Συντάκτης: Τζώρτζης Ρούσσος
Μειώσεις στις συντάξεις, που ξεκινούν από 15% και φτάνουν έως και πάνω από 30% (για τους υψηλόμισθους που εντάσσονται στο πλαφόν), κρύβονται στο σχέδιο της κυβέρνησης για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα και αν πάρει την έγκριση των δανειστών, θα αλλάξει εκ βάθρων την Κοινωνική Ασφάλιση.
Με τις κυβερνητικές προτάσεις να προκρίνουν ένα Ταμείο που θα χορηγεί τις συντάξεις και δυσθεώρητη αύξηση των εισφορών σε αυτοαπασχολούμενους, επιστήμονες και αγρότες (20% επί του καθαρού φορολογητέου εισοδήματός τους), η κυβέρνηση επιλέγει τελικά να πληρώσουν το μάρμαρο των ελλειμμάτων στο ασφαλιστικό οι νέοι ασφαλισμένοι που θα πάρουν τη σύνταξή τους με βάση κλιμακωτό ποσοστό αναπλήρωσης.
Αυτή η κλιμάκωση δίνει και το στίγμα των μειώσεων στις συντάξεις, δεδομένου ότι ενώ με τον ισχύοντα νόμο (3863/2010) το τελικό ποσό της σύνταξης καθορίζεται για όλα τα έτη με βάση τον συντελεστή που αντιστοιχεί στο τελευταίο πλήρες έτος ασφάλισης, στο σχέδιο της κυβέρνησης προβλέπεται κλιμάκωση ανάλογα με τις περιόδους ασφάλισης.
Από την άλλη, οι συνταξιούχοι γλιτώνουν τη μείωση της σύνταξής τους τουλάχιστον μέχρι τη λήξη των Μνημονίων, ενώ προβλέπεται και η καταβολή της διαφοράς που θα προκύπτει από τον ενιαίο τρόπο υπολογισμού της σύνταξης για τουλάχιστον μία τριετία μετά τη λήξη των προγραμμάτων προσαρμογής. Τέλος, αφήνεται ανοικτό το ενδεχόμενο για αυτόματη μείωση ή αύξηση των συντάξεων ανάλογα με την πορεία της ελληνικής οικονομίας…
Η νέα δομή του συστήματος
Η κυβέρνηση στο σχέδιό της δημιουργεί Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας που περιλαμβάνει το Εθνικό Σύστημα Υγείας για τις παροχές υγείας, το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Αλληλεγγύης για τις προνοιακές παροχές και το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης για τις ασφαλιστικές. Το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης λειτουργεί με ενιαίους κανόνες για όλους τους εργαζομένους στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα.
Παράλληλα συστήνεται Εθνικό Συμβούλιο Κοινωνικής Ασφάλειας (Ε.ΣΥ.ΚΑ.) ως συμβουλευτικό όργανο των υπουργείων Υγείας και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για τη χάραξη των πολιτικών της πολιτείας, στο πλαίσιο του Ενιαίου Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας.
Με αυτά τα δεδομένα, στους ανασφάλιστους υπερήλικες και στους συνταξιούχους σύνταξης γήρατος, αναπηρίας και θανάτου καταβάλλονται ειδικά προνοιακά επιδόματα, η δαπάνη για την καταβολή των οποίων βαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό.
Τα επιδόματα αυτά είναι το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ) και το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Ανασφάλιστων Υπερήλικων.
Από την άλλη, όλα τα Ταμεία συγχωνεύονται ως προς την καταβολή των συντάξεων στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Σύμφωνα με τις προβλέψεις, το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ μετονομάζεται σε Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) και αποτελεί εφεξής τον μοναδικό φορέα παροχής κύριας κοινωνικής ασφάλισης.
Στον ΕΦΚΑ εντάσσονται αυτοδίκαια από 1.1.2016 όλοι οι υφιστάμενοι φορείς κύριας κοινωνικής ασφάλισης, με την εξαίρεση του ΝΑΤ και του ΟΓΑ, που διατηρούν αυτοτελή νομική προσωπικότητα για την άσκηση των μη ασφαλιστικών αρμοδιοτήτων τους.
Ο διαχωρισμός της σύνταξης
Από 1.1.2016, η σύνταξη λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου του φορέα κύριας ασφάλισης υπολογίζεται ως το άθροισμα δύο τμημάτων: της εθνικής σύνταξης και της ανταποδοτικής σύνταξης. Η Εθνική Σύνταξη αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού και δεν χρηματοδοτείται από ασφαλιστικές εισφορές, αλλά απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Το ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης αποσκοπεί στην εξασφάλιση αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, όσο το δυνατόν εγγύτερα προς εκείνο που είχε ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια του εργασιακού βίου του. Υπολογίζεται βάσει των αποδοχών ή του εισοδήματος επί των οποίων καταβλήθηκαν εισφορές και του ποσοστού αναπλήρωσης (βλέπε πίνακα).
Η εθνική σύνταξη καταβάλλεται σε όλους όσοι διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα για τουλάχιστον 15 έτη, μεταξύ του 15ου και του 67ου έτους της ηλικίας τους ή του έτους της ηλικίας τους στο οποίο θεμελιώνουν δικαίωμα πλήρους σύνταξης.
Οι ασφαλισμένοι κύριας ασφάλισης δικαιούνται ανταποδοτικό μέρος σύνταξης, που προκύπτει με βάση τις συντάξιμες αποδοχές, τον χρόνο ασφάλισης και τα κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης υπολογιζόμενα επί των συντάξιμων αποδοχών.
Ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους σύνταξης κύριας ασφάλισης λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου λαμβάνονται υπόψη για τους μισθωτούς ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου του. Ο μέσος αυτός όρος υπολογίζεται ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών διά του συνολικού χρόνου ασφάλισής του.
Ως σύνολο μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου του, εξαιρουμένων των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας που τυχόν καταβλήθηκαν.
Για τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές του ασφαλισμένου για κάθε ημερολογιακό έτος, πλην του τελευταίου έτους ή τμήματος έτους κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση συνταξιοδότησης, προσαυξαυνόμενες κατά την ετήσια μεταβολή μισθών, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
Αντίστοιχα, για τους αυτοαπασχολούμενους και τους αγρότες, για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους της σύνταξης λαμβάνονται υπόψη οι ασφαλιστικές κατηγορίες βάσει των οποίων υπολογίζονταν οι εισφορές για κύρια σύνταξη, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο μέχρι τη θέση σε ισχύ του νόμου αυτού, και, για το διάστημα μετά την ψήφιση του συγκεκριμένου σχεδίου, το εισόδημα το οποίο υπόκειται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου.
Πρόσωπα τα οποία είναι συνταξιούχοι των ενταχθέντων στον ΕΦΚΑ φορέων, τομέων και κλάδων, κατά την ημερομηνία ένταξής τους στον ΕΦΚΑ, εφόσον οι συντάξεις τους είναι της αυτής αιτίας, δικαιούνται από τον ΕΦΚΑ σύνταξη ίση με το άθροισμα των καταβαλλόμενων συντάξεων από τους ενταχθέντες στον ΕΦΚΑ φορείς, τομείς και κλάδους. Σε περίπτωση που οι συντάξεις προέρχονται από διαφορετικές αιτίες, ο ΕΦΚΑ εξακολουθεί να καταβάλλει αυτές χωριστά.
Προσαυξήσεις
Το ποσό της υπολογιζόμενης σύνταξης γήρατος ή αναπηρίας προσαυξάνεται κατά 8% για το πρώτο παιδί, κατά 10% για το δεύτερο παιδί και κατά 12% για το τρίτο παιδί και κάθε ένα από τα επόμενα, εφόσον είναι άγαμα και ανήλικα και δεν εργάζονται ή είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία και δεν λαμβάνουν σύνταξη από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό ή το Δημόσιο ημεδαπής ή αλλοδαπής. Η προσαύξηση παρατείνεται μέχρι το 24ο έτος της ηλικίας, εφόσον τα παιδιά φοιτούν ή σπουδάζουν.
Το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης, λόγω γήρατος, αναπηρίας ή θανάτου, προσαυξάνεται κατά 50%, εφόσον οι συνταξιούχοι είναι πλήρως τυφλοί ή, λόγω πάθησης ή αναπηρίας, τελούν διαρκώς σε κατάσταση η οποία απαιτεί συνεχή επίβλεψη, συμπαράσταση και περιποίηση ετέρου προσώπου. Επί τετραπληγίας, το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξης προσαυξάνεται σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά τη δημοσίευση του νόμου διατάξεις.
Στην περίπτωση ασφαλισμένων μισθωτών οι οποίοι έχουν καταβάλει εισφορές ανώτερες από αυτές του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, όπως και στην περίπτωση ασφαλισμένων που θα καταβάλλουν εθελοντικά εισφορές ανώτερες από τις προβλεπόμενες στον νόμο αυτό, η σύνταξη προσαυξάνεται κατά ποσοστό που θα ορισθεί με απόφαση του υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, μετά από εισήγηση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, βάσει σχετικής οικονομικής αναλογιστικής μελέτης.
Το πλαφόν
Μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής το καταβαλλόμενο καθαρό ποσό κάθε ατομικής σύνταξης δεν μπορεί να υπερβαίνει το εξαπλάσιο της εθνικής σύνταξης (σήμερα 384 ευρώ) και το άθροισμα του καταβαλλομένου καθαρού ποσού των συντάξεων που δικαιούται κάθε συνταξιούχος από οποιαδήποτε αιτία, από το Δημόσιο, ΝΠΔΔ ή οιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, το οκταπλάσιο αυτής (σήμερα 384 ευρώ).
Οι επικουρικές συντάξεις
Το ποσό της επικουρικής σύνταξης διαμορφώνεται με βάση:
- α) τα δημογραφικά δεδομένα, τα οποία στηρίζονται σε εγκεκριμένους αναλογιστικούς πίνακες θνησιμότητας και
- β) το πλασματικό ποσοστό επιστροφής που θα εφαρμόζεται στις συνολικά καταβληθείσες εισφορές και το οποίο θα προκύπτει από την ποσοστιαία μεταβολή των συντάξιμων αποδοχών των ασφαλισμένων.
Πάντως, για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.2013 οι οποίοι καταθέτουν αίτηση συνταξιοδότησης από την 1.1.2015 και εντεύθεν, το ποσό της επικουρικής σύνταξης αποτελείται από το άθροισμα δύο τμημάτων:
- 1) Το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στον χρόνο ασφάλισής τους έως 31.12.2014 υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο για κάθε χρόνο ασφάλισης αντιστοιχεί σε 0,45% υπολογιζόμενο επί των συντάξιμων αποδοχών εκάστου ασφαλισμένου, όπως αυτές υπολογίζονται και για την έκδοση της κύριας σύνταξης.
- 2) Το τμήμα της σύνταξης που αντιστοιχεί στον χρόνο ασφάλισής τους από 1.1.2015 και εφεξής υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού.
Οι εισφορές για την επικουρική ασφάλιση από 1.1.2016 και μέχρι την 31.12.2018 υπολογίζονται σε ποσοστό 3,5% για τον ασφαλισμένο και σε ποσοστό 4% για τον εργοδότη επί των πάσης φύσεως αποδοχών του εργαζόμενου.
Από 1.1.2016 και για διάστημα τριών ετών το ποσό της μηνιαίας εισφοράς όλων των αυταπασχολουμένων, ελευθέρων επαγγελματιών, ασφαλισμένων πριν και μετά την 1.1.1993 στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) υπολογίζεται σε ποσοστό 7,5% επί του εισοδήματος, όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στα άρθρα 53 και 54 του παρόντος. Μετά το πέρας της τριετίας, η μηνιαία εισφορά για την επικουρική ασφάλιση διαμορφώνεται στο ύψος που ίσχυε κατά την 31.12.2015.
ΙΝΤΙΜΕ
Τι θα γίνει με τους νυν συνταξιούχους
Σύμφωνα με το σχέδιο της κυβέρνησης σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων οι ήδη καταβαλλόμενες κατά τη δημοσίευση του νόμου κύριες συντάξεις αναπροσαρμόζονται με βάση τα ισχύοντα για τους μελλοντικούς συνταξιούχους.
Ωστόσο, όπως ρητώς αναγράφει το κυβερνητικό σχέδιο, μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής οι συντάξεις συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν κατά την ψήφιση του σχεδίου.
Μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, εφόσον το καταβαλλόμενο ποσό των συντάξεων αυτών είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον υπολογισμό τους, το επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο ως προσωπική διαφορά, απομειούμενη μέχρι την τελική αντιστοίχιση με τις συντάξεις όσων θα συνταξιοδοτηθούν μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου αυτού. Εάν είναι μικρότερο, καταβάλλεται στον συνταξιούχο το αναλογούν υπολειπόμενο ποσό της διαφοράς.
Οι συντάξεις που εκδίδονται μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου αυξάνονται κατ’ έτος με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στη βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Εισφορές με βάση το εισόδημα
Του Διονυσίου Ρίζου*
Για τους μισθωτούς το συνολικό ποσοστό εισφοράς κλάδου σύνταξης στον ΕΦΚΑ ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένου από 1.1.2017 και του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.
Στο ίδιο ύψος από 1.1.2017 οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι υπάγονταν στην ασφάλιση του ΟΑΕΕ και του ΕΤΑΑ καταβάλλουν, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, μηνιαία ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης, ύψους 20% επί του μηνιαίου εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται είτε με βάση το καθαρό φορολογητέο αποτέλεσμα, από την ασκούμενη δραστηριότητά τους κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος, είτε με βάση την καθαρή αξία των παρεχόμενων μηνιαίως ή σε άλλη τακτική χρονική βάση υπηρεσιών του τρέχοντος έτους για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης.
Αντίστοιχα οι ασφαλισμένοι, που ασφαλίζονταν ως αυτοπασχολούμενοι στην ασφάλιση του Κλάδου Κύριας Ασφάλισης Αγροτών του ΟΓΑ, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, από 1-1-2017 καταβάλλουν ασφαλιστική εισφορά στον κλάδο κύριας σύνταξης επί του εισοδήματός τους, όπως αυτό καθορίζεται με βάση το καθαρό φορολογητέο εισόδημα από την ασκούμενη αγροτική δραστηριότητα κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.
Ωστόσο το ποσοστό υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για τους αγρότες καθορίζεται κλιμακούμενο, ώστε από την 1-1-2019 να βρίσκεται στο 20%. Ετσι από 1ης Ιουλίου 2015 έως και το τέλος 2016 ορίζεται σε 10%, το 2017 ορίζεται σε 14%, το 2018 σε 17% και από την 1η-1-2019 διαμορφώνεται σε 20%.
Αναδόμηση εκ θεμελίων
Αντιμέτωποι με μια εκ θεμελίων αναδόμηση του ασφαλιστικού συστήματος ήρθαν όλοι οι ασφαλισμένοι μετά την αποκάλυψη του σχεδίου της κυβέρνησης για το νέο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.
Ενας φορέας για όλους τους ασφαλισμένους με ενιαίες εισφορές για τους μισθωτούς και υπολογισμό επί του εισοδήματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες, χαμηλή ανταποδοτικότητα και έμφαση στην εθνική σύνταξη είναι μερικά από τα στοιχεία του νέου σχεδίου.
Αλλαγή στον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης για όσους αποχωρούν από εδώ και πέρα, με το ποσοστό αναπλήρωσης να πέφτει στο 40% και να φτάνει το 60% μαζί με την εθνική σύνταξη, και διαφορά ανάμεσα στους συνταξιοδοτούμενους το 2015 και τους νέους συνταξιούχους της τάξης του 15% και σε ακραίες περιπτώσεις του 30%.
Ο υπολογισμός με μέσο όρο αποδοχών όλου του ασφαλιστικού βίου θα οδηγήσει σε ακόμη χαμηλότερη σύνταξη όσους αποχωρούν από την ψήφιση του νόμου και μετά, ενώ το μόνο που φαίνεται να αποφεύγεται είναι ο επανυπολογισμός των κύριων συντάξεων με περικοπή, η οποία όμως θα επανακριθεί σε μια τριετία.
Το πλέον του νέου ποσού θα χορηγείται με τη μορφή της προσωπικής διαφοράς. Τέλος, οι επικουρικές συντάξεις θα μειωθούν με βάση τη γνωστή ρήτρα μηδενικού ελλείμματος, που μετονομάζεται σε συντελεστή βιωσιμότητας. Η αναμονή για το νέο ασφαλιστικό επιφύλασσε επομένως αρνητικά μαντάτα για τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους.
*Δικηγόρος ειδικευμένος στο Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου