Δεν στάθηκα ποτέ να δω εκείνη την φωτογραφία με το κεφάλι ενός ανθρώπου που πατάνε κάτω σαν οχιά, όπως λέει και το άσμα.
Την προσπερνώ γρήγορα όταν την βρω μπροστά μου.
«ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΑΝΑΣΑΝΩ…» λέει ο άνθρωπος κι εγώ νιώθω ότι δεν παίρνω αρκετό οξυγόνο. Και είναι το μόνο που με φέρνει πιο κοντά σε αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί όσο και αν προσπαθώ να νιώσω ό,τι αυτός εκείνη την στιγμή, δεν είναι δυνατόν.
Και η φωτογραφία με αυτή την λεζάντα κάνει τον γύρο του κόσμου. Φιλοδοξεί να γίνει μεγάλη και τρανή ως παραδειγματισμός. Να τρομοκρατήσει και να χειραγωγήσει. Η δύναμη των ολίγων και των ολίγιστων.
Ο φόβος
Δυστυχώς για αυτούς, όμως, ετούτη η φωτογραφία κάνει διαφορετική καριέρα. Όχι ως εργαλείο φόβου, αλλά ως σπίθα ξεσηκωμού.
Κραυγάζει ετούτη η σκηνή «εγώ έχω το όπλο, εγώ φέρω και την εξουσία, εγώ είμαι η εξουσία και συ θα υπακούς!». Η υπακοή είναι το ζητούμενο, η πειθαρχία και ο έλεγχος. Στο βωμό αυτών θυσιάζουν και ζωές αθώων και «διαφορετικών ανθρώπων», κατά αυτούς, για παραδειγματισμό. Φοβούνται το διαφορετικό και το σκοτώνουν.
Για να τρομάξουν και όσοι τολμούν να αντιστέκονται, όσοι τολμούν να μη μοιάζουν με το σύνολο, όποιον ξεχωρίζει. Τον επαναστάτη, τον έφηβο που έχει το θράσος να γελάει και να μιλάει ελεύθερα, αυτόν που δεν σκύβει το κεφάλι και δεν τους προσκυνά. Σκοτώνουν αυτόν που τολμά να αντιστέκεται και να τους αντιμιλά.
Δεν μας θέλουν, όμως, νεκρούς. Σκλάβους μας θέλουν. Γιατί χωρίς εμάς, αυτοί είναι άχρηστοι. Αυτοί θα είναι οι σκλάβοι για τους ολίγους.
Εμείς είμαστε ο λόγος ύπαρξής τους. Σκλαβάκια πειθήνια, δίχως δικαιώματα, δίχως φωνή, δίχως όνειρα δικά μας. Μόνο υπηρέτες των δικών τους ονείρων.
Σε αυτή τη σκηνή είδα έναν άνθρωπο κάτω, που κάποιο τέρας τον πατούσε σαν σκουλήκι. Το χρώμα του προσώπου του δεν μου είπε τίποτα καινούργιο, από όσα ξέρουμε όλοι για τα πάθη και τα μαρτύρια που έχουν τραβήξει αυτοί οι άνθρωποι.
Ο ρατσιστής είναι ένα τέρας, που αμφιβάλλω αν μπορεί να αλλάξει. Ένα ανθρωπόμορφο τέρας, που γίνεται όλο και πιο επικίνδυνο.
Η τελευταία ανάσα του ανθρώπου έγινε η σπίθα για να ξεσηκωθούν πολλοί, σε όλο τον κόσμο.
Τις ανάσες, που με το έτσι θέλω του κλέψανε, θα γίνουν η δική μας δύναμη για να δικαιωθεί. Η φωνή μας θα είναι η δική του φωνή, εμείς θα βγάλουμε την κραυγή που δεν του επέτρεψε η μπότα ενός τέρατος να βγάλει.
Σεβόμαστε τον άνθρωπο και πολεμάμε για αυτόν, αντί για αυτόν, αν δεν μπορεί, μαζί με αυτόν.
Αντιδρούμε, επαναστατούμε, αντιστεκόμαστε, ξεσηκωνόμαστε.
Γιατί εμείς δεν ξεσηκωνόμαστε για να ξεχωρίσουμε αδερφέ μου από τον κόσμο.
Εμείς ξεσηκωνόμαστε για να μονιάσουμε τον κόσμο.
Παράφρασα τον μεγάλο μας Γιάννη Ρίτσο. Θα κλείσω με ένα απόσπασμα από ποίημά του, που λατρεύω και δίνει δύναμη για να σηκωθούμε όρθιοι και να αντιδράσουμε στο μαύρο που μας σκοτώνει και μας κλέβει τις ανάσες. Δίνει το έναυσμα για να αντισταθούμε στο μαύρο του καπιταλισμού που ισοπεδώνει.
Την προσπερνώ γρήγορα όταν την βρω μπροστά μου.
«ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΑΝΑΣΑΝΩ…» λέει ο άνθρωπος κι εγώ νιώθω ότι δεν παίρνω αρκετό οξυγόνο. Και είναι το μόνο που με φέρνει πιο κοντά σε αυτόν τον άνθρωπο. Γιατί όσο και αν προσπαθώ να νιώσω ό,τι αυτός εκείνη την στιγμή, δεν είναι δυνατόν.
Και η φωτογραφία με αυτή την λεζάντα κάνει τον γύρο του κόσμου. Φιλοδοξεί να γίνει μεγάλη και τρανή ως παραδειγματισμός. Να τρομοκρατήσει και να χειραγωγήσει. Η δύναμη των ολίγων και των ολίγιστων.
Ο φόβος
Δυστυχώς για αυτούς, όμως, ετούτη η φωτογραφία κάνει διαφορετική καριέρα. Όχι ως εργαλείο φόβου, αλλά ως σπίθα ξεσηκωμού.
Κραυγάζει ετούτη η σκηνή «εγώ έχω το όπλο, εγώ φέρω και την εξουσία, εγώ είμαι η εξουσία και συ θα υπακούς!». Η υπακοή είναι το ζητούμενο, η πειθαρχία και ο έλεγχος. Στο βωμό αυτών θυσιάζουν και ζωές αθώων και «διαφορετικών ανθρώπων», κατά αυτούς, για παραδειγματισμό. Φοβούνται το διαφορετικό και το σκοτώνουν.
Για να τρομάξουν και όσοι τολμούν να αντιστέκονται, όσοι τολμούν να μη μοιάζουν με το σύνολο, όποιον ξεχωρίζει. Τον επαναστάτη, τον έφηβο που έχει το θράσος να γελάει και να μιλάει ελεύθερα, αυτόν που δεν σκύβει το κεφάλι και δεν τους προσκυνά. Σκοτώνουν αυτόν που τολμά να αντιστέκεται και να τους αντιμιλά.
Δεν μας θέλουν, όμως, νεκρούς. Σκλάβους μας θέλουν. Γιατί χωρίς εμάς, αυτοί είναι άχρηστοι. Αυτοί θα είναι οι σκλάβοι για τους ολίγους.
Εμείς είμαστε ο λόγος ύπαρξής τους. Σκλαβάκια πειθήνια, δίχως δικαιώματα, δίχως φωνή, δίχως όνειρα δικά μας. Μόνο υπηρέτες των δικών τους ονείρων.
Σε αυτή τη σκηνή είδα έναν άνθρωπο κάτω, που κάποιο τέρας τον πατούσε σαν σκουλήκι. Το χρώμα του προσώπου του δεν μου είπε τίποτα καινούργιο, από όσα ξέρουμε όλοι για τα πάθη και τα μαρτύρια που έχουν τραβήξει αυτοί οι άνθρωποι.
Ο ρατσιστής είναι ένα τέρας, που αμφιβάλλω αν μπορεί να αλλάξει. Ένα ανθρωπόμορφο τέρας, που γίνεται όλο και πιο επικίνδυνο.
Η τελευταία ανάσα του ανθρώπου έγινε η σπίθα για να ξεσηκωθούν πολλοί, σε όλο τον κόσμο.
Τις ανάσες, που με το έτσι θέλω του κλέψανε, θα γίνουν η δική μας δύναμη για να δικαιωθεί. Η φωνή μας θα είναι η δική του φωνή, εμείς θα βγάλουμε την κραυγή που δεν του επέτρεψε η μπότα ενός τέρατος να βγάλει.
Σεβόμαστε τον άνθρωπο και πολεμάμε για αυτόν, αντί για αυτόν, αν δεν μπορεί, μαζί με αυτόν.
Αντιδρούμε, επαναστατούμε, αντιστεκόμαστε, ξεσηκωνόμαστε.
Γιατί εμείς δεν ξεσηκωνόμαστε για να ξεχωρίσουμε αδερφέ μου από τον κόσμο.
Εμείς ξεσηκωνόμαστε για να μονιάσουμε τον κόσμο.
Παράφρασα τον μεγάλο μας Γιάννη Ρίτσο. Θα κλείσω με ένα απόσπασμα από ποίημά του, που λατρεύω και δίνει δύναμη για να σηκωθούμε όρθιοι και να αντιδράσουμε στο μαύρο που μας σκοτώνει και μας κλέβει τις ανάσες. Δίνει το έναυσμα για να αντισταθούμε στο μαύρο του καπιταλισμού που ισοπεδώνει.
«Ναι, θα τον ρίξουμε μια μέρα ανάσκελα τον πόνο
Ακούστε αυτό το τρίξιμο της πόρτας. Ελάτε
να βοηθήσουμε την πολιτεία που κοιλοπονάει τα μετάλλινα παιδιά της.
Εσύ είμαι εγώ.
Εσύ κι εγώ, είμαστε εμείς.
Οι άξονες έχουν πολύ τεντωμένα τα νεύρα τους
κι έχουν πολλά τραγούδια που δεν τα ‘παν ακόμα.
Ποιος φταίει που λείπει το τραγούδι μας;
Εσύ κι εγώ κι εμείς.
Πολιτεία του κατραμιού και του θυμού και του ασβέστη,
φταίμε εμείς.
Ακούστε το τρίξιμο της πόρτας. Ελάτε.»
(Ανύποταχτη πολιτεία, Γιάννης Ρίτσος)
Ακούστε αυτό το τρίξιμο της πόρτας. Ελάτε
να βοηθήσουμε την πολιτεία που κοιλοπονάει τα μετάλλινα παιδιά της.
Εσύ είμαι εγώ.
Εσύ κι εγώ, είμαστε εμείς.
Οι άξονες έχουν πολύ τεντωμένα τα νεύρα τους
κι έχουν πολλά τραγούδια που δεν τα ‘παν ακόμα.
Ποιος φταίει που λείπει το τραγούδι μας;
Εσύ κι εγώ κι εμείς.
Πολιτεία του κατραμιού και του θυμού και του ασβέστη,
φταίμε εμείς.
Ακούστε το τρίξιμο της πόρτας. Ελάτε.»
(Ανύποταχτη πολιτεία, Γιάννης Ρίτσος)
Πηγή: www.alt.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου