Στις 8 Φλεβάρη 1972, έσβησε η φούντωση και η φλόγα που είχε στην καρδιά ο δημιουργός της Φραγκοσυριανής. Ο Μάρκος Βαμβακάρης δικαίως θεωρείται απ' τις κυριότερες μορφές της νεότερης ελληνικής μουσικής, αφού κατόρθωσε με το ταλέντο του να επιβάλει το μπουζούκι ως το βασικό όργανο του λαϊκού τραγουδιού απ' τη δεκαετία του '30 και μετά (αντικατέστησε τη λεγόμενη σμυρνέικη ορχήστρα ψιλών οργάνων που κυριαρχούσε μέχρι τότε στο λαϊκό τραγούδι). Επίσης, καθιέρωσε το βυζαντινό χασάπικο και τον οθωμανικό ζεϊμπέκικο (πρωτύτερα ο ζεϊμπέκικος λεγόταν «τούρκικος χορός») ως εθνικούς χορούς της Ελλάδας, πλάι στον αρχαίο συρτό και τον καλαματιανό.
Μάρκος ο πολυτεχνίτης
Ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι βιωματικός συνθέτης και αυτοβιογραφικός. Γράφει ο ίδιος στίχους, μελοποιεί και τραγουδά γεγονότα της ζωής του, π.χ., τη γέννησή του, τα επαγγέλματα που έκανε, αρραβώνες, γάμους, διαζύγιο, αρρώστιες.
Γεννήθηκε στις 10 Μάη 1905, στο συνοικισμό Σκαλί της Ανω Χώρας στην Ερμούπολη της Σύρου. Ηταν ο πρώτος από τα έξι παιδιά του Δομένικου και της Ελπίδας Βαμβακάρη, οι οποίοι ήταν φτωχοί αγρότες - χωρίς κλήρο - και ασχολούνταν και με άλλες δουλειές για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους.
Πήγε σχολείο το 1909, ήταν επιμελής μαθητής και αγαπούσε ιδιαίτερα την Ιστορία. «Μ' άρεζε πολύ η Ιστορία. Τότες, τα παλιά, Ξέρξης, Αρταξέρξης, τέτοια πράματα, η εν Σαλαμίνι Ναυμαχία... Και μέχρι τώρα ακόμη, άμα βρω βιβλία που γράφουνε γι' αυτά, τα διαβάζω. Αυτό φαίνεται και στα τραγούδια μου».
Στερείται το σχολείο στη Δ' τάξη του δημοτικού για να καλύψει το κενό που άφησε ο πατέρας του πηγαίνοντας στρατιώτης στους Βαλκανικούς πολέμους. Δουλεύει ως ανήλικος εργάτης για να βοηθήσει βιοποριστικά την οικογένειά του. Τότε, η μητέρα του δούλευε σ' ένα κλωστήριο και τον πήρε μαζί της, συγκεκριμένα συσκεύαζε «κούκλες» σε πακέτα. Βιώματα της παιδικής του ηλικίας ακούμε στα τραγούδια «Ο Μάρκος Πολυτεχνίτης», «Κλωστηρού» κ.ά.
«Ολες τις τέχνες που 'κανα ακούστε που τις λέω / τις γράφω και σαν θυμηθώ μου 'ρχεται για να κλαίω / (...) Μες στο κλωστήρια μ' είχανε κι έκανα πακετάκια / νήμα και κούκλες φέρνανε σε με τα κοριτσάκια / (...) Δε μ' άρεσε αυτή η δουλειά ζήλευα κάποια άλλη / και ψυχογιός εγένηκα σ' ένα χοντρομπακάλη / (...) Τρεις μέρες έκατσα εκεί κι ήθελα για να στρίψω / εφημερίδες να πουλώ στους δρόμους να γυρίζω...»Την αγάπη του όμως για την Ιστορία δεν την «παραμέρισε», αντιθέτως την εξέλιξε με μανιώδη ανάγνωση εφημερίδων και περιοδικών γύρω από πολιτικά και ιστορικά θέματα και αποτέλεσαν γραπτή πηγή απ' την οποία εμπνεύστηκε ο συνθέτης.
Το 1917 από φόβο για μια παιδική σκανταλιά που έκανε το σκάει απ' τη Σύρο και ταξιδεύει για τον Πειραιά. Αρχικά, εγκαταστάθηκε στα Ταμπούρια. Καταπιάστηκε με διάφορα επαγγέλματα: Ανθρακεργάτης, φορτοεκφορτωτής, λιμενεργάτης, εκδορέας στα σφαγεία του Πειραιά. Χασάπης δούλεψε 13 χρόνια, κ.ά. Ο ίδιος εξομολογείται πως η σκληρότητα του επαγγέλματος ήταν ένας απ' τους λόγους που τον έσπρωξαν στο χασίς. «Πάρα πολύ στεναχωριόμουνα, πάρα πολύ. Λέω εγώ: Πάλι αυτή τη δουλειά θα κάνω μέχρι να πεθάνω, να σφάζω; Τι είμαι εγώ; Λυπόμουνα τα πράματα. Λυπόμουνα τα ζώα. Τα λυπόμουνα και επαρικάλαγα το Θεό πάντοτε να μου βρει μια δουλειά να ησυχάσω, να φύγω απ' αυτό το κακό. Ομως εδούλεψα για χρόνια σ' αυτή τη δουλειά, εκδορεύς»... «Μετά απ' αυτό το μακελειό, καταλαβαίνεις με τι λαχτάρα έπαιρνα το δρόμο για τον τεκέ». Αλλωστε, ξακουστό τραγούδι του που αναφέρεται στο επάγγελμά του είναι «Ο Χασάπης» που κυκλοφόρησε το 1934:
«Χασάπη μου, με την ποδιά που σαν την δέσεις πίσω / όταν σε δω χασάπη μου τώρα θα ξεψυχήσω / χασάπη μου όταν σε δω τώρα θα ξεψυχήσω / Γυαλίζουν τα θηκάρια σου στη μέση που τα βάνεις / με την ποδιά την κόκκινη εσύ θα με τρελάνεις / Αστράφτουν τα μαχαίρια σου, λάμπει και το μασάτι / Λάμπουν τα μαύρα μάτια σου μαγκίτη μου χασάπη / Παλεύεις με τα αίματα μα δεν πονεί η καρδιά σου / σε αγαπώ, χασάπη μου, μ' αυτήν τη λεβεντιά σου / Χασάπη μου σε αγαπώ, μ' αυτήν τη λεβεντιά σου» / «Αν δε μάθω μπουζούκι, θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα...»
Στον Πειραιά, ξανάκουσε τον Νίκο Αϊβαλιώτη (γιατί τον είχε ξανακούσει στη Σύρο) και έμεινε έκθαμβος ακούγοντάς τον να παίζει μπουζούκι. Τότε, ορκίστηκε ή να μάθει μπουζούκι ή να κόψει το χέρι του με μια τσατήρα (πάλα) χασάπικη. «...Λίγο πριν πάω στρατιώτης το 1924 ή '25, άκουσα κατά τύχη τον μπαρμπα - Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι, το οποίο τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δε μάθω μπουζούκι, θα κόψω τα χέρια μου με την τσατήρα που σπάνε τα κόκαλα στο μαγαζί...». Ετσι, με μόνη καθοδήγηση τα ακούσματα από παλαιούς μπουζουκοπαίχτες που συναντούσε στους τεκέδες της εποχής, σε έξι μήνες είχε γίνει ξακουστός μπουζουξής στον Πειραιά.
Ο Πειραιάς, εκείνη την εποχή, ήταν ένα απ' τα μεγάλα αστικά κέντρα που λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής δέχτηκε προσφυγικούς πληθυσμούς. Τα αστικά επαγγέλματα ενισχύθηκαν, η βιομηχανία αναπτύχθηκε, χρησιμοποιώντας προλεταριοποιημένους πρόσφυγες με πολύ φτηνά μεροκάματα. Τότε ήταν που οι γυναίκες μπήκαν μαζικά στην αγορά εργασίας: Στα εργοστάσια, στα εργαστήρια, στα καταστήματα, στις ταβέρνες, στα κέντρα και στα εστιατόρια. Ο Μάρκος θαυμάζει τη γυναίκα της εποχής αυτής και δε θεωρεί εύκολη δουλειά να κατακτήσεις μια τέτοια γυναίκα. Χαρακτηριστικό «κομμάτι» του είναι το «Πρέπει να ξέρεις μηχανή»:
Πηγές έμπνευσής του ήταν παραδόσεις και τοπωνύμια («Φραγκοσυριανή», «Μάρκος ο Συριανός», «Χρόνια στον Περαία»), παραδοσιακοί χοροί και μουσικές, παραδοσιακά δίστιχα και πολύστιχα, κινηματογραφικές ταινίες (διότι ήταν φανατικός κινηματογραφόφιλος) και τα πολλά και ποικίλα βιώματά του. Ξεχωρίζουν τραγούδια του με θέμα την αρχαία Ελλάδα, αλλά και με ιστορικά θέματα του 20ού αιώνα. Μ' αυτόν τον τρόπο γίνεται λαμπρό παράδειγμα, πώς ένας άνθρωπος μόλις 4ης δημοτικού, μπόρεσε να δώσει ένα τέτοιο ιστορικό βάθος χρόνων.
«Πρέπει να ξέρεις μηχανή να κόψεις μαύρα μάτια / Γιατί σαν σε κοιτάζουνε σε κάνουνε κομμάτια / Να 'σαι κουρνάζος κι έξυπνος και όλο με ζοριλίκι / Για μαύρα μάτια ζόρικα να 'χεις το νταηλίκι / Να 'χεις καρδιά να 'ναι βουνό, σπαθιά να τη χτυπούνε / Γιατ' είναι μάτια έξυπνα και την καρδιά τρυπούνε / Να 'σαι στην τρίχα στο σεβντά να μη σε μαραζώσουν / Να μη σε νταλγκαδιάσουνε και το κορμί σου λιώσουν».Ο Φραγκοσυριανός συνθέτης διαμόρφωσε τη δική του αισθητική, επηρεασμένος από τα ακούσματα της παιδικής του ηλικίας (άγνωστοι τραγουδοποιοί δίστιχων και γενικά παραδοσιακών τραγουδιών, ζεϊμπέκικα της συριανής αποκριάς ήταν κάποια απ' αυτά), αλλά και απ' το πολυεθνικό χωνευτήρι των προσφύγων στον Πειραιά.
Πηγές έμπνευσής του ήταν παραδόσεις και τοπωνύμια («Φραγκοσυριανή», «Μάρκος ο Συριανός», «Χρόνια στον Περαία»), παραδοσιακοί χοροί και μουσικές, παραδοσιακά δίστιχα και πολύστιχα, κινηματογραφικές ταινίες (διότι ήταν φανατικός κινηματογραφόφιλος) και τα πολλά και ποικίλα βιώματά του. Ξεχωρίζουν τραγούδια του με θέμα την αρχαία Ελλάδα, αλλά και με ιστορικά θέματα του 20ού αιώνα. Μ' αυτόν τον τρόπο γίνεται λαμπρό παράδειγμα, πώς ένας άνθρωπος μόλις 4ης δημοτικού, μπόρεσε να δώσει ένα τέτοιο ιστορικό βάθος χρόνων.
«Ημουνα μάγκας μια φορά / με φλέβα αριστοκράτη, / τώρα θα γίνω δάσκαλος / σαν το σοφό Σωκράτη. / Ο Πάρης θα γινόμουνα / να 'κλεβα την Ελένη, / ν' άφηνα τον Μενέλαο / με την καρδιά καμένη. / Ηθελα να 'μουν Ηρακλής / όταν σε πρωτοείδα / να σου 'κοβα την κεφαλή / σαν τη Λερναία Υδρα. / Τι άλλο θέλεις να γινώ / για να με αγαπήσεις; / Εσύ με το κεφάλι σου / τον Ξέρξη θα ζητήσεις»
Απ' τη δισκογραφία ως την αθανασία
Ο Μάρκος Βαμβακάρης αγαπήθηκε ιδιαίτερα απ' τα φτωχά λαϊκά στρώματα, γιατί ήταν κατανοητός, «μιλούσε» στην καρδιά τους. Εξέφραζε και μελοποιούσε τα βιώματα των απλών καθημερινών ανθρώπων. Χρησιμοποιούσε μαζικούς κώδικες: Τη δημοτική γλώσσα, τις καθημερινές εκφράσεις, τον 15σύλλαβο και 8σύλλαβο, τα μακάμια, τους λαϊκούς χορευτικούς ρυθμούς και τα λαϊκά όργανα. Είχε την τόλμη να παρουσιάσει με αδρή φρασεολογία και δυνατές εικόνες τη ζωή της «μαγκιάς». Επίσης, δημιούργησε αρκετά εργατικά και επαγγελματικά τραγούδια.Ως το 1933 ο Μάρκος είχε γράψει πάνω από 50 τραγούδια και με την παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη γραμμοφώνησε στην «Parlophone» τον πρώτο του δίσκο, που απ' τη μια μεριά είχε το «Καραντουζένι» και από την άλλη το «Αράπ» (ένα σόλο ζεϊμπέκικο). Η παρουσία του στη δισκογραφία επέβαλε οριστικά το μπουζούκι. Ο Βαμβακάρης καθιέρωσε το μπουζούκι χάρη στο μεγάλο του ταλέντο και η βραχνή και πλούσια σε χρώματα φωνή του έγινε το πρότυπο για την εκτέλεση του ρεμπέτικου τραγουδιού.
Με την αρχηγία του Μάρκου το 1934-1935 δημιουργήθηκε η πρώτη επαγγελματική κομπανία μπουζουκομπαγλαμάδων, με τη συμμετοχή του Γιώργου Μπάτη, του Στράτου Παγιουμτζή και του Ανέστου Δελιά, που εμφανίζονταν στο κέντρο του Σαραντόπουλου, στον Πειραιά, γνωστή ως «Η Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς».
Η δικτατορία του Μεταξά στα 1937 επέβαλε λογοκρισία, απαγορεύοντας τους αμανέδες, τα ανατολίτικα μακάμια, τις μακρόσυρτες μελωδίες και οτιδήποτε είχε σχέση με την πολιτική και κοινωνική ζωή. Η περίοδος πριν απ' τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κι η πιο παραγωγική, τα τραγούδια του έβγαιναν σε δίσκο και ο Μάρκος έγινε περιζήτητος. Εκείνο το διάστημα περιόδευσε σε πολλές πόλεις και συνεργάστηκε με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Κώστα Καρίπη, τον Στέλιο Κερομύτη και με πολλές γυναίκες, όπως η Στέλλα Χασκίλ, η Ρόζα Εσκενάζυ, η Ρίτα Αμπατζή, η Πολίτισσα Μαρίκα, η Σοφία η Καρίβαλη, πολλά χρόνια αργότερα συνεργάστηκε και με τη Σωτηρία Μπέλλου.
Το λαϊκό τραγούδι επέδειξε μια μεγάλη ικανότητα προσαρμογής και μια δυναμική να αντλεί τις πηγές του όχι μόνο από το παρελθόν, αλλά και απ' τη σύγχρονη εποχή. Στα κινηματογραφόφιλα τραγούδια του Βαμβακάρη συναντάται η παράδοση με το μοντερνισμό, η δισκογραφία με τον κινηματογράφο. Η τέχνη του κινηματογράφου τον είχε εντυπωσιάσει και σε τραγούδια του κάνει συχνά κινηματογραφικές αναφορές, με τον Βίλι Φριτς, την Γκρέτα Γκάρμπο, την Λίλιαν Χάρβεϊ, τον Τζιμ Λόντο, την Αννυ Οντρα...
Με την αρχηγία του Μάρκου το 1934-1935 δημιουργήθηκε η πρώτη επαγγελματική κομπανία μπουζουκομπαγλαμάδων, με τη συμμετοχή του Γιώργου Μπάτη, του Στράτου Παγιουμτζή και του Ανέστου Δελιά, που εμφανίζονταν στο κέντρο του Σαραντόπουλου, στον Πειραιά, γνωστή ως «Η Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς».
Η δικτατορία του Μεταξά στα 1937 επέβαλε λογοκρισία, απαγορεύοντας τους αμανέδες, τα ανατολίτικα μακάμια, τις μακρόσυρτες μελωδίες και οτιδήποτε είχε σχέση με την πολιτική και κοινωνική ζωή. Η περίοδος πριν απ' τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κι η πιο παραγωγική, τα τραγούδια του έβγαιναν σε δίσκο και ο Μάρκος έγινε περιζήτητος. Εκείνο το διάστημα περιόδευσε σε πολλές πόλεις και συνεργάστηκε με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Κώστα Καρίπη, τον Στέλιο Κερομύτη και με πολλές γυναίκες, όπως η Στέλλα Χασκίλ, η Ρόζα Εσκενάζυ, η Ρίτα Αμπατζή, η Πολίτισσα Μαρίκα, η Σοφία η Καρίβαλη, πολλά χρόνια αργότερα συνεργάστηκε και με τη Σωτηρία Μπέλλου.
Το λαϊκό τραγούδι επέδειξε μια μεγάλη ικανότητα προσαρμογής και μια δυναμική να αντλεί τις πηγές του όχι μόνο από το παρελθόν, αλλά και απ' τη σύγχρονη εποχή. Στα κινηματογραφόφιλα τραγούδια του Βαμβακάρη συναντάται η παράδοση με το μοντερνισμό, η δισκογραφία με τον κινηματογράφο. Η τέχνη του κινηματογράφου τον είχε εντυπωσιάσει και σε τραγούδια του κάνει συχνά κινηματογραφικές αναφορές, με τον Βίλι Φριτς, την Γκρέτα Γκάρμπο, την Λίλιαν Χάρβεϊ, τον Τζιμ Λόντο, την Αννυ Οντρα...
«Αν μ' αξιώσει ο Θεός λεφτά και αποκτήσω / θα χτίσω ένα μέγαρο τους πλούσιους να ελκύσω / θα 'ρχόντουσαν πελάτες μου κορίτσια να 'χουν τρέλες / κι ο Βίλι Φριτς θα σκάρωνε αφράτους αργιλέδες / .Η Γκρέτα Γκάρμπο μάγκα μου θ' ανάβει το τσιμπούκι / κι ο Ζακ Κιεπούρα στη γωνιά θα παίζει το μπουζούκι / ο Τζίμι Λόντος για νταής θα κάθεται στις τσίλιες / κι η Λίλιαν η Χάρβεϊ θα διώχνει τις μπασκίνες. / Πρέπει να χτίσω ένα τζαμί για όλα τα δερβίσια / και με κουπέ πολιτικό να 'ρχονται τα κορίτσια».
Το 1950 ο Μάρκος Βαμβακάρης αρρωσταίνει από παραμορφωτική αρθρίτιδα στα δάχτυλα, πράγμα που οδηγεί στην πλήρη καλλιτεχνική του απομόνωση. Ζει στην ανέχεια, κυρίως με περιοδείες στην επαρχία και σε πανηγύρια μέχρι το 1959. Εκείνη την περίοδο συχνά έπαιρνε το μπουζούκι του και το γιο του Στέλιο και πήγαινε να παίξει σε καφενεία και κέντρα κι ύστερα έβγαζε πιατάκι με την ελπίδα να εξασφαλίσει φαΐ για την οικογένειά του. Χαρακτηριστικό τραγούδι του, που περιγράφει την οδυνηρή κατάσταση που βρισκόταν, είναι το «Απελπίστηκα». Δημιουργήθηκε με αφορμή το διωγμό του από ένα καφενείο, στου Ρέντη, όταν μια παρέα δεν τον άφησε να παίξει γιατί προτιμούσαν να ακούσουν τραγούδια απ' το τζουκ - μποξ.
«Απελπίστηκα» / «Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου / Ολοι να θέλουν τη ζωή κι εγώ το θάνατό μου / Απελπίστηκα μανούλα μου να υποφέρω / Κουράστηκα μες στη ζωή το Χάρο να γυρεύω / Οσο είν' η νύχτα σκοτεινή έτσι 'ναι κι η καρδιά μου / Και σαν τη σιγανή βροχή πέφτουν τα δάκρυά μου / Θα πάω να βρω μια σπηλιά με πέτρες και με χώμα / Κι εκεί θ' αφήσω κόκαλα, ζωή, ψυχή και σώμα»Στα τέλη της δεκαετίας του '50, με πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρεία «Columbia» αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη, τραγουδισμένα από τον ίδιο και από καλλιτέχνες όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Καίτη Γκρέυ, η Αντζελα Γκρέκα κ.ά. Το 1960 αρχίζει η «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.
Στις 8 Φλεβάρη 1972, σε ηλικία 66 ετών, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο δερβίσης του ρεμπέτικου, πέρασε στην Ιστορία αφήνοντας παρακαταθήκη πάνω από 200 τραγούδια.
(*Βράχο, αποκαλούσαν οι Συριανοί την Απάνω Χώρα, γιατί ήταν χτισμένη στην κορυφή του λόφου - βράχου. Ο Μάρκος Βαμβακάρης παρομοίαζε τον εαυτό του με βράχο: «Βάσανα, πίκρες, φαρμάκια, καραβοτσακίσματα/ σαν τον βράχο που τον δέρνουν της θάλασσας τα κύματα». Επίσης, στην πρώτη εκτέλεση της «Φραγκοσυριανής» ακούγεται μια φωνή να λέει: «Γεια σου, βράχο»)
ΠΗΓΕΣ: «Μάρκος Βαμβακάρης - Αυτοβιογραφία», της Αγγελικής Βέλλου - Κάιλ και «Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα - Ο Βαμβακάρης από το Α ως το Ω του Νέαρχου Γεωργιάδη».
Πηγή: rizospastis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου