεδίο της ιδεολογίας. Η εξάρτηση είναι συστατικό δομικό στοιχείο της νεοελληνικής κοινωνίας». Θα διαφοροποιηθεί αμέσως από τον «λαϊκισμό» που «υποβαθμίζει τις ταξικές πραγματικότητες», κατηγορώντας τον ότι «παραγνωρίζει πως η εξάρτηση πραγματοποιείται μέσα από εσωτερικές αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, παραγνωρίζει το γεγονός πως η άρχουσα τάξη είναι μια αστική τάξη, έστω ιδιόμορφη, εμπορομεσιτική, μεταπρατική στο σύνολό της».
Σήμερα αυτή η ανάλυση του Μοσκώφ θεωρείται εντελώς ξεπερασμένη από όλους τους χώρους του εκσυγχρονισμού, και ολόκληρης της αριστεράς σε όλες τις εκδοχές της. Θεωρείται άποψη ρετρό, καθυστερημένη, λαθεμένη. Ακόμα κι αν είναι πολύ νωπά τα Μνημόνια, τα Χίλτον, η Χρεοκοπία, η επέκταση των αμερικανικών βάσεων, η ευρωκρατία, το ίδιο το καθεστώς «αποικίας» στο οποίο έχει εκπέσει με σύγχρονους όρους η Ελλάδα.
Ζωηρή εθνική συλλογικότητα, ιστορικό έθνος, με πλούσια ιστορία και πολιτισμό, που διέτρεξε με συνέχεια και ασυνέχειες μια μεγάλη πορεία. Που βρέθηκε στους νεώτερους χρόνους κάτω από Οθωμανική κυριαρχία, την Τουρκοκρατία (είχε γνωρίσει κι άλλες «-κρατίες»). Στη διάρκειά της προχώρησε σε 61 εξεγέρσεις, συντηρώντας και δημιουργώντας τον πολιτισμό του, κυρίως μέσα από το δημοτικό τραγούδι (και την ιδιαίτερη εκδοχή του, το κλέφτικο τραγούδι), διατηρώντας τη γλώσσα και τη θρησκεία σαν συνεκτικά στοιχεία. Σταδιακά μπήκε στην τροχιά των εμπορικών σχέσεων και της ανάπτυξης του καπιταλισμού στην ευρύτερη περιοχή, αξιοποιώντας χαραμάδες και προνόμια μέσα από τις αντιθέσεις και τους πολέμους των Μεγάλων Δυνάμεων, από τις εξελίξεις του Ανατολικού Ζητήματος, τη δύση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και βεβαίως τις αστικές επαναστάσεις – με πρώτη τη Γαλλική που, σύμφωνα με τον Κολοκοτρώνη, «μας άνοιξε τα μάτια».
Εθνική συλλογικότητα με πείρα ενός «ανυπότακτου δημοκρατισμού», που στους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας εξελίχθηκε μέσα από τις κοινότητες και την ενασχόληση με τα «κοινά», με ήδη διαμορφωμένες στο εσωτερικό κοινωνικές αντιθέσεις και τροπικότητες (κοτζαμπάσηδες, πρόκριτοι, φαναριώτες, καραβοκυραίοι κ.λπ.). Και φυσικά μια εθνική συλλογικότητα που παίρνει θέση στη νεώτερη ιστορία μέσα από μια Επανάσταση (1821), που δίνει ζωή σε ένα ανεξάρτητο –ως ένα βαθμό– κράτος (αφού είναι υπό κηδεμονία και αυστηρό έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων). Πάνω σε αυτήν την πραγματικότητα βρίσκεται η εκκίνηση της πολιτικής ζωής στην ελληνική επικράτεια πριν από 200 χρόνια, και γύρω από αυτήν θα εκδηλωθεί, είτε με μεγάλα κύματα είτε με υποχωρήσεις, είτε με σχεδόν θαύματα, είτε και σε λανθάνουσα κατάσταση, η κοινωνική διαθεσιμότητα. Μόνο που αυτή δεν εκδηλώνεται χωρίς να υπάρχουν νοήματα, χωρίς συγκεκριμένους στόχους, χωρίς μια γενική αίσθηση ή γενική συνείδηση, χωρίς μορφοποιημένες εκφράσεις, προγράμματα, ηγέτες, εκπροσώπους κ.λπ.
Παρ’ όλους τους μηχανισμούς εκπροσώπησης και συμμετοχής και παρ’ όλες τις νομιμοποιητικές και συναινετικές πολιτικές, ο λαός νοιώθει μια εχθρότητα προς το πολιτικό σύστημα: ακριβώς για το ρόλο και τη στάση του σε όλες τις δύσκολες και μεγάλες στιγμές του τόπου, της κοινωνίας, του έθνουςΣυμπλοκή εθνικού και κοινωνικού στοιχείου, και εξάρτηση
Ο «Έλληνας» ακόμα κι όταν αντικρίζει την ιστορία του ξέρει πως δεν στάθηκαν όλες οι πλευρές του με ενιαίο τρόπο απέναντι στον ρου των γεγονότων και των καταστάσεων. Λοιπόν δεν είναι συμπαγής και ενιαίος: τα διάφορα τμήματα που τον συναπαρτίζουν παίρνουν διαφορετική θέση και παίζουν διαφορετικούς ρόλους μέσα στην κοινή ιστορία.
Από τους πρώτους βηματισμούς, την προετοιμασία της Επανάστασης, τη διεξαγωγή της και ό,τι θα ακολουθήσει, το εθνικό στοιχείο συμπλέκεται με το κοινωνικό. Αυτά τα δύο στοιχεία είναι αδιαχώριστα, προσδίδοντας εξαρχής ένα ιδιαίτερο περιεχόμενο στην ίδια την ύπαρξη της Ελλάδας που θα προκύψει. Θα παραμείνουν ενωμένα ως τις μέρες μας, κι αυτό είναι ένα φανέρωμα πως βαθιά ζητήματα εθνικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, δεν βρήκαν ακόμα μιαν ικανοποιητική λύση. Γιατί με έναν τρόπο το θέμα της εθνικής ανεξαρτησίας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης δεν επιλύθηκαν σε βάθος. Έμειναν επί της ουσίας άλυτα μέχρι σήμερα, αν και άλλαξαν πολλά από τότε μέχρι τώρα.
Σχολιάζοντας, πάλι ο Κωστής Μοσκώφ, τη «σημαντική ιστοριογραφική και κοινωνιολογική παραγωγή που πραγματοποιείται πρόσφατα» (1978), θεωρεί «κύρια αδυναμία» της ότι «παραβλέπει την κυριαρχική σημασία των δομών της εξάρτησης μέσα στο γίγνεσθαι της νεοελληνικής κοινωνίας, παραβλέπει την κυριαρχική αντίθεση που αναπτύσσεται ανάμεσα στις μεγάλες μάζες του λαού μας από την μια πλευρά, και στην αναπτυγμένη Δύση, συλλογική μας μητρόπολη από την άλλη. Παραβλέπει πως η κυριαρχική αυτή κοινωνική αντίθεση της εξάρτησης χαρακτηρίζει το σύνολο των κοινωνικών δομών της χώρας σε όλα τα επίπεδα κίνησης της ζωής, τόσο στο πεδίο της οικονομίας όσο στο πεδίο της πολιτικής και στο πεδίο της ιδεολογίας. Η εξάρτηση είναι συστατικό δομικό στοιχείο της νεοελληνικής κοινωνίας». Θα διαφοροποιηθεί αμέσως από τον «λαϊκισμό» που «υποβαθμίζει τις ταξικές πραγματικότητες», κατηγορώντας τον ότι «παραγνωρίζει πως η εξάρτηση πραγματοποιείται μέσα από εσωτερικές αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, παραγνωρίζει το γεγονός πως η άρχουσα τάξη είναι μια αστική τάξη, έστω ιδιόμορφη, εμπορομεσιτική, μεταπρατική στο σύνολό της».
Σήμερα αυτή η ανάλυση του Μοσκώφ θεωρείται εντελώς ξεπερασμένη από όλους τους χώρους του εκσυγχρονισμού, και ολόκληρης της αριστεράς σε όλες τις εκδοχές της. Θεωρείται άποψη ρετρό, καθυστερημένη, λαθεμένη. Ακόμα κι αν είναι πολύ νωπά τα Μνημόνια, τα Χίλτον, η Χρεοκοπία, η επέκταση των αμερικανικών βάσεων, η ευρωκρατία, το ίδιο το καθεστώς «αποικίας» στο οποίο έχει εκπέσει με σύγχρονους όρους η Ελλάδα.
Πολυτάραχη πραγματικότητα 200 χρόνων
Η πολιτική και κοινωνική εξέλιξη στον τόπο μας ήταν ταραχώδης από το ξεκίνημά της. Ο τίτλος μονάχα ενός πρόσφατου βιβλίου του Γ. Δερτιλή το αποτυπώνει αρκετά παραστατικά: «Επτά πόλεμοι, τέσσερεις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις, 1821-2016». Αλλά δεν είναι μόνο αυτά που περιγράφει ο τίτλος με κάποιον απαισιόδοξο τόνο. Έχουμε Επανάσταση 1821, δολοφονία Καποδίστρια, Βαυαροκρατία, Επανάσταση 1843 για το Σύνταγμα, εκδίωξη Όθωνα, νέο Σύνταγμα με δικαίωμα καθολικής ψήφου, ένωση Επτανήσων αλλά και αγγλική κυριαρχία με οίκο Γκλύξμπουργκ, Κρητικές επαναστάσεις, εξεγέρσεις στην Θεσσαλία, Κίνημα στο Γουδί, Κιλελέρ 1910, Βαλκανικούς πολέμους 1912-13, Εθνικό Διχασμό 1915, Μικρασιατική Καταστροφή 1922, ανταλλαγή πληθυσμών, πληθώρα πραξικοπημάτων και κινημάτων στον μεσοπόλεμο, Ιδιώνυμο 1928 και εξορίες, μεταξική δικτατορία 1936, «Όχι» 1940, πόλεμο, κατοχή και ΕΑΜική αντίσταση, απελευθέρωση 1944, Δεκέμβρη και ανοικτή αγγλική επέμβαση, εμφύλιο 1946-49, μετεμφυλιακό κράτος Δεξιάς, Κυπριακό, Ιουλιανά 1965, Δικτατορία 1967, Πολυτεχνείο 1973, τουρκική εισβολή στην Κύπρο 1974, μεταπολίτευση 1974, είσοδο στην ΕΟΚ 1981, Ίμια 1996, Ολυμπιάδα 2004, πτώχευση 2008-2010, Μνημόνια, Δημοψήφισμα 2015, Πρέσπες 2018, και όσα γίνονται στις μέρες με πανδημία και πόλεμο στην Ουκρανία, και στα οποία έχουμε εμπλοκή.
Η πολιτική ζωή αλλά και η κοινωνική διαθεσιμότητα εστιάστηκαν γύρω από αυτά τα θέματα. Εθνική ολοκλήρωση και αγώνας – πόλεμοι – επαναστάσεις για να επιτευχθεί. Αγροτικό ζήτημα και θέμα αναδιανομής της γης. Δημοκρατία και δικαιώματα του λαού. Κοινωνικοί αγώνες για το ψωμί, τη δουλειά, τις ελευθερίες, την πρόσβαση στην εκπαίδευση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκε το πολιτικό πεδίο και οι θεσμοί, λειτούργησαν τα πολιτικά κόμματα, αναπτύχθηκε το κράτος και οι μηχανισμοί του. Το πολιτικό σύστημα της χώρας αναπτύχθηκε στις ράγες της εξάρτησης και του μεταπρατισμού και απέκτησε μια δική του «αυτονομία». Δηλαδή αδιαφόρησε για τα κεντρικά ζητήματα του τόπου και της κοινωνίας, αποξενώθηκε από τον λαό. Και γι’ αυτό, παρ’ όλους τους μηχανισμούς εκπροσώπησης και συμμετοχής και παρ’ όλες τις νομιμοποιητικές και συναινετικές πολιτικές, ο λαός νοιώθει μια εχθρότητα προς το πολιτικό σύστημα: ακριβώς για το ρόλο και τη στάση του σε όλες τις δύσκολες και μεγάλες στιγμές του τόπου, της κοινωνίας, του έθνους.
Τομές και διαχωρισμοί
Πάνω στη βάση αυτής της πολυτάραχης ροής γεγονότων και καταστάσεων δημιουργήθηκαν μεγάλες ομαδοποιήσεις και πολιτικοκοινωνικά μπλοκ δυνάμεων, που είχαν σχέση με επιλογές αστικών δυνάμεων αλλά και με επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Στον 20ό αιώνα έχουμε δύο μεγάλες τομές: α) αυτή που επέφερε ο Εθνικός Διχασμός στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, και χώρισε την Ελλάδα στους βενιζελικούς και τους βασιλικούς, δύο μπλοκ με μεγάλη λαϊκή υποστήριξη, και β) αυτή που συντελέστηκε κατά τη δεκαετία του 1940-50 με την πρωταγωνιστική δράση της ΕΑΜικής συσπείρωσης του λαού, και έθεσε στη χώρα νέες ποιοτικές οριοθετήσεις, κοινωνικές και πολιτικές.
Η μεταπολεμική πραγματικότητα ορίζεται ως εποχή της αμερικανοκρατίας και το κράτος έχει τα χαρακτηριστικά του μετεμφυλιακού καθεστώτος, όπου αποκλείεται από την πολιτική και διοικητική ζωή της χώρας πάνω από το μισό της Ελλάδας, με σκληρό αντικομμουνιστικό πλαίσιο και διώξεις που θα τερματιστούν μόνο μετά το 1974.
Η μεταπολίτευση του 1974 βάζει την πολιτική ζωή της χώρας σε μια νέα τροχιά, αλλά και ολόκληρη η οικονομική και κοινωνική ζωή αποκτά νέα χαρακτηριστικά μέσα από καταναλωτικά πρότυπα και νέους τρόπους ζωής. Η πορεία της μεταπολίτευσης, ο δικομματισμός που εγκαθιδρύεται στα πλαίσιά της, έχουν ως στόχο τη θραύση του ριζοσπαστισμού που αγκάλιασε την ελληνική κοινωνία με την πτώση της Χούντας. Το κομματικό φαινόμενο θα γνωρίσει μεγάλες εξάρσεις για αρκετό καιρό. Το σύνθημα του εκσυγχρονισμού θα διαπεράσει την κοινωνία, θα φανεί λογικό, και θα πάρει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις όταν τεθεί ο στόχος του εξευρωπαϊσμού της χώρας, ως πλήρους και «ισότιμου» μέλους της ΕΟΚ αρχικά, και μετέπειτα της Ε.Ε. Ο εξευρωπαϊσμός και ο εκσυγχρονισμός λειτουργούν ως μια νέα Μεγάλη Ιδέα για τον αστισμό, και πάνω σε αυτήν την ιδέα οργανώνει την ηγεμονία του μέσα στην κοινωνία.
Καταναλωτισμός, δανεισμός, πασοκισμός (ως ένταξη και ενσωμάτωση ενός τμήματος της κοινωνίας που λόγω του μετεμφυλιακού κράτους ως τότε δεν μετείχε κανονικά), ακραία φαινόμενα διαφθοράς και σκανδάλων, πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού, συγκυβέρνηση Δεξιάς και Αριστεράς στα 1989-90, βαλκανική εξόρμηση, ευρώ και Ολυμπιάδα… όλα αυτά λειτουργούν αποχαυνωτικά. Η επέκταση του τραπεζικού συστήματος και του δανεισμού κάθε είδους δημιουργούν αυταπάτες που αποκρύβουν αυτό που έρχεται, δηλαδή τη χρεοκοπία του 2010. Σε όλη αυτήν την περίοδο λειτουργούν αποδομητικά σχήματα, ξαναγράφεται η ιστορία με άλλους όρους, το θέμα της εξάρτησης θεωρείται λήξαν, και η Ελλάδα φαντάζει ως… ιμπεριαλιστική χώρα (στις αναλύσεις των αριστερών), ή ως αναπτυγμένη και δραστήρια χώρα (στα μάτια των εκσυγχρονιστών).
Με τη χρεοκοπία και τα μνημόνια έχουμε μια νέα έξαρση του ριζοσπαστισμού, μάλιστα με έντονα, θυελλώδη χαρακτηριστικά: το πολιτικό σύστημα κρίνεται ένοχο για τη χρεοκοπία, ζητείται η τιμωρία όσων ευθύνονται γι’ αυτήν, γκρεμίζεται ο δικομματισμός, δημιουργούνται νέα κόμματα ή ενισχύονται άλλα που ήταν μικρά (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ). Δυναμώνει η μαζική πάλη, όπως και η λαϊκή αυτενέργεια σε πολλούς τομείς παραγωγικούς ή εμπορικούς, δημιουργούνται δομές αλληλεγγύης σε πολύ μεγάλη έκταση – κι αυτός είναι ένας τρόπος που, μαζί με την οικογενειακή αλληλεγγύη, σώζει τον λαό από την έσχατη εξαθλίωση που έφερνε η χρεοκοπία.
Η ιδεολογία που εξέπεμψε η παγκοσμιοποίηση και τα δόγματα-στερεότυπα που καλλιεργήθηκαν, η εγκόλπωση της αριστεράς σε αυτά, ο χλευασμός των μεγάλων ταυτοτήτων, η δημιουργία μιας πραγματικότητας παραστάσεων, η διάλυση του δημόσιου χώρου, δημιουργούν ένα περιβάλλον πολτοποίησης της συνείδησηςΟ σημερινός πολτός
Ο τρόπος που έκλεισε αυτό το κεφάλαιο το καλοκαίρι του 2015 θα επιδράσει ιδιαίτερα αρνητικά πάνω στην κοινωνική διαθεσιμότητα, αλλά δεν θα την εξαφανίσει. Η κοινωνική διαθεσιμότητα θα κάνει αισθητή την παρουσία της στο προσφυγικό-μεταναστευτικό, θα εκδηλώσει την αντίθεσή της στη συμφωνία των Πρεσπών, αλλά θα φανεί και στα χρόνια της πανδημίας (ιδιαίτερα το πρώτο διάστημα). Όμως συνολικά με το διπλό σοκ της ήττας του 2015 και της πανδημίας κι ό,τι αυτή επέφερε, μαζί με τη μόνιμη απειλή από ανατολάς, συν τον πόλεμο που διαρκεί ήδη ένα χρόνο στην Ουκρανία και την εμπλοκή της χώρας σε αυτόν δια των ΝΑΤΟϊκών δεσμεύσεων, προκάλεσαν μια μεγάλη οπισθοχώρηση της κοινωνικής διαθεσιμότητας.
Οι διαχωριστικές που υπήρχαν, είτε με τη μορφή «δεξιά-αντιδεξιά», είτε με τη μορφή «δεξιά-αριστερά», έχουν εκλείψει τελείως με όσα έχουν γίνει και όσα έχουν δει τα μάτια των λαϊκών ανθρώπων. Η ιδεολογία που εξέπεμψε η παγκοσμιοποίηση και τα δόγματα-στερεότυπα που καλλιεργήθηκαν σε αυτήν τη βάση, η εγκόλπωση της αριστεράς σε αυτά, ο πολυσχιδής και χωρίς κανένα όριο «αυτοπροσδιορισμός» ως ύψιστο ατομικό δικαίωμα, ο χλευασμός των μεγάλων ταυτοτήτων, ο κατακερματισμός, η δημιουργία μιας πραγματικότητας παραστάσεων, ο ψηφιακός κόσμος με όλα τα εξαρτήματα, και κυρίως η διάλυση του δημόσιου χώρου, δημιουργούν ένα περιβάλλον πολτοποίησης της συνείδησης, υπό την επίφαση δημιουργίας μιας νέας ατομικότητας απαλλαγμένης από παλιά «βάρη».
Βρισκόμαστε σε μια ιδιόμορφη κατάσταση κούρασης από «την πυκνή διαδοχή ελπίδων και απογοητεύσεων», όπως είχε πει ο Κ.Θ. Δημαράς. Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπου έχουμε μια μαζική αίσθηση έλλειψης ελπίδας, σαν προϊόν εξουδετέρωσης της «λαϊκής ενέργειας». Μοιάζει σαν μια κοινωνία που δεν έχει το «μεράκι για το αύριο», που δεν έχει έναν προσανατολισμό να τη στηρίζει, να της δίνει νόημα. Ο καημός όμως υπάρχει, μαζί με την αγωνία μπροστά στην αβεβαιότητα. Όπως υπάρχει και η ανάγκη κοινωνικότητας και δεσμών με τους άλλους – βασικό χαρακτηριστικό των Ελλήνων.
Μαζική αίσθηση μιας πληγωμένης, απογοητευμένης και εν πολλοίς ματαιωμένης λαϊκής ενέργειας σημαίνει μια άμορφη αντίληψη των πραγμάτων, που δυσκολεύεται να βρει μια θέση σε ό,τι γίνεται, τη θέση του εαυτού μέσα στο σύνολο. Μια κοινωνική συνείδηση προϋποθέτει τη λογική συστηματοποίηση, και κυρίως μια εγγενή δυνατότητα αποκρυπτογράφησης της ζωής όπως αυτή έχει εξελιχθεί. Απέχουμε από αυτό το σημείο. Αλλά η πείρα και το αισθητήριο του Έλληνα, η ιδιαίτερη θέση του, η μεθοριακότητα της υπόστασής του, η σύμπλεξη του εθνικού με το κοινωνικό, είναι προϋποθέσεις επίσης για ένα σχετικά πιο γρήγορο πέρασμα από τη μαζική αίσθηση αποξένωσης και εξατομίκευσης στη λογική συστηματοποίηση της κοινωνικής συνείδησης. Και τότε η ιστορία του θα «ξυπνήσει», και πολλές σημασίες θα γιορτάσουν την επιστροφή τους, όπως λέει και ο Μιχαήλ Μπαχτίν.
Όσα προηγήθηκαν δεν είναι μια περιττή επανάληψη: συνιστούν απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση επίγνωσης της ιστορίας μας προκειμένου να διερευνηθεί το ερώτημα του τι μπορεί να γίνει στις σύγχρονες, εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.
Στο επόμενο: «Γεωπολιτική μοίρα», «μεθοριακότητα», οριακότητα της χώρας και κοινωνική διαθεσιμότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου