Προσπαθούσα να συντονίσω την κίνησή μου ώστε να μοιάζει με βηματισμό. Αφόρητη προσπάθεια στην κατάστασή μου. Δεν ξέρω ποιος διάβολος με κόλλησε, πάντως το έκανε και μέρες τώρα δεν μπορώ με τίποτε να σταματήσω να χορεύω. Σκέψου το γελοίο του πράγματος να ανεβαίνεις χορεύοντας την 28ης με όλη αυτή την κίνηση, να στρίβεις Βλαχλείδου με ανάρμοστα τσαλίμια, να παρακάμπτεις λικνιζόμενη την ουρά έξω από την Εθνική (ευτυχώς τηρούνε αποστάσεις και με μια πιρουέτα επιδέξια χωράς ανάμεσά τους) για να βγεις Γρηγορίου Σακκά κι από κει Πυρσινέλλα.
Πριν βγω στην Πυρσινέλλα σε είδα στη γωνία. Μολύβι στην καρδιά μου. Σε είδα από μακριά και είδα ακόμα πως κι εσύ από μακριά με είδες. Δεν ξέρω βέβαια αν είδες τις φωτιές του Αϊ Γιαννιού. Εκεί στη μέση του πεζόδρομου. Μέρα μεσημέρι. Ούτε με όρκο θα βεβαίωνα που ήσουνα εσύ κι όχι εγώ που από μακριά με είδα και με παρακολουθούσα. Εγώ να προσπαθώ να συντονίσω κάθε μου νευρώνα να δώσει εντολή στα πόδια μου να ακινητήσουν κι αυτά να κάνουν ανεξέλεγκτα ψαλίδια πάνω από τις φλόγες, κι εσύ (;) πιστεύοντας πως είσαι η πηγή του ενθουσιασμού μου όλο να οπισθοχωρείς για να αποφύγεις τη συνάντηση. Θαρρείς και άκουγα τη σκέψη σου (ή τη δική μου) «λες να ορμήσει τώρα και να μ’ αγκαλιάσει; Να κάνω πως δεν την είδα και να γυρίσω πίσω τρέχοντας;». Υπό άλλες συνθήκες θα έβαζα τα γέλια μα όταν όλο το σώμα σου χορεύει ακατάπαυστα, πιστέψτε με, το τελευταίο που μπορείς, είναι να σπαταλήσεις οποιαδήποτε ενέργεια γελώντας.
Λίγα μέτρα πριν την αναπόφευκτη συνάντηση (με σένα ή με μένα, ποιος το ξέρει;) απλώθηκαν τα χέρια μου ψηλά, θαρρείς και ετοιμάστηκα για πτήση. Θα θελα να μπορούσα το βλέμμα σου να σου το περιγράψω. Κάτι ανάμεσα σε πανικό και αηδία, τρόμο και ναυτία, ίλιγγος. Πόσο ασχημαίνει ο φόβος των ανθρώπων τις μορφές. Μαζεύτηκες. Μια συστολή, μια τέλεια συρρίκνωση. Έγινες ένα με τον τοίχο, να μου αφήσεις ελεύθερο τον διάδρομο απογείωσης. Καθώς στροβιλιζόμουνα σε είδα να στερεώνεις τη μάσκα σου στ’ αυτιά και να ψάχνεις στις τσέπες τα αντισηπτικά σου μαντιλάκια. Τα μάτια κόντευαν να πεταχτούν από τις κόγχες αλλά μου ήτανε αδύνατον να σταματήσω τον χορό μου, το θέαμα να απολαύσω. Σε προσπέρασα δοκιμάζοντας μια απολύτως απαιτητική φιγούρα με λύγισμα του κορμού προς τα πίσω και σήκωμα του δεξιού ποδιού που έφτασε το ύψος του προσώπου σου. Το τέλειο τόξο. Στην κάθοδό του τσάκισε τη στάμνα με το αμίλητο νερό, το μολυβένιο βέλος βρήκε στόχο. Δολοφόνοι, βιαστές, βοτανολόγοι, απατεώνες, βιτριόλια, ηρεμιστικά και κοκαΐνη, μαγαζιά, λεφτά πολλά, αναθέσεις και καμπάνιες κι επιδόματα, συνωστισμός, αυτόχειρες, κρούσματα, δάνεια και μνημόνια, state of mind. Πού να μας βρει η ποίηση; Ένα τσιγάρο δρόμος η Παραμυθιά, μα η παραμυθία αγνοούμενη. Χόρευε μόνο, μη θυμώσει η αρκούδα που βαράει το ντέφι και τις φωτιές φουντώνει.
Choreomania το είχε ονομάσει ο Παράκελσος, κι άλλοι μιλούσαν για την κατάρα του Ιωάννη Βαπτιστή ή του Αγίου Βίτου. Όμως εγώ κι εσύ (με το είδωλό μας ο καθένας στον καθρέφτη τον δικό του. ένας; δυο; Όλοι;) καλύτερα γνωρίζαμε… τόσες φορές τη στάχτη είχαμε μελετήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου