του Σωτήρη Γλυκοφρύδη
Στο ερώτημα, από πότε είχε τεθεί το γλωσσικό ζήτημα, δηλαδή ότι μιλάμε το ίδιο αλλά δεν καταλαβαινόμαστε, εννοώντας άλλο ο ένας και άλλο ο άλλος, η απάντηση είναι ότι υπήρξε «από πολύ παλιά», καθόσον οι ενδείξεις συγκλίνουν ότι είχε ενσκήψει έντονα πριν ακόμη από τους κλασικούς μας χρόνους.
Στο ερώτημα, από πότε είχε τεθεί το γλωσσικό ζήτημα, δηλαδή ότι μιλάμε το ίδιο αλλά δεν καταλαβαινόμαστε, εννοώντας άλλο ο ένας και άλλο ο άλλος, η απάντηση είναι ότι υπήρξε «από πολύ παλιά», καθόσον οι ενδείξεις συγκλίνουν ότι είχε ενσκήψει έντονα πριν ακόμη από τους κλασικούς μας χρόνους.
Την προσωκρατική εποχή, ο Πυθαγόρας προτιμούσε στην ερμηνεία του για τη φύση να χρησιμοποιεί τους...
αριθμούς, διότι έχουν συνέχεια, συνέπεια, σταθερότητα, και δεν υπόκεινται, όπως οι λέξεις, σε παρανοήσεις. Ακολουθεί κατά πόδας ο Παρμενίδης ο Ελεάτης, ο οποίος στο έργο του «Περί Φύσεως», τελειώνει με μια προτροπή, εκ μέρους της θεάς Αλήθειας, ότι «στην ανθρωπότητα δεν θα υπάρχει αίσιον αν δεν επαναπροσδιοριστεί στη γλωσσική σημειολογία». Έπεται ο Σωκράτης, μαθητής του Παρμενίδη στην ηλικία των 14 ετών του, μαζί με τον φίλο του Αντισθένη, σφάζοντας με το μπαμπάκι ή τσιμπολογώντας σαν αλογόμυγα τους άσχετους στη νοηματική προσέγγιση της γλώσσας ο πρώτος, και αλυχτώντας ή δαγκώνοντάς τους ο δεύτερος, ως ηγέτης της κυνικής σχολής που ήταν.
Από πολλά στοιχεία προκύπτει πως το πρόβλημα της γλώσσας είχε τεθεί πολύ πριν από τον Πλάτωνα, ο οποίος με το έργο του «Κρατύλος» θεωρείται λαθεμένα ή και υπερεκτιμημένα ως ο πρώτος «γλωσσολόγος».
Ας επικεντρωθούμε όμως στον πρωτοπόρο Παρμενίδη με το δίδυμο Σωκράτη – Αντισθένη που ακολούθησαν, μια που πρώτοι, κατ’ ουσίαν, ασχολήθηκαν με το πρακτικό πρόβλημα της γλώσσας, καθόσον ο Πυθαγόρας απαξίωσε να ασχοληθεί μαζί της. Γι αυτό δικαίως ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει τον Σωκράτη ότι υπήρξε με σιγουριά ως σημαντικός εννοιολόγος.
Αυτό όμως που ενώνει και τους τρείς πρωτοπόρους της έρευνας της γλώσσας, τους Παρμενίδη, Σωκράτη και Αντισθένη, είναι η κοινή τους θέση, ότι η γλώσσα περιέχει μέσα της μια εσώκλειστη βαθύτερη αλήθεια, άνευ της οποίας θα ζούμε σε ένα σύγχρονο πύργο της Βαβέλ, δηλαδή θα μιλάμε σχεδόν το ίδιο αλλά από διαφορετικά βιώματα δεν θα καταλαβαινόμαστε, όπως πρέπει.
Τα αυτά περίπου έλεγε την ίδια εποχή και στην Κίνα, ο Κομφούκιος, θεωρώντας την διδασκαλία του καταδικασμένη αν δεν γίνει επαναπροσδιορισμός της γλώσσας. Η διαφορά όμως των Ελλήνων με τον Σίνα, είναι ότι οι τρείς πρώτοι υποστήριζαν ότι ο άνθρωπος πρέπει να επαναπροσδιοριστεί στα νοήματα της γλώσσας, ενώ ο Κινέζος θεωρούσε πως οφείλει η γλώσσα να προσδιοριστεί στα νοήματα του ανθρώπου. Ουσιώδεις συγκλήσεις, πλην όμως και εκ διαμέτρου αντίθετες, εκεί δηλαδή που οι Έλληνες έθεταν τη γλώσσα ως φιλοσοφική λήκυθο ή λίθο, ο Κομφούκιος την ενστερνιζόταν ως μέσον και αποτέλεσμα.
Περιέχουν όντως οι λέξεις μια εσώτερη κρυφή αλήθεια; Μιλάμε επιφανειακά με κώδικες απο συμβάσεις, ερμηνεύοντας τις λέξεις κατά το δοκούν, όπως λέει ο Παρμενίδης, και επαναλαμβάνει 2.500 χρόνια μετα ο Βιτγκενστάιν, έχοντας ξεφύγει, όλοι μας, κατά κάποιο τρόπο διαφορετικά ο καθείς, από την απτή λεκτική πραγματικότητα; Είμαστε, κοινώς, λεκτικά, ψευδείς, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο;
Αν σκύψουμε πάνω από κάθε λέξη, αναλύοντας την, συνήθως με τη συναισθηματική λαλιά των νηπίων (διότι η βρεφική γλώσσα είναι η ιστορία της) ανακαλύπτουμε ότι, ναι, είμαστε ψευδεπίγραφοι, μιλώντας με συμβασιούχους κώδικες που τους δομούν πολλά, με προεξάρχοντα, το χρόνο. Παράδειγμα, η λέξη «δικαιολογία». Ποια είναι η διαφορά της με το «δίκαιο λόγο», αν όχι η συμπίεση του χρόνου;
Είναι λυπηρό κάποιος να τροποποιεί αγγέλματα φερόμενος κατά των ειδώλων που έκαναν επαναστάσεις, μονομερείς ή λάθος, παράγοντας άλλο αντί γι’ άλλου αποτέλεσμα, αλλά αυτό, πολύ συχνά και σε πολλούς τομείς, συμβαίνει, ακόμα και στον κοινωνικό ιστό. Παράδειγμα, ο Μαρξ, που έθεσε το πλήθος ως διεκδικητή της εξουσίας, απεδείχθη όμως αιώνιος φοιτητής στην έρευνα της γλωσσολογίας, διότι «κεφάλαιο», στο οποίο καταφέρθηκε, σημαίνει εμμέσως και γνώση που καταλήγει στο κεφάλι μας, η οποία δίδει υπεραξία. Επομένως, επιτέθηκε στην μια υφή - φύση του κβαντικού προβλήματος, την υλιστική, παραβλέποντας την άλλη, την πνευματική. Δεν γίνεται όμως να στραφείς κατά της μιας πλευράς του αυτού νομίσματος.
Μετά την πολιτική συμπεριφορά, που λεκτικά σημαίνει τρόπο ζωής στην πόλη (με κατάπνιξη των ορμέφυτων, άρα τεχνηματική), ας πάμε στη θρησκεία. Η λέξη «θρήσκω» παράγεται από τον θρόισμα και τον ίσκιο, που παραπέμπει στο ότι η θρησκεία δημιουργήθηκε όταν ο άνθρωπος πρωτασχολήθηκε με το θρόισμα και τις σκιές που προκαλούσε στις φυλλωσιές ο αέρας και ο ήλιος. Η θρησκεία ακόμα βρίσκεται να εκτελεί το τελετουργικό της με ψιθύρους στο ημίφως.
Μετά από την εύρεση της αλήθειας, αναλύοντας μια λέξη, ας πάμε τώρα για να δούμε το πώς οι λέξεις διαιωνίζουν τις συνήθειές μας, επιβαλλόμενες στο χαρακτήρα μας και εξερχόμενες από αυτόν ως βιωματική εμπειρία. Ας χρησιμοποιήσουμε στην έρευνά μας δυο συχνές λέξεις, τη «φιλανθρωπία», και την κατεξοχήν Ελληνοκεντρική, το «φιλότιμο».
Αρχίζουμε με την πρώτη. Τι σημαίνει η λέξη «φιλάνθρωπος»; Ο σκύλος θεωρείται συχνά φίλος του ανθρώπου. Η λέξη φίλος, έχοντας δίγαμα και τη ρίζα ήλιος, σημαίνει τη δισυπόστατη και συχνά ανόμοια σχέση ζέστης κι επαφής, και συχνά συν-τροφικότητας. Κατ’ ουσία, όμως, αυτός που θεωρεί τον εαυτό του «φιλάνθρωπο», αυτοπροσδιορίζεται κάτι παραπάνω του ανθρώπου. «Ανθρωπιστής», πιστεύω θα ήταν μια πιο σωστή η λέξη να αντικαταστήσει τη φιλανθρωπία, διότι φιλανθρωπία προκύπτει να δίνεις στον άλλον το περίσσευμά σου, θεωρώντας τον στο βάθος κάτι υποδεέστερο. Και αυτό το αναφέρω, για να δείξω το πόσο υποκριτές είμαστε, και ότι συχνά πίσω από τις λέξεις υπάρχει μια εσώτερη αλήθεια που δεν ερμηνεύεται όπως πρέπει αλλά εκφράζεται μονομερώς, αυτόνομα, πιστά και άθελά μας. Οι λέξεις «παίζουν» με τον άνθρωπο, δεν παίζει ο άνθρωπος με τις λέξεις.
Πάμε, τώρα, στην κατεξοχήν Ελληνική λέξη, το «φιλότιμο», την οποία οι ξένοι δεν την καταλαβαίνουν. Τι πάει να πει «έχω φιλότιμο»; Ή έχω τιμή ή δεν έχω. «Φίλος στην τιμή» σημαίνει πως την έχεις χάσει και ψάχνεις να τη βρεις όπου σε συμφέρει, σαν τη φιλοσοφία, που για να θέλεις φίλη τη σοφία σημαίνει πως την έχεις χάσει. Η λέξη «φιλότιμο», θαρρώ πως πρέπει να αντικατασταθεί στο λεξιλόγιό μας με την ισχυρότερη λέξη, «τιμή». Προτιμότερο είναι να ανήκουμε σε ένα έθνος, οικογένεια ή να ορίζουμε τον εαυτό μας με βάση την τιμή, παρά με το φιλότιμο που παραπέμπει ένιπτε και στην ατιμία. Μήπως δεν είναι έτσι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου