Από την
Αλογόμυγα
Ως Έλληνες πρέπει να νιώθουμε ιδιαιτέρως τυχεροί, καθότι η
ελληνική λαϊκή σοφία μας έχει προικοδοτήσει με πλήθος σοφών παροιμιών και
αποφθεγμάτων, τα οποία δυνάμεθα να χρησιμοποιούμε σε κάθε κρίσιμη περίσταση,
προκειμένου να αποτυπώνουμε με σαφήνεια την εκάστοτε πραγματικότητα.
Ιδιαίτερα σήμερα, όπου η χώρα μας δοκιμάζεται από τη τρομερή αυτή κρίση θεσμών, πιστεύω πως πλήθος λαϊκών παροιμιών-αποφθεγμάτων μπορούν επάξια να εκφράσουν συνοπτικά διάφορες πτυχές του ελληνικού προβλήματος, όπως π.χ. «στου κουφού τη πόρτα όσο θέλεις βρόντα», «μάθανε πως συνουσιαζόμαστε, πλακώσανε και οι Ρομά» (politically correct παραλλαγή της γνωστής παροιμίας), «του κοντού του πέους, του φταίνε οι τρίχες» κλπ κλπ.
Το πλέον εντυπωσιακό όμως είναι πως σχεδόν όλες οι ελληνικές παροιμίες συνδέονται αναμεταξύ τους με ένα αόρατο νήμα, το οποίο τραβώντας το είτε από τη μία είτε από την άλλη άκρη, μπορείς να προσαρμόσεις τη κάθε παροιμία κατάλληλα, ώστε συνδέοντας τη με κάποια άλλη, να δημιουργήσεις μία αλληλουχία αποφθεγμάτων, εν είδει ιστοριούλας. Αυτό είναι άλλωστε κι ένα συμπαθητικό παιχνιδάκι, το οποίο έχω εφεύρει προκειμένου να εξοικειώσω το 2χρονο γιο μου με τη σοφή ελληνική, λαϊκή παράδοση.
Προχθές λοιπόν, που παρακολουθούσα με προσοχή τη συνεδρίαση του ελληνικού κοινοβουλίου, η οποία θύμιζε σε πολλά είτε κακοσκηνοθετημένη παράσταση Καραγκιόζη, είτε ατυχή αναπαράσταση των δρώμενων σε γαλλικό μπορδέλο του 19ου αιώνα, αποφάσισα να προσαρμόσω το εν λόγω παιχνίδι στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και ιδού το εντυπωσιακό αποτέλεσμα που προέκυψε:
“Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα μικρό χωριό που άνηκε εις την Δύσιν. Οι πολίτες της μάλιστα ήταν τόσο περήφανοι που ήταν Ευρωπαίοι, που όπου βρισκόντουσαν κι όπου στεκόντουσαν αναφωνούσαν με περηφάνια, δείχνοντας προς τη διπλανή πόλη «αν δε ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε» . Τα χρόνια πέρναγαν κι οι κάτοικοι του μικρού χωριού ολοένα και δανείζονταν και δανείζονταν και ξανά δανείζονταν χρήματα, προκειμένου να αγοράζουν ωραία άλογα και καινούργιες φορεσιές από τους εμπόρους της διπλανής πόλης. Όταν κάποτε ένας περαστικός τους ρώτησε πως θα αποπληρώσουν τα δανεικά στους κατοίκους της μεγάλης πόλης, εκείνοι με μία φωνή απάντησαν «εγώ καλά παντρεύτηκα κι ας κλαίει όποιος με πήρε» και συνέχισαν το φαγοπότι γελώντας. Στο μεταξύ οι κάτοικοι της μεγάλης πόλης άρχισαν να διαμαρτύρονται στο Δήμαρχο τους, καθώς έβλεπαν πως οι χωριάτες, όχι μόνο δανείζονταν όλο και περισσότερα, αλλά και περιαυτολογούσαν και κυκλοφορούσαν προκλητικά με τις καινούργιες τους άμαξες και τα πλουμιστά τους ρούχα. Είπαν λοιπόν στο Δήμαρχο πως «άλλοι σπέρνουν και θερίζουν, κι άλλοι τρων’ και μαγαρίζουν!» Ο σοφός Δήμαρχος τους απάντησε πως «πάντα ξεχνά η πεθερά πως ήτανε και νύφη» και τους ζήτησε να μη κατηγορούν τους χωριάτες γιατί, αν δεν υπήρχαν αυτοί, τότε δε θα είχαν που να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους. Μάλιστα τους είπε πως θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί και να μη ξεχνάνε πως δανείζουν τους χωριάτες με υψηλό τόκο, ενώ τους προειδοποίησε πως πέρα μακριά υπάρχουν κι άλλες πόλεις, οι οποίες θα θέλανε να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους στο χωριό, οπότε καλό θα ήταν να μη διαμαρτύρονται, καθότι «πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου». Τα χρόνια όμως πέρναγαν και οι μεν χωριάτες συνέχιζαν να δανείζονται χρήματα, έχοντας μάλιστα εγκαταλείψει τις εργασίες στα χωράφια τους, οι δε κάτοικοι της πόλης ολοένα και δυσανασχετούσαν και απαιτούσαν τη παραδειγματική τιμωρία των άσωτων χωριατών. Μάλιστα κάθε φορά που κάποιος χωριάτης πήγαινε στη πόλη, ορισμένοι ευέξαπτοι του πέταγαν μάπες και ζαρζαβατικά και του φώναζαν «δείρε τον για τα’ αβγό, να μη σου πάρ’ τη κότα.»
Κάποτε ο σοφός, γέρος Δήμαρχος πέθανε και στη θέση του οι κάτοικοι της πόλης εκλέξανε μία σκληρή γυναίκα που είχε τη φήμη πως αντιπαθούσε πολύ τους χωριάτες και ήθελε να τους τιμωρήσει, παρ’ όλο που ήταν κι αυτή χωριάτισσα κάποτε! Μάλιστα έξω από την εξώπορτα του Δημαρχείου έβαλε και στήσανε μία μαρμάρινη πλάκα που έλεγε «έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα», για να της θυμίζει κάθε μέρα πως έπρεπε να τιμωρήσει παραδειγματικά τους χωριάτες.
Κι έτσι κι έγινε. Μερικούς μήνες αργότερα, στο μικρό χωριό είχανε εκλογές για καινούργιο Πρόεδρο. Κάλεσε λοιπόν η Δήμαρχος έναν χωριάτη που ήξερε πως ήταν αδίστακτος και μισούσε το χωριό του και του είπε πως θα του δώσει χρήματα πολλά για να εξαγοράσει τη ψήφο των συγχωριανών του και να γίνει Πρόεδρος, με τον όρο πως θα έκανε ότι του έλεγε αυτή. Ο αδίστακτος προδότης, λοιπόν, δέχτηκε όλο χαρά και της απάντησε «σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω!»
Δυστυχώς, οι άμυαλοι χωριάτες θαμπωμένοι από τα λεφτά και τα μεγάλα λόγια του υποτακτικού της Δημάρχου, πιστέψανε τα λόγια του πως δήθεν λεφτά υπήρχαν. Μάλιστα όταν κάποιος σε μία ομιλία του τον διέκοψε και του είπε πως αυτά που υπόσχεται δε γίνονται καθότι «κατά τη λαχάνα είναι κι η καζάνα» ο υποτακτικός της Δημάρχου του απάντησε υποτιμητικά πως «αφεντικά και δούλοι, το ίδιο γενήκαμε ούλοι» και έβαλε να τον ξυλοφορτώσουν και να τον διώξουν από το χωριό. Έτσι λοιπόν, οι αφελείς, ματαιόδοξοι χωριάτες, δίχως να το πολυσκεφθούν, εκλέξανε τον υποτακτικό της Δημάρχου για Πρόεδρο και αυτός με το που εξελέγη, τους μάζεψε στη πλατεία και τους ανακοίνωσε πως τα spreads ανέβηκαν και δε μπορούν πλέον να ζουν με δανεικά, άρα πρέπει να επιστρέψουν τα λεφτά στους δανειστές τους. Τότε οι χωριάτες κατάλαβαν το λάθος τους, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Άρχισαν λοιπόν να κακοπαθιούνται και να φωνάζουν στο Πρόεδρο «η αγάπη σου είναι ψεύτικη σαν τα’ Απριλιού το χιόνι, πρωί-πρωί απλώνεται, το μεσημέρι λειώνει». Αμέσως το Κοινοτικό Συμβούλιο τους επέβαλλε αβάσταχτα χαράτσια, ενώ πλέον στη πλατεία του χωριού είχαν εγκατασταθεί καμιά δεκαπενταριά συμβουλάτορες από τη πόλη που τους ορμήνευαν τι έπρεπε να κάνουν και τι όχι για να βγουν από τη κρίση. Οι κακόμοιροι οι χωριάτες σιγά-σιγά άρχισαν να χάνουν τα σπίτια τους, το βιος τους και δεν είχαν ούτε φαΐ να ταΐσουν τα παιδιά τους. Περπάταγαν σαν τα παραζαλισμένα κοτόπουλα στα καλντερίμια του χωριού και αναρωτιόντουσαν «σαν έχεις τέτοιους φίλους, τι να τους κάνεις τους οχτρούς», ενώ η Δήμαρχος από τη πόλη τους έλεγε να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι για να έρθουν καλύτερες μέρες, ενώ αυτοί οι δόλιοι της απαντούσανε «σ’ αγαπώ Κυρά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις»… όμως μάταια… Βέβαια ανάμεσα στους χωριάτες ήταν και κάποιοι άλλοι μουρλοί, που φώναζαν πως έπρεπε να πάρουν τα όπλα και να σκοτώσουν τους συμβουλάτορες της Δημάρχου και μετά να πάνε και να της ζητήσουν διαγραφή του χρέους! Κοινώς επικρατούσε μία κατάσταση «ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή». Οι δε ψύχραιμοι νοικοκυραίοι, αγανακτισμένοι και αηδιασμένοι από τη συμπεριφορά τόσο των κυβερνώντων, όσο και των δανειστών και των συμπολιτών τους, είχαν αποτραβηχτεί στην άκρη, δε συμμετείχαν στις συνελεύσεις της κοινότητας κι απλά συζητούσαν χαμηλόφωνα ο ένας με τον άλλο και απογοητευμένοι έλεγαν πως «οι πουτάνες κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές…». Το χειρότερο όμως ήταν πως αντί το κοινοτικό συμβούλιο να ζητήσει τα λεφτά από αυτούς που τόσα χρόνια τα είχαν κλέψει και τώρα τα είχαν κρύψει σε σεντούκια σε διπλανά χωριά, τα ζήταγε από τον απλό κοσμάκη και έτσι επιβεβαιωνότανε στη πράξη η σοφή παροιμία που λέει πως «άλλος γαμεί κι άλλος πλερώνει!»
Έτσι κύλαγε ο χρόνος στο μικρό χωριουδάκι και η δυστυχία βασίλευε. Σιγά-σιγά όμως η κρίση του μικρού χωριού άρχισε να επηρεάζει και τα γειτονικά χωριά καθώς και τη μεγάλη πόλη, που δεν είχε πλέον ποιον να δανείσει και που να πουλήσει τη πραμάτεια των εμπόρων της! Όλοι τότε κατάλαβαν πως «φίλος επιζήμιος, εχθρός επικαλείται» αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Ολόκληρη η επαρχία είχε βυθισθεί στη φτώχεια και στη δυστυχία και όλοι είχαν καταλάβει τα σφάλματά τους εκτός από τον υποτακτικό της Δημάρχου που συνέχιζε να λέει πως για όλα έφταιγαν οι ψεύτες χωριάτες, υποστηρίζοντας μάλιστα πως «όρκος του ρωμιού, πόρδος του γουρνιού» και τη Δήμαρχο, η οποία υποστήριζε πως «με το παρά της, γαμεί και τη κυρά της…»
Κάπως έτσι λοιπόν ζήσανε αυτοί κακά κι εμείς χειρότερα και ως γνωστόν για το φτωχό χωριό μας ισχύει εις το έπακρον η σοφή παροιμία που λέγει πως «έκλασε η νύφη και σχόλασεν ο γάμος»… και ο νοών νοείτω…”
Ιδιαίτερα σήμερα, όπου η χώρα μας δοκιμάζεται από τη τρομερή αυτή κρίση θεσμών, πιστεύω πως πλήθος λαϊκών παροιμιών-αποφθεγμάτων μπορούν επάξια να εκφράσουν συνοπτικά διάφορες πτυχές του ελληνικού προβλήματος, όπως π.χ. «στου κουφού τη πόρτα όσο θέλεις βρόντα», «μάθανε πως συνουσιαζόμαστε, πλακώσανε και οι Ρομά» (politically correct παραλλαγή της γνωστής παροιμίας), «του κοντού του πέους, του φταίνε οι τρίχες» κλπ κλπ.
Το πλέον εντυπωσιακό όμως είναι πως σχεδόν όλες οι ελληνικές παροιμίες συνδέονται αναμεταξύ τους με ένα αόρατο νήμα, το οποίο τραβώντας το είτε από τη μία είτε από την άλλη άκρη, μπορείς να προσαρμόσεις τη κάθε παροιμία κατάλληλα, ώστε συνδέοντας τη με κάποια άλλη, να δημιουργήσεις μία αλληλουχία αποφθεγμάτων, εν είδει ιστοριούλας. Αυτό είναι άλλωστε κι ένα συμπαθητικό παιχνιδάκι, το οποίο έχω εφεύρει προκειμένου να εξοικειώσω το 2χρονο γιο μου με τη σοφή ελληνική, λαϊκή παράδοση.
Προχθές λοιπόν, που παρακολουθούσα με προσοχή τη συνεδρίαση του ελληνικού κοινοβουλίου, η οποία θύμιζε σε πολλά είτε κακοσκηνοθετημένη παράσταση Καραγκιόζη, είτε ατυχή αναπαράσταση των δρώμενων σε γαλλικό μπορδέλο του 19ου αιώνα, αποφάσισα να προσαρμόσω το εν λόγω παιχνίδι στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και ιδού το εντυπωσιακό αποτέλεσμα που προέκυψε:
“Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα μικρό χωριό που άνηκε εις την Δύσιν. Οι πολίτες της μάλιστα ήταν τόσο περήφανοι που ήταν Ευρωπαίοι, που όπου βρισκόντουσαν κι όπου στεκόντουσαν αναφωνούσαν με περηφάνια, δείχνοντας προς τη διπλανή πόλη «αν δε ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε» . Τα χρόνια πέρναγαν κι οι κάτοικοι του μικρού χωριού ολοένα και δανείζονταν και δανείζονταν και ξανά δανείζονταν χρήματα, προκειμένου να αγοράζουν ωραία άλογα και καινούργιες φορεσιές από τους εμπόρους της διπλανής πόλης. Όταν κάποτε ένας περαστικός τους ρώτησε πως θα αποπληρώσουν τα δανεικά στους κατοίκους της μεγάλης πόλης, εκείνοι με μία φωνή απάντησαν «εγώ καλά παντρεύτηκα κι ας κλαίει όποιος με πήρε» και συνέχισαν το φαγοπότι γελώντας. Στο μεταξύ οι κάτοικοι της μεγάλης πόλης άρχισαν να διαμαρτύρονται στο Δήμαρχο τους, καθώς έβλεπαν πως οι χωριάτες, όχι μόνο δανείζονταν όλο και περισσότερα, αλλά και περιαυτολογούσαν και κυκλοφορούσαν προκλητικά με τις καινούργιες τους άμαξες και τα πλουμιστά τους ρούχα. Είπαν λοιπόν στο Δήμαρχο πως «άλλοι σπέρνουν και θερίζουν, κι άλλοι τρων’ και μαγαρίζουν!» Ο σοφός Δήμαρχος τους απάντησε πως «πάντα ξεχνά η πεθερά πως ήτανε και νύφη» και τους ζήτησε να μη κατηγορούν τους χωριάτες γιατί, αν δεν υπήρχαν αυτοί, τότε δε θα είχαν που να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους. Μάλιστα τους είπε πως θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί και να μη ξεχνάνε πως δανείζουν τους χωριάτες με υψηλό τόκο, ενώ τους προειδοποίησε πως πέρα μακριά υπάρχουν κι άλλες πόλεις, οι οποίες θα θέλανε να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους στο χωριό, οπότε καλό θα ήταν να μη διαμαρτύρονται, καθότι «πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου». Τα χρόνια όμως πέρναγαν και οι μεν χωριάτες συνέχιζαν να δανείζονται χρήματα, έχοντας μάλιστα εγκαταλείψει τις εργασίες στα χωράφια τους, οι δε κάτοικοι της πόλης ολοένα και δυσανασχετούσαν και απαιτούσαν τη παραδειγματική τιμωρία των άσωτων χωριατών. Μάλιστα κάθε φορά που κάποιος χωριάτης πήγαινε στη πόλη, ορισμένοι ευέξαπτοι του πέταγαν μάπες και ζαρζαβατικά και του φώναζαν «δείρε τον για τα’ αβγό, να μη σου πάρ’ τη κότα.»
Κάποτε ο σοφός, γέρος Δήμαρχος πέθανε και στη θέση του οι κάτοικοι της πόλης εκλέξανε μία σκληρή γυναίκα που είχε τη φήμη πως αντιπαθούσε πολύ τους χωριάτες και ήθελε να τους τιμωρήσει, παρ’ όλο που ήταν κι αυτή χωριάτισσα κάποτε! Μάλιστα έξω από την εξώπορτα του Δημαρχείου έβαλε και στήσανε μία μαρμάρινη πλάκα που έλεγε «έχει ο καιρός γυρίσματα να πληρωθούν τα πείσματα», για να της θυμίζει κάθε μέρα πως έπρεπε να τιμωρήσει παραδειγματικά τους χωριάτες.
Κι έτσι κι έγινε. Μερικούς μήνες αργότερα, στο μικρό χωριό είχανε εκλογές για καινούργιο Πρόεδρο. Κάλεσε λοιπόν η Δήμαρχος έναν χωριάτη που ήξερε πως ήταν αδίστακτος και μισούσε το χωριό του και του είπε πως θα του δώσει χρήματα πολλά για να εξαγοράσει τη ψήφο των συγχωριανών του και να γίνει Πρόεδρος, με τον όρο πως θα έκανε ότι του έλεγε αυτή. Ο αδίστακτος προδότης, λοιπόν, δέχτηκε όλο χαρά και της απάντησε «σφάξε με, αγά μου, ν’ αγιάσω!»
Δυστυχώς, οι άμυαλοι χωριάτες θαμπωμένοι από τα λεφτά και τα μεγάλα λόγια του υποτακτικού της Δημάρχου, πιστέψανε τα λόγια του πως δήθεν λεφτά υπήρχαν. Μάλιστα όταν κάποιος σε μία ομιλία του τον διέκοψε και του είπε πως αυτά που υπόσχεται δε γίνονται καθότι «κατά τη λαχάνα είναι κι η καζάνα» ο υποτακτικός της Δημάρχου του απάντησε υποτιμητικά πως «αφεντικά και δούλοι, το ίδιο γενήκαμε ούλοι» και έβαλε να τον ξυλοφορτώσουν και να τον διώξουν από το χωριό. Έτσι λοιπόν, οι αφελείς, ματαιόδοξοι χωριάτες, δίχως να το πολυσκεφθούν, εκλέξανε τον υποτακτικό της Δημάρχου για Πρόεδρο και αυτός με το που εξελέγη, τους μάζεψε στη πλατεία και τους ανακοίνωσε πως τα spreads ανέβηκαν και δε μπορούν πλέον να ζουν με δανεικά, άρα πρέπει να επιστρέψουν τα λεφτά στους δανειστές τους. Τότε οι χωριάτες κατάλαβαν το λάθος τους, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Άρχισαν λοιπόν να κακοπαθιούνται και να φωνάζουν στο Πρόεδρο «η αγάπη σου είναι ψεύτικη σαν τα’ Απριλιού το χιόνι, πρωί-πρωί απλώνεται, το μεσημέρι λειώνει». Αμέσως το Κοινοτικό Συμβούλιο τους επέβαλλε αβάσταχτα χαράτσια, ενώ πλέον στη πλατεία του χωριού είχαν εγκατασταθεί καμιά δεκαπενταριά συμβουλάτορες από τη πόλη που τους ορμήνευαν τι έπρεπε να κάνουν και τι όχι για να βγουν από τη κρίση. Οι κακόμοιροι οι χωριάτες σιγά-σιγά άρχισαν να χάνουν τα σπίτια τους, το βιος τους και δεν είχαν ούτε φαΐ να ταΐσουν τα παιδιά τους. Περπάταγαν σαν τα παραζαλισμένα κοτόπουλα στα καλντερίμια του χωριού και αναρωτιόντουσαν «σαν έχεις τέτοιους φίλους, τι να τους κάνεις τους οχτρούς», ενώ η Δήμαρχος από τη πόλη τους έλεγε να σφίξουν κι άλλο το ζωνάρι για να έρθουν καλύτερες μέρες, ενώ αυτοί οι δόλιοι της απαντούσανε «σ’ αγαπώ Κυρά να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις»… όμως μάταια… Βέβαια ανάμεσα στους χωριάτες ήταν και κάποιοι άλλοι μουρλοί, που φώναζαν πως έπρεπε να πάρουν τα όπλα και να σκοτώσουν τους συμβουλάτορες της Δημάρχου και μετά να πάνε και να της ζητήσουν διαγραφή του χρέους! Κοινώς επικρατούσε μία κατάσταση «ό,τι του φανεί του Λωλοστεφανή». Οι δε ψύχραιμοι νοικοκυραίοι, αγανακτισμένοι και αηδιασμένοι από τη συμπεριφορά τόσο των κυβερνώντων, όσο και των δανειστών και των συμπολιτών τους, είχαν αποτραβηχτεί στην άκρη, δε συμμετείχαν στις συνελεύσεις της κοινότητας κι απλά συζητούσαν χαμηλόφωνα ο ένας με τον άλλο και απογοητευμένοι έλεγαν πως «οι πουτάνες κι οι τρελές έχουν τις τύχες τις καλές…». Το χειρότερο όμως ήταν πως αντί το κοινοτικό συμβούλιο να ζητήσει τα λεφτά από αυτούς που τόσα χρόνια τα είχαν κλέψει και τώρα τα είχαν κρύψει σε σεντούκια σε διπλανά χωριά, τα ζήταγε από τον απλό κοσμάκη και έτσι επιβεβαιωνότανε στη πράξη η σοφή παροιμία που λέει πως «άλλος γαμεί κι άλλος πλερώνει!»
Έτσι κύλαγε ο χρόνος στο μικρό χωριουδάκι και η δυστυχία βασίλευε. Σιγά-σιγά όμως η κρίση του μικρού χωριού άρχισε να επηρεάζει και τα γειτονικά χωριά καθώς και τη μεγάλη πόλη, που δεν είχε πλέον ποιον να δανείσει και που να πουλήσει τη πραμάτεια των εμπόρων της! Όλοι τότε κατάλαβαν πως «φίλος επιζήμιος, εχθρός επικαλείται» αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Ολόκληρη η επαρχία είχε βυθισθεί στη φτώχεια και στη δυστυχία και όλοι είχαν καταλάβει τα σφάλματά τους εκτός από τον υποτακτικό της Δημάρχου που συνέχιζε να λέει πως για όλα έφταιγαν οι ψεύτες χωριάτες, υποστηρίζοντας μάλιστα πως «όρκος του ρωμιού, πόρδος του γουρνιού» και τη Δήμαρχο, η οποία υποστήριζε πως «με το παρά της, γαμεί και τη κυρά της…»
Κάπως έτσι λοιπόν ζήσανε αυτοί κακά κι εμείς χειρότερα και ως γνωστόν για το φτωχό χωριό μας ισχύει εις το έπακρον η σοφή παροιμία που λέγει πως «έκλασε η νύφη και σχόλασεν ο γάμος»… και ο νοών νοείτω…”
Τα σέβη μου
Η Αλογόμυγα
Η Αλογόμυγα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου