Δημήτρης Σεβαστάκης
Οι πολιτικές και στρατιωτικές ελίτ της Τουρκίας θεωρούν πως η χώρα τους ασφυκτιά στα σύνορά της. Ότι η ιστορική θέση της, η αξία της δεν αντιστοιχούν στα σημερινά σύνορα και γι’ αυτό πρέπει να επεκταθεί. Και επεκτείνεται. Στην Κύπρο με... την εισβολή και κατοχή από το 1974, στη Συρία και στο Ιράκ με πρόσχημα το Κουρδικό, στην Κεντρική Ασία με μοχλό τουρκογενείς πληθυσμούς, στη Λιβύη με εκστρατευτικό σώμα και επίστεψη το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Αλλά διεισδύει οικονομικά, διπλωματικά και με άλλους τρόπους και στην Αφρική. Τέλος πάντων, εισβάλλει ή επεκτείνεται όπου μπορεί και όποτε της δίνεται η ευκαιρία. Εκμεταλλεύεται συνήθως δυτικές στρατιωτικές επεμβάσεις και το χάος που δημιουργούν (Συρία, Ιράκ, Λιβύη) ή γεωπολιτικά κενά (Ουκρανία, Ρωσία) και τρυπώνει. Τα τελευταία χρόνια, με την ευφυέστατη διοίκηση του αυταρχικού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, έχει ενισχυθεί η επεκτατική κουλτούρα με στρατιωτικοποίηση μέρους της οικονομίας της. Πέρα από την παραγωγή σύγχρονων οπλικών συστημάτων, χρηματοδοτεί και συστηματική έρευνα στο συγκεκριμένο πεδίο. Άρα, μεταβάλλει τον διεκδικητισμό σε αναπτυξιακό οικονομικά στοιχείο - και επεκτατισμός, και εμπορευματοποίηση/βιομηχανοποίησή του. Η γειτονική μας χώρα έχει να επιδείξει μεγάλα οικονομικά, παραγωγικά, πολιτικά και διπλωματικά επιτεύγματα και το ενδιαφέρον είναι ότι αυτά συντελούνται στο πλάι μιας δημοκρατικής έκπτωσης και μιας σημαντικής προσβολής ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ένας ιδιότυπος εξαιρετισμός, που μεταβλήθηκε σε παραγωγική ώση μαζί με τη γνωστή διπλωματική επιδεξιότητα. Η κεντρική θεώρηση που επικρατεί στην Τουρκία ταυτίζει τη γεωγραφική και εθνολογική επέκταση με την αξιακή επιβεβαίωση. Όσο περισσότερος χώρος (γεωγραφικός, πολιτιστικός και επιρροής) τόσο καλύτερα. Δεν είναι η μόνη χώρα του κόσμου μ’ αυτή τη μεγαλοκρατική εμμονή. Απλώς μέρος της φαντασίωσης το πληρώνει και ο τόπος μας τόσο με την υπό κατοχή Κύπρο όσο και με τη λεγόμενη «κούρσα των εξοπλισμών» ή την τροφοδοσία εθνικισμών.
Για την Αριστερά (συνολικά) τα θέματα εξωτερικής πολιτικής ήταν πάντα δύσκολα. Ναι μεν επιδίωξη εθνικής ανεξαρτησίας, αλλά η (ορθή) αντιεθνικιστική προσήλωση συκοφαντούνταν από τους αντιπάλους ως μειωμένος πατριωτισμός. Ναι μεν παραγωγική χειραφέτηση, ναι μεν εξυγίανση των αμυντικών βιομηχανιών, αλλά και δυσκολία να γίνει δεκτό να εξάγουν προϊόντα, αφού πρόκειται για «εργαλεία θανάτου». Πολλές φορές η ιδεολογική αδυναμία της Αριστεράς να εμβαθύνει στη διεθνιστική κουλτούρα την οδηγούσε σε σύγχυση για τη σημαντική έννοια της ταυτότητας, αλλά την οδηγούσε επίσης σε μανιχαϊστικές απλουστεύεις στην εξήγηση των εθνικιστικών στερεοτύπων. Πάγωνε όταν, πολύ συχνά, τυχοδιωκτικές γειτονικές κυβερνήσεις κατέφευγαν στον εθνικισμό ως πλυντήριο της διαφθοράς τους (όπως εξάλλου συμβαίνει κι εδώ). Ενώ βρισκόταν η ίδια συχνά σε αδυναμία να βρει τους κώδικες με τους οποίους να απεικονίζεται η πλούσια διεθνής κουλτούρα της και να μην φαίνεται άψυχη, αμυντική και αμήχανη, στην περίοδο της πράξης εφάρμοσε ευφάνταστες πολιτικές ισχύος και φιλίας, κατάφερε ως κυβέρνηση να κάνει την καλύτερη δυνατή συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία και συγχρόνως να βρει ισορροπίες με την Τουρκία στο Αιγαίο (χάνοντας όμως τον έλεγχο στο Προσφυγικό με τον πόλεμο στη Συρία, αφού στον γρίφο έπρεπε να επινοήσει λύσεις εκ του μηδενός). Προώθησε όμως έναν πολύπλευρο γεωπολιτικό συνεργατισμό, ιδίως στην Ανατολική Μεσόγειο, προώθησε τα ζητήματα αγωγών και διασύνδεσης με ευφυή τρόπο. Είναι ενδιαφέρον ότι το τουρκολυβικό μνημόνιο αιφνιδίασε την υποτίθεται πολύ πιο έμπειρη συντηρητική κυβέρνηση του 2019 και όχι τον ΣΥΡΙΖΑ. Ας εκτιμηθεί η θέση του κυρίου Συρίγου περί «παρωχημένης» Συνθήκης της Λωζάννης ως ευρύτερη επιλογή και όχι ως αδεξιότητα. Είναι προφανές ότι το ταξίδι (μάλλον δημοσίων σχέσεων) του κυρίου Ερντογάν στην Ελλάδα και το ευπρόσδεκτο αλλά κούφιο κείμενο της Διακήρυξης επιβάλλουν πολύ μεγάλη επιμέλεια στην επεξεργασία και στην προβολή τολμηρών κριτικών θέσεων για την εξωτερική πολιτική.
Για την Αριστερά (συνολικά) τα θέματα εξωτερικής πολιτικής ήταν πάντα δύσκολα. Ναι μεν επιδίωξη εθνικής ανεξαρτησίας, αλλά η (ορθή) αντιεθνικιστική προσήλωση συκοφαντούνταν από τους αντιπάλους ως μειωμένος πατριωτισμός. Ναι μεν παραγωγική χειραφέτηση, ναι μεν εξυγίανση των αμυντικών βιομηχανιών, αλλά και δυσκολία να γίνει δεκτό να εξάγουν προϊόντα, αφού πρόκειται για «εργαλεία θανάτου». Πολλές φορές η ιδεολογική αδυναμία της Αριστεράς να εμβαθύνει στη διεθνιστική κουλτούρα την οδηγούσε σε σύγχυση για τη σημαντική έννοια της ταυτότητας, αλλά την οδηγούσε επίσης σε μανιχαϊστικές απλουστεύεις στην εξήγηση των εθνικιστικών στερεοτύπων. Πάγωνε όταν, πολύ συχνά, τυχοδιωκτικές γειτονικές κυβερνήσεις κατέφευγαν στον εθνικισμό ως πλυντήριο της διαφθοράς τους (όπως εξάλλου συμβαίνει κι εδώ). Ενώ βρισκόταν η ίδια συχνά σε αδυναμία να βρει τους κώδικες με τους οποίους να απεικονίζεται η πλούσια διεθνής κουλτούρα της και να μην φαίνεται άψυχη, αμυντική και αμήχανη, στην περίοδο της πράξης εφάρμοσε ευφάνταστες πολιτικές ισχύος και φιλίας, κατάφερε ως κυβέρνηση να κάνει την καλύτερη δυνατή συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία και συγχρόνως να βρει ισορροπίες με την Τουρκία στο Αιγαίο (χάνοντας όμως τον έλεγχο στο Προσφυγικό με τον πόλεμο στη Συρία, αφού στον γρίφο έπρεπε να επινοήσει λύσεις εκ του μηδενός). Προώθησε όμως έναν πολύπλευρο γεωπολιτικό συνεργατισμό, ιδίως στην Ανατολική Μεσόγειο, προώθησε τα ζητήματα αγωγών και διασύνδεσης με ευφυή τρόπο. Είναι ενδιαφέρον ότι το τουρκολυβικό μνημόνιο αιφνιδίασε την υποτίθεται πολύ πιο έμπειρη συντηρητική κυβέρνηση του 2019 και όχι τον ΣΥΡΙΖΑ. Ας εκτιμηθεί η θέση του κυρίου Συρίγου περί «παρωχημένης» Συνθήκης της Λωζάννης ως ευρύτερη επιλογή και όχι ως αδεξιότητα. Είναι προφανές ότι το ταξίδι (μάλλον δημοσίων σχέσεων) του κυρίου Ερντογάν στην Ελλάδα και το ευπρόσδεκτο αλλά κούφιο κείμενο της Διακήρυξης επιβάλλουν πολύ μεγάλη επιμέλεια στην επεξεργασία και στην προβολή τολμηρών κριτικών θέσεων για την εξωτερική πολιτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου