Η Σταύρωση αποτελεί μία καταδίκη του πολιτικού κακού, αλλά με τρόπο που δεν καταδικάζεται κανένα ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά μόνο η βία αυτή καθ’ αυτήν.
Η Σταύρωση αποτελεί μία καταδίκη του πολιτικού κακού, αλλά με τρόπο που δεν καταδικάζεται κανένα ανθρώπινο πρόσωπο, αλλά μόνο η βία αυτή καθ’ αυτήν. Πολλοί στοχαστές από τους Βυζαντινούς θεολόγους, μέχρι σύγχρονους ανθρωπολόγους και ψυχαναλυτές έχουν δει τη Σταύρωση ως μια υπέρβαση φαύλων κύκλων. Οντολογικώς, του φαύλου κύκλου ανάμεσα στη γέννηση και τον θάνατο, ηθικώς αυτού ανάμεσα σε κάθε είδους ανταποδοτικότητα ως αρχή της δικαιοσύνης, ψυχολογικώς αυτού ανάμεσα στην ηδονή και την οδύνη κατά τον άγιο Μάξιμο Ομολογητή (θεολόγος του 7ου αιώνα), ενώ στον 20ο αιώνα ο ανθρωπολόγος Ρενέ Ζιραρ έδειξε πώς η σταύρωση απελευθερώνει από τον μηχανισμό της θυματοποίησης.
Οι παλαιότεροι θεολόγοι του Μεσαίωνα τόνιζαν το πώς ο Χριστός δεν εισήλθε στην ανάμειξη ζωής και θανάτου της βιολογικής αναπαραγωγής. Αυτό είναι το νόημα του παραδοσιακού δόγματος της παρθενικής γεννήσεως. Στις μεσαιωνικές θεολογικές αφηγήσεις η βιολογική αναπαραγωγή θεωρείται ως ένα πτωτικό αντίδοτο στη θνητότητα, που έχει ως συνέπεια τη «διαδοχή», δηλαδή την αντικατάσταση των ανθρωπίνων προσώπων, που δεν μπορούν να συνυπάρξουν αιώνια. Σήμερα, πολλοί θεολόγοι αναδιατυπώνουν τη θεώρηση αυτή υπό τo φως των εξελικτικών βιολογικών θεωριών που βλέπουν την αναπαραγωγή ως ένα μέσο του «εγωιστικού γονιδίου» να επιβιώσει σε βάρος των ατομικών σωμάτων που μπαίνουν σε διαδικασία προγραμματισμένου γήρατος και θανάτου, μόλις περατωθεί ο αναπαραγωγικός κύκλος. Το είδος επιβιώνει έτσι σε βάρος του προσώπου. Η σύνδεση αναπαραγωγής και θανάτου στη χριστιανική δογματική έχει γοητεύσει και τη λακανική ψυχανάλυση.
Στο ιδίωμα των χριστιανών Πατέρων, το ότι ο Χριστός δεν είχε εισέλθει στη διαδικασία της αναπαραγωγής σήμαινε ότι το πάθος του θανάτου του ήταν «εκούσιο». Όπως ο Χριστός δεν γεννήθηκε μέσα σε μια ανθρώπινη οικογένεια, έτσι και δεν ήταν καταδικασμένος σε μια καταναγκαστική φθορά γήρατος, αλλά προσήλθε αυτοβούλως στον μαρτυρικό θάνατο. Οι Βυζαντινοί Πατέρες τόνιζαν επίσης ότι σε κάθε πτωτικό φαύλο κύκλο ο Χριστός οικειωνόταν αυτοβούλως το κατά κόσμον θεωρούμενο «ανεπιθύμητο» σκέλος, έχοντας αποφύγει το αντίστοιχο θεωρούμενο «επιθυμητό». Κατά τον τρόπο αυτό, το σύστημα της φαύλης κυκλικότητας καθίστατο «αυτοκατάκριτον» κατά τον όρο του Μαξίμου Ομολογητού, δηλαδή αυτοκαταργείτο εκ των ένδον. Ο Χριστός έτσι επέλεξε εκουσίως στο οντολογικό επίπεδο να αναλάβει τον θάνατο, αλλά χωρίς να έχει περάσει μέσα από ανθρώπινη γέννηση. Στο ψυχολογικό επίπεδο, οικειώθηκε την οδύνη, χωρίς να έχει βιώσει την ηδονή. Η Σταύρωση ως εκούσιος θάνατος και οδύνη θεωρείται έτσι ως εκ των έσω ανατροπή της κυκλικότητας που συνδέει γέννηση και θάνατο, ηδονή και οδύνη στην ανθρώπινη εμπειρία.
Πρόσφατοι ανθρωπολόγοι, όπως ο Ρενέ Ζιράρ τονίζουν περισσότερο την πολιτική διάσταση του πώς ο Χριστός ανέτρεψε την κυκλικότητα της ανθρώπινης βίας. Κατά τον Ζιράρ, η βία του ανταγωνισμού που διέπει τις ανθρώπινες κοινωνίες οδηγεί στο θρησκευτικό φαινόμενο της θυματοποίησης, δηλαδή στο να τοποθετείται όλο το κακό σε ένα επιμέρους ον, λ.χ. τον εξιλαστήριο χείμαρρο ή αποδιοπομπαίο τράγο ή άλλα θύματα ανθρωποθυσιών ή θυσιών ζώων, και αυτό να εξοντώνεται ή να εξορίζεται. Τα θύματα αυτά είναι κατά κανόνα μερικώς μέτοχα στην αμαρτία της κοινότητας, ακόμη κι αν εμφανίζονται ως κατ’ αρχήν ξένα ή αν θεοποιούνται εκ των υστέρων, βλ. λ.χ. την ιστορία του Οιδίποδος. Ωστόσο, η μερικότητα των θυσιών αυτών σήμαινε ότι η βία ξανάρχιζε μετά την παροδική ανακούφιση της κοινωνίας. Η διαφορά που φέρνει η Σταύρωση του Χριστού, είναι ότι κάποιος που είναι κατά τη χριστιανική πίστη εντελώς ξένος από την κοινότητα ως Θεός και απολύτως αναμάρτητος, δηλαδή εντελώς αμέτοχος στο κοινωνικοπολιτικό κακό, λαμβάνει πάνω του ολόκληρο το κακό της κοινότητας, σταματώντας την κυκλικότητα της ανταπόδοσης. Για τον λόγο αυτό, η Σταύρωση θεωρείται ως η «τελευταία θυσία», ως η θυσία της εξόδου από τις θυσίες. Η Ευχαριστία που αποτελεί ανάμνησή της είναι η «αναίμακτη θυσία» που διαφοροποιείται από τις αιματηρές.
Η Σταύρωση θεωρείται ως η βαθύτερη υπαρκτική ανταπόκριση στις προηγούμενες θυσίες του Ιουδαϊσμού, αλλά και του Ελληνισμού. Στην ιστορία λ.χ. με τη μοιχαλίδα, που θεωρείται ότι αντιπροσωπεύει τον χαρακτηριστικό θυσιαστικό μηχανισμό, ο Χριστός πραγματοποιεί τα εξής: α) Λέει «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω», οπότε καλεί τον καθένα να σκεφτεί τη δική του συμμετοχή μέσα σε ένα αμαρτωλό κοινωνικό σύστημα αντί να θυματοποιήσει ένα άτομο. β) Καταδικάζει το κακό, αλλά με σωτηρία του προσώπου. γ) Με τη φράση «ουδέ εγώ σε κατακρίνω» δείχνει ότι παραιτείται από τη θυματοποίηση ακόμη και ο αναμάρτητος, αυτός δηλαδή που θεωρητικά θα είχε το «δικαίωμα» του λιθοβολισμού. Ωστόσο, το σημαντικότερο είναι δ) ότι η ιστορία αυτή ολοκληρώνεται ουσιαστικά με τη Σταύρωση. Τον λίθο που δεν έριξε ο αναμάρτητος σε κανέναν αμαρτωλό, τον ρίχνει στον εαυτό του με τη δική του αυτοθυσία. Η συνέπεια είναι ότι τα μέλη της κοινότητας που αποδέχονται την ύπαρξη αυτής της αυτοθυσίας αφενός καλούνται ακόμη περισσότερο να δουν το κακό μέσα τους, αφετέρου, όμως βιώνουν μία ιλιγγιώδη απελευθέρωση από τον θυσιαστικό μηχανισμό. Η Σταύρωση είναι, εξάλλου, η μόνη γνήσια εκπλήρωση της εντολής «ου φονεύσεις», αφού μόνο αυτός που αυτοθυσιάζεται εξέρχεται οντολογικώς από την ανακύκλιση της φονικότητας.
Αυτή η απελευθέρωση από την κυκλικότητα της βίας και της ανταπόδοσης εγκαινιάζει μια ζωή ελευθερίας στην πολιτική και κοινωνική συνύπαρξη. Βεβαίως, η βία και η συμμετοχή σε αυτήν συνεχίζεται, όμως ο πιστός έχει τη δυνατότητα της διαρκούς μετάνοιας που είναι ένα θρησκευτικό αντίστοιχο της διαρκούς επανάστασης. Είναι εύλογη η κριτική στον χριστιανισμό ότι οδηγεί σε μία εσωτερίκευση, η οποία μπορεί να ωθήσει σε καταδίκη της αντιστασιακής αντιβίας και έτσι σε μία ντε φάκτο συμπόρευση με τους ισχυρούς. Ωστόσο, είναι οντολογικώς πολύ σημαντικό ότι η χριστιανική πίστη τολμά να προσφέρει μία έξοδο από την κυκλικότητα. Ειδικά στην εποχή μας, όταν οι συνασπισμοί θεωρούν ότι μπορεί να εμβαθύνονται μόνο μέσα από την ανεύρεση ή εφεύρεση εχθρών, επιβεβαιώνοντας τον Ζιράρ, και μέσα από την ενορχηστρωμένη μιντιακή δαιμονοποίηση. Ο πιστός που καλείται «να βρει το κακό μέσα του» μετά από την απελευθέρωση που προσφέρει η Σταύρωση ενός Θεού είναι κάποιος ο οποίος επίσης καλείται να αντισταθεί στη δαιμονοποίηση, στα μανιχαϊστικά σχήματα, που εξυπηρετούν την εξουσία.
Η Σταύρωση είναι εξάλλου η έσχατη ενσάρκωση, είναι η μετατροπή της επιθυμίας σε αγάπη, δηλαδή η αντιστροφή της φοράς που έχει η επιθυμία προς το άπειρο και ο εντοπισμός της στο απόλυτα συγκεκριμένο, στον πλησίον, που μπορεί να είναι και εχθρός, στον ανήθικο, στον άσχημο. Το μήνυμα αυτό έχει μία γνησιότατη ανατρεπτική αιχμή στην καπιταλιστική εποχή μας της αποθέωσης της αέναης επιθυμίας. Οι σημερινές μάχες, εξάλλου, κρίνονται περισσότερο από την αντοχή, από την επιμονή σε συγκεκριμένες εντοπιότητες και από την άρνηση φυγής. Και η Σταύρωση ως απόλυτη παραμονή στην εντοπιότητα καλεί σε παρόμοιες νίκες διά του επωμισμού της ήττας, που είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρες από ποτέ.
ΕΙΚΟΝΑ: Η Ανάστασις. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Μονή της Χώρας – Κωνσταντινούπολη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου