Ο Νικηφόρος Βρεττάκος έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή μου, και σαν ποιητής και σαν άνθρωπος, και μάλιστα σε δύο περιόδους. Την πρώτη περίοδο δεν τον γνώριζα ακόμα, οπότε το ρόλο αυτό τον έπαιξε και η ποίησή του και η δράση του, την οποία συχνά ξεχνάμε. Τη δεύτερη περίοδο, όπου συνδεθήκαμε και γίναμε φίλοι παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας, αυτό το ρόλο τον έπαιξε όχι μόνο η ποίηση αλλά και η προσωπικότητά του. Τον πρωτογνώρισα σαν ποιητή πολύ νέος, στον καιρό της Κατοχής, από την Ανθολογία του Ηρακλή Αποστολίδη, που ήταν ένα βιβλίο μύησης στην ποίηση. Σ’ εκείνη την πρώτη έκδοση, που είναι πια σπάνια και την οποία δεν έχω πια, κάποιος μου την πήρε, ο Βρεττάκος είχε πολλές σελίδες. Εκείνα που μου δημιούργησαν βαθιά εντύπωση ήσαν τα νεανικά του ποιήματα και κυρίως το Ταξίδι του Αρχάγγελου. Συνεχίζοντας τα διαβάσματά μου, μου φάνηκε σαν ένα ελληνικό «μεθυσμένο καράβι», σαν το Μεθυσμένο καράβι του Ρεμπώ σε μια ελληνική του έκφραση, ελληνική του εκδοχή. Χωρίς να υπάρχει αντιγραφή ή έστω βαθιά επίδραση, υπήρχε νομίζω μια παραλληλία. Αργότερα, και το «αργότερα» εκείνη την εποχή σήμαινε ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, γιατί στα χρόνια της Κατοχής, όπως και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όπου εμείς πάλι πόλεμο είχαμε, με τον Εμφύλιο, ο χρόνος ήταν πολύ πυκνός, έτσι λοιπόν αργότερα, λίγο μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944, διάβασα τις 33 ημέρες και συγκλονίστηκα. Ίσως ο Βρεττάκος ήταν ο μόνος ποιητής που έγραψε ένα σημαντικό ποιητικό έργο για τα δραματικά εκείνα γεγονότα. Με την Κατοχή και το Δεκέμβρη συνδύαζα και ένα άλλο ωραίο ποίημά του, «Το παιδί με τη φυσαρμόνικα».
Η ποίηση του Βρεττάκου ήταν αυτή που έπαιζε ρόλο και στη δική μου ζωή και στη ζωή, πιστεύω, των νέων ανθρώπων που τότε έμπαιναν στην ποίηση. Αλλά για μένα άρχισε σε λίγο να παίζει ρόλο και η δράση του. Στη δράση του αναφέρομαι συχνά γιατί είναι κάτι που πολλές φορές παρασιωπάται ή υποτιμάται, ή και μηδενίζεται. Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχνάμε πως αυτός ο τόσο ήπιος, γλυκός, συνεσταλμένος άνθρωπος είχε μιαν αγωνιστική δραστηριότητα η οποία έφτασε ώς τις έσχατες συνέπειές της, και οι έσχατες συνέπειες εκείνο τον καιρό ήταν η αντιμετώπιση του θανάτου. Μέσα στις φοβερές ώρες του Εμφυλίου Πολέμου, το 1947, αναλαμβάνει τη διεύθυνση του αριστερού περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα και συνεχίζει να έχει όλες τις ευθύνες που αυτό συνεπάγεται ώς το 1949. Δηλαδή την εποχή που λειτουργούν τα στρατοδικεία, που γίνονται εκτελέσεις, που πέφτουν κεφάλια, εκείνος κρατάει ζωντανό αυτό το περιοδικό, που η ύπαρξή του ήταν πολύ σημαντική για όλους τους ανθρώπους που μέσα στις διώξεις και την καταπίεση χρειάζονταν μιαν ανάσα. Όπως ανάσα έδινε κι ένα άλλο αριστερό περιοδικό που κράτησε μέσα στον Εμφύλιο Πόλεμο, ο Ανταίος, του οποίου ο εκδότης και διευθυντής, ο Δημήτρης Μπάτσης, κατέληξε, μαζί με τον Μπελογιάννη, στο απόσπασμα. Σ’ εκείνα τα τρομερά χρόνια βλέπω ξαφνικά σ’ ένα τεύχος των Ελεύθερων Γραμμάτων που βγαίνει προς τα τέλη του 1949 να μην υπάρχει πια το όνομα του Βρεττάκου. Ο Εμφύλιος Πόλεμος ως πολεμική αναμέτρηση έχει τελειώσει το φθινόπωρο του ’49, όταν ο Γράμμος έπεσε και ο Δημοκρατικός Στρατός υποχώρησε και κατόπιν αποσύρθηκε στις ανατολικές χώρες. Σε όλη εκείνη τη φοβερή χρονιά σφαγής και εξόντωσης, τα Ελληνικά Γράμματα εξακολουθούν να βγαίνουν, όμως το όνομα του Βρεττάκου έχει εξαφανιστεί. Σε μια σελίδα βλέπω πως διευθυντής έχει αναλάβει ο Γιάννης Αγγέλου (κι αυτός δυστυχώς δεν είναι πια εν ζωή).
Τότε λοιπόν μαθαίνω από τον Μιχάλη Βουρνά, αδελφό του Τάσου Βουρνά, καθοδηγητή μου στην παράνομη οργάνωση στην οποία ανήκω –όλα εκείνα τα χρόνια του Εμφυλίου, και ο πατέρας μου και εγώ ήμαστε ενταγμένοι στον παράνομο μηχανισμό–, ότι ο Βρεττάκος διαγράφηκε από το Κόμμα. Διαγράφηκε για ένα βαρύτατο παράπτωμα που έκανε με την έκδοση του βιβλίου του Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου. Εγώ έμεινα εμβρόντητος, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Όμως ο Μιχάλης μου εξήγησε, με μεγάλη του στενοχώρια, γιατί κι εκείνος αγαπούσε πολύ τον Νικηφόρο, ότι έκανε το σοβαρό λάθος να βάλει στο ίδιο επίπεδο τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση ως προς τις ευθύνες τους για την εξασφάλιση της Ειρήνης στον κόσμο. Αυτό σήμερα φαίνεται κωμικό. Τότε όμως δεν μπορούσες να πεις ότι για την ειρήνη του κόσμου ευθύνονται και οι δύο δυνάμεις. Την ειρήνη εξέφραζε μόνο η Σοβιετική Ένωση και τον πόλεμο εξέφραζε μόνο η Αμερική. Οπότε το να λέει κανείς ότι οι δύο αυτές ήσαν συνυπεύθυνες, ήταν περίπου εγκληματικό.
Πιο έπειτα είδα ότι στο βιβλίο αυτό έκανε και άλλα «παραπτώματα»: αναφερότανε στον Πασκάλ, στον Κίρκεγκωρ, στον Καμύ. Το να αναφέρεσαι σ’ αυτούς τους αντιδραστικούς διανοούμενους ήταν επίσης σοβαρό σφάλμα. Δεν θέλω να κρύψω πως τότε έτσι σκεφτόμουν κι εγώ. Παρ’ όλα αυτά δεν απομακρύνθηκα από το έργο του Βρεττάκου. Μάλιστα νόμισα πως διέκρινα μια σχέση ανάμεσα στη σκέψη του και στη σκέψη του Καμύ, όπως πιο πριν είχα δει κάποια σχέση του με τον Ρεμπώ. Σήμερα ο Καμύ επανέρχεται στη Γαλλία ως σημαντικός συγγραφέας και στοχαστής. Ελπίζω και σε μας το ενδιαφέρον να στραφεί και στο στοχασμό του Βρεττάκου. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Βρεττάκος δεν ήταν μόνο ένας σπουδαίος ποιητής, ήταν κι ένας στοχαστής που έγραψε σημαντικά κείμενα για τα προβλήματα της ποίησης, της τέχνης, της πολιτικής, της καθημερινής ζωής.
Πριν γνωρίσω τον Βρεττάκο, μου έτυχε και κάτι άλλο σχετικά με την ποίησή του, το οποίο έπαιξε ρόλο στη ζωή μου. Το 1951, που ήμουν στρατιώτης στο Δεύτερο Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (ΒΕΤΟ) στη Μακρόνησο, με στείλανε στην απομόνωση γιατί δεν υπέκυπτα σ’ αυτά που μου ζητούσαν να κάνω. Εκεί ένας στρατιώτης, ο Ιάσων Ιωαννίδης –αρκετά χρόνια αργότερα έμαθα πως ήταν ποιητής και διάβασα τα ωραία ποιήματά του–, με κίνδυνο να το πληρώσει ακριβά κατάφερε να μου δώσει κρυφά δύο βιβλία. Δύο μικρά βιβλία που έγιναν για μένα μεγάλο στήριγμα, κυρίως το ένα. Ήταν Ο Ταΰγετος και η σιωπή. Σ’ αυτό το ποιητικό βιβλίο του Βρεττάκου κατάλαβα ότι υπήρχε η απάντηση στη διαγραφή του. Ότι με τον ποιητικό του τρόπο έλεγε πως αυτά που του καταλόγισαν ήσαν ανυπόστατα, κυρίως το ότι φοβήθηκε, συμβιβάστηκε, εγκατέλειψε τον αγώνα. Αυτή ήταν η εύκολη συκοφαντία εκείνης της εποχής όταν ήθελες να εξοντώσεις κάποιον αγωνιστή που σε ενοχλούσε. Που ενοχλούσε, δηλαδή, το δογματισμό, την απόλυτη σταλινική εξουσία των ηγεσιών. Οπότε έπρεπε να κατηγορηθεί όχι μόνο ότι είχε άλλες απόψεις, αλλά ότι είχε τις κακές απόψεις, και κυρίως μια δειλή, συμβιβασμένη, συνθηκολόγα συμπεριφορά. Έχω πάντα σημειωμένα ορισμένα κομμάτια από αυτό το βιβλίο που με βοήθησαν να συνεχίσω να κρατάω στις φοβερές συνθήκες της απομόνωσης μέσα σ’ ένα ατομικό αντίσκηνο όπου έμπαινε η βροχή, πεσμένος πάνω στη λάσπη, με φαΐ μέρα παρά μέρα. Είχα πάθει υποτροπή της φυματίωσης από τις ταλαιπωρίες, τις κακουχίες, το σπάσιμο πέτρας, η υγεία μου κατέρρεε και κάθε τόσο με πήγαιναν στο Διοικητήριο για να μου πουν πως αν δεν υπογράψω, θα με αφήσουν εκεί να πεθάνω. Έτσι με βρήκε το βιβλίο του Βρεττάκου. Το άλλο ήταν ένα βιβλιαράκι του Μάρκου Αυγέρη για τον Έλιοτ, τον T. S. Eliot. Δεν συμφωνούσα μ’ αυτά που έλεγε, αλλά το ότι διάβαζα μέσα σ’ εκείνες τις συνθήκες μια σκέψη ζωντανή που ενεργοποιούσε τη δική μου ήταν κάτι πολύτιμο.
Θα παραθέσω δύο κομμάτια από ένα ποίημα του Ταΰγετου και της σιωπής, που για μένα ήταν ακριβώς η απάντηση του Βρεττάκου σε όλες εκείνες τις κατηγορίες, τη λάσπη που τελικά του ρίξανε. Το ένα:
Άλλωστε εγώ δεν έχω φίλους
Εξαντλήθηκαν οι μέρες της εμπιστοσύνης
Και η ευτυχία του κόσμου είναι μαχαίρι δίκοπο για εκείνον που την ονειρεύεται
Μούσκεψε το πουκάμισό μου στο αίμα
Με έπνιξε η σιωπή
Πάρε με κάτω από τον γκρίζο σου μανδύα
Κάτω από το σύννεφο που σε χωρίζει από τον Θεό
Θέλω να σου μιλήσω
Έριξες την αστροφεγγιά μέσα μου να με βασανίζει
Έριξες τον αγέρα των δασών σου μέσα μου
Μέσα μου τρικυμίζει ο άνεμος
Απέραντες εκτάσεις σιωπής
Πού να σταθώ με αυτό το βάρος
Πώς να περπατήσω
Πότε θα προφτάσω λοιπόν να ξεχωρίσω το νερό από το χώμα
Και όμως όχι, περίμενε,
Και την αποστολή που με φόρτωσες δεν θα στην γυρίσω πίσω.
Εξαντλήθηκαν οι μέρες της εμπιστοσύνης
Και η ευτυχία του κόσμου είναι μαχαίρι δίκοπο για εκείνον που την ονειρεύεται
Μούσκεψε το πουκάμισό μου στο αίμα
Με έπνιξε η σιωπή
Πάρε με κάτω από τον γκρίζο σου μανδύα
Κάτω από το σύννεφο που σε χωρίζει από τον Θεό
Θέλω να σου μιλήσω
Έριξες την αστροφεγγιά μέσα μου να με βασανίζει
Έριξες τον αγέρα των δασών σου μέσα μου
Μέσα μου τρικυμίζει ο άνεμος
Απέραντες εκτάσεις σιωπής
Πού να σταθώ με αυτό το βάρος
Πώς να περπατήσω
Πότε θα προφτάσω λοιπόν να ξεχωρίσω το νερό από το χώμα
Και όμως όχι, περίμενε,
Και την αποστολή που με φόρτωσες δεν θα στην γυρίσω πίσω.
Και το άλλο κομμάτι:
Σέρνω την καταματωμένη περηφάνια μου σαν ένα σκοτωμένο άλογο
Λέω πως με καταλαβαίνεις γέρο παππού
Σε ποιον άλλον να μιλήσω
Με αυτήν μου την σκοτωμένη φωνή
Σε ποιον άλλον που η θάλασσα
Είναι μητέρα του Ιωσήφ Κόντραντ
Σε ποιον άλλον που τα κύματά της
Δεν γνωρίζουν τίποτα από τη γλώσσα
Των κεραυνωμένων ελατιών
Σε ποιον άλλον αγαθέ μου γέροντα
Σε ποιον άλλον;
Έχω αρρωστήσει από τον αντίλαλο
Της ανανταπόδοτης φωνής μου
Να μαλώσεις τον άνεμο, να μαλώσεις τη νύχτα
Εγώ δεν είμαι να τους πεις ένα παιχνίδι για καμιά δύναμη
Εγώ δεν είμαι ένα τυχαίο περιστατικό να τους παραδοθώ
Σάλεψε τα μεγάλα φρύδια σου
Σήκωσε το ραβδί σου που σαλαγάει το γαλαξία τη νύχτα
Πες τους, πες τους, κάμε τους να το καταλάβουνε πως είμαι παιδί σου.
Λέω πως με καταλαβαίνεις γέρο παππού
Σε ποιον άλλον να μιλήσω
Με αυτήν μου την σκοτωμένη φωνή
Σε ποιον άλλον που η θάλασσα
Είναι μητέρα του Ιωσήφ Κόντραντ
Σε ποιον άλλον που τα κύματά της
Δεν γνωρίζουν τίποτα από τη γλώσσα
Των κεραυνωμένων ελατιών
Σε ποιον άλλον αγαθέ μου γέροντα
Σε ποιον άλλον;
Έχω αρρωστήσει από τον αντίλαλο
Της ανανταπόδοτης φωνής μου
Να μαλώσεις τον άνεμο, να μαλώσεις τη νύχτα
Εγώ δεν είμαι να τους πεις ένα παιχνίδι για καμιά δύναμη
Εγώ δεν είμαι ένα τυχαίο περιστατικό να τους παραδοθώ
Σάλεψε τα μεγάλα φρύδια σου
Σήκωσε το ραβδί σου που σαλαγάει το γαλαξία τη νύχτα
Πες τους, πες τους, κάμε τους να το καταλάβουνε πως είμαι παιδί σου.
Τώρα το ξαναβλέπω ότι αυτοί στους οποίους ήθελε να φτάσει η φωνή του ήταν ακριβώς το Κόμμα, αυτό το κόμμα που τον είχε διαγράψει και που ήθελε να το πείσει ότι «Εγώ δεν είμαι να τους πεις ένα παιχνίδι για καμιά δύναμη / Εγώ δεν είμαι ένα τυχαίο περιστατικό να τους παραδοθώ […] / Πες τους, πες τους, κάμε τους να το καταλάβουνε πως είμαι παιδί σου». Πως είναι παιδί, δηλαδή, του Ταΰγετου, αλλά και πως είναι παιδί της εποχής του, παιδί του αγώνα, παιδί της ποίησης, παιδί της ανθρώπινης κατανόησης και της ανθρώπινης αγάπης. Πράγματα που εκείνη την εποχή ήσαν καταδικαστέα. Είναι ενδιαφέρον ότι μέσα σε αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο μαρτυρίας του Κούλη Ζαμπαθά, ο οποίος παίζοντας το κεφάλι του κάθε μέρα έκρυψε σπίτι του και τον Πλουμπίδη και τον Μπελογιάννη, για το ίδιο πρόβλημα, ο Μπελογιάννης του λέει πως αυτά του Βρεττάκου είναι σορόπια. Και αυτή η τόσο απαξιωτική έκφραση δεν με εκπλήττει ούτε που τη βλέπω γραμμένη στη μαρτυρία αυτή, γιατί ακριβώς αυτή ήταν η κυρίαρχη αντίληψη, ότι όλα αυτά είναι μικροαστικός συναισθηματισμός, από τον οποίον πρέπει να απαλλαγούμε γιατί αυτός ο συναισθηματισμός σε παρεμποδίζει από το να είσαι ένας ακέραιος, συνεπής και τελικά αδυσώπητος, σκληρός και ωμός αγωνιστής. Αυτά τα σορόπια όμως ήταν η βαθύτερη αντίληψη των πραγμάτων που είχε ο Βρεττάκος και που δεν την άλλαξε κάτω από καμιά πίεση. Ξαναλέω το στίχο του: «Σέρνω την καταματωμένη περηφάνια μου σαν ένα σκοτωμένο άλογο». Εκείνη την εποχή εγώ μέσα στην παράνομη οργάνωση, ενώ δεν πείθομαι, το παραδέχομαι, δεν έχω ακόμα το σθένος να αντιταχθώ σε αυτή την αντίληψη περί σοροπιών. Και γι’ αυτό έχω εγκαταλείψει την ποίηση όλη εκείνη την περίοδο. Γιατί θεωρώ ότι η ποίηση είναι μια μικροαστική συναισθηματική ενασχόληση η οποία σε παρεμποδίζει στον αγώνα. Παρ’ όλα αυτά, το παράδειγμα του Βρεττάκου έπαιζε σημαντικό ρόλο ακόμα και τη στιγμή που το αρνιόμαστε.
Όταν το 1954 γύρισα στην Αθήνα από την εξορία στον Αϊ-Στράτη και με τον Κώστα Κουλουφάκο, τον Γιάννη Χαΐνη, τον Δημήτρη Ραυτόπουλο και, κυρίως, τον Νίκο Σιαπκίδη, που είχε την άδεια για την έκδοση του περιοδικού, βγάλαμε την Επιθεώρηση Τέχνης, από τους πρώτους ανθρώπους στους οποίους απευθυνθήκαμε ήταν ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Απευθυνθήκαμε σ’ αυτόν υπερνικώντας όλο το τείχος της συκοφαντίας και της σπίλωσης που είχε ορθωθεί ανάμεσα στον αριστερό κόσμο και τον Βρεττάκο. Από κει και πέρα αρχίζει η δεύτερη περίοδος, η περίοδος της γνωριμίας και της φιλίας με τον Νικηφόρο. Πήγαμε με τον Κουλουφάκο με πολύ δισταγμό, με μεγάλη συστολή, στο σπίτι του στον Πειραιά. Έμενε τότε με την οικογένειά του, τη γυναίκα του την Πίτσα και τα δύο μικρά ακόμη παιδιά τους, τον Κωστή και την Ευγενία, σ’ ένα σπίτι στην οδό Καραΐσκου που το θυμάμαι πάντα. Ήταν, νομίζω, στο νούμερο 106. Μας δέχτηκε με ανοιχτή καρδιά εμάς τους νεαρούς τότε. Εκείνος αναγνωρισμένος και καθιερωμένος ποιητής. Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν η φτώχεια, η αξιοπρεπής, βέβαια, αλλά πολύ μεγάλη φτώχεια. Και μου έκανε εντύπωση παρ’ όλο που η φτώχεια ήταν ο κανόνας, ήταν η μόνιμη κατάσταση στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια. Φτώχεια είχαμε κι εμείς μεγάλη στο σπίτι μας, δεν ξέραμε αν την άλλη μέρα θα έχουμε φαγητό να φάμε, εντούτοις η φτώχεια ήταν πιο έντονη εκεί, διότι οι οικιστικές συνθήκες ήσαν πάρα πολύ δύσκολες, δεδομένου ότι αυτό το διαμέρισμα ήταν χωρισμένο στα δύο με μια κουρτίνα, σαν να τη βλέπω εκείνη την κουρτίνα, λίγο χακί μου φαινότανε. Από την άλλη πλευρά της κουρτίνας κατοικούσε μια άλλη οικογένεια: η Βάσω Κατράκη, η χαράκτρια, και ο άντρας της, ο γιατρός Γιώργος Κατράκης. Δηλαδή οι άνθρωποι ήσαν τόσο ζορισμένοι οικονομικά, που δεν μπορούσαν να έχουν χωριστό σπίτι.
Η επαφή μας με τον Νικηφόρο συνεχίστηκε και δυνάμωσε, αλλά στο σπίτι του δεν πηγαίναμε συχνά γιατί κάναμε αρκετή φασαρία και φοβόμαστε πως ενοχλούμε. Τον συναντούσαμε περισσότερο στο γραφείο που δούλευε, γιατί δούλευε σκυλίσια για το μεροκάματο ως γραμματέας, ή μάλλον ως λογιστής, σ’ ένα σωματείο, στο Σωματείο Εκτελωνιστών στον Πειραιά. Είχε ένα μικρό γραφείο στην οδό, τη θυμάμαι και την οδό αυτή, στην οδό Κολοκοτρώνη, πίσω ακριβώς από το Δημοτικό Θέατρο. Κατεβαίναμε λίγα σκαλιά και βρίσκαμε τον Νικηφόρο χωμένο στα χαρτιά. Εργαζόταν για τη δουλειά που είχε αναλάβει, τα λογιστικά, τα έγγραφα, τα πάντα, αλλά μόλις τελείωνε μ’ αυτά, συνέχιζε γράφοντας. Ώς αργά τη νύχτα έγραφε, έγραφε ποιήματα, χρονογραφήματα, κριτικές της ποίησης, δοκίμια, μελέτες, έκανε μεταφράσεις, συνεχώς έγραφε.
Κάτι που μου έκανε εντύπωση από την πρώτη επαφή με τον Νικηφόρο ήταν πως ενώ μας ήξερε ελάχιστα, μας εμπιστεύθηκε και μας πρόσφερε αμέσως όλη του τη βοήθεια για την έκδοση της Επιθεώρησης Τέχνης. Έτσι στο πρώτο τεύχος (Χριστούγεννα 1954) δημοσιεύσαμε ποιήματά του που κάλυψαν τρεις πυκνοτυπωμένες σελίδες. Αυτό δεν έγινε με άλλους συγγραφείς. Λόγου χάρη ο Γιάννης Ρίτσος, που από την εξορία ακόμα ήταν ο δάσκαλος και ο φίλος του Κώστα Κουλουφάκου κι εμένα, ο άνθρωπος που μας είχε παρασταθεί σε όλα, μας είπε ότι δεν μπορούσε να μας δώσει συνεργασία από το πρώτο τεύχος, γιατί αυτό το είχε κάνει με άλλα περιοδικά που δεν είχαν συνέχεια, έμειναν στο ένα και μοναδικό τεύχος. «Βγάλτε ένα δεύτερο, ένα τρίτο τεύχος, βεβαιώστε ότι δεν είναι μια θνησιγενής προσπάθεια, και θα σας δώσω», κατέληξε. Το τι έγινε μετά είναι μια άλλη ιστορία. Πάντως για το 5ο τεύχος μάς έδωσε μια μελέτη για τον Πωλ Ελυάρ μαζί με μια σειρά ποιήματα του Γάλλου ποιητή μεταφρασμένα από τον ίδιο.
Ο Νικηφόρος συνέχισε να δίνει συνεργασίες και να βοηθάει το περιοδικό, χωρίς να ζητήσει ποτέ τίποτα, όπως άλλοι. Η γνωριμία μας γρήγορα έγινε, παρά τη διαφορά της ηλικίας, μια θερμή φιλία που με τον καιρό δυνάμωσε και εμπεδώθηκε. Μας αντιμετώπιζε πια σαν ίσους, αλλά εμείς ποτέ δεν νιώσαμε εξισωμένοι μαζί του. Άλλωστε αυτή ήταν η στάση του απέναντι στους νέους. Το 1956, δημοτικός σύμβουλος τότε στον Πειραιά και πρόεδρος της Καλλιτεχνικής Επιτροπής του Δήμου, οργάνωσε στο Δημοτικό Θέατρο μιαν εορταστική εκδήλωση για τα πενηντάχρονα του έργου του Κώστα Βάρναλη. Τις βασικές ομιλίες τις ανέθεσε σε δύο νέους που μόλις είχαν εμφανιστεί στα γράμματα. Στον Κώστα Κουλουφάκο, που μίλησε για το ποιητικό έργο του Βάρναλη, και σε μένα, που μίλησα για το πεζογραφικό έργο του. Ο Κουλουφάκος κι εγώ ήμαστε τρακαρισμένοι, αλλά χάρη στον Νικηφόρο, που μας έδινε κουράγιο, τα βγάλαμε πέρα. Η στάση του όχι μόνο απέναντι σε μας αλλά απέναντι σε όλους τους νεότερους ποιητές, μας είχε βαθιά εντυπωσιάσει. Διάβαζε προσεκτικά τα βιβλία των νέων και για όσα του άρεσαν έγραφε διεισδυτικές κριτικές που μερικές φορές έπαιρναν το χαρακτήρα δοκιμίου. Όσα δεν του άρεσαν, απλώς τα ανέφερε με λίγα λόγια, αλλά ποτέ δεν έγραψε εξοντωτικές κριτικές.
Από τότε, το ποιοι ποιητές αφιερώνουν χρόνο, μυαλό, ψυχή για να μιλήσουν για τους νεότερους και ποιοι δεν το κάνουν έγινε για μένα ένα κριτήριο όχι της ποίησής τους αλλά της στάσης μέσα στο χώρο των γραμμάτων. Εγώ προσωπικά αισθάνομαι πάντα να έχω μια μεγάλη οφειλή στον Νικηφόρο για τα όσα στοχαστικά έγραψε τόσο για το πρώτο μου ποιητικό βιβλίο, το Χωματόδρομο (1954) όσο και για το δεύτερο, τη Μαθητεία (1963). Η κριτική που ασκούσα στο δεύτερο αυτό ποιητικό βιβλίο στα φαινόμενα του σταλινισμού είχε προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις στην τότε κομματική ηγεσία, η οποία επέβαλε στην Επιθεώρηση Τέχνης να μη δημοσιεύσει τίποτα γι’ αυτό. Έξι μήνες μετά την έκδοσή του, χάρη στις προσπάθειες της συντακτικής επιτροπής (δεν συμμετείχα σ’ αυτήν από το 1959 που είχα πάει στο Παρίσι) δημοσιεύτηκε στο περιοδικό η μελέτη του Βύρωνα Λεοντάρη για την ποίηση της ήττας. Η μελέτη αυτή ξεκινούσε από δύο ποιητικές συλλογές που είχαν δημοσιευτεί εκείνη την εποχή, τη Μαθητεία και το Γυρισμό του Θανάση Κωσταβάρα. Αμέσως έδωσε το έναυσμα για πολλές και αντιθετικές συζητήσεις. Η έκφραση «ποίηση της ήττας» καθιερώθηκε, αλλά ο καθένας της έδινε τη σημασία που ήθελε. Η κομματική ηγεσία τής έδωσε τη σημασία της ηττοπάθειας, την οποία και μου καταλόγισε. Λίγο μετά, χάρη στην πρωτοβουλία του Κώστα Κουλουφάκου που αγνόησε τους ελέγχους, δημοσιεύτηκε η πολύ θετική κριτική του Νικηφόρου, που είχε σταλεί πριν από μήνες αλλά έμενε μπλοκαρισμένη, και η οποία σε μεγάλο βαθμό ανέτρεψε το αρνητικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί γι’ αυτό το βιβλίο. Σ’ αυτό συνέβαλε και η κριτική του Τάσου Λειβαδίτη, που πιο έπειτα δημοσιεύτηκε στην «Αυγή».
Τα χρόνια πέρασαν, ώσπου το 1967 έγινε το πραξικόπημα. Εγώ γλίτωσα από τις συλλήψεις εκείνης της φριχτής νύχτας της 21ης Απριλίου. Είχα αλλάξει σπίτι και στο παλιό που πήγαν να με πιάσουν δεν με βρήκαν. Σε λίγο κατάφερα να φύγω, για τη Ρώμη πρώτα, μετά για το Παρίσι. Ο Νικηφόρος επίσης κατάφερε να φύγει. Όπως έμαθα αργότερα, είχε πάει στην Ελβετία, σ’ ένα χωριό στα βουνά, όπου τον φιλοξενούσε το Ίδρυμα Πεσταλότσι. Σ’ ένα πέρασμά του από το Παρίσι συναντηθήκαμε. Σαν να τη βλέπω αυτή τη συνάντηση, ήταν την παραμονή της Πρωτομαγιάς του 1968. Ο Νικηφόρος, ο Μάριος Πλωρίτης κι εγώ, που ερχόμουν από την πορεία των συνδικάτων, βρεθήκαμε σ’ ένα καφενείο του Σαιν-Ζερμαίν, το Atrium – σήμερα δεν υπάρχει, έγινε κι αυτό ρουχάδικο, όπως τα περισσότερα καφενεία αυτής της συνοικίας. Κουβεντιάσαμε για όλα, κυρίως για τη Χούντα και για το τι μπορούμε να κάνουμε εναντίον της. Είπαμε να ξανασυναντηθούμε το ταχύτερο για να δούμε τα πράγματα πιο συστηματικά, ήρθαν όμως τα γεγονότα του Μάη του ’68 και χαθήκαμε. Μετά έμαθα πως ο Νικηφόρος είχε πάει στη Σικελία, στο Παλέρμο, όπου έμεινε όλα τα υπόλοιπα χρόνια της Δικτατορίας εργαζόμενος στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό που ετοίμαζε το εκεί Ινστιτούτο Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών.
Στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης βλεπόμαστε αραιά και πού, πάντα με αγάπη και με υποσχέσεις για μια νέα, χορταστική συνάντηση, αλλά που δεν ερχότανε, καθώς και οι δύο ήμαστε πνιγμένοι από δουλειές και υποχρεώσεις. Όμως οι κόρες μου, μικρά παιδιά ακόμη, με πίεζαν να συναντηθούμε. Ήθελαν πολύ να γνωρίσουν τον ποιητή Βρεττάκο. Μια μέρα, αρχές Αυγούστου του 1991, περπατούσα στο δρόμο με τη μεγαλύτερη κόρη μου και ξάφνου βλέπω τον Νικηφόρο. Ύστερα από τις αγκαλιές και τα φιλιά, και με μένα και με τη Δάφνη, μου είπε ότι έφευγε για τις Κροκεές και την Πλούμιτσα, αλλά στο γυρισμό του, το φθινόπωρο, θα συναντιόμαστε οπωσδήποτε. Δυστυχώς γυρισμός δεν υπήρξε. Από τότε το κενό που άφησε παραμένει. Ίσως καλύτερα έτσι. Το πολύ άσχημο είναι μ’ αυτούς που φεύγουν και δεν σου αφήνουν κανένα κενό. Ενώ αυτό το κενό του Νικηφόρου μπορώ να το γεμίζω με πράγματα που θυμάμαι ή με πράγματα που συνεχώς ανακαλύπτω και γι’ αυτόν και για την ποίησή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου