Είμαι περίεργη, όχι σε βαθμό να παίρνω συνεντεύξεις από αγάλματα, όπως κάποιοι συνάδερφοί μου δημοσιογράφοι έκαναν όταν δεν είχαν θέμα επίκαιρο, πώς θα έγραφε τους «Άθλιους» ο Βίκτορ Ουγκώ στις μέρες της προσφυγιάς και του κορονοϊού.
Κι αυτό γιατί καθώς χτες ήταν Παγκόσμια Μέρα Κατά των Ναρκωτικών, δε φαντάζομαι, ξέρω τι σαμπάνιες άνοιξαν και τι πανηγύρια είχαν οι βαρόνοι κι οι μεγαλέμποροι που εκμεταλλεύτηκαν τις κλειστές πόρτες και τα παράθυρα των σπιτιών του κόσμου, κάθε πτυχή της σύγχρονης και προηγμένης τεχνολογίας και υποκρισίας για να πουλήσουν την πραμάτεια τους δόση – δόση ή καραβιά – καραβιά.
Σε όλο αυτό το διάστημα είδα ουκ ολίγες φορές, χάρη σε καμιά – δυο δειγματοληπτικές επιτυχίες των διώξεων ναρκωτικών, τους απίστευτους τρόπους και τους αμέτρητους τόνους που πούλησαν πονηρά κρυμμένους στα κοντέινερ και τα φορτηγά που διακινούσαν υποτίθεται αγαθά πρώτης ανάγκης, πρώτες ύλες με μεγαλύτερη ελευθερία μεταφοράς και κίνησης απ’ αυτή που είχαν δισεκατομμύρια κανονικοί άνθρωποι. Γιατί και στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της αγωνίας για το παρόν και της ανασφάλειας για το μέλλον που εμφύτευσε σαν ψυχολογικό τσιπάκι σε τεράστιες μάζες εργαζομένων και περιθωριοποιημένων ανθρώπων σ’ όλο τον κόσμο, και ρεαλιστικά και τεχνητά, οι έμποροι του λευκού θανάτου, των αμέτρητων μοντέρνων χημικών ψυχοτρόπων χαπιών επωφελήθηκαν από τη ζήτηση κι έχουν κάνει μάλιστα και μελέτη «βιωσιμότητας» της θανατηφόρας τους βιομηχανίας για τις αυξημένες τους ανάγκες στη μετακορονοϊό εποχή. Κι εκεί που στον τόπο μας, εμείς κι οι κάτοικοι της περιοχής παλεύουμε να μη φτάσει ο ΧΥΤΑ της Φυλής κυριολεκτικά μέσα στον κοινωνικό και οικοδομικό ιστό, στα ίδια τους τα σπίτια, μαθαίνουμε πως στα λύματα της Ψυττάλειας στο χρόνο του εγκλεισμού αφοδεύσαμε και ουρήσαμε πολλαπλάσιες ποσότητες ναρκωτικών και ψυχοτρόπων φαρμάκων. Κοινώς ανοίξαμε παρτίδες με τη διέξοδο προς το αδιέξοδο, στουκάραμε στην παραμύθα των ψευδαισθήσεων ότι οι ουσίες μπορεί τάχα μου να ανοίξουν και να ανακουφίσουν έστω και για λίγο την κακοφορμισμένη πληγή και τον πόνο, τη μοναξιά, την απομόνωση, την απελπισία που προξενεί η κοινωνική αποσύνθεση ενός σπαρασσόμενου σάπιου συστήματος.
Μου ‘ρθε ο Ουγκώ στο κεφάλι, γιατί αναρωτιέμαι αν ακόμα κι ένας σύγχρονός του θα κατάφερνε σήμερα να συλλάβει την αθλιότητα, που μαστίζει αυτήν την ασυμπτωματική πελατεία κάθε λογής προσφερόμενων στην ελεύθερη αγορά ναρκωτικών. Είναι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, και νέοι και γέροι, κυρίως οι πρώτοι που γεννιούνται και μεγαλώνουν μέσα σ’ ένα άδικο και διδάσκονται να το θεωρούν φυσικό όσο και τα εγκλήματα ή οι αυτοκτονίες που σε βγάζουν απ’ αυτό. Παιδαρέλια που χαπακώνονται για να σταλούν στο θάνατο, αφού προηγουμένως έχουν στρατολογηθεί σα μαχητές π.χ. του «Ισλαμικού Κράτους», της τάδε σέχτας και πρέπει να κρατήσουν μαζί με τα όπλα και την αδρεναλίνη τους στα ύψη για να λειτουργήσουν ως χρήσιμοι ηλίθιοι σφαγείς. `Η κάτι άλλα παιδιά ημιλιπόθυμα από την πείνα που βλέπουν τη ζωή τους ν’ αλλάζει απ’ τη μια μέρα στην άλλη για όσο χρησιμοποιηθούν σα βαποράκια. Διαβλέπω, και μακάρι να διαψευστώ, έναν κίνδυνο δημιουργίας μιας καινούριας ναρκω-κουλτούρας που στήνεται με αφορμή την πανδημία, την απειλή για την επόμενη και τραβάει «επενδυτές» που τη νομιμοποιούν, τη διευκολύνουν ή την αγνοούν όταν πρέπει, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα μαύρα σκυλιά του ναζισμού.
Δεν θα αργήσει ο καιρός που θα πουλιέται σα ναρκωτικό το φάρμακο όχι για τον κορονοϊό, αλλά για το ψυχικό τραύμα απ’ αυτόν, ψεύτρα να βγω, έστω κι αναζητώντας τον νέο Ουγκώ…
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 27-28/6/2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου