«Άκου αυτό». Ήταν 1988 κι από ένα πικάπ ανακάλυπτα αποσβολωμένη το «Μαμά γερνάω», το σύμπαν του Κραουνάκη και της Νικολακοπούλου, τη φωνή της Τσανακλίδου, τον λυγμό στον στίχο «και τρέμω να ‘μαι αυτό που χρόνια ανησυχείς/ωραία, νέα κι ατυχής».
Μετά κι αυτό το «άλλο δεν μπορώ, τώρα πρέπει να σταματήσουμε λίγο», που είπε εκείνη και που χάρισε η αρχική ηχογράφηση στον χρόνο. Πολλοί, γυναίκες περισσότερο, κλάψαμε αργότερα... στα live της κάθε που έλεγε αυτό το τραγούδι.
Ήταν η παραδοχή μιας πραγματικότητας κι ενός αισθήματος πολύ αναγνωρίσιμου στις πρώτες ρυτίδες, στις απώλειες (ερωτικές και άλλες), στις συναντήσεις με τον τρόμο της μοναξιάς. Κι από την άλλη, ήταν τόσο φυσιολογική στην παραδοχή της για τον χρόνο που περνάει εκείνη η ίδια, που μας είχε πρώτη υποψιάσει και για το κόστος του!
Ακόμα τη θυμάμαι σε μια συνέντευξή της να λέει αυτοσαρκαζόμενη πως παρατήρησε μια μέρα χαλάρωση στον λαιμό της και τεντώθηκε για να διαψεύσει προσωρινά το αδιάψευστο. Ακόμα θυμάμαι τις πρώτες φωτογραφίες της, όταν άφησε τα μαλλιά της άβαφα.
Εκείνη που έκλαιγε το ‘88, το 2023, μια εποχή που συνομήλικές της ή και νεότερες προσπαθούν με κρέμες και νυστέρια να ανακόψουν την επέλαση της ηλικίας, διατήρησε πιο άθιχτη την ουσία της νεότητάς της: τη φορτισμένη ερμηνεία, τον συναισθηματισμό, την παρόρμηση, την εξομολόγηση χωρίς δίχτυ ασφαλείας, την ειλικρίνειά της.
Κι όμως, γι’ αυτή τη γενναιότητά της ακριβώς τιμωρήθηκε με τον πιο αμείλικτο και χυδαίο τρόπο. Αυτόν που έλεγε πως επειδή μια γυναίκα δεν έμαθε να κρύβεται, δεν έκρυψε ούτε τις ιδεολογικές προτιμήσεις της.
Πως είναι ευσυγκίνητη και παρορμητική και πως όταν τραγουδάει τον «Μέρμηγκα» του Λοΐζου για τα νέα παιδιά της κατάληψης στο Τσίλλερ, εκεί στην τελευταία στροφή («εν-δυο πολεμάμε,/εν-δυο μα πεινάμε,/εν-δυο θα σε φάμε!») μπορεί να επαναλαμβάνει το «θα σας φάμε» όχι σαν τρομοκρατική προτροπή, αλλά περισσότερο σαν συμβουλή «μη μασάτε» όταν έχετε όνειρα και αγωνιστικό πνεύμα.
Δυστυχώς, ένας φακός συνέλαβε μία μούτα της κι αυτή η φωτογραφία μαζί με τον γυναικείο ύμνο του ‘88 έγιναν εργαλεία μιας αδιανόητης επίθεσης με κύριο στόχο την ηλικία της. Στον ίδιο εκείνο δίσκο του ‘88 υπήρχε βέβαια και μια άλλη παραδοχή σε άλλο τραγούδι («Πάτωμα»):
«Γιατί υπάρχουν κι άτομα/που γίνονται κομμάτια». Ο,τι δεν υπήρχε ήταν η λογική του συνέχεια: όσοι αφήνονται να γίνουν κομμάτια (όπως η Τσανακλίδου κι εμείς μαζί της) μπορούν μετά και σηκώνονται. Όχι πιο γέροι, αλλά πιο γεροί...
Μετά κι αυτό το «άλλο δεν μπορώ, τώρα πρέπει να σταματήσουμε λίγο», που είπε εκείνη και που χάρισε η αρχική ηχογράφηση στον χρόνο. Πολλοί, γυναίκες περισσότερο, κλάψαμε αργότερα... στα live της κάθε που έλεγε αυτό το τραγούδι.
Ήταν η παραδοχή μιας πραγματικότητας κι ενός αισθήματος πολύ αναγνωρίσιμου στις πρώτες ρυτίδες, στις απώλειες (ερωτικές και άλλες), στις συναντήσεις με τον τρόμο της μοναξιάς. Κι από την άλλη, ήταν τόσο φυσιολογική στην παραδοχή της για τον χρόνο που περνάει εκείνη η ίδια, που μας είχε πρώτη υποψιάσει και για το κόστος του!
Ακόμα τη θυμάμαι σε μια συνέντευξή της να λέει αυτοσαρκαζόμενη πως παρατήρησε μια μέρα χαλάρωση στον λαιμό της και τεντώθηκε για να διαψεύσει προσωρινά το αδιάψευστο. Ακόμα θυμάμαι τις πρώτες φωτογραφίες της, όταν άφησε τα μαλλιά της άβαφα.
Εκείνη που έκλαιγε το ‘88, το 2023, μια εποχή που συνομήλικές της ή και νεότερες προσπαθούν με κρέμες και νυστέρια να ανακόψουν την επέλαση της ηλικίας, διατήρησε πιο άθιχτη την ουσία της νεότητάς της: τη φορτισμένη ερμηνεία, τον συναισθηματισμό, την παρόρμηση, την εξομολόγηση χωρίς δίχτυ ασφαλείας, την ειλικρίνειά της.
Κι όμως, γι’ αυτή τη γενναιότητά της ακριβώς τιμωρήθηκε με τον πιο αμείλικτο και χυδαίο τρόπο. Αυτόν που έλεγε πως επειδή μια γυναίκα δεν έμαθε να κρύβεται, δεν έκρυψε ούτε τις ιδεολογικές προτιμήσεις της.
Πως είναι ευσυγκίνητη και παρορμητική και πως όταν τραγουδάει τον «Μέρμηγκα» του Λοΐζου για τα νέα παιδιά της κατάληψης στο Τσίλλερ, εκεί στην τελευταία στροφή («εν-δυο πολεμάμε,/εν-δυο μα πεινάμε,/εν-δυο θα σε φάμε!») μπορεί να επαναλαμβάνει το «θα σας φάμε» όχι σαν τρομοκρατική προτροπή, αλλά περισσότερο σαν συμβουλή «μη μασάτε» όταν έχετε όνειρα και αγωνιστικό πνεύμα.
Δυστυχώς, ένας φακός συνέλαβε μία μούτα της κι αυτή η φωτογραφία μαζί με τον γυναικείο ύμνο του ‘88 έγιναν εργαλεία μιας αδιανόητης επίθεσης με κύριο στόχο την ηλικία της. Στον ίδιο εκείνο δίσκο του ‘88 υπήρχε βέβαια και μια άλλη παραδοχή σε άλλο τραγούδι («Πάτωμα»):
«Γιατί υπάρχουν κι άτομα/που γίνονται κομμάτια». Ο,τι δεν υπήρχε ήταν η λογική του συνέχεια: όσοι αφήνονται να γίνουν κομμάτια (όπως η Τσανακλίδου κι εμείς μαζί της) μπορούν μετά και σηκώνονται. Όχι πιο γέροι, αλλά πιο γεροί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου