Η εθνική άμυνα, δηλαδή οι στρατιωτικές δυνατότητες, καθορίζουν και το είδος της πολιτικής που μπορεί, ή που δεν μπορεί να ακολουθήσει. Στο υπόστρωμα βρίσκεται κυρίως το θέμα των “εργαλείων”, των εξοπλισμών. Περιέργως, είναι πιο αραιή και πιο συγκρατημένη η συζήτηση γύρω από το “τελικό στάδιο” αυτής της πολιτικής σκέψης, δηλαδή τον πόλεμο. Ο πόλεμος αποτελεί εξαιρετικά οδυνηρό γεγονός και είναι απόλυτα φυσικό οι κοινωνίες να τον απεύχονται.
Στην ειδησεογραφία, εξάλλου, για θερμό επεισόδιο μιλούμε συνήθως. Έτσι, λοιπόν, την ώρα που σε κάθε επίπεδο η Ελλάδα συζητά για φρεγάτες και μαχητικά, η προοπτική χρησιμοποίησής τους συρρικνώνεται στο θερμό επεισόδιο! Σε τέτοια κλίμακα στρατιωτικής εμπλοκής, όμως, αμφιβάλουμε αν η παρουσία αυτών των επιβλητικών οπλικών συστημάτων είναι αναγκαία. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν ανάποδα. Ας μιλήσουμε για πόλεμο πριν φθάσουμε στο θερμό επεισόδιο. Ίσως, έτσι κατανοήσουμε πως συνδέονται ετούτες οι διαφορετικής κλίμακας καταστάσεις μεταξύ τους.
Ο πόλεμος είναι ένα κατ’ εξοχήν “καταναλωτικό” γεγονός. Είναι σπατάλη ανθρώπινων ζωών και υλικού πλούτου. Καταναλώνει ζωές και αναλώνει πυρομαχικά, όπλα και υποδομές, πάνω στις οποίες στηρίζεται ο πολιτισμός και η καθημερινή ζωή. Για να γίνει λοιπόν πόλεμος χρειάζεται να υπάρχει “πλεόνασμα” από ανθρώπινες ζωές και υλικά μέσα. Καμία δύναμη ποτέ δεν κατέφυγε στον πόλεμο όταν της έλλειπαν τα βασικά “αναλώσιμα”, ζωές και πλούτος.
Το αμερικανικό παράδειγμα
Ας ξεκινήσουμε από τις ανθρώπινες ζωές. Τί θα μπορούσε να είναι “αναλώσιμο” μέγεθος; Για να μην θεωρηθούμε απόλυτα αμοραλιστές “τεχνοκράτες”, ας πάρουμε το παράδειγμα των ΗΠΑ στις εκστρατείες σε Αφγανιστάν και Ιράκ. Μια περιδιάβαση στους καταλόγους των νεκρών Αμερικανών στους δύο αυτούς πολέμους ξενίζει. Εντυπωσιακά μεγάλο ποσοστό των πεσόντων φέρει ισπανικά ονόματα.
Οι ΗΠΑ μπόρεσαν να στείλουν μαζικές στρατιωτικές δυνάμεις, διότι διέθεταν μια πηγή “αναλώσιμου” –κοινωνικά “φθηνού”– ανθρώπινου δυναμικού. Οι ισπανόφωνοι μετανάστες μπορούσαν να τύχουν ανοχής και ευεργετημάτων εάν δέχονταν να ενταχθούν στον αμερικανικό στρατό. Επρόκειτο για την ίδια ακριβώς διαδικασία, με την οποία στέλνονταν στα μέτωπα του Αμερικανικού Εμφυλίου οι πεινασμένοι Ιρλανδοί μετανάστες του 1860 που έφταναν στη Νέα Υόρκη. Σκηνές που εύστοχα μας έδειξε η ταινία “Συμμορίες της Νέας Υόρκης”.
Ένας από τους λόγους που οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να αναλάβουν μαζικές εκστρατείες είναι ότι στέρεψε η πηγή “αναλώσιμου” ανθρώπινου δυναμικού. Δεν στέρεψε, επειδή τελείωσαν οι απελπισμένοι που συνωστίζονται στα νότια σύνορα των ΗΠΑ. Στέρεψε για λόγους κοινωνικών ισορροπιών, καθώς ο δια του πολέμου μηχανισμός ένταξης ισπανόφωνων μεταναστών στην αμερικανική κοινωνία, άρχισε να μετατρέπει ζώνες των ΗΠΑ σε δεύτερο Μεξικό: Σχεδόν 60.000.000 είναι πλέον οι ισπανόφωνοι στις ΗΠΑ (19% του πληθυσμού).
Ο βασικός δείκτης για την διαθεσιμότητα “αναλώσιμου” ανθρώπινου πλεονάσματος είναι φυσικά ο δημογραφικός. Κοινωνίες όπου οι δείκτες φυσικής ανάπτυξης του πληθυσμού έχουν αρνητικό πρόσημο (λιγότερα από δύο παιδιά για κάθε γυναίκα/ζευγάρι σε παραγωγική ηλικία) αναλογίζονται με τρόμο τις δημογραφικές ανατροπές που μία έκτακτη θνησιμότητα νέων ανθρώπων μπορεί να επιφέρει. Αποφεύγουν, λοιπόν, να εμπλακούν σε πόλεμο.
Είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης και η Ιαπωνία. Η Ρωσία π.χ. ενέταξε τις στρατιωτικές της δυνατότητες στην πολιτική της μετά το 2007-2008, όταν για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αποκαταστάθηκε μια σχεδόν ομαλή φυσική δημογραφική συμπεριφορά. Αναφέρουμε ως στατιστική παρένθεση, ότι για την Τουρκία το σχετικό μέγεθος ήταν 2,05 ανά γυναίκα το 2015 και 2,48 το 2000, στην εποχή γέννησης δηλαδή των σημερινών κλάσεων στρατεύσιμων. Για την Ελλάδα αντιστοίχως είναι 1,30 ανά γυναίκα το 2015 και 1,25 το 2000. Για την Κύπρο 1,44 ανά γυναίκα το 2015 και 1,71 το 2000 (στοιχεία Παγκόσμιας Τράπεζας).
Οι μικρομεσαίοι δεν πάνε πόλεμο
Η ύπαρξη “αναλώσιμου” ανθρώπινου δυναμικού δεν εξαρτάται μόνο από τη δημογραφία. Κοινωνικοί παράγοντες το καθορίζουν στον ίδιο σχεδόν βαθμό. Σε μια κοινωνία με αναπτυγμένα τα μεσαία αστικά στρώματα, οι διαθεσιμότητες περιορίζονται. Τα στρώματα αυτά διαθέτουν περιουσία, αν και δεν κατέχουν μέσα παραγωγής. Στην ουσία η περιουσία τους –συνήθως ακίνητα– αποτελεί μόνο το μέσο για την επιβεβαίωση της ενδιάμεσης κοινωνικής τους θέσης: δεν είναι ούτε προλετάριοι, ούτε καπιταλιστές.
Το αδύναμο σημείο είναι η μεταβίβαση της περιουσίας από γενιά σε γενιά. Τυχόν δυσλειτουργία σ’ αυτό το επίπεδο οδηγεί σε κοινωνική υποβάθμιση, καθότι χάνεται η μόνη εγγύηση της κοινωνικής υπόστασης της οικογένειας, η μόνη διαφοροποίηση από τους προλεταρίους. Η αγχωτική συμπεριφορά αυτής της κοινωνικής ομάδας ως προς τα παιδιά της (συνήθως δύο) οφείλεται ακριβώς σ’ αυτόν τον φόβο.
Προφανώς, για τα μικρομεσαία αστικά στρώματα η εμφάνιση ενός έκτακτου παράγοντα “θνησιμότητας”, όπως είναι ο πόλεμος, προκαλεί ανησυχία και απέχθεια. Δεν απειλείται μόνο η βιολογική ισορροπία της οικογένειας, αλλά και η κοινωνική της θέση και υπόσταση. Στις εύθραυστες αυτές κοινωνικές ισορροπίες δεν υπάρχουν “αναλώσιμοι” άνθρωποι, δεν είναι κοινωνικά επιθυμητό να υπάρχουν.
Γιατί οι Ισραηλινοί αλλάζουν
Το κατά πόσο η κοινωνική αυτή κατάσταση επηρεάζει τη δυνατότητα μιας χώρας να εμπλακεί σε πόλεμο φαίνεται με διαυγή τρόπο στην περίπτωση του Ισραήλ. Δεν είχε πρόβλημα παλαιότερα να κατανικήσει στρατούς πληθυσμιακά ισχυρότερων από αυτό κρατών, πληρώνοντας το αναγκαίο τίμημα σε ζωές. Τα τελευταία χρόνια αποφεύγει να εμπλακεί με μια σαφώς υποδεέστερη στρατιωτική οντότητα: την Χεζμπολάχ στο νότιο Λίβανο.
Η Χεζχμπολάχ ακυρώνει την υπεροχή του Ισραήλ σε υλικά και τεχνολογικά μέσα. Αποφεύγει να συγκρουστεί μαζί του σε κάθε πεδίο “τεχνικού πολέμου”, όπου τον πρώτο λόγο έχει η μηχανοκίνηση. Αντίθετα, περιμένει τον αντίπαλο σε ένα πολυδιάστατο οργανωμένο πεδίο μάχης επί και υπό του εδάφους, το οποίο για να κατακτηθεί επιβάλει μαζική εμπλοκή “αναλώσιμων” στρατευμάτων, με την έννοια ότι είναι αδύνατο να αποφευχθούν απώλειες. Η “μεσοαστική” κοινωνία του Ισραήλ αδυνατεί να εξεύρει “αναλώσιμους” πολεμιστές.
Έτσι, μέσα από τις κοινωνικές μεταλλάξεις, η πάλαι ποτέ “πολεμική” κοινωνία του Ισραήλ αντιδρά ολοένα και πιο αρνητικά στην προοπτική ανθρώπινων απωλειών σε συγκρούσεις. Ως εκ τούτου, η αμυντική πολιτική του Ισραήλ εστιάζεται σε ένα άπιαστο ως τώρα όνειρο: την ανακάλυψη ενός τρόπου πολέμου, όπου δεν θα χρειάζονται πολεμιστές, ή τουλάχιστον θα εκτίθενται σε κίνδυνο όσο το δυνατόν λιγότεροι! Ένα μεγάλο μέρος της φιλολογίας περί τεχνητής νοημοσύνης πηγάζει από αυτή την πολιτική ανάγκη που κατατρέχει και άλλες δυτικές χώρες.
Παρά τις παραπάνω διαπιστώσεις, η ισραηλινή κοινωνία έχει δημογραφικό πλεονέκτημα σε σχέση με την Ελλάδα. Η Ελλάδα παρουσίαζε αρνητικό ρυθμό φυσικής δημογραφικής ανάπτυξης (fertility rate) 1,43 στα 2017 (εκτίμηση CIA Factbook). Στο Ισραήλ ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 2,64. Εάν, λοιπόν, οι επιπτώσεις στη μαχητική δεινότητα του Ισραήλ επηρεάζονται σε τέτοιο βαθμό από την ύπαρξη του ενός και μόνο παράγοντα (μεσοστρώματα), σε μεγαλύτερο βαθμό επηρεάζεται η στρατιωτική δυνατότητα της Ελλάδας, όπου ισχύουν σε δραματικό βαθμό και οι δύο περιοριστικοί παράγοντες (παθητική δημογραφική δυναμική και μεσοστρώματα).
Μονόδρομος η αποτροπή
Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε επιπλέον επιχειρήματα, όπως π.χ. τα γεωγραφικά δεδομένα και τη “μαύρη τρύπα” που προκαλεί η μαζική μετανάστευση νέων επιστημόνων. Τα όσα εκθέσαμε αρκούν για να δώσουν ένα πρώτο στίγμα σχετικά με το τι μπορεί να είναι η ελληνική αμυντική πολιτική. Η αμυντική πολιτική, όπως κάθε πολιτική, έχει μπροστά της ένα ευρύ φάσμα από στόχους. Με βάσει τα υπάρχοντα δεδομένα επιλέγει τον κατάλληλο. Σε αυτό το πεδίο οι υπάρχουσες επιλογές χωρίζονται σε δύο σύνολα: σε εκείνες που αποβλέπουν σε μια “πετυχημένη” στρατιωτική εμπλοκή επιθετικού χαρακτήρα και σε εκείνες που επιδιώκουν την μη εμπλοκή.
Ανεξάρτητα από τους υπόλοιπους παράγοντες, στις περιπτώσεις όπου απουσιάζουν οι προϋποθέσεις επίτευξης πολιτικών στόχων διαμέσου του πολέμου (για τους λόγους που αναπτύξαμε) τότε επιλέγεται αναγκαστικά μια αμυντική πολιτική που στοχεύει στην μη πολεμική εμπλοκή. Αυτή η αμυντική πολιτική είναι η αποτροπή. Για να μην υπάρξει παρεξήγηση η αποτροπή δεν έχει καμία σχέση με την φοβική, συμβιβαστική και υποχωρητική πολιτική του κατευνασμού και εφησυχασμού που εφαρμόζουν οι ελληνικές κυβερνήσεις. Η πολιτική που εφαρμόζεται φέρνει πιο κοντά και τον πόλεμο και την ήττα. Το αντίθετο είναι η αποτροπή.
Η αποτροπή προϋποθέτει ότι πρέπει να έχεις τα μέσα (πολιτικά, στρατιωτικά και τεχνικά) για να εμποδίσεις τον αντίπαλο να προσφύγει στο ευνοϊκό γι’ αυτόν χώρο της στρατιωτικής αντιπαράθεσης και της συνακόλουθης απειλής χρήσης στρατιωτικής βίας. Η αποτροπή επίσης προϋποθέτει ότι εάν επιχειρήσει να σου επιτεθεί θα είσαι αποφασισμένος να χρησιμοποιήσεις όλα τα στρατιωτικά σου μέσα για να πληρώσει βαρύτατο τίμημα. Θα ήταν, λοιπόν, καλό να αρχίζαμε τη συζήτησγ από αυτό το σημείο.
Πηγή: slpress.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου