Κατέ Καζάντη
Εάν ομοφωνούμε ότι κράτος «…είναι η υλική και ειδική συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα σε τάξεις…»*, εξυπακούεται ότι οφείλουμε να ομοφωνήσουμε ότι το σύγχρονο δυτικό κράτος, του ελληνικού συμπεριλαμβανομένου, απηχεί επισήμως την εξουσία της εκμεταλλεύτριας αστικής τάξης έναντι των άλλων τάξεων. Οι λειτουργοί του οποίου, “διαμέσου πάντοτε σημαντικών θεσμικών μεταβολών, αναλαμβάνουν (και σπρώχνονται) να βάλουν σε εφαρμογή την πολιτική υπέρ του μονοπωλιακού κεφαλαίου»**. Υπέρ δηλαδή των γνωστών και μη εξαιρετέων συμφερόντων.
Έτσι, στην Ελλάδα του 2020, ένας αγωνιζόμενος μαθητής φυλακίζεται επί τετραήμερον και, την ίδια στιγμή, η εισαγγελέας έδρας στη δίκη της Χρυσής Αυγής προτείνει την αναστολή έκτισης της ποινής για το σύνολο, πλην Ρουπακιά, των καταδικασθέντων. Ας στοχαστούμε την αναλογία:
Το κράτος, το οποίο εξ ορισμού διαθέτει, από το βαθύ σύστημα που το οργανώνει, καταπιεστικό χαρακτήρα, βασίζεται σε ειδικά σώματα ανώτερων κρατικών λειτουργών, «προικισμένων με υψηλό βαθμό κινητικότητας, όχι μόνο ενδοκρατικής (…)*. Αυτά κάνουν κουμάντο. Κι επειδή αστυνομία, δικαστήρια, φυλακές αποτελούν την πεμπτουσία της δύναμης και της καταστολής, στο άνωθεν ελληνικό δείγμα φαίνεται πως έχουσι γνώσιν οι φύλακες. Και διαχέουν στο κοινωνικό σώμα, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, αντιδραστικά μηνύματα. Η συγκυρία είναι υψίστης σημασίας: την ώρα που ο «δημοκρατικός κόσμος» ανασαίνει με την καταδίκη της εγκληματικής οργάνωσης, την ώρα που τμήμα του λαού τολμά να σηκώσει κεφάλι διαμαρτυρόμενο, τον τόνο δίνουν χαϊδολόγημα και καταστολή. Από διαφορετικά σημεία αλλά στο ίδιο τέμπο. Η κυρίαρχη ιδεολογία, μέσω της εισαγγελέως, χωνεύει το φασιστικό μόρφωμα, το μηρυκάζει, για να το ενσωματώσει εκμοντερνισμένο στο μέλλον, οψέποτε το χρειαστεί. Η ρωγμή σοβατίζεται. Μαζί και η ελπίδα της αντίστασης. Στην περίπτωση του Χρυσαυγιτισμού, έχουμε ανώτερο κρατικό λειτουργό να κανακεύει τους φασίστες ιδεολογικά και έμπρακτα, στην δε περίπτωση του μαθητή έχουμε αστυνομικούς να βιαιοπραγούν, φυλακίζοντας.
Και στις δυο περιπτώσεις, το βαθύ σύστημα ιδιωτικοποιεί το κράτος: αν και θα έπρεπε να λειτουργεί επ’ ωφελεία της δημοκρατίας και του λαού, λειτουργεί εντέλει προς όφελος της αναπαραγωγής των αρμών του. Πότε βάζοντας μπροστά την ιδεολογία και πότε με απροκάλυπτη, ή λιγότερο απροκάλυπτη, βία.
Έτσι, οι αρμοί της εξουσίας της Δεξιάς –αστικής, λαϊκής, ακροφιλελεύθερης κ.ο.κ.- κρατούν γερά, ανεξαρτήτως της εναλλαγής των κυβερνήσεων. Αν, επίσης, συνυπολογίσουμε ότι οι σοσιαλδημοκρατικές/αριστερές παρενθέσεις διαρκούν ελάχιστα πριν ενσωματωθούν ή πέσουν, το κράτος θα εξακολουθεί να παραμένει λάφυρο των "από πάνω" επί μακρόν.
Σε ένα κράτος δικαίου, μια τέτοια εισαγγελέας έπρεπε να έχει ήδη εκβραστεί από την ίδια τη φιλοσοφία του θεσμού της δικαιοσύνης. Και μια τέτοια αστυνομία να έχει ήδη αποδομηθεί, επανατοποθετούμενη στο πλευρό κάθε διαμαρτυρομένου.
Σύμπασα η Αριστερά οφείλει να μετατοπίζει τα σημεία του δημόσιου διαλόγου. Και να προκαλεί την ιδεολογική σύγκρουση στην ουσία της.
*,**Νίκος Πουλαντζάς, ”Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός”
Έτσι, στην Ελλάδα του 2020, ένας αγωνιζόμενος μαθητής φυλακίζεται επί τετραήμερον και, την ίδια στιγμή, η εισαγγελέας έδρας στη δίκη της Χρυσής Αυγής προτείνει την αναστολή έκτισης της ποινής για το σύνολο, πλην Ρουπακιά, των καταδικασθέντων. Ας στοχαστούμε την αναλογία:
Το κράτος, το οποίο εξ ορισμού διαθέτει, από το βαθύ σύστημα που το οργανώνει, καταπιεστικό χαρακτήρα, βασίζεται σε ειδικά σώματα ανώτερων κρατικών λειτουργών, «προικισμένων με υψηλό βαθμό κινητικότητας, όχι μόνο ενδοκρατικής (…)*. Αυτά κάνουν κουμάντο. Κι επειδή αστυνομία, δικαστήρια, φυλακές αποτελούν την πεμπτουσία της δύναμης και της καταστολής, στο άνωθεν ελληνικό δείγμα φαίνεται πως έχουσι γνώσιν οι φύλακες. Και διαχέουν στο κοινωνικό σώμα, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, αντιδραστικά μηνύματα. Η συγκυρία είναι υψίστης σημασίας: την ώρα που ο «δημοκρατικός κόσμος» ανασαίνει με την καταδίκη της εγκληματικής οργάνωσης, την ώρα που τμήμα του λαού τολμά να σηκώσει κεφάλι διαμαρτυρόμενο, τον τόνο δίνουν χαϊδολόγημα και καταστολή. Από διαφορετικά σημεία αλλά στο ίδιο τέμπο. Η κυρίαρχη ιδεολογία, μέσω της εισαγγελέως, χωνεύει το φασιστικό μόρφωμα, το μηρυκάζει, για να το ενσωματώσει εκμοντερνισμένο στο μέλλον, οψέποτε το χρειαστεί. Η ρωγμή σοβατίζεται. Μαζί και η ελπίδα της αντίστασης. Στην περίπτωση του Χρυσαυγιτισμού, έχουμε ανώτερο κρατικό λειτουργό να κανακεύει τους φασίστες ιδεολογικά και έμπρακτα, στην δε περίπτωση του μαθητή έχουμε αστυνομικούς να βιαιοπραγούν, φυλακίζοντας.
Και στις δυο περιπτώσεις, το βαθύ σύστημα ιδιωτικοποιεί το κράτος: αν και θα έπρεπε να λειτουργεί επ’ ωφελεία της δημοκρατίας και του λαού, λειτουργεί εντέλει προς όφελος της αναπαραγωγής των αρμών του. Πότε βάζοντας μπροστά την ιδεολογία και πότε με απροκάλυπτη, ή λιγότερο απροκάλυπτη, βία.
Έτσι, οι αρμοί της εξουσίας της Δεξιάς –αστικής, λαϊκής, ακροφιλελεύθερης κ.ο.κ.- κρατούν γερά, ανεξαρτήτως της εναλλαγής των κυβερνήσεων. Αν, επίσης, συνυπολογίσουμε ότι οι σοσιαλδημοκρατικές/αριστερές παρενθέσεις διαρκούν ελάχιστα πριν ενσωματωθούν ή πέσουν, το κράτος θα εξακολουθεί να παραμένει λάφυρο των "από πάνω" επί μακρόν.
Σε ένα κράτος δικαίου, μια τέτοια εισαγγελέας έπρεπε να έχει ήδη εκβραστεί από την ίδια τη φιλοσοφία του θεσμού της δικαιοσύνης. Και μια τέτοια αστυνομία να έχει ήδη αποδομηθεί, επανατοποθετούμενη στο πλευρό κάθε διαμαρτυρομένου.
Σύμπασα η Αριστερά οφείλει να μετατοπίζει τα σημεία του δημόσιου διαλόγου. Και να προκαλεί την ιδεολογική σύγκρουση στην ουσία της.
*,**Νίκος Πουλαντζάς, ”Το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου