Στις 17 Ιουνίου 1994 υπογράφηκε στο Παρίσι η Διεθνής Σύμβαση για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης (εφεξής Σύμβαση) και καθιερώθηκε η αντίστοιχη Παγκόσμια Ημέρα.
Η φετινή επέτειος συμπίπτει με την πανδημία του κορωνοϊού που ξανάφερε στο προσκήνιο την απειλή της επισιτιστικής ασφάλειας, τώρα και στον αναπτυγμένο κόσμο λόγω περιορισμών στο διεθνές εμπόριο τροφίμων και στις μεταφορές πρώτων υλών και εργατικού δυναμικού. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο προβλέπεται ένας ακόμα «λιμός βιβλικών διαστάσεων»…
Ο ΟΗΕ επισημαίνει τη σημασία της παγκόσμιας απειλής, ιδιαίτερα για ευάλωτες ομάδες, τον ρόλο της επισιτιστικής/εφοδιαστικής αλυσίδας και την ανάγκη ταυτόχρονης αντιμετώπισης επισιτιστικών αναγκών και προστασίας του περιβάλλοντος («Συνέπειες του Covid-19 στην Επισιτιστική Ασφάλεια και Διατροφή», Ιούνιος 2020).
Το φετινό μήνυμα της Σύμβασης εστιάζει στις σχέσεις γης, παραγωγής και κατανάλωσης «τροφής, ζωοτροφών και ινών» και στα αειφορικά πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης. Αφορά όλους τους κατοίκους της γης είτε γιατί η διατροφή τους εξαρτάται από παραγωγή/μεταφορά τροφίμων από χώρες μακρινές ή/και γιατί η τοπική παραγωγή εξαρτάται από εισαγόμενες πρώτες ύλες και εργατικό δυναμικό.
Η ερημοποίηση και η επισιτιστική ασφάλεια είναι άρρηκτα συνδεδεμένες γιατί αφορούν τη γη, τον βασικότερο συντελεστή παραγωγής, που είναι πεπερασμένη και α(μετα)κίνητη. Οι αποφάσεις για επιλογές χρήσεων γης αντιμετωπίζουν ισχυρά διλλήματα – παραγωγή τροφής έναντι ενέργειας, τουρισμού/αναψυχής, εξόρυξης πρώτων υλών.
Υπό δυσμενείς βιοφυσικές συνθήκες, στις ξηρές, ημί-ξηρες και ύφυγρες περιοχές, πρακτικές εντατικοποίησης, ή/και καταστροφής, των πόρων αφαιρούν/υποβαθμίζουν το έδαφος και τη φυτοκάλυψη, εξαντλούν τους υδατικούς πόρους, διαταράσσουν τα οικοσυστήματα.
Η ερημοποίηση, η διαδικασία ακραίας, συχνά μη αναστρέψιμης, υποβάθμισης της γης, μειώνει τη βιολογική και οικονομική παραγωγικότητα και πολυπλοκότητα της γεωργικής (αρδευόμενης, μη-αρδευόμενης), χορτολιβαδικής και δασικής γης που παύει να προσφέρει τροφή/ζωοτροφές, πρώτες ύλες, νερό, ενέργεια και ευημερία στα δισεκατομμύρια ανθρώπων που την και θα την κατοικούν. Πάνω από δύο δισεκατομμύρια εκτάρια παραγωγικής άλλοτε γης έχουν υποβαθμιστεί κοστίζοντας 490 δισ. δολάρια ετήσια, πολύ περισσότερο από τα 7.3 δισ. ευρώ του κόστους πρόληψης/αποκατάστασης.
Η επισιτιστική ασφάλεια, η κατάσταση «όπου όλοι οι άνθρωποι, σε κάθε στιγμή, έχουν υλική και οικονομική πρόσβαση σε επαρκή, ασφαλή και θρεπτική τροφή που ικανοποιεί τις διαιτητικές ανάγκες και τις διατροφικές τους προτιμήσεις για μια υγιή και ενεργή ζωή», εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα παραγωγικής γης, την επάρκεια της παραγωγής, τις τιμές τροφίμων, καυσίμων και συντελεστών παραγωγής, το εισόδημα και τη λειτουργία της επισιτιστικής/εφοδιαστικής αλυσίδας.
Τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας διατάραξαν αυτή την αλυσίδα, αποκάλυψαν την αλληλεξάρτηση των χωρών για εισαγωγές/εξαγωγές προϊόντων και συντελεστών παραγωγής και τον κομβικό ρόλο του διεθνούς εμπορίου (σημαντικού επίσης για τις πανδημίες) και ανάδειξαν τη σημασία της τοπικής/εθνικής επισιτιστικής αυτάρκειας.
Με επαρκή παραγωγή τροφίμων φέτος, προτάθηκαν ή/και εφαρμόστηκαν: απαγόρευση εξαγωγών, δημιουργία αποθεμάτων/τραπεζών κυρίως βασικών ειδών διατροφής και δημιουργία δεξαμενών εργατικού δυναμικού. Ανεπαρκής παραγωγή τροφίμων θα προκαλούσε επισιτιστική ανασφάλεια.
******
Η αντιμετώπιση της ερημοποίησης απαιτεί συντονισμένες δράσεις από το παγκόσμιο στο τοπικό επίπεδο που στοχεύουν στη ζήτηση και στην προσφορά γης, με κυριότερες τις εναρμονισμένες και συντονισμένες δημόσιες πολιτικές, την αειφορική διαχείριση γης και τον χωρικό σχεδιασμό.
Η αειφορική διαχείριση γης στοχεύει στην πρόληψη της υποβάθμισης και βελτίωση της ποιότητας των πόρων, στον μετριασμό των επιπτώσεων και στην προσαρμογή σε περιβαλλοντικές και κοινωνικο-οικονομικές μεταβολές, και στην αποκατάσταση υποβαθμισμένων περιοχών. Βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μειώνει τη χρήση αγροχημικών και νερού, μειώνει/αναχαιτίζει την υποβάθμιση και βελτιώνει την υγεία και ικανότητα του εδάφους για δέσμευση άνθρακα που συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας του, και της παραγωγής, και στην αντιμετώπιση της παγκόσμιας υπερθέρμανσης.
Λόγω ερημοποίησης, χάνονται 300 εκατομμύρια τόνοι άνθρακα κάθε χρόνο. Την περίοδο 1980-2003, περίπου ένα δισεκατομμύριο τόνοι άνθρακα δεν δεσμεύτηκαν στο έδαφος λόγω υποβάθμισης, ποσό ίσο σχεδόν με τις ετήσιες εκπομπές άνθρακα της Ευρώπης.
Αποκαθιστώντας 12 εκατομμύρια εκτάρια υποβαθμισμένων γαιών ετήσια θα μείωνε το έλλειμμα εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 25%. Παρά ταύτα, οι διαπραγματεύσεις για το κλίμα υποτιμούν το θέμα.
Διεθνείς μελέτες, ιδιαίτερα του ΟΗΕ, τονίζουν ότι η αποτελεσματική εφαρμογή και κοινωνικο-οικονομική αποδοτικότητα της αειφορικής διαχείρισης γης απαιτεί να εξασφαλισθούν σταθερά, σαφή και εγγυημένα ατομικά δικαιώματα στη γη.
Η αειφορική διαχείριση γης στοχεύει στην πρόληψη της υποβάθμισης και βελτίωση της ποιότητας των πόρων, στον μετριασμό των επιπτώσεων και στην προσαρμογή σε περιβαλλοντικές και κοινωνικο-οικονομικές μεταβολές, και στην αποκατάσταση υποβαθμισμένων περιοχών. Βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μειώνει τη χρήση αγροχημικών και νερού, μειώνει/αναχαιτίζει την υποβάθμιση και βελτιώνει την υγεία και ικανότητα του εδάφους για δέσμευση άνθρακα που συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας του, και της παραγωγής, και στην αντιμετώπιση της παγκόσμιας υπερθέρμανσης.
Λόγω ερημοποίησης, χάνονται 300 εκατομμύρια τόνοι άνθρακα κάθε χρόνο. Την περίοδο 1980-2003, περίπου ένα δισεκατομμύριο τόνοι άνθρακα δεν δεσμεύτηκαν στο έδαφος λόγω υποβάθμισης, ποσό ίσο σχεδόν με τις ετήσιες εκπομπές άνθρακα της Ευρώπης.
Αποκαθιστώντας 12 εκατομμύρια εκτάρια υποβαθμισμένων γαιών ετήσια θα μείωνε το έλλειμμα εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 25%. Παρά ταύτα, οι διαπραγματεύσεις για το κλίμα υποτιμούν το θέμα.
Διεθνείς μελέτες, ιδιαίτερα του ΟΗΕ, τονίζουν ότι η αποτελεσματική εφαρμογή και κοινωνικο-οικονομική αποδοτικότητα της αειφορικής διαχείρισης γης απαιτεί να εξασφαλισθούν σταθερά, σαφή και εγγυημένα ατομικά δικαιώματα στη γη.
******
Οι λύσεις που προκρίνονται στην πράξη, όμως, εξαρτώνται από τις εκάστοτε πολιτικές προτεραιότητες. Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι ενδεικτικό αλλά όχι μοναδικό.
Εκτιμάται ότι το 34% των εδαφών της χώρας διατρέχει υψηλό, το 49% μέτριο και το 17% χαμηλό κίνδυνο ερημοποίησης. Η χώρα δοκιμάζεται από καταστροφικές πυρκαγιές, ανεξέλεγκτη οικοδομική δραστηριότητα, πλημμελή διαχείριση εδάφους και υδάτων, προώθηση βιομηχανικής κλίμακας ενεργειακών και τουριστικών υποδομών, κατακερματισμένες και ασυντόνιστες δημόσιες πολιτικές.
Το Εθνικό Σχέδιο για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης (ΚΥΑ 99605/3719/2001) παραμένει τύπος κενός, χωρίς ουσιαστική εφαρμογή. Η εθνική και Κοινοτική περιβαλλοντική νομοθεσία εφαρμόζεται αποσπασματικά, ή παραβιάζεται κατάφορα. Ο πρόσφατος περιβαλλοντικός νόμος (4685/2020) δεν αναφέρεται στην υποβάθμιση γης/ερημοποίηση. Αντίθετα, επιτρέπει «πράσινες» δραστηριότητες, που αφαιρούν/υποβαθμίζουν έδαφος και φυτοκάλυψη, και στις προστατευόμενες περιοχές.
Ο δημόσιος χωρικός σχεδιασμός εστιάζει στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και στην επιλεκτική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Προκρίνει μεγάλης κλίμακας έργα ΑΠΕ, συχνά επιστρατεύοντας αναγκαστικές απαλλοτριώσεις γης, αδιαφορώντας για (α) τη συνεπαγόμενη σημαντική υποβάθμιση γης και οικοσυστημάτων που αναιρεί όποιο όφελος μείωσης αερίων θερμοκηπίου υπόσχονται και (β) τη συμβολή της αειφορικής διαχείρισης γης τόσο στον κλιματικό όσο και στο στόχο προστασίας γεωργικής γης και φυσικού κεφαλαίου για εξασφάλιση επισιτιστικής ασφάλειας.
Η τελευταία απουσιάζει από τους κύριους αναπτυξιακούς στόχους. Στην τρέχουσα συγκυρία, οι δηλώσεις και αποφάσεις πολιτικών και άλλων εμπλεκομένων αφορούν κυρίως στην επισιτιστική επάρκεια, συνιστώσα της επισιτιστικής ασφάλειας, για περιορισμένο χρόνο, συμψηφίζουν την τοπική/εθνική παραγωγή με τις εισαγωγές τροφίμων και αγνοούν το περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος παραγωγής.
Η έννοια της εθνικής/τοπικής επισιτιστικής αυτάρκειας δεν φαίνεται να απασχολεί την πολιτεία.
Το θλιβερότερο απ’ όλα είναι ότι, παρόλο που το δικαίωμα ιδιοκτησίας γης είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο, η γη έπαψε να έχει αξία χρήσης, επιλογής και ύπαρξης για τους ιδιοκτήτες γης, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις. Έχει μόνο ανταλλακτική αξία κι αυτή μικρή εφόσον συχνά ανταλλάσσεται έναντι πινακίου φακής. Οι κάτοχοι της ούτε αναγνωρίζουν την πραγματική αξία της ούτε αντιλαμβάνονται ότι (ξε)πουλώντας την χάνουν όχι μόνο το κεφάλαιο τους αλλά και τα δικαιώματα πάνω στη γη, τη γη τους.
Εκτιμάται ότι το 34% των εδαφών της χώρας διατρέχει υψηλό, το 49% μέτριο και το 17% χαμηλό κίνδυνο ερημοποίησης. Η χώρα δοκιμάζεται από καταστροφικές πυρκαγιές, ανεξέλεγκτη οικοδομική δραστηριότητα, πλημμελή διαχείριση εδάφους και υδάτων, προώθηση βιομηχανικής κλίμακας ενεργειακών και τουριστικών υποδομών, κατακερματισμένες και ασυντόνιστες δημόσιες πολιτικές.
Το Εθνικό Σχέδιο για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης (ΚΥΑ 99605/3719/2001) παραμένει τύπος κενός, χωρίς ουσιαστική εφαρμογή. Η εθνική και Κοινοτική περιβαλλοντική νομοθεσία εφαρμόζεται αποσπασματικά, ή παραβιάζεται κατάφορα. Ο πρόσφατος περιβαλλοντικός νόμος (4685/2020) δεν αναφέρεται στην υποβάθμιση γης/ερημοποίηση. Αντίθετα, επιτρέπει «πράσινες» δραστηριότητες, που αφαιρούν/υποβαθμίζουν έδαφος και φυτοκάλυψη, και στις προστατευόμενες περιοχές.
Ο δημόσιος χωρικός σχεδιασμός εστιάζει στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και στην επιλεκτική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Προκρίνει μεγάλης κλίμακας έργα ΑΠΕ, συχνά επιστρατεύοντας αναγκαστικές απαλλοτριώσεις γης, αδιαφορώντας για (α) τη συνεπαγόμενη σημαντική υποβάθμιση γης και οικοσυστημάτων που αναιρεί όποιο όφελος μείωσης αερίων θερμοκηπίου υπόσχονται και (β) τη συμβολή της αειφορικής διαχείρισης γης τόσο στον κλιματικό όσο και στο στόχο προστασίας γεωργικής γης και φυσικού κεφαλαίου για εξασφάλιση επισιτιστικής ασφάλειας.
Η τελευταία απουσιάζει από τους κύριους αναπτυξιακούς στόχους. Στην τρέχουσα συγκυρία, οι δηλώσεις και αποφάσεις πολιτικών και άλλων εμπλεκομένων αφορούν κυρίως στην επισιτιστική επάρκεια, συνιστώσα της επισιτιστικής ασφάλειας, για περιορισμένο χρόνο, συμψηφίζουν την τοπική/εθνική παραγωγή με τις εισαγωγές τροφίμων και αγνοούν το περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος παραγωγής.
Η έννοια της εθνικής/τοπικής επισιτιστικής αυτάρκειας δεν φαίνεται να απασχολεί την πολιτεία.
Το θλιβερότερο απ’ όλα είναι ότι, παρόλο που το δικαίωμα ιδιοκτησίας γης είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο, η γη έπαψε να έχει αξία χρήσης, επιλογής και ύπαρξης για τους ιδιοκτήτες γης, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις. Έχει μόνο ανταλλακτική αξία κι αυτή μικρή εφόσον συχνά ανταλλάσσεται έναντι πινακίου φακής. Οι κάτοχοι της ούτε αναγνωρίζουν την πραγματική αξία της ούτε αντιλαμβάνονται ότι (ξε)πουλώντας την χάνουν όχι μόνο το κεφάλαιο τους αλλά και τα δικαιώματα πάνω στη γη, τη γη τους.
******
Στο Ανθρωπόκαινο, οι άνθρωποι διέρρηξαν τους δεσμούς τους με την τροφό γη, σφιχτοδέθηκαν μέσω του διεθνούς εμπορίου και πίστεψαν στην παντοδυναμία της τεχνολογίας για την ικανοποίηση των αναγκών τους.
Έφτασε ένας ιός να απειλήσει τη βασική ανάγκη, την τροφή, και να αποκαλύψει εξαρτήσεις, στρεβλές πολιτικές προτεραιότητες και μεροληπτικές πολιτικές αποφάσεις.
Είναι καιρός να προωθηθεί η λύση που αντιμετωπίζει αποτελεσματικά πολλές αλληλένδετες απειλές: ερημοποίηση, επισιτιστική ασφάλεια, υπερθέρμανση του πλανήτη (ασχέτως προέλευσης), πανδημίες, απεξάρτηση της επιβίωσης από παγκόσμιες αποφάσεις και δράσεις:
Έφτασε ένας ιός να απειλήσει τη βασική ανάγκη, την τροφή, και να αποκαλύψει εξαρτήσεις, στρεβλές πολιτικές προτεραιότητες και μεροληπτικές πολιτικές αποφάσεις.
Είναι καιρός να προωθηθεί η λύση που αντιμετωπίζει αποτελεσματικά πολλές αλληλένδετες απειλές: ερημοποίηση, επισιτιστική ασφάλεια, υπερθέρμανση του πλανήτη (ασχέτως προέλευσης), πανδημίες, απεξάρτηση της επιβίωσης από παγκόσμιες αποφάσεις και δράσεις:
- Πολυ-επίπεδος στρατηγικός χωρικός σχεδιασμός, με σαφείς προτεραιότητες την επισιτιστική ασφάλεια και την προστασία από υποβάθμιση/ερημοποίηση
- Ολοκληρωμένες δημόσιες πολιτικές που καθοδηγούν και πλαισιώνουν
- Τον τοπικό χωρικό σχεδιασμό πολύ-λειτουργικής χρήσης γης με αειφορικές διαχειριστικές πρακτικές.
Κρίσιμες προϋποθέσεις είναι η ύπαρξη «φρόνιμων» αρχόντων και «φρόνιμων» πολιτών με οικολογική συνείδηση και αίσθημα προσωπικής ευθύνης για τη γη γιατί, όπως έγραφε ο Aldo Leopold το 1949, «είναι δύσκολο να κάνεις κάποιον, με την πίεση του νόμου ή των χρημάτων, να κάνει κάτι που δεν πηγάζει αυθόρμητα από την προσωπική του αίσθηση του σωστού και του λάθους».
Μόνο «φρόνιμοι» πολίτες διεκδικούν το δικαίωμα στη γη και την προστασία της γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα στην τροφή, δηλαδή, το δικαίωμα στη ζωή, και πολλά άλλα ανθρώπινα δικαιώματα.
Μόνο «φρόνιμοι» πολίτες αισθάνονται την υποχρέωση να διατηρήσουν το δικαίωμα στη γη τους, το δικαίωμα στην ανεξαρτησία τους…
* Η Ελένη Καπετανάκη-Μπριασούλη είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, e.briassouli@aegean.gr
Μόνο «φρόνιμοι» πολίτες διεκδικούν το δικαίωμα στη γη και την προστασία της γιατί είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα στην τροφή, δηλαδή, το δικαίωμα στη ζωή, και πολλά άλλα ανθρώπινα δικαιώματα.
Μόνο «φρόνιμοι» πολίτες αισθάνονται την υποχρέωση να διατηρήσουν το δικαίωμα στη γη τους, το δικαίωμα στην ανεξαρτησία τους…
* Η Ελένη Καπετανάκη-Μπριασούλη είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Γεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, e.briassouli@aegean.gr
Πηγή: edromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου