Δεν ξέρω για εσάς, αλλά τα πρόσφατα δημοσιεύματα περί των εμβασμάτων βουλευτών μας στο εξωτερικό, καθώς και η όλη κακοφωνία που δημιουργήθηκε γύρω από το «θέμα» αυτό, μου προκάλεσαν συνδυασμό περιέργειας και στενοχώριας. Το να κάνει θέμα τα «εμβάσματα» κάποιος που θέλει την Ελλάδα περιχαρακωμένη και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης το κατανοώ. Το να συζητούν όμως τέτοια ζητήματα οι ίδιοι άνθρωποι που συμφωνούν με την παραμονή της χώρας στην ΕΕ, ακόμα και στην ευρωζώνη, είναι τουλάχιστον περίεργο. Καταδεικνύει μάλιστα μια πικρή αλήθεια: ακόμα και οι υποστηρικτές της συμμετοχής της Ελλάδας στους θεσμούς της ΕΕ δεν έχουν ενστερνιστεί τις βασικές αρχές της.
Για να το πω απλά, η ΕΕ βασίζεται (καλώς ή κακώς) στην αρχή της ελεύθερης διακίνησης (εντός των συνόρων της) ανθρώπων, αγαθών και χρήματος. Είναι δυνατόν να είναι κανείς υπέρ της συμμετοχής μας στην ΕΕ, αλλά να απαιτεί περιορισμούς στην έλευση πολιτών ή εισαγωγών των χωρών της ΕΕ στην χώρα μας; Σε καμία περίπτωση. Το ίδιο ισχύει και για το χρήμα: μπορεί ένας θιασώτης της παραμονής μας στην ΕΕ να απαιτεί κρατικούς ελέγχους στην εξαγωγή «συναλλάγματος» προς χώρες της ΕΕ; Και πάλι σε καμία περίπτωση. Πόσο μάλιστα για εκείνους που εξακολουθούν να θέλουν την Ελλάδα στην ευρωζώνη: είναι δυνατόν να θέλουν την Ελλάδα εντός μιας νομισματικής ένωσης αλλά να θέτουν ζήτημα όταν έλλην πολίτης στέλνει έμβασμα σε άλλα μέρη της ένωσης αυτής; Δεν κατανοούν ότι, εάν πιστεύουν στην νομισματική ένωση, δεν έχει καμία διαφορά το να στείλει κάποιος έμβασμα από την Αθήνα σε άλλη εγχώρια τράπεζα, π.χ., στην Ξάνθη από το να στείλει έμβασμα προς τράπεζα, π.χ.,της Φραγκφούρτης;
Αποφασίστε λοιπόν κύριοι και κυρίες: είτε θέλετε να είμαστε στην ευρωζώνη, οπότε οι δύο περιπτώσεις είναι πανομοιότυπες (ηθικά, νομικά και από οικονομικής άποψης), είτε θέλετε Grexit. Αυτό που δεν νοείται είναι και να θεωρείτε σωστή και επιθυμητή την παραμονή μας στην ευρωζώνη και να «ελέγχετε» συμπολίτες μας για έμβασμα προς τράπεζα του εξωτερικού.(*) Η δια των μέσων «ποινικοποίηση» των εμβασμάτων από θιασώτες της ευρωζώνης δεν είναι παρά δήλωσή τους ότι τελούν υπό καθεστώς βαθειάς σύγχισης. Το θέαμα φιλο-ευρωπαϊστών βουλευτών που αναγκάζονται να «απολογούνται» για το ότι έστειλαν χρήματα στο εξωτερικό (και να αυτο-προσβάλλονται εξηγώντας ότι το έκαναν για την ασθένεια ή τις σπουδές μελών της οικογένειας ή ότι τα χρήματα τα ξανα-έφεραν πίσω) είναι θλιβερό και, εν τέλει, αποδεικνύει κάτι πολύ απλό:
Ακόμα και οι φιλο-ευρωπαϊστές παραμένουν, τουλάχιστον ως προς την αντίληψη, μη ευρωπαίοι. Ακόμα και οι υποστηρικτές της παραμονής μας στην ευρωζώνη παραμένουν προσκολλημένοι στην ξεπερασμένη (εντός της ευρωζώνης) έννοια της «εξαγωγής συναλλάγματος», σαν να μην έχουν κατανοήσει ότι δεν υπάρχει πλέον ελληνικό νόμισμα για να εξαχθεί στο εξωτερικό.
Το πρόβλημα, βέβαια, της ευρωπαϊκής μας συνείδησης είναι πολύ βαθύτερο. Η συντριπτική πλειοψηφία των ελλήνων αντιμετωπίζει τον εαυτό της ως μη ευρωπαίο. Η πλειοψηφία των κριτικά ιστάμενων προς τις πολιτικές της ΕΕ τείνουν να βλέπουν την ΕΕ ως τον «ξένο» που αντιμετωπίζει άσπλαχνα την χώρα μας -περίπου όπως η Υψηλή Πύλη αντιμετώπιζε τους «ραγιάδες». Όπως οι έλληνες δεν ένιωθαν πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έτσι και οι απορρίπτοντες την ΕΕ και τις πολιτικές της, νιώθουν ότι η ΕΕ τους απειλεί και πως, γι' αυτό τον λόγο, δεν είναι πολίτες της. Παράλληλα, και εξ ίσου θλιβερά, οι της «άλλης» πλευράς λαμβάνουν ως δεδομένο ότι ό,τι αποφασίσει η Ευρώπη, είτε γενικά για την Ευρώπη είτε ειδικά για την Ελλάδα, «σωστό πρέπει να είναι»- εξ ορισμού. Κατά βάθος, όμως,, κι αυτοί οι ακραιφνείς ευρωπαϊστές πιστεύουν ότι δεν τους αξίζει ο τίτλος του Ευρωπαίου – ότι οι έλληνες είμαστε λαθρεπιβάτες της ΕΕ και της ευρωζώνης – ότι «δεν δικαιούμαστε δια να ομιλούμε», εκτός αν το μόνο που λέμε είναι ΝΑΙ σε ό,τι ανοησία αρθρώνει το Βερολίνο, η Φραγκφούρτη ή οι Βρυξέλλες.
Κι όμως: αν η Ευρώπη αξίζει κάτι, αν η Ευρώπη ορίζεται από κάτι, αυτό δεν είναι άλλο από την κριτική σκέψη και στάση. Είμαι Ευρωπαίος σημαίνει, υπό αυτή την έννοια που παραπέμπει στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, ότι κρίνω αμείλικτα τον εαυτό μου, το έθνος μου, την ίδια την Ευρώπη. Ο Λούθηρος, ο Καντ, ο Ρουσώ, ο Μαρξ, η Σχολή της Βιέννης, η Σχολή της Φραγκφούρτης ποτέ δεν είπαν «αν αυτό λένε οι αρχές έτσι θα είναι». Ούτε και είπαν: «Αυτό δεν συνάδει με το συμφέρον της φυλής μου, του έθνους μου, άρα το απορρίπτω.» (**)
Πότε λοιπόν θα γίνουμε Ευρωπαίοι; Κάποιοι δεν θέλουν να γίνουν. Τους σέβομαι απέραντα, καθώς παραμένουν συνεπείς με τα «πιστεύω» τους θεωρώντας είτε ότι η Ορθοδοξία δεν χωρά στην Ευρώπη του Διαφωτισμού είτε ότι ο νεοφιλελευθερισμός της ΕΕ είναι αθεράπευτος και, συνεπώς, η Ευρώπη της ΕΕ είναι προς αποφυγήν. Για εμάς τους υπόλοιπους η απάντηση είναι απλή: Θα γίνουμε ευρωπαίοι όταν θα μάθουμε να στεκόμαστε το ίδιο κριτικά απέναντι τόσο στην ΕΕ και τους θεσμούς της όσο και στο εθνικό μας κράτος.
(*) Κάποιοι θα πουν ότι ο ντόρος γίνεται για το εάν οι εξάγοντες «συνάλλαγμα» είχαν δηλώσει τα χρήματα αυτά στην Εφορία. Άσχετο! Αυτό το ερώτημα, όσο εύλογο και να είναι, δεν αφορά μόνο χρήματα που στέλνει έλληνας πολίτης στην Φραγκφούρτη αλλά και χρήματα που στέλνει στην Ξάνθη ή στην Μύκονο (για να αγοράσει βίλα). Εκεί όμως δεν άκουσα να γίνεται ντόρος; Τα εμβάσματα στο εξωτερικό είναι αυτά που δημιουργούν ντόρο καθώς παραπέμπουν στην παρωχημένη έννοια της εξαγωγής «συναλλάγματος».
(**) Επί προσωπικού, πολλοί δράττονται της έντονης κριτικής που ασκώ στην Ευρώπη (σε βαθμό που αγγίζει την καταδική της, π.χ. βλ. εδώ) για να με χαρακτηρίσουν αντι-ευρωπαϊστή. Σφάλλουν. Μέσα από την κριτική μου στάση απέναντι στην Ευρώπη βιώνω την έντονη, και περήφανη, ευρωπαϊκή μου ταυτότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου