Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

Χένρι Μίλερ: Ο άνθρωπος εξάρτημα μιας μηχανής...


Γιώργος X. Παπασωτηρίου 

«Σήμερα ο άνθρωπος ως προσωπικότητα έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Σήμερα έχουμε το ρομπότ, καταπληκτικό προϊόν της μηχανικής εποχής. Ο άνθρωπος λειτουργεί σαν εξάρτημα μιας μηχανής πάνω στην οποία δεν ασκεί τον παραμικρό έλεγχο. Το σιδερικό που χρησιμοποιεί ο γκάνγκστερ, ασφαλής μες στο ταπετσαρισμένο οχυρό της λιμουζίνας του, είναι το σύμβολο του συναισθηματικού κενού στο οποίο διαπράττονται τώρα πια οι φόνοι (…) Ο άνθρωπος των μεγάλης ακτίνας υπολογισμών, το καθαγιασμένο ρομπότ, έχει όλη την ισχύ. Ο ρόλος του, η αποστολή του, είναι εμφανώς το να καταστρέψει τον εαυτό του, ήτοι την κοινωνία».
Ο Χένρι Μίλερ στο βιβλίο του "ο κόσμος του σεξ" ακτινογραφεί (προφητεύει αν σκεφτούμε ότι η πρώτη γραφή του κειμένου είναι το 1940) τον σύγχρονο πολιτισμό, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο ανάλυσης τις αντιλήψεις του Φρόιντ («Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας»). Σύμφωνα με τον τελευταίο ο πολιτισμός νοείται ως μία σειρά δικαιικών απαγορεύσεων (ταμπού) και ηθικολογικών περιορισμών της ανθρώπινης κοινότητας έναντι της ηδονής. Το ίδιο ισχύει και για τον Μίλερ. Γι' αυτό, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η ηδονή, ο έρωτας και το σεξ λειτουργούν επαναστατικά και απελευθερωτικά.
Η αναφορά του συγγραφέα στα ρομπότ και τη λειτουργία τους ταυτίζεται απόλυτα με την ανάλογη διαπίστωση της Χ. Άρεντ («Η Ανθρώπινη Κατάσταση»). Ο Μίλερ περιγράφει το συναισθηματικό κενό, ή αλλιώς, αυτό που ο Φρόιντ αποκαλούσε «ψυχολογική αθλιότητα της μάζας»: «Τίποτε από όσα είναι να συμβούν τα επόμενα χρόνια δεν θα εκπλήξει ποσώς. Όταν σηκώνεται άγρια στα πόδια του ο λευκός αμερικανός φονιάς κι αρχίζει να φτύνει και να γραπώνει, η Ευρώπη, το παλιό θέατρο του μακελειού, φαίνεται πια σαν άσυλο ειρήνης. (…) Ακόμα και τώρα, η όψη ενός αμερικανικού προσώπου είναι διεστραμμένη… Συχνά έχω φανταστεί μια σκηνή σαν κι αυτή… Ένας άνθρωπος, ένας καθ’ όλα συνηθισμένος άνθρωπος, κάθεται στην πολυθρόνα του και διαβάζει ήσυχα την εφημερίδα του, στα χείλη του έχει ένα σβησμένο πούρο. Διαβάζει για λίγο, μετά πατάει τη σκανδάλη του όπλου που έχει κρυμμένο πίσω από την εφημερίδα – και ο τύπος που καθόταν απέναντί του και κοίταζε την Αναδυομένη Αφροδίτη σωριάζεται νεκρός. Σηκώνεται δίχως βιάση ο φονιάς, απομακρύνεται με το πάσο του… και γίνεται ένα με το πλήθος…». Αφού ο δολοφόνος θα περιπλανηθεί στους δρόμους και τις βιτρίνες στο τέλος θα πάει να δει το «Όσα παίρνει ο άνεμος»! Ο πολιτισμός του θανάτου είναι ήδη εδώ.
Όσο για το σεξ, αυτό εμπίπτει στην κατηγορία όσων το χρήμα επιτρέπει να αγοραστούν. «Το σεξ είναι το ορντέβρ που χλαπακιάζουν ανάμεσα σε δύο μπάζες… Ο μόνος φιλαράκος είναι η κονόμα. Τα φράγκα! Τα χοντρά φράγκα! Χρήμα ίσον δύναμη. Δύναμη ίσον να τη σκαπουλάρεις με το φόνο. Φόνος ίσον ζωή. Όθεν, μη γαμάς τα μυαλά σου»! Κι όμως για τον Μίλερ η ελπίδα, η αμφισβήτηση, η ριζική μεταμόρφωση, η απόδραση από τη μιζέρια μπορεί να επισυμβεί στο αμερικάνικο χωνευτήρι.
«Η Ευρώπη παίζει ένα χαμένο παιγνίδι, εμείς παίζουμε ένα ακόμα πιο επικίνδυνο παιγνίδι. Είμαστε πιο κοντά στο τέλος, έχουμε φύγει πιο μακριά από κάθε άποψη (…) Μικρή σημασία έχει το εάν ο τωρινός πόλεμος, θερμός ή ψυχρός, θα τελειώσει αύριο ή σε πενήντα χρόνια από τώρα. Θα έρθουν κι άλλοι πόλεμοι, ακόμη πιο τρομεροί από τον τελευταίο. Ώσπου να σωριαστεί σε ερείπια όλο το παλιό σαθρό οικοδόμημα. Ώσπου εμείς (o homo sapiens) να μην υπάρχουμε πια».
Η καταστροφή λοιπόν και η αναγέννηση από τις στάχτες, στο ίδιο σημείο ή κάπου αλλού, είναι η λύση! Η εκπύρωση, που χρονολογείται ως αντίληψη από την εποχή του Μάρκου Αυρήλιου. Ο Μίλερ αναφέρεται στην καταστροφή του Μινωικού πολιτισμού, σε μια φυσική καταστροφή, ή μια άλλη καταστροφή που θα γεννήσει ένα «νέο ον», χωρίς προκαταλήψεις, φόβους κι ενοχές, «δημιουργημένο μέσα από την επιθυμία, τον έρωτα, την αγάπη και την εξιλέωση…».
Στον σημερινό κόσμο του Ύπνου, που ζούμε (δηλαδή ξύπνιοι αλλά όχι αφυπνισμένοι), υπάρχει η φυλή των «μιμητών» που αντιγράφουν δουλικά τη ζωή των αφεντών τους και η ολιγάριθμη φυλή των «υποδειγματικών» που έχουν επηρεάσει βαθύτατα την πορεία της ανθρώπινης ζωής, οδηγώντας το πνεύμα σε κατάσταση εξέγερσης και χειραφέτησης από τη δουλεία της ψευδαίσθησης και της παραίσθησης.
Το μοιραίο λάθος του ανθρώπου, «η αληθινή προδοσία είναι να ζεις σ’ έναν τέτοιο κόσμο και να χρησιμοποιείς το πνεύμα σου για τον δικαιολογήσεις»! Το πρότυπο του νέου τύπου ανθρώπου του Μίλερ είναι ο μπωντλαιρικός flaneur, «ο φυγάς θεόθεν και αλήτης» του δικού μας Ελύτη, η αλήτικη περιπλάνηση στη ζωή που λογίζεται ως μια ευφρόσυνη περιπέτεια. Η περιπέτεια που οδηγεί σ’ ένα χρυσόμαλλο δέρας, ή στην ελπίδα να δεις μια γυναίκα «που λέει καληνύχτα στον ίδιο της τον εαυτό αντικριστά στον καθρέφτη της».

Η μαύρη Άνοιξη
Ο Μίλερ είναι ο επίγονος του Ουίτμαν και ο πρόγονος του Κέρουακ (της αμερικάνικης φλανερί). Είναι η συνεχής ανάπτυξη της ιδέας της αμερικανική ατομικότητας, που ξεκινάει από την άρνηση της διαμεσολάβησης μεταξύ ανθρώπου και Θεού, από την πρόσωπο με πρόσωπο συνάντηση με το μεταφυσικό, από την ατομική-υποκειμενική βίωση της θεότητας, που καταλήγει στη λατρεία του Εγώ (θεός) και του Χρήματος (Νόρμαν Μέηλερ). Ο Μίλερ παραθέτει τον Γουίτμαν: «Εγώ, ο Ουόλτ… Βαίνω προς το όραμά μου…Λατρεύω τον εαυτό μου… Εγώ ο Ουόλτ Ουίτμαν, ένα σύμπαν, του Μανχάταν ο υιός, θυελλώδης, ανυπόταχτος, σαρκώδης, αισθησιακός, να τρώω, να πίνω, να γεννοβολάω… Βγάλτε τις κλειδαριές από τις πόρτες!... υπάρχω, όπως υπάρχω, κι είν’ αρκετό αυτό…».
Ο Μίλερ λατρεύει τα μεγάλο Εγώ, αλλά στέλνει στον απόπατο τα μικροεγώ των «πετυχημένων»: «Τους άλλους, τους πετυχημένους, τους είχα δει με τα βρακιά κατεβασμένα, είχα δει τις στρεβλωμένες ραχοκοκαλιές τους… Ναι, όλους αυτούς τους αργόστροφους με τις μεταξωτές τους φόδρες… Και τι πύον και τι λέρα όταν άνοιγαν τα βρωμερά τους στόματα!... Μια ζωή «εγώ» και «εγώ» και «εγώ»…».
Αρνείται την «ευτυχία», τη σχετική ευτυχία ενός Ροβινσώνα Κρούσου, που είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο το αμερικανικό Σύνταγμα ως βασική επιδίωξη του ανθρώπου. Αντίθετα, καταφάσκει στο δρόμο και την περιπέτεια, όχι για να την κοπανήσουμε από τον εαυτό μας, αλλά για να τον βρούμε. Προς τούτο ο Μίλερ λέει Όχι στις «πολιτισμένες ερήμους», «Όχι πια έρημα νησιά. Όχι Παράδεισος. Μήτε καν σχετική ευτυχία πια». Αυτή είναι η «Μαύρη Άνοιξη» του 1936. Τότε που οι άνθρωποι στις ΗΠΑ είχαν ήδη γίνει «μισοί άνθρωποι, μισοί σελιλόιντ… μισότρελοι, με τα δόντια γυαλισμένα, με τα μάτια παγωμένα. Οι γυναίκες να φοράνε ενδύματα ωραία, καθεμιά εφοδιασμένη με ένα παγερό ετοιματζίδικο χαμόγελο. Οι άντρες να χαμογελάνε κι αυτοί… Οι ζωντανοί ποδοπατούσαν τους νεκρούς, χαμογελώντας όλη την ώρα για να διαφημίσουν τα κατάλευκα καθαρά ωραία δόντια τους. Είναι αυτό το σκληρό χαμόγελο που μένει κολλημένο στη μνήμη μου… Η Αμερική να χαμογελάει στην ένδεια». Από την άλλη, η Ευρώπη, μια πουτάνα που έχει χαραγμένο στο πρόσωπό της όλη την «πάλη του πολιτισμού. Οι μεταναστεύσεις, τα μίση και οι διωγμοί, οι πόλεμοι…». Εδώ «δεν χαμογελάνε», τα πρόσωπα «είναι συντεθειμένα… με όρους φυλής, χαρακτήρα, ιστορίας», με τους όρους της ακόπαστης σύγκρουσης «ανάμεσα στον άνθρωπο και την πραγματικότητα»…

Ο Τροπικός του Καρκίνου
«Ο Τροπικός του Καρκίνου είναι μία διαθήκη βαμμένη με αίμα, αποκαλύπτει τα συντρίμμια της πάλης μου μέσα στα σωθικά του θανάτου. Η έντονη μυρωδιά του σαρκικού έρωτα που αναδύεται είναι στην πραγματικότητα ο μόσχος της γέννησης. Είναι δυσάρεστη και απεχθής μόνο για εκείνους που αποφεύγουν να παραδεχτούν τη σημασία του» θα πει ο ίδιος. Η λίμπιντο είναι η κινητήρια δύναμη της ζωής. Η καταπίεση και η απώθηση των παρορμήσεων είναι το πρόβλημα της πουριτανικής Αμερικής. Ο Μπλαιζ Σαντράρ παρουσιάζοντας τον «Τροπικό του Καρκίνου» γράφει: «Το βιβλίο ενός ξένου που κουβαλιέται στο Παρίσι, που χάνεται μέσα του, που χάνει το μυαλό του. Ένας Αμερικανός που δίνει βουτιά και πιάνει πάτο, που έχει παρτίδες με πουτάνες, με μεθύστακες σε όλες τις συνοικίες… Ένας άνθρωπος που μεθάει συχνά, ναι, αλλά συχνότερα βασανίζεται, ζαλίζεται από την πείνα, διότι αυτός ο αλήτης περιπλανιέται έξι χρόνια… Έτσι, ανακαλύπτοντας το Παρίσι… το τρώει, ξερνάει και κατουράει την πόλη, τη λατρεύει και την καταριέται…». Ο Μίλερ, τελικά, βιώνει το Παρίσι σαν το είδωλο του Ρεμπώ, σαν τον αμασκάρευτο Μπωντλαίρ που χώνεται στα μπορδέλα για να εισπνεύσει τη μυρωδιά του σαρκικού έρωτα των «άγιων πορνών», χάνεται μέσα στο πυρωμένο πλήθος που δεν κινείται από κάποια εξέγερση ή τη φωτιά στον πύργο της Βαστίλης αλλά από τη συνήθεια και τη χαρά της περιπλάνησης, της συνάντησης και της τυχαίας συνεύρεσης που πυρπολεί. Εδώ η πόλη είναι πόλη με προσωπικότητα που συνίσταται από τα πρόσωπα του πλήθους που την κατοικούν, που περιπλανώνται, πλανώνται, χάνονται και ξαναβρίσκονται εντός της.
Ο Μίλερ χτυπάει την υποκρισία των θρήσκων (ο άσπλαχνος ραβίνος, ο πάστορας με το πούρο και τη λιμουζίνα), αλλά συμφιλιώνεται με την κακοφορμισμένη πληγή και καταβυθίζεται σ’ αυτή, δοξολογώντας τη δημιουργικότητα και μυκτηρίζοντας την αδράνεια. Διότι «Ακόμα κι αν απομείνει μία όλη κι όλη χαίνουσα πληγή, θα πρέπει να αντλήσουμε κι απ’ αυτήν έστω κι αν δεν παράγει τίποτα παρά μονάχα βατράχια, και νυχτερίδες, και ανθρωπάρια», γράφει. Ο Μίλερ διαφωνεί με τον Μέηλερ. Υπάρχει κάποιος που έχει εκφράσει την Αμερική. Κι αυτός είναι ο Ουίτμαν. «Οτιδήποτε έχει αξία στην Αμερική, ο Ουίτμαν μπόρεσε να το εκφράσει, και δεν υπάρχει κάτι άλλο να ειπωθεί. Το μέλλον ανήκει στη μηχανή, στα ρομπότ. Ο Ουίτμαν ήταν ο Ποιητής του Κορμιού και της Ψυχής, ο πρώτος και ο τελευταίος ποιητής... Δεν υπάρχει αντίστοιχο στις γλώσσες της Ευρώπης για το πνεύμα που απαθανάτισε. Η Ευρώπη είναι διαποτισμένη από την τέχνη και το έδαφός της είναι σπαρμένο με κόκαλα νεκρά... Ο Γκαίτε είναι το τέλος κάποιων πραγμάτων, ο Ουίτμαν η αρχή».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου