Μαρκ Σαγκάλ, «Γενέθλια», 1915 |
του Στρατή Μπουρνάζου
Από τα πολλά και σοβαρά που συμβαίνουν στον πλανήτη, ενώ το 2016 δεν έχει, καλά καλά, κλείσει, το πρώτο του δεκαήμερο, διαλέγω ένα σήμερα ένα «μικρό». Ένα «μικρό» που είναι, για μένα, πιο μεγάλο από τα μεγάλα. Παραθέτω την είδηση:
Η εκτελεστική επιτροπή των Podemos αποφάσισε ομόφωνα ότι οι 69 βουλευτές του κόμματος πρέπει να αρνηθούν τα προνόμιά τους, όπως το δικαίωμα βουλευτικής σύνταξης, τα 3.000 ευρώ για μετακινήσεις με ταξί, το δωρεάν ίντερνετ στο σπίτι. Οι βουλευτές της επαρχίας θα κρατήσουν μόνο τα 850 ευρώ από τα 1.800 του επιδόματος στέγασης, ενώ οι μισθοί όλων δεν θα υπερβαίνουν το τριπλάσιο του κατώτατου μισθού (δηλ. δεν θα υπερβαίνουν τα 2.000 ευρώ). Και οι βουλευτές δεν είναι οι μόνοι. Η Μανουέλα Καρμάνα, η αριστερή δήμαρχος της Μαδρίτης αρνήθηκε το αυτοκίνητο που δικαιούνταν, καθώς και τη διακεκριμένη θέση στη όπερα της Μαδρίτης. Για πολλούς λόγους θεωρώ αυτή την είδηση όχι απλώς καλή ή θετική, αλλά πολιτικό γεγονός πρώτης τάξης.
Ο πρώτος είναι ότι η απόφαση δείχνει έμπρακτα μια άλλη αντίληψη για τον ρόλο του βουλευτή. Οι βουλευτές δεν είναι οι προνομιούχοι, αυτοί που παίρνουν «αυτονοήτως» τους υψηλότερους μισθούς και ποικίλα προνόμια, αλλά οι αντιπρόσωποι του λαού, που δικαιούνται καλές αλλά όχι προκλητικές αμοιβές.
Ο δεύτερος λόγος είναι η αξιοπιστία, η συνέχεια λόγων και πράξεων. Οι αριστεροί Ισπανοί βουλευτές, έτσι, δείχνουν ότι δεν λένε-λένε-λένε, αλλά εφαρμόζουν, και μάλιστα εις βάρος τους, εκείνο που θεωρούν σωστό.
Αν οι δύο παραπάνω λόγοι είναι διαχρονικοί, ίσχυαν, ισχύουν και θα ισχύουν, ο τρίτος έχει να κάνει με την εποχή μας, τα χρόνια της κρίσης, όπου τόσοι άνθρωποι έχουν βρεθεί στον δρόμο, έχουν χάσει τις δουλειές τους χωρίς να μπορούν να τις ξαναβρούν, τόσοι νέοι παίρνουν τον δρόμο της μετανάστευσης. Αυτή ακριβώς την περίοδο είναι αδιανόητο οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του λαού (και δη οι αριστεροί) να περνάνε βίον χαρισάμενο. Και ταυτόχρονα, είναι εξαιρετικά κρίσιμες αποφάσεις, όπως αυτή των Podemos, για να μπορεί να ακούγεται ο λόγος τους.
***
Το ζήτημα είναι εντελώς διακριτό από τη γενικότερη συζήτηση περί των υψηλόμισθων, της αναδιανομής του πλούτου κλπ. Παρότι στο πεδίο της γενικότερης αυτής συζήτησης προσωπικά παραμένω οπαδός του Λένιν και του Καστοριάδη μαζί («η αμοιβή όλων των υπαλλήλων να μην ξεπερνά τη μέση αμοιβή ενός καλού εργάτη» έλεγε ο πρώτος, την πλήρη ισότητα μισθών και εισοδημάτων υποστήριζε φλογερά ο δεύτερος), δεν είναι αυτό το θέμα μας. Γιατί υπάρχουν δύο πολύ κρίσιμες διαφορές όταν μιλάμε για τους βουλευτές. Πρώτον, ότι «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει», δηλαδή οι ίδιοι αποφασίζουν για τις απολαβές τους – κάτι που εν μέρει ισχύει και για τους δικαστές. Δεύτερον, ότι οι βουλευτές, ειδικά ενός κυβερνώντος (τώρα ή παλιότερα) κόμματος δεν είναι διόλου αμέτοχοι (το αντίθετο μάλιστα) στη δεινή κατάσταση όπου ζει μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Η μείωση του μισθού και η αποποίηση των προνομίων δεν είναι πάντως πράξη αυτοτιμωρίας ούτε ανάγεται σε κάποιον ασκητισμό (αν και θεωρώ προτιμότερο τον ασκητικό βίο από την πολυτέλεια, όταν μιλάμε για δημόσια πρόσωπα). Είναι μια στοιχειώδης ένδειξη ότι συμπάσχουν, ότι δεν ζουν σε έναν κόσμο αλλούτερο, περιφραγμένο και περίκλειστο.
Το ζήτημα, ανοίγω μια παρένθεση, δεν είναι διόλου θεωρητικό. Έχει άμεση σχέση με τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα. Όταν παίρνεις 5 και 6 και 7 χιλιάδες, πώς να νιώσεις την αγωνία εκείνου που μετράει ένα ένα τα ευρώ για να βγάλει το μήνα; Και παρένθεση εντός της παρενθέσεως: Την πρώτη περίοδο των capital controls, με απόφαση του υπουργού Μεταφορών, εφαρμόστηκε η δωρεάν μετακίνηση στα μέσα μεταφοράς. Θυμάμαι διάφορους να καταφέρονται εναντίον του μέτρου και διάφορους άλλους να το υπερασπιζόμαστε, λέγοντας πόση συμβολική σημασία έχει, πόσο αέρα ελευθερίας δημιουργεί κλπ. κλπ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ έναν καλό φίλο από την Ηλιούπολη, αρκετά νεότερο, ο οποίος ευγενικά αλλά αυστηρά μου επισήμανε ότι καθόλου συμβολικό δεν είναι, αλλά εντελώς πρακτικό, καθώς ένα σωρό πιτσιρικάδες και άλλος κόσμος στη γειτονιά του με το λεωφορείο πηγαινοέρχεται. Για τέτοια, και μεγαλύτερα, χάσματα κατανόησης μιλάω.
Το ζήτημα δεν είναι «επικοινωνιακό» (να φιλοτεχνηθεί η εικόνα του «ψυχοπονιάρη» βουλευτή) ούτε μόνο συμβολικό. Παρά τον ισχυρό συμβολισμό του, είναι κάτι πολύ παραπάνω. Είναι ένα νεύμα το οποίο, χωρίς να υποκρίνεται ότι είμαστε όλοι ίδιοι (γιατί δεν είμαστε), δείχνει μια διαφορετική αντίληψη της πολιτικής και δεύτερον μια έγνοια, μια φροντίδα, και όχι μια εξαχρείωση — σε αντίθεση με την εικόνα πολιτικών που διασκεδάζουν ξέφρενα. Πολύ περισσότερο, βέβαια, αν είσαι βουλευτής ενός κόμματος που σε όλους τους τόνους έχει καταγγείλει τη φτωχοποίηση και την κοινωνική καταστροφή των Μνημονίων, η οποία συνεχίζεται και επί των ημερών σου. Πιστεύω ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση, και μάλιστα και για τους 300 βουλευτές, τις πρώτες μέρες μετά τον Γενάρη του 2015, θα κέρδιζε ένα ασύγκριτο πλεονέκτημα, όχι μόνο ηθικό, αλλά και πολιτικό.[1]
Το ζήτημα, ανοίγω μια παρένθεση, δεν είναι διόλου θεωρητικό. Έχει άμεση σχέση με τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα. Όταν παίρνεις 5 και 6 και 7 χιλιάδες, πώς να νιώσεις την αγωνία εκείνου που μετράει ένα ένα τα ευρώ για να βγάλει το μήνα; Και παρένθεση εντός της παρενθέσεως: Την πρώτη περίοδο των capital controls, με απόφαση του υπουργού Μεταφορών, εφαρμόστηκε η δωρεάν μετακίνηση στα μέσα μεταφοράς. Θυμάμαι διάφορους να καταφέρονται εναντίον του μέτρου και διάφορους άλλους να το υπερασπιζόμαστε, λέγοντας πόση συμβολική σημασία έχει, πόσο αέρα ελευθερίας δημιουργεί κλπ. κλπ. Δεν θα ξεχάσω ποτέ έναν καλό φίλο από την Ηλιούπολη, αρκετά νεότερο, ο οποίος ευγενικά αλλά αυστηρά μου επισήμανε ότι καθόλου συμβολικό δεν είναι, αλλά εντελώς πρακτικό, καθώς ένα σωρό πιτσιρικάδες και άλλος κόσμος στη γειτονιά του με το λεωφορείο πηγαινοέρχεται. Για τέτοια, και μεγαλύτερα, χάσματα κατανόησης μιλάω.
Το ζήτημα δεν είναι «επικοινωνιακό» (να φιλοτεχνηθεί η εικόνα του «ψυχοπονιάρη» βουλευτή) ούτε μόνο συμβολικό. Παρά τον ισχυρό συμβολισμό του, είναι κάτι πολύ παραπάνω. Είναι ένα νεύμα το οποίο, χωρίς να υποκρίνεται ότι είμαστε όλοι ίδιοι (γιατί δεν είμαστε), δείχνει μια διαφορετική αντίληψη της πολιτικής και δεύτερον μια έγνοια, μια φροντίδα, και όχι μια εξαχρείωση — σε αντίθεση με την εικόνα πολιτικών που διασκεδάζουν ξέφρενα. Πολύ περισσότερο, βέβαια, αν είσαι βουλευτής ενός κόμματος που σε όλους τους τόνους έχει καταγγείλει τη φτωχοποίηση και την κοινωνική καταστροφή των Μνημονίων, η οποία συνεχίζεται και επί των ημερών σου. Πιστεύω ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε προχωρήσει σε μια τέτοια κίνηση, και μάλιστα και για τους 300 βουλευτές, τις πρώτες μέρες μετά τον Γενάρη του 2015, θα κέρδιζε ένα ασύγκριτο πλεονέκτημα, όχι μόνο ηθικό, αλλά και πολιτικό.[1]
***
Ξέρω ότι υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις στα παραπάνω, με πιο συνήθη, και ισχυρή, ότι έτσι ενδίδουμε στον λαϊκισμό και τον αντικοινοβουλευτισμό.
Ωστόσο, λαϊκισμός θα ήταν αν επρόκειτο για κάτι λανθασμένο, το οποίο θα εφαρμοζόταν υπό την πίεση της κοινής γνώμης (όπως, λ.χ. η πλήρης κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας). Όπως σκέτη δημαγωγία και αέρας κοπανιστός θα ήταν να υποστηρίζεις να πάει ο βουλευτικός μισθός στα 500 ευρώ. Αλλά δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, οι Podemos μας δίνουν ένα μέτρο. Και για όσους αντιλέγουν ότι οι βουλευτές λόγω των απαιτήσεων της δουλειάς τους χρειάζονται αυτοκίνητα, τηλέφωνα, συνεργάτες και μεγάλες αμοιβές, ας σκεφτούν πόσο μεγάλες αντίστοιχες ανάγκες έχει ένας δάσκαλος, ένας διευθυντής σχολείου, ένας γιατρός και τόσοι άλλοι — ακριβώς για να κάνει καλά τη δουλειά του.
Προχωρώντας, σίγουρα είναι σόφισμα, και μάλιστα επικίνδυνο, ότι όποιος έχει λεφτά «δεν δικαιούται διά να ομιλεί». Ασφαλώς δικαιούται, και μάλιστα πρέπει να διασφαλίσουμε το δικαίωμά του. Η κουβέντα εδώ, όμως, δεν είναι για τους πλούσιους. Είναι για τους βουλευτές. Και το ερώτημα είναι: όταν οι βουλευτές έχουν μεριμνήσει οι ίδιοι να παίρνουν κοντά στις οχτώ χιλιάδες, με ποιο έρεισμα θα απευθυνθούν στον άνεργο, τον φτωχό ή εκείνον που πρέπει να πληρώσει για μην εγχειριστεί μετά θάνατον; Και, επίσης, αν μιλάνε για «αντικειμενική αδυναμία», «περιορισμένους πόρους» και «υπομονή», ακόμα και αν λένε τα πιο σωστά πράγματα του κόσμου, ποιος θα τους ακούσει;
Όσον αφορά τώρα τον αντικοινοβουλευτισμό. Η εικόνα των βουλευτών, των υπουργών, των αξιωματούχων που «καλοπερνάνε», και γενικότερα των «χρυσοκάνθαρων» σε αντίθεση με τον «κοσμάκη» που δεινοπαθεί ασφαλώς είναι η αγαπημένη καρικατούρα που λατρεύουν κάθε λογής δημαγωγοί, και ειδικά οι ακροδεξιοί. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι μόνο η δημαγωγία ή και αυτή καθαυτή η πραγματικότητα; Όταν, λχ. το κράτος επιβάλλει πρόστιμα της τάξης των 10.000 σε μια εξηνταπεντάχρονη καρκινοπαθή που πουλούσε προσωπικά της αντικείμενα στη λαϊκή, το πρόβλημα είναι μόνο η δημαγωγική εκμετάλλευση του γεγονότος ή και το αίσθημα ακραίας αδικίας που δημιουργείται; [2]
Ωστόσο, λαϊκισμός θα ήταν αν επρόκειτο για κάτι λανθασμένο, το οποίο θα εφαρμοζόταν υπό την πίεση της κοινής γνώμης (όπως, λ.χ. η πλήρης κατάργηση της βουλευτικής ασυλίας). Όπως σκέτη δημαγωγία και αέρας κοπανιστός θα ήταν να υποστηρίζεις να πάει ο βουλευτικός μισθός στα 500 ευρώ. Αλλά δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο, οι Podemos μας δίνουν ένα μέτρο. Και για όσους αντιλέγουν ότι οι βουλευτές λόγω των απαιτήσεων της δουλειάς τους χρειάζονται αυτοκίνητα, τηλέφωνα, συνεργάτες και μεγάλες αμοιβές, ας σκεφτούν πόσο μεγάλες αντίστοιχες ανάγκες έχει ένας δάσκαλος, ένας διευθυντής σχολείου, ένας γιατρός και τόσοι άλλοι — ακριβώς για να κάνει καλά τη δουλειά του.
Προχωρώντας, σίγουρα είναι σόφισμα, και μάλιστα επικίνδυνο, ότι όποιος έχει λεφτά «δεν δικαιούται διά να ομιλεί». Ασφαλώς δικαιούται, και μάλιστα πρέπει να διασφαλίσουμε το δικαίωμά του. Η κουβέντα εδώ, όμως, δεν είναι για τους πλούσιους. Είναι για τους βουλευτές. Και το ερώτημα είναι: όταν οι βουλευτές έχουν μεριμνήσει οι ίδιοι να παίρνουν κοντά στις οχτώ χιλιάδες, με ποιο έρεισμα θα απευθυνθούν στον άνεργο, τον φτωχό ή εκείνον που πρέπει να πληρώσει για μην εγχειριστεί μετά θάνατον; Και, επίσης, αν μιλάνε για «αντικειμενική αδυναμία», «περιορισμένους πόρους» και «υπομονή», ακόμα και αν λένε τα πιο σωστά πράγματα του κόσμου, ποιος θα τους ακούσει;
Όσον αφορά τώρα τον αντικοινοβουλευτισμό. Η εικόνα των βουλευτών, των υπουργών, των αξιωματούχων που «καλοπερνάνε», και γενικότερα των «χρυσοκάνθαρων» σε αντίθεση με τον «κοσμάκη» που δεινοπαθεί ασφαλώς είναι η αγαπημένη καρικατούρα που λατρεύουν κάθε λογής δημαγωγοί, και ειδικά οι ακροδεξιοί. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι μόνο η δημαγωγία ή και αυτή καθαυτή η πραγματικότητα; Όταν, λχ. το κράτος επιβάλλει πρόστιμα της τάξης των 10.000 σε μια εξηνταπεντάχρονη καρκινοπαθή που πουλούσε προσωπικά της αντικείμενα στη λαϊκή, το πρόβλημα είναι μόνο η δημαγωγική εκμετάλλευση του γεγονότος ή και το αίσθημα ακραίας αδικίας που δημιουργείται; [2]
***
Με λίγα λόγια, λοιπόν, πιστεύω ότι η απόφαση των Podemos είναι «όλα τα λεφτά».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Πρέπει ασφαλώς να σημειώσουμε (αν και δεν είναι καθόλου το ίδιο) ότι οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ δίνουν το 20% του μισθού τους στο κόμμα και ένα ακόμα 20% (οι περισσότεροι) για την Αλληλεγγύη για Όλους. Επίσης, οι βουλευτές του ΚΚΕ δίνουν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του μισθού τους στο κόμμα.
[2]. Ξέρω, βέβαια, ότι το θέμα είναι δύσκολο και ολισθηρό. Διευκρινίζω μόνο ότι η σκανδαλολογία ή η απαίτηση να περιφερθούν «επί πίνακι» οι κεφαλές κάποιων διεφθαρμένων, παρότι ικανοποιεί την «κοινή γνώμη», είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Το έχει εξηγήσει πολύ καλά ο Δημήτρης Χριστόπουλος, στα «Ενθέματα» πριν από δύο χρόνια («Oι ‘ασώματες κεφαλές» της διαφθοράς, 26.1.2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου