Η επικίνδυνα εξελισσόμενη κρίση στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας (και ευρύτερα στο «τρίγωνο» Ελλάδα – Κύπρος – Τουρκία), αποτελεί, την περίοδο αυτή, την οξεία έκφραση μιας μακροχρόνιας αντιπαράθεσης που ξεκίνησε τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 με αφορμή το Κυπριακό και κορυφώθηκε με τη στρατιωτική επέμβαση και την κατοχή του 30% της Κύπρου από την Τουρκία.
Έκτοτε η Τουρκία θέτει ως στρατηγικό της στόχο, ως πυρήνα μιας νέας αναθεωρητικής πολιτικής, την αλλαγή του καθεστώτος στο Αιγαίο με την κατάργηση της συνθήκης της Λωζάννης. Σύμφωνα με την άποψη αυτή η υφαλοκρηπίδα οριοθετείται στο μέσον περίπου του Αιγαίου και κατ’ ακολουθίαν προσαρμόζονται τα διεθνή δικαιώματα σε ξηρά, αέρα και θάλασσα σε αυτή τη βασική αρχή.
Όπως το διατύπωσε προσφάτως ο ίδιος ο Ερντογάν, «η κληρονομιά του Ατατούρκ έχει ξεπερασθεί … για αυτό και δεν αναγνωρίζουμε πλέον τα υπάρχοντα σύνορα».
Η νέα «Γαλάζια Πατρίδα» σύμφωνα με το σύγχρονο τουρκικό δόγμα περιλαμβάνει το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και τις θάλασσες της Βόρειας Αφρικής. Η Τουρκία ασφυκτιά στα σύνορά της και αναζητεί νέους «ζωτικούς χώρους».
α) Από το δόγμα Νταβούτογλου στον σύγχρονο τουρκικό ιμπεριαλιστικό νέο-οθωμανισμό
Το δόγμα Νταβούτογλου που είχε ως πυρήνες το «στρατηγικό βάθος» σχεδιασμού και την επιδίωξη «μηδενικών προβλημάτων» με τον γεωπολιτικό περίγυρο της Τουρκίας, στηρίχθηκε σε δύο άξονες:
Ο πρώτος άξονας αφορούσε στην πολιτική της «ήπιας ισχύος» από την πλευρά της Τουρκίας ώστε να μπορούν να αναπτυχθούν σχέσεις (διπλωματικές, πολιτικές, οικονομικές κ.λπ.), οι οποίες θα οδηγούσαν σε επίλυση ή και άμβλυνση των προβλημάτων με τις γειτονικές χώρες και το ευρύτερο περιβάλλον (Βαλκάνια, Μ. Ανατολή, Β. Αφρική).
Ο δεύτερος άξονας ήταν ο θρησκευτικός-ιδεολογικός που θα μπορούσε να αποτελέσει μια συνεκτική ιστορική κουλτούρα η οποία θα συνέδεε άρρηκτα την Τουρκία με τον περιβάλλοντα μουσουλμανικό (σουνιτικό, κατά βάση) κόσμο (Β. Συρία, Ιράκ, Λιβύη, Αλβανία, Σομαλία και φυσικά η Κύπρος).
Από τις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα και ιδιαίτερα μετά το 2015, το «δόγμα Νταβούτογλου» μετασχηματίζεται ριζικά. Τη στρατηγική της «ήπιας ισχύος» και του διαλόγου, διαδέχεται η στρατηγική της «στρατιωτικής ισχύος» και των ανοικτών πολεμικών μετώπων.
Δεν υπάρχει σήμερα πεδίο πολεμικών συγκρούσεων ή εντάσεων στο χώρο της Μ. Ανατολής και της Β. Αφρικής στο οποίο να μη συμμετέχει ο τουρκικός στρατός ή να ασκείται ανοικτή παρέμβαση με πρόσφατο παράδειγμα τη σύγκρουση Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Όσο δε αφορά στην άσκηση διπλωματίας και συνεννόησης βάσει των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου η Τουρκία περιφρονεί τους διεθνείς κανόνες, προβαίνει σε παράνομες ενέργειες (όπως η συμφωνία οριοθέτησης με την προσωρινή κυβέρνηση της Λιβύης), και απαξιώνει ακόμα και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, φθάνοντας στο σημείο να λοιδορεί και να απειλεί ακόμα και τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Η ισχύς της διπλωματίας και της συνεννόησης αντικαταστάθηκε από την πολιτική της ισχύος, της αυθαιρεσίας, της περιφρόνησης όσων δεν ανέχονται ή δεν συναινούν με τον σύγχρονο τουρκικό νέο-οθωμανικό ιμπεριαλισμό.
Ο Ερντογάν περιγράφει την Τουρκία ως μιαχώρα περικυκλωμένη από έθνη-εχθρούς που υπονομεύουν την κυριαρχία της. Η σταδιακή απομάκρυνση από την Ε.Ε. και η βαθμιαία «απόσυρση» των Η.Π.Α. από το ναρκοπέδιο της Μ. Ανατολής προσφέρει «έδαφος» στον Ερντογάν για να φαντασιώνεται κάποια «νέα Σταυροφορία» απέναντι στην οποία αμύνεται με όλους τους τρόπους.
Η Τουρκία σήμερα δεν είναι ένας απρόβλεπτος διεθνής παράγοντας. Αντίθετα, αναπτύσσει μια στρατηγική «βάθους» όσον αφορά στους στόχους της, ασκεί μια ευέλικτη πολιτική στον τομέα των συμμαχιών της, ενώ τα μέσα που επιλέγει περιλαμβάνουν χωρίς αναστολές τις στρατιωτικές επεμβάσεις και συγκρούσεις.
β) Κυβέρνηση Ν.Δ.: Πολιτική ανυπαρξία, επιλογές που οδηγούν σε επαχθείς συμβιβασμούς
Απέναντι σε αυτή την αναπτυσσόμενη σε ικανό «χρονικό βάθος» (γι’ αυτό και προβλέψιμη ως ένα μεγάλο βαθμό) στρατηγική της Τουρκίας, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της ασκούμενης σήμερα από την ελληνική κυβέρνηση εθνικής-εξωτερικής πολιτικής;
Το πρώτο βασικό χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν συγκροτεί πόλο εθνικής ισχύος. Δεν αποτελεί ένα εθνικό – πολιτικό Υποκείμενο ικανό να συγκροτήσει μια εθνική στρατηγική, να αναπτύξει μια πολυδύναμη εξωτερική πολιτική, να καθορίσει άμεσους και μακροπρόθεσμους στόχους, να πιέσει αποτελεσματικά τους Ευρωπαίους συμμάχους.
Η συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι άμεση: Η παραδοσιακή για τη Δεξιά/συντηρητική παράταξη θεωρία του «ανήκομεν» επαναδιατυπώθηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη προς τον Πρόεδρο Τραμπ με τη ρήση ότι «είμαστε ο πιο προβλέψιμος σύμμαχος». Με τη φράση αυτή ο Κυριάκος Μητσοτάκης κωδικοποιεί και εκφράζει τη θέση του υποτελούς και χειραγωγούμενου «εταίρου» που δεν διανοείται να διαπραγματευθεί και να προασπίσει τα εθνικά του συμφέροντα.
Πάνω σ’ αυτούς τους δυο άξονες πορεύεται η εξωτερική πολιτική του κυβερνητικού καθεστώτος. Οι «σύμμαχοί» μας, ΗΠΑ και Ε.Ε. οδηγούν τον «προβλέψιμο» εταίρο σε έναν επονείδιστο συμβιβασμό με την Τουρκία, και δεν είναι διατεθειμένοι να λάβουν σοβαρά μέτρα κατά της εν λόγω χώρας προκειμένου να διατηρήσουν τις οικονομικές τους σχέσεις και τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα στην περιοχή.
Στην πράξη η κυβέρνηση της Ν.Δ. έχει αναθέσει την επιδιαιτησία σε κέντρα συμφερόντων και ισχύος που τάσσονται (είτε ανοικτά είτε συγκεκαλυμμένα) υπέρ της Τουρκίας.
Η ελληνική κυβέρνηση, αφού αυτοτοποθετείται στο περιθώριο των εξελίξεων, δρα σπασμωδικά, αποσπασματικά και εκ των υστέρων. Ήδη διαφαίνεται μια πρώτη γραμμή υποχώρησης (6 μίλια, ενδεχόμενο αποστρατικοποίησης νησιών, διατυπώσεις περί συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου, επαναφορά από την πίσω πόρτα των διατυπώσεων της επί Σημίτη συμφωνίας του Ελσίνκι περί τουρκικών συμφερόντων στο Αιγαίο κ.λπ.), ενώ ταυτόχρονα η Κύπρος φαίνεται ότι αποσυνδέεται από το πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων…
Ποιος θα καθορίσει την «ατζέντα» ενός ενδεχόμενου ελληνοτουρκικού διαλόγου; Μήπως οι ίδιοι οι επιδιαιτητές; Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία θα επιδιώξει να περιληφθούν όλες οι δικές της απαιτήσεις και θα «παζαρέψει» πάνω σ’ αυτές. Και εάν οι απαιτήσεις αυτές δεν γίνουν αποδεκτές, τότε θα τινάξει στον αέρα τις όποιες συνομιλίες… Η Χάγη φαντάζει πολύ μακριά και η διατήρηση της έντασης ή και δυσμενέστερων ακόμα ενδεχόμενων αποτελούν την πιο σοβαρή πιθανότητα. Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας επανήλθε στο κενό πολιτικής της περιόδου 2010-2014, όμως σε πολύ δυσμενέστερες συνθήκες.
γ) Οι υπεύθυνες θέσεις και προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία
Αυτό το πολιτικό «κενό» το κάλυψαν οι κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-2019. Μέσα σε ένα δυσμενές περιβάλλον αναπτύχθηκε μια πολυδιάστατη πολιτική τόσο στο άμεσο όσο και στο ευρύτερο περιβάλλον, αναλήφθηκαν διεθνείς πρωτοβουλίες (σύνοδος χωρών του ευρωπαϊκού νότου), αποκρούσθηκε επιτυχώς η τουρκική επιθετικότητα (2018), ενισχύθηκαν με τη συμφωνία των Πρεσπών η βαλκανική, καθώς και η διεθνής θέση της χώρας.
Ακόμα και σήμερα, στην κρίσιμη περίοδο που διανύουμε, ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία με αίσθηση ευθύνης απέναντι στη χώρα και στον ελληνικό λαό, επιτελώντας στο ακέραιο το πατριωτικό τους καθήκον, διατυπώνουν μια σειρά συγκροτημένων προτάσεων (κρίσιμες περιοχές οριοθέτησης των 12 μιλιών, σθεναρή στάση προς τους Ευρωπαίους για λήψη μέτρων κατά της Τουρκίας, διάλογο με βάση το Διεθνές Δίκαιο, τις Διεθνείς συνθήκες και το Δίκαιο της Θάλασσας).
Μέσα σ’ αυτές τις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες η Ελλάδα πρέπει να ξαναβρεί την εθνική – πολιτική της οντότητα και να καθορίσει τους στόχους και τα μέσα για να τους πραγματοποιήσει. Και σ’ αυτό το ιστορικό καθήκον δεν μπορούν να ανταποκριθούν οι άβουλοι, προβλέψιμοι υποτελείς που πιθανά οδηγούν τη χώρα σε μια νέα εθνική κρίση.
Πηγή: unidos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου