Ο Νίκος Ρωμανός, ένας από τους τέσσερις συλληφθέντες της ληστείας στο Βελβεντό Κοζάνης, που κρατείται στις φυλακές Αυλώνα και κατηγορείται για συμμετοχή στην οργάνωση Πυρήνες της Φωτιάς, δηλώνει σε κείμενό που δημοσιεύεται στο indymedia, πως «δεν υπήρξα μέλος της «Επαναστατικής Οργάνωσης Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς και διατηρώ διαφωνίες σε θέσεις της οργάνωσης».
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο.
«Στο επόμενο χρονικό διάστημα θα κληθώ από τον σύγχρονο ιεροεξεταστή Μόκκα για να “απολογηθώ” σχετικά με τη συμμετοχή μου στην Επαναστατική Οργάνωση Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς.
Ο λόγος που ξεκαθαρίζω τη θέση μου είναι για δηλώσω τις...
Ο λόγος που ξεκαθαρίζω τη θέση μου είναι για δηλώσω τις...
επιλογές και στάσεις αγώνα στους συντρόφους μου. Οι ποινικές ευθύνες ενός κατηγορητηρίου μ’ αφήνουν αδιάφορο. Όχι από τη θέση ενός οσιομάρτυρα αλλά σαν μια αναρχική επιλογή σύγκρουσης με τους νόμους και τη δικαστική μαφία.
Δεν αναγνωρίζω τις διαδικασίες τους, ούτε το δικαίωμα να με κρίνουν υπάνθρωποι, όπως ο Μόκκας, που για μένα δεν έχουν ούτε το δικαίωμα στη ζωή. Όσο μπορώ σκοπεύω να προσβάλλω τις διαδικασίες τους και να αναδείξω, ως αιχμάλωτος πλέον, την επαναστατική αντιπαράθεση που διεξάγεται καθημερινά απέναντι στην εξουσία. Η αδιάλλακτη στάση απέναντι στους δικαστικούς είναι ακόμα μια στιγμή μάχης στην εμπόλεμη συνθήκη που βιώνουμε.
Δηλώνω λοιπόν πως δεν υπήρξα μέλος της Επαναστατικής Οργάνωσης Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς και διατηρώ διαφωνίες σε θέσεις της οργάνωσης. Το γεγονός αυτό δεν αποτέλεσε σοβαρό λόγο για να μην συνδεθώ συντροφικά με τους συντρόφους της ΣΠΦ. Μια σύνδεση που με ώθησε στο να μοιραστώ μαζί τους κοινές σκέψεις, ανησυχίες, εμπειρίες, τεχνογνωσίες. Να μοιραστώ βιώματα για την επίθεση στην κυριαρχία και τους συμμάχους της.
Χάραζα και συνεχίζω να χαράζω μια πορεία στα εδάφη που ο αναρχικός αγώνας υψώνει το ανάστημά του και εξαπλώνει την εξεγερσιακή του δυναμική.
Σ’ αυτή την αντιφατική αλλά ευχάριστη διαδρομή, η επιλογή της παρουσίας μου σε επαναστατικές υποδομές (και όχι φυσικά τα τεχνικά λάθη που έκανα) δεν αποτελεί “ενοχοποιητικό” στοιχείο αλλά τιμή μου.
Η κατασταλτική στρατηγική αρνείται την αυτονομία των αναρχικών ομάδων άμεσης δράσης και βασισμένη σε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο χρησιμοποιεί τη ΣΠΦ για να “δικαιολογήσει” τις επιθετικές πρακτικές του ευρύτερου εξεγερσιακού ρεύματος.
Μια παρόμοια συνθήκη είχαν βιώσει και αγωνιστές στην Ιταλία με τις διώξεις του εισαγγελέα Marini. Το κυνήγι μαγισσών που είχε εξαπολύσει ο Marini οδήγησε στην καταδίκη αναρχικών σε εξοντωτικές ποινές και σκληρούς περιοριστικούς όρους. Ένα ακόμα παράδειγμα το οποίο αποδεικνύει ότι οι όροι του “διαλόγου” δεν πρέπει να είναι νομικοί αλλά οπλισμένοι.
Η στάση μας προσπαθεί να προωθήσει μια αντίληψη που αδιαφορεί για τα νομικίστικα ζητήματα (στο βαθμό του εφικτού πάντα) και στοχοποιεί τη ρίζα αναπαραγωγής όλων αυτών των μεθοδεύσεων, τον κοινό μας εχθρό.
Οι εξεγερσιακές πρακτικές πρέπει να εμπλουτιστούν και το επίπεδο βίας να πολλαπλασιαστεί.
Στέκομαι αλληλέγγυος με τα φυλακισμένα μέλη της ΣΠΦ και τους υψώνω τη γροθιά μου από τις φυλακές που βρίσκομαι αιχμάλωτος. Δύναμη σύντροφοι.
Συντροφικούς χαιρετισμούς σε όλες τις αντάρτικες ομάδες, στους πυρήνες της FAI/IRF και τις εξεγερμένες ατομικότητες ανά τον κόσμο.
ΖΗΤΩ Η ΑΜΕΣΗ ΔΡΑΣΗ
ΖΗΤΩ Η ΑΝΑΡΧΙΑ
Υ.Γ 1 Όταν είσαι ανήσυχος, πάρε μια βαθιά ανάσα και κοίτα ψηλά. Στο αστέρι που θα δεις κρύβονται οι ελπίδες μας και πίσω από αυτές το χαμόγελό μας. Προς το παρόν συνέχισε, να αγαπάς, να επιτίθεσαι, να αγωνίζεσαι. Έτσι κι αλλιώς ξέρεις. Οι άνθρωποι που ελπίζουν πεθαίνουν χέρι – χέρι, έτσι πρέπει να γίνει.
Στη μέση δεν υπάρχει τίποτα αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Μέχρι τότε βάλε για πυξίδα ζωής το βίωμα.
Αργύρη και Φοίβο δύναμη και καλή τύχη.
Υ. Γ.2 Τα μόνα ευχάριστα νέα των ημερών η θετική πορεία της υγείας του συντρόφου Π. Αργυρού. Η σκέψη μου σε σένα σύντροφε».
Δεν αναγνωρίζω τις διαδικασίες τους, ούτε το δικαίωμα να με κρίνουν υπάνθρωποι, όπως ο Μόκκας, που για μένα δεν έχουν ούτε το δικαίωμα στη ζωή. Όσο μπορώ σκοπεύω να προσβάλλω τις διαδικασίες τους και να αναδείξω, ως αιχμάλωτος πλέον, την επαναστατική αντιπαράθεση που διεξάγεται καθημερινά απέναντι στην εξουσία. Η αδιάλλακτη στάση απέναντι στους δικαστικούς είναι ακόμα μια στιγμή μάχης στην εμπόλεμη συνθήκη που βιώνουμε.
Δηλώνω λοιπόν πως δεν υπήρξα μέλος της Επαναστατικής Οργάνωσης Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς και διατηρώ διαφωνίες σε θέσεις της οργάνωσης. Το γεγονός αυτό δεν αποτέλεσε σοβαρό λόγο για να μην συνδεθώ συντροφικά με τους συντρόφους της ΣΠΦ. Μια σύνδεση που με ώθησε στο να μοιραστώ μαζί τους κοινές σκέψεις, ανησυχίες, εμπειρίες, τεχνογνωσίες. Να μοιραστώ βιώματα για την επίθεση στην κυριαρχία και τους συμμάχους της.
Χάραζα και συνεχίζω να χαράζω μια πορεία στα εδάφη που ο αναρχικός αγώνας υψώνει το ανάστημά του και εξαπλώνει την εξεγερσιακή του δυναμική.
Σ’ αυτή την αντιφατική αλλά ευχάριστη διαδρομή, η επιλογή της παρουσίας μου σε επαναστατικές υποδομές (και όχι φυσικά τα τεχνικά λάθη που έκανα) δεν αποτελεί “ενοχοποιητικό” στοιχείο αλλά τιμή μου.
Η κατασταλτική στρατηγική αρνείται την αυτονομία των αναρχικών ομάδων άμεσης δράσης και βασισμένη σε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο χρησιμοποιεί τη ΣΠΦ για να “δικαιολογήσει” τις επιθετικές πρακτικές του ευρύτερου εξεγερσιακού ρεύματος.
Μια παρόμοια συνθήκη είχαν βιώσει και αγωνιστές στην Ιταλία με τις διώξεις του εισαγγελέα Marini. Το κυνήγι μαγισσών που είχε εξαπολύσει ο Marini οδήγησε στην καταδίκη αναρχικών σε εξοντωτικές ποινές και σκληρούς περιοριστικούς όρους. Ένα ακόμα παράδειγμα το οποίο αποδεικνύει ότι οι όροι του “διαλόγου” δεν πρέπει να είναι νομικοί αλλά οπλισμένοι.
Η στάση μας προσπαθεί να προωθήσει μια αντίληψη που αδιαφορεί για τα νομικίστικα ζητήματα (στο βαθμό του εφικτού πάντα) και στοχοποιεί τη ρίζα αναπαραγωγής όλων αυτών των μεθοδεύσεων, τον κοινό μας εχθρό.
Οι εξεγερσιακές πρακτικές πρέπει να εμπλουτιστούν και το επίπεδο βίας να πολλαπλασιαστεί.
Στέκομαι αλληλέγγυος με τα φυλακισμένα μέλη της ΣΠΦ και τους υψώνω τη γροθιά μου από τις φυλακές που βρίσκομαι αιχμάλωτος. Δύναμη σύντροφοι.
Συντροφικούς χαιρετισμούς σε όλες τις αντάρτικες ομάδες, στους πυρήνες της FAI/IRF και τις εξεγερμένες ατομικότητες ανά τον κόσμο.
ΖΗΤΩ Η ΑΜΕΣΗ ΔΡΑΣΗ
ΖΗΤΩ Η ΑΝΑΡΧΙΑ
Υ.Γ 1 Όταν είσαι ανήσυχος, πάρε μια βαθιά ανάσα και κοίτα ψηλά. Στο αστέρι που θα δεις κρύβονται οι ελπίδες μας και πίσω από αυτές το χαμόγελό μας. Προς το παρόν συνέχισε, να αγαπάς, να επιτίθεσαι, να αγωνίζεσαι. Έτσι κι αλλιώς ξέρεις. Οι άνθρωποι που ελπίζουν πεθαίνουν χέρι – χέρι, έτσι πρέπει να γίνει.
Στη μέση δεν υπάρχει τίποτα αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Μέχρι τότε βάλε για πυξίδα ζωής το βίωμα.
Αργύρη και Φοίβο δύναμη και καλή τύχη.
Υ. Γ.2 Τα μόνα ευχάριστα νέα των ημερών η θετική πορεία της υγείας του συντρόφου Π. Αργυρού. Η σκέψη μου σε σένα σύντροφε».
ΥΓ του blog: Τελικά το ερώτημα έρχεται και ξανάρχεται στο μυαλό, βουτάει στην καρδιά και στο είναι και σ’ αναστατώνει. Με ποιους είσαι τέλος πάντων στο ακήρυχτο τούτο πόλεμο και την αβάσταχτη κατοχή που φύλαγαν οι καιροί για την χώρα μας; Με τα παιδιά που ξεσηκώθηκαν σαν έτοιμα από καιρό, που όσο κι αν δεν συμφωνείς με κάποια λόγια ή πράξεις μαζί τους, σήκωσαν ξανά την τιμή και την περηφάνια ενός λαού αδούλωτου στην ιστορική του διαδρομή ή με τις φανφάρες και τις υποκλίσεις των προσκυνημένων που ενώ σπέρνουν, τον όλεθρο, την καταστροφή και τον αφανισμό του κόσμου σκιαμαχούν ανέξοδα από τα γυάλινα παράθυρα της μεσομαζικοεπικοινωνιακής τους προστασίας; Σκέψεις που δεν φοβούνται μην τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι αλλά να μη σταθεί εμπόδιο στο λεύτερο του στοχασμού τους. Έτσι είναι η φύτρα κι η φτιαξιά τούτου κόσμου κι ας μη τ’ αναγνωρίζει κι ίδιος άμεσα.
Ξημέρωνε Δευτέρα κι ο Αναστάσιος διάβαζε στο λιγοστό φως της λάμπας για τις εξετάσεις που ‘χε τρεις μέρες αργότερα στην Ιατρική. Το δωμάτιο λιτό κάπου στου Γκύζη π’ αντανακλούσε την φτώχεια και την στένεψη του ενοίκου. Ένα κρεβάτι εκστρατείας, ένα τραπέζι που ‘χε την χρήση γραφείου, μερικά βιβλία, ένα ερμάριο αλλοτινών εποχών που ‘χε πάρει από τα παλιατζίδικα κι η βαλίτσα που κουβαλούσε το βιος του απ’ το νησί. Η κίνηση κι η οχλαγωγία έξω τ’ απέσπασαν την προσοχή.Δεν ανταποκρίνονταν μήτε στην ώρα μήτε στης καθημερινότητας την συνήθεια. Άνοιξε το παράθυρο. Η πρωινή δροσιά του τσίτωσε το πρόσωπο. Οι τελάληδες των εφημερίδων διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. «Επιστράτευση», «Πόλεμος» «Ο ελληνικός λαός είπε ΟΧΙ στο Μουσολίνι». Έκλεισε το παράθυρο, τακτοποίησε τα λιγοστά του υπάρχοντα, αποχαιρέτησε ευλαβικά τ’ αγαπημένα του βιβλία κι έσπευσε να προστεθεί στης πατρίδας την άμυνα.
Χρόνους πολλούς πρωτύτερα που καβάτζαραν αιώνα, ο Τάσος αμούστακο παιδί στα δεκάξι του βάδιζε, ξυπόλυτος δυο μερόνυχτα για να προκάμει να φτάσει στην Μονή. Πλησίαζε του Ευαγγελισμού τι κι αν οι σημερινοί μελετητάδες της ιστορίας το βάζουν λίγο πριν ή λίγο μετά, αυτοί δεν ήταν εκεί ο Τάσος ήτανε. Είχε ακούσει το μεγάλο μαντάτο πως ο παπάς θα σήκωνε το φλάμπουρο της επανάστασης κι έτρεχε να προλάβει. Ανέβαινε ράχες, κατέβαινε πλαγιές διάβαινε τα ρυάκια και πρόκαμε. Γονάτισε και με δανεικό σπαθί ορκίστηκε στην λευτεριά του γένους.
Κακοτράχαλοι χρόνοι και πάλι, όχι πρωτόγνωρο για τούτο τον τόπο πιο πρόσφατοι όμως κι ο κυρ Ανέστης βάδιζε για το σπίτι του καθώς ξημέρωνε. Νυχτοφύλακας σε εργοστάσιο στην Ιερά Οδό είχε τελειώσει την βάρδια του κι επέστρεφε στο σπιτικό του. Γύρω του ουρλιαχτά,τρεχαλητά, φωνές, σειρήνες και πυροβολισμοί. Ήξερε τι γινότανε, το ‘χε ακούσει στο ράδιο πως το τανκς μπούκαρε στο Πολυτεχνείο αλλά αυτός σφάλισε τ’ αυτιά και τα μάτια και βάδιζε. Ο βιοπορισμός της οικογένειας τον ένοιαζε μόνο και τίποτα άλλο. Ανέβηκε την Καποδιστρίου κι έστριψε την Σόλωνος. Δυο δρασκελιές ήταν από το σπίτι του όταν τον είδε κάτω αιμόφυρτο να του ζητά βοήθεια με χέρι σηκωμένο. «Αναστάση με λένε πες το στους δικούς μου» ψέλλισε ξέπνοα. Πίσω του οι διώκτες σίμωναν μανιασμένοι. Ο κυρ Ανέστης είδε μια το άνοιγμα της πόρτας του σπιτιού του που τον καλούσε στην θαλπωρή του, μια τον πεσμένο νέο που αγωνιζότανε να σηκωθεί για να ξεφύγει κι ύστερα γύρισε, άνοιξε τις φτερούγες του και δέχτηκε κατάστηθα την σφαίρα που ‘βαψε άλικο το λευκό φθαρμένο του πουκάμισο. Ο χρόνος της θυσίας ήταν αρκετός για τον Αναστάση. Βοήθησε κι ο κορεσμός απ’ αίμα των διωκτών. Ο κυρ Ανέστης δεν αναφέρθηκε ποτέ ούτε σαν νεκρός ούτε σαν θύμα. Μήτε στις επιτύμβιες πλάκες τον εγράψανε μήτε στα πανηγύρια π’ ακολούθησαν απ’ τους απόντες τον μνημονέψανε. Στο ξόδι του μέρες αργότερα οι λίγοι δικοί που δεν ξεπερνούσαν τα δάχτυλα των χεριών, είδαν καθαρά το χαμόγελο του χρέους που πλούμιζε το άψυχο πρόσωπο.
Μονές στιγμές που ζητούν την τέταρτη την σημερινή να κάνουν καρέ και να δέσουν το κάδρο, που ή θα το μαυρίσουν και θα το αφανίσουν ολάκαιρο ή θα το φωτίσουν σαν αγίου φωτοστέφανο.Ο κυρ Ανέστης επέλεξε, οι νέοι μας είναι ξανά έτοιμοι, εμείς;
Χρόνους πολλούς πρωτύτερα που καβάτζαραν αιώνα, ο Τάσος αμούστακο παιδί στα δεκάξι του βάδιζε, ξυπόλυτος δυο μερόνυχτα για να προκάμει να φτάσει στην Μονή. Πλησίαζε του Ευαγγελισμού τι κι αν οι σημερινοί μελετητάδες της ιστορίας το βάζουν λίγο πριν ή λίγο μετά, αυτοί δεν ήταν εκεί ο Τάσος ήτανε. Είχε ακούσει το μεγάλο μαντάτο πως ο παπάς θα σήκωνε το φλάμπουρο της επανάστασης κι έτρεχε να προλάβει. Ανέβαινε ράχες, κατέβαινε πλαγιές διάβαινε τα ρυάκια και πρόκαμε. Γονάτισε και με δανεικό σπαθί ορκίστηκε στην λευτεριά του γένους.
Κακοτράχαλοι χρόνοι και πάλι, όχι πρωτόγνωρο για τούτο τον τόπο πιο πρόσφατοι όμως κι ο κυρ Ανέστης βάδιζε για το σπίτι του καθώς ξημέρωνε. Νυχτοφύλακας σε εργοστάσιο στην Ιερά Οδό είχε τελειώσει την βάρδια του κι επέστρεφε στο σπιτικό του. Γύρω του ουρλιαχτά,τρεχαλητά, φωνές, σειρήνες και πυροβολισμοί. Ήξερε τι γινότανε, το ‘χε ακούσει στο ράδιο πως το τανκς μπούκαρε στο Πολυτεχνείο αλλά αυτός σφάλισε τ’ αυτιά και τα μάτια και βάδιζε. Ο βιοπορισμός της οικογένειας τον ένοιαζε μόνο και τίποτα άλλο. Ανέβηκε την Καποδιστρίου κι έστριψε την Σόλωνος. Δυο δρασκελιές ήταν από το σπίτι του όταν τον είδε κάτω αιμόφυρτο να του ζητά βοήθεια με χέρι σηκωμένο. «Αναστάση με λένε πες το στους δικούς μου» ψέλλισε ξέπνοα. Πίσω του οι διώκτες σίμωναν μανιασμένοι. Ο κυρ Ανέστης είδε μια το άνοιγμα της πόρτας του σπιτιού του που τον καλούσε στην θαλπωρή του, μια τον πεσμένο νέο που αγωνιζότανε να σηκωθεί για να ξεφύγει κι ύστερα γύρισε, άνοιξε τις φτερούγες του και δέχτηκε κατάστηθα την σφαίρα που ‘βαψε άλικο το λευκό φθαρμένο του πουκάμισο. Ο χρόνος της θυσίας ήταν αρκετός για τον Αναστάση. Βοήθησε κι ο κορεσμός απ’ αίμα των διωκτών. Ο κυρ Ανέστης δεν αναφέρθηκε ποτέ ούτε σαν νεκρός ούτε σαν θύμα. Μήτε στις επιτύμβιες πλάκες τον εγράψανε μήτε στα πανηγύρια π’ ακολούθησαν απ’ τους απόντες τον μνημονέψανε. Στο ξόδι του μέρες αργότερα οι λίγοι δικοί που δεν ξεπερνούσαν τα δάχτυλα των χεριών, είδαν καθαρά το χαμόγελο του χρέους που πλούμιζε το άψυχο πρόσωπο.
Μονές στιγμές που ζητούν την τέταρτη την σημερινή να κάνουν καρέ και να δέσουν το κάδρο, που ή θα το μαυρίσουν και θα το αφανίσουν ολάκαιρο ή θα το φωτίσουν σαν αγίου φωτοστέφανο.Ο κυρ Ανέστης επέλεξε, οι νέοι μας είναι ξανά έτοιμοι, εμείς;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου