Αντώνης Ανδρουλιδάκης
«Βλέπω τον εαυτό μου να πέφτει. Είναι σαν να πέφτω σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο, όπου θα είμαι για πάντα μόνη. Εκείνος με σπρώχνει σ’ αυτό το άθλιο υπόγειο, κι η πόρτα θα κλείσει πίσω μου, κι εγώ θα μείνω μόνη. Εντελώς μόνη. Για πάντα μόνη, σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο».
Είναι η βιωμένη μαρτυρία μιας νέας γυναίκας εγκλωβισμένης στην Οριακότητα της ίδιας, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας, που αποφεύγει τις στενές γνήσιες σχέσεις, προτιμώντας να είναι μόνη, παρά να υποστεί, γι’ ακόμη μια φορά, την απώλεια.
Ένας διαρκής Φόβος, με το Φ κεφαλαίο, αναζητά μανικά, σαν ένα ενσωματωμένο ραντάρ, την επιβεβαίωση της απώλειας του Άλλου. Ένας παπαγάλος στον ώμο είναι εκεί, συνοδεύει και υπενθυμίζει το «μην τυχόν».
Ακόμη και η ελάχιστη δυσαρέσκεια, η στιγμιαία δυσφορία, ερμηνεύεται ως ατράνταχτη απόδειξη της εγκατάλειψης. Μια κοινωνία ολόκληρη θα ανιχνεύσει μανιωδώς, θα επικρίνει λυσσαλέα, ακόμη και τα ήσσονα, θα εντοπίσει ελλείψεις και μόνον.Και σαν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, οι σχέσεις που συστήνουν εν τέλει την ίδια τη συλλογικότητα, θα εκπέσουν σε θυελλώδεις ρήξεις, θυελλώδεις συμφιλιώσεις, ξανά θυελλώδεις χωρισμούς, ξανά θυελλώδεις επαναβεβαιώσειςκαι φτου κι απ’ την αρχή. Μια ολόκληρη κοινωνία παγιδευμένη στο σπιράλ μιας, σχεδόν δεκαπεντάχρονης, ερωτικής σαχλαμάρας.
Από την αρχή κάθε σχέσης, η προσκόλληση στον Άλλο, από τα πολιτικά κόμματα μέχρι τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, από τον Τσίπρα έως την «Ελληνίδα μάνα» κι από τον ΓΑΠ του 44% μέχρι την πιο συνηθισμένη «γκομενοκατάσταση» των πιτσιρικάδων, καλλιεργεί την εντύπωση της Απώλειας. Η κάθε σχέση, ακόμη και με τον ίδιο μας τον εαυτό, είναι ένα θερμοκήπιο «μην τυχόν».
Καμιά σχέση δεν είναι ποτέ αρκετά δυνατή, όλες έχουν εμβολιαστεί με την πιθανότητα της εγκατάλειψης. Αντιληπτής ή πραγματικής εγκατάλειψης, δεν έχει και τόσοσημασία. Νιώθουμε τόσο μόνοι και τόσο χαμένοι, που στην αρχή τουλάχιστον, ταυτίζουμε ολόκληρη τη ζωή μας με «αυτή τη σχέση». Κι η αφομοίωση μας είναι -στην αρχή- ολοκληρωτική, διοχετεύοντας τεράστια αποθέματα ενέργειας για να την συντηρήσουμε με κάθε τρόπο.
Μας ελκύει η Ευρώπη με τον ίδιο τρόπο που, συχνά, μας προσελκύουν εκείνοι οι σύντροφοι που συγκεντρώνουν τις περισσότερες πιθανότητες να μας εγκαταλείψουν. Μας συναρπάζει ό,τι μας δημιουργεί ένα ανάμεικτο αίσθημα ελπίδας και αμφιβολίας. Ένας γκόμενος ΣΥΡΙΖΑς. Μας γοητεύει εκείνος που εκφράζει κάποιο βαθμό αφοσίωσης και συμπαράστασης, αλλά για τον οποίο δεν είμαστε καθόλου σίγουροι πως θα μείνει σταθερά μαζί μας. Η αστάθεια των σχέσεων, η ευμεταβλητότητα τους, φαντάζει στα μάτια μας σαν μια οικεία κατάσταση και μας κάνει, αν είναι δυνατόν, να νιώθουμε άνετα. Αυτά τα σκατά ξέρουμε, αυτά εμπιστευόμαστε. Η έλλειψη σταθερότητας και ισορροπίας, η ρευστότητα, το άστατο, το ασυνάρτητο, το αλλοπρόσαλλο, το ανάκατο και η αμφιρρέπεια, είναι για μας ό,τι για τον ποντικό ένας κύβος τυρί. Η ελπίδα πως μπορεί ο Άλλος να μην μας διαψεύσει και αυτή τη φορά, η πιθανότητα να τον «κερδίσουμε» μόνιμα, για πάντα, να τον «σώσουμε» από την αστάθεια του, είναι το τυρί. Η ίδια η σχέση, μια τεράστια φάκα.
Κάπως έτσι μπορεί να ερωτευόμαστε με πάθος, ηγέτες, γκόμενες, παιδιά, γονείς, φίλους και σελέμπριτις που δεν μπορούν να δώσουν και πολλά. Αρκεί η επιλογή τους να εξασφαλίζει πάντα, την εκρηκτική χημεία ότι θα συνεχίσουμε να ανακυκλώνουμε την οικεία και τόσο γνωστή παγιδευτική μας πραγματικότητα, που από χρόνια γνωρίζουμε.
Στο πλαίσιο τέτοιων διαπροσωπικών σχέσεων, η νεοελληνική ψυχοσύνθεση, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο, σπρώχνει με το ένα χέρι τους Άλλους από κοντά της, ενώ ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή, απλώνει απεγνωσμένα το άλλο, εκλιπαρώντας για βοήθεια.
Η νεοελληνική ψυχοσύνθεση δεν νιώθει ποτέ καλά όταν είναι «μόνη». Είναι ένα χαμένο παιδί, που αναζητά το χέρι της μητέρας του, εγκαταλειμμένο σ’ ένα τεράστιο διεθνές σούπερ μάρκετ, όπου όλα πουλιούνται και αγοράζονται. Πλημμυρισμένη από άγχος, κατάθλιψη και απομόνωση, έχει τόσο ανάγκη το αίσθημα της επαφής με τον Άλλο, που στην ελάχιστη απομάκρυνση του νιώθει αποκομμένη ακόμη κι απ’ τον ίδιο της τον εαυτό. Είμαστε μια χώρα/χώρος απέραντης μοναξιάς που δεν τολμά να την μετατρέψει σε θετική μοναχικότητα για να μην συναντηθεί με τον εαυτό της.
Κατά διαστήματα, ο Άλλος μπορεί να επιστρέφει ως ένδοξο παρελθόν, ως φιλάνθρωπηευαισθητοποίηση, ως τροπαιοφόρο γιούρο, ως μετανιωμένος εραστής και το αίσθημα της εγκατάλειψης υποχωρεί, αλλά το συναίσθημα της απομόνωσης εξακολουθεί να υπάρχει. Καιροφυλακτεί, περιμένοντας να μας κυριεύσει. Και το κάνει. Ξανά και ξανά και ξανά.
Ώσπου έρχεται η ώρα της απομάκρυνσης. Της απομάκρυνσης ως αντεπίθεση στην ιδέα, και μόνο, της εγκατάλειψης. Δεν έχουμε καμία ανάγκη για επαφή. «Δεν σ’ έχω ανάγκη»!, φτύνει κατάμουτρα η έφηβος συλλογικότητα. Ο χρυσαυγίτικος διεθνής ψευτοτσαμπουκάς, οι αγορές που «χορεύουν πεντοζάλι», ο Κασιδιάρης απειλώντας στο κοινοβούλιο, είναι μερικές από τις εκδοχές ενός ιδιότυπου «αι σιχτίρ» που προβάλλεται ως υπεραναπλήρωση μιας βαθιάς αγωνίας μην τυχόν και έχουμε πραγματικά ανάγκη τον Άλλο. «Σ’ αγαπώ, φύγε»!, δηλώνει, η παγιδευμένη στην οριακότητατης, ερωμένη.
Η αποστασιοποίηση αυτή, πολιτική, κοινωνική, διαπροσωπική, ερωτική ή ό,τι άλλο, είναι η παιδιάστικη έκφραση ενός υποβόσκοντος θυμού, που είναι κατά κύριο λόγο εξαιρετικά αυτοτιμωρητικός. Τιμωρούμε τον Άλλο που θεωρούμε ότι απομακρύνθηκε από κοντά μας, που δεν μας προσέφερε ποτέ αυτό που χρειαζόμασταν. Τιμωρούμε τους θεσμούς, το κράτος, τον γονιό, το παιδί, τον εραστή, την ερωμένη, το φίλο. Μοιάζει να είναι ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουμε τα συναισθήματα εγκατάλειψης που μας συνοδεύουν από την παιδική μας ηλικία. Από ιδρύσεως του κρατιδίου.
Αλλά, το τίμημα είναι πανάκριβο. Γιατί στην πραγματικότητα απαρνιόμαστε τα συναισθήματα μας, αρνιόμαστε το «είναι» μας, πέφτουμε με τα μούτρα στο «έχει» μας και βιώνουμε μια παγωμένη συναισθηματική ουδετερότητα. Μια «ελβετόψυχη» μηχανική, ως αντιστάθμισμα της φοβικής μας φυσικής σχέσης με τον Άλλο. Μια αυτοτιμωρητικήσκατοψυχιά, ένα ανέραστο «είναι», μια σίγουρη κόλαση, επειδή υπήρχε η πιθανότητα ενός διωγμού από τον Παράδεισο.
Κι ύστερα, η πραγματική απώλεια, η ολοσχερής διάλυση μιας σχέσης ή της συλλογικότητας, η καταστροφή. Κι εκεί ακόμη, αυτό που θα επιβεβαιώνεται, είναι η ακλόνητη πεποίθηση μας ότι όπου κι αν ψάξαμε, σε Δύση και σ’ Ανατολή, δεν μπορέσαμε ποτέ να βρούμε μια σταθερή σχέση με τους Άλλους και τα πράγματα.
Κι αν αποτολμήσουμε ποτέ το ξεκίνημα ακόμη μιας νέας σχέσης, η αμφιθυμία, ο Φόβος, θα είναι και πάλι εκεί, μόνος πιστός συνοδοιπόρος μας. Λες κι ένα κομμάτι του εαυτού μας φλέγεται για την επαφή, για τη συνάντηση και ένα άλλο περιμένει την εγκατάλειψη. Ένα μέρος θέλει την αφοσίωση κι ένα άλλο είναι ήδη θυμωμένο, πριν καλά-καλά συμβεί κάτι που να δικαιώνει αυτό το θυμό. Όλα μπορεί να είναι ακόμη στην αρχή κι΄ όμως νιώθουμε ότι ο Άλλος έχει ήδη φύγει…Χρόνια τώρα…
Πάει καιρός που δεν πήγαμε ποτέ εκεί, να συναντήσουμε στ’ αληθινά τον Άλλο και να του παραδοθούμε αφειδώλευτα, όπως έχουμε κάνει τόσες φορές στο ιστορικό παρελθόν μας…
Ένας διαρκής Φόβος, με το Φ κεφαλαίο, αναζητά μανικά, σαν ένα ενσωματωμένο ραντάρ, την επιβεβαίωση της απώλειας του Άλλου. Ένας παπαγάλος στον ώμο είναι εκεί, συνοδεύει και υπενθυμίζει το «μην τυχόν».
Ακόμη και η ελάχιστη δυσαρέσκεια, η στιγμιαία δυσφορία, ερμηνεύεται ως ατράνταχτη απόδειξη της εγκατάλειψης. Μια κοινωνία ολόκληρη θα ανιχνεύσει μανιωδώς, θα επικρίνει λυσσαλέα, ακόμη και τα ήσσονα, θα εντοπίσει ελλείψεις και μόνον.Και σαν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία, οι σχέσεις που συστήνουν εν τέλει την ίδια τη συλλογικότητα, θα εκπέσουν σε θυελλώδεις ρήξεις, θυελλώδεις συμφιλιώσεις, ξανά θυελλώδεις χωρισμούς, ξανά θυελλώδεις επαναβεβαιώσειςκαι φτου κι απ’ την αρχή. Μια ολόκληρη κοινωνία παγιδευμένη στο σπιράλ μιας, σχεδόν δεκαπεντάχρονης, ερωτικής σαχλαμάρας.
Από την αρχή κάθε σχέσης, η προσκόλληση στον Άλλο, από τα πολιτικά κόμματα μέχρι τις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, από τον Τσίπρα έως την «Ελληνίδα μάνα» κι από τον ΓΑΠ του 44% μέχρι την πιο συνηθισμένη «γκομενοκατάσταση» των πιτσιρικάδων, καλλιεργεί την εντύπωση της Απώλειας. Η κάθε σχέση, ακόμη και με τον ίδιο μας τον εαυτό, είναι ένα θερμοκήπιο «μην τυχόν».
Καμιά σχέση δεν είναι ποτέ αρκετά δυνατή, όλες έχουν εμβολιαστεί με την πιθανότητα της εγκατάλειψης. Αντιληπτής ή πραγματικής εγκατάλειψης, δεν έχει και τόσοσημασία. Νιώθουμε τόσο μόνοι και τόσο χαμένοι, που στην αρχή τουλάχιστον, ταυτίζουμε ολόκληρη τη ζωή μας με «αυτή τη σχέση». Κι η αφομοίωση μας είναι -στην αρχή- ολοκληρωτική, διοχετεύοντας τεράστια αποθέματα ενέργειας για να την συντηρήσουμε με κάθε τρόπο.
Μας ελκύει η Ευρώπη με τον ίδιο τρόπο που, συχνά, μας προσελκύουν εκείνοι οι σύντροφοι που συγκεντρώνουν τις περισσότερες πιθανότητες να μας εγκαταλείψουν. Μας συναρπάζει ό,τι μας δημιουργεί ένα ανάμεικτο αίσθημα ελπίδας και αμφιβολίας. Ένας γκόμενος ΣΥΡΙΖΑς. Μας γοητεύει εκείνος που εκφράζει κάποιο βαθμό αφοσίωσης και συμπαράστασης, αλλά για τον οποίο δεν είμαστε καθόλου σίγουροι πως θα μείνει σταθερά μαζί μας. Η αστάθεια των σχέσεων, η ευμεταβλητότητα τους, φαντάζει στα μάτια μας σαν μια οικεία κατάσταση και μας κάνει, αν είναι δυνατόν, να νιώθουμε άνετα. Αυτά τα σκατά ξέρουμε, αυτά εμπιστευόμαστε. Η έλλειψη σταθερότητας και ισορροπίας, η ρευστότητα, το άστατο, το ασυνάρτητο, το αλλοπρόσαλλο, το ανάκατο και η αμφιρρέπεια, είναι για μας ό,τι για τον ποντικό ένας κύβος τυρί. Η ελπίδα πως μπορεί ο Άλλος να μην μας διαψεύσει και αυτή τη φορά, η πιθανότητα να τον «κερδίσουμε» μόνιμα, για πάντα, να τον «σώσουμε» από την αστάθεια του, είναι το τυρί. Η ίδια η σχέση, μια τεράστια φάκα.
Κάπως έτσι μπορεί να ερωτευόμαστε με πάθος, ηγέτες, γκόμενες, παιδιά, γονείς, φίλους και σελέμπριτις που δεν μπορούν να δώσουν και πολλά. Αρκεί η επιλογή τους να εξασφαλίζει πάντα, την εκρηκτική χημεία ότι θα συνεχίσουμε να ανακυκλώνουμε την οικεία και τόσο γνωστή παγιδευτική μας πραγματικότητα, που από χρόνια γνωρίζουμε.
Στο πλαίσιο τέτοιων διαπροσωπικών σχέσεων, η νεοελληνική ψυχοσύνθεση, τόσο σε ατομικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο, σπρώχνει με το ένα χέρι τους Άλλους από κοντά της, ενώ ταυτόχρονα, την ίδια στιγμή, απλώνει απεγνωσμένα το άλλο, εκλιπαρώντας για βοήθεια.
Η νεοελληνική ψυχοσύνθεση δεν νιώθει ποτέ καλά όταν είναι «μόνη». Είναι ένα χαμένο παιδί, που αναζητά το χέρι της μητέρας του, εγκαταλειμμένο σ’ ένα τεράστιο διεθνές σούπερ μάρκετ, όπου όλα πουλιούνται και αγοράζονται. Πλημμυρισμένη από άγχος, κατάθλιψη και απομόνωση, έχει τόσο ανάγκη το αίσθημα της επαφής με τον Άλλο, που στην ελάχιστη απομάκρυνση του νιώθει αποκομμένη ακόμη κι απ’ τον ίδιο της τον εαυτό. Είμαστε μια χώρα/χώρος απέραντης μοναξιάς που δεν τολμά να την μετατρέψει σε θετική μοναχικότητα για να μην συναντηθεί με τον εαυτό της.
Κατά διαστήματα, ο Άλλος μπορεί να επιστρέφει ως ένδοξο παρελθόν, ως φιλάνθρωπηευαισθητοποίηση, ως τροπαιοφόρο γιούρο, ως μετανιωμένος εραστής και το αίσθημα της εγκατάλειψης υποχωρεί, αλλά το συναίσθημα της απομόνωσης εξακολουθεί να υπάρχει. Καιροφυλακτεί, περιμένοντας να μας κυριεύσει. Και το κάνει. Ξανά και ξανά και ξανά.
Ώσπου έρχεται η ώρα της απομάκρυνσης. Της απομάκρυνσης ως αντεπίθεση στην ιδέα, και μόνο, της εγκατάλειψης. Δεν έχουμε καμία ανάγκη για επαφή. «Δεν σ’ έχω ανάγκη»!, φτύνει κατάμουτρα η έφηβος συλλογικότητα. Ο χρυσαυγίτικος διεθνής ψευτοτσαμπουκάς, οι αγορές που «χορεύουν πεντοζάλι», ο Κασιδιάρης απειλώντας στο κοινοβούλιο, είναι μερικές από τις εκδοχές ενός ιδιότυπου «αι σιχτίρ» που προβάλλεται ως υπεραναπλήρωση μιας βαθιάς αγωνίας μην τυχόν και έχουμε πραγματικά ανάγκη τον Άλλο. «Σ’ αγαπώ, φύγε»!, δηλώνει, η παγιδευμένη στην οριακότητατης, ερωμένη.
Η αποστασιοποίηση αυτή, πολιτική, κοινωνική, διαπροσωπική, ερωτική ή ό,τι άλλο, είναι η παιδιάστικη έκφραση ενός υποβόσκοντος θυμού, που είναι κατά κύριο λόγο εξαιρετικά αυτοτιμωρητικός. Τιμωρούμε τον Άλλο που θεωρούμε ότι απομακρύνθηκε από κοντά μας, που δεν μας προσέφερε ποτέ αυτό που χρειαζόμασταν. Τιμωρούμε τους θεσμούς, το κράτος, τον γονιό, το παιδί, τον εραστή, την ερωμένη, το φίλο. Μοιάζει να είναι ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουμε τα συναισθήματα εγκατάλειψης που μας συνοδεύουν από την παιδική μας ηλικία. Από ιδρύσεως του κρατιδίου.
Αλλά, το τίμημα είναι πανάκριβο. Γιατί στην πραγματικότητα απαρνιόμαστε τα συναισθήματα μας, αρνιόμαστε το «είναι» μας, πέφτουμε με τα μούτρα στο «έχει» μας και βιώνουμε μια παγωμένη συναισθηματική ουδετερότητα. Μια «ελβετόψυχη» μηχανική, ως αντιστάθμισμα της φοβικής μας φυσικής σχέσης με τον Άλλο. Μια αυτοτιμωρητικήσκατοψυχιά, ένα ανέραστο «είναι», μια σίγουρη κόλαση, επειδή υπήρχε η πιθανότητα ενός διωγμού από τον Παράδεισο.
Κι ύστερα, η πραγματική απώλεια, η ολοσχερής διάλυση μιας σχέσης ή της συλλογικότητας, η καταστροφή. Κι εκεί ακόμη, αυτό που θα επιβεβαιώνεται, είναι η ακλόνητη πεποίθηση μας ότι όπου κι αν ψάξαμε, σε Δύση και σ’ Ανατολή, δεν μπορέσαμε ποτέ να βρούμε μια σταθερή σχέση με τους Άλλους και τα πράγματα.
Κι αν αποτολμήσουμε ποτέ το ξεκίνημα ακόμη μιας νέας σχέσης, η αμφιθυμία, ο Φόβος, θα είναι και πάλι εκεί, μόνος πιστός συνοδοιπόρος μας. Λες κι ένα κομμάτι του εαυτού μας φλέγεται για την επαφή, για τη συνάντηση και ένα άλλο περιμένει την εγκατάλειψη. Ένα μέρος θέλει την αφοσίωση κι ένα άλλο είναι ήδη θυμωμένο, πριν καλά-καλά συμβεί κάτι που να δικαιώνει αυτό το θυμό. Όλα μπορεί να είναι ακόμη στην αρχή κι΄ όμως νιώθουμε ότι ο Άλλος έχει ήδη φύγει…Χρόνια τώρα…
Πάει καιρός που δεν πήγαμε ποτέ εκεί, να συναντήσουμε στ’ αληθινά τον Άλλο και να του παραδοθούμε αφειδώλευτα, όπως έχουμε κάνει τόσες φορές στο ιστορικό παρελθόν μας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου