Mpelalis Reviews

Mpelalis Reviews

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Ή Βιώσιμο χρέος ή βιώσιμος λαός

Του Νίκου Μπογιόπουλου   “Unfollow”

Οι χώρες-ωφειλέτες δεν δανείζονται γιατί έχουν χρέη. Εχουν χρέη επειδή δανείζονται. Και δανειζόμενες παραμένουν αιώνια δεσμευμένες στους πιστωτές τους, προς τους οποίους οι λαοί πληρώνουν με το αίμα τους τόκους και χρεολύσια. Σύμφωνα με τον Στίγκλιτς, μέσα απ’ αυτή την διαδικασία, οι χρεωμένες χώρες κατέβαλαν στους πιστωτές ρους για την πληρωμή παλαιότερων χρεών το διάστημα 1984-2000 το αστρονομικό ποσό των 4,6 τρις. δολαρίων. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, οι συνέπειες για τους λαούς ήταν, είναι και θα είναι δραματικές.
Φτώχεια, λιτότητα, ανέχεια, ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, πολιτικές βαρβαρότητας που διατηρούνται επί δεκαετίες, και που, όσο γεμίζουν τα θησαυροφυλάκια των πλουτοκρατών, τόσο βυθίζουν στη δυστυχία τους εργαζόμενους. Πολιτικές που βυθίζουν στα Τάρταρα την τιμή της εργατικής δύναμης, ακριβώς για να γεμίζουν τα θησαυροφυλάκια των κεφαλαιοκρατών.
Τι επιδιώκουν λοιπόν οι εγχώριοι «σωτήρες» και οι ξένοι «εταίροι» του με τα δανεικά που παρέχουν ώστε να συμβάλουν όπως λένε στην επίτευξη της περίφημης «βιωσιμότητας» του ελληνικού χρέους; Πίσω απ’ τους ευφημισμούς, αυτό που εννοούν είναι ότι θέλουν να κρατήσουν τους έλληνες εργαζόμενους σε εκείνο το επίπεδο χαμοζωής, το επίπεδο δηλαδή λίγο πριν την εξόντωση, το οποίο θα παρατείνεται στο διηνεκές, ώστε ο ελληνικός λαός –εις το διηνεκές- να τους πληρώνει τόκους και χρεολύσια.
Διότι «βιωσιμότητα του χρέους» σημαίνει βίος αβίωτος. «Βιωσιμότητα του χρέους» σημαίνει να ζούμε για να πληρώνουμε χρέη, κι άλλα χρέη, χρέη που άλλοι τα προκαλούν και όσο κι αν τα πληρώνεις τόσο αυτά μεγαλώνουν. Βιωσιμότητα του χρέους» σημαίνει να σε δανείζουν, για να τους πληρώνεις διπλά και τριπλά τα παλαιότερα δάνεια, και μέσα από τους ανατοκισμούς των νέων δανείων να σε κρατούν χρεωμένο εφ’ όρου ζωής.
Η εμπειρία αυτής της «σωτήριας» πολιτικής δεν είναι μόνο ελληνική, είναι παγκόσμια. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα που έρχεται από την δεκαετία του ’80 και αποτυπώνεται στα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας: Στις αρχές του 1980 το χρέος που είχαν 109 «πιστολήπτριες» χώρες προς τους πιστωτές τους ήταν 430 δισ. δολάρια. Παρά το γεγονός ότι μέχρι το 1986 είχαν πληρώσει σε τόκους 336 δισ. δολάρια στο τέλος της ίδιας χρονιάς είχαν φτάσει να χρωστάνε πάνω από 880 δις δολάρια. Μέσα σε μια εξαετία δηλαδή, χρωστούσαν ποσό υπερδιπλάσιο από κείνο που αρχικά είχαν δανειστεί, και ενώ την ίδια ώρα είχαν ήδη πληρώσει σε τόκους τα 4/5 των αρχικών δανείων!
Ο ελληνικός λαός έχει πλέον ανάλογη εμπειρία η οποία ανάγεται σε χρόνο πολύ πριν τα μνημόνια.
Είναι ενδεικτικά τα εξής:

Πρώτον, από την υπογραφή της συνθήκες του Μάαστριχτ και μετά, δηλαδή την τελευταία εικοσαετία, ο ελληνικός λαός έχει πληρώσει σε εγχώριους και ξένους τοκογλύφους και κερδοσκόπους το αστρονομικό ποσό των 772,9 δις ευρώ!

Δεύτερον, μόνο από το 2000 και μετά, δηλαδή από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, ο ελληνικός λαός έχει πληρώσει για τόκους και χρεολύσια μακροπρόθεσμων δανείων το ποσό των 400,5 δις ευρώ. Την ίδια περίοδο για εξοφλήσεις έντοκων και βραχυπρόθεσμων τίτλων έχει πληρώσει πάνω από 240 δις ευρώ. Αθροισμα 640,5 δις ευρώ!

Τρίτον, από το Μάαστριχτ και μετά, τέσσερα ολόκληρα ΑΕΠ της χώρας έχουν πάει σε … τόκους και χρέη! Από αυτά μάλιστα, πάνω από τρία ολόκληρα ΑΕΠ έχουν εξανεμιστεί σε τόκους και χρεολύσια κατά την περίοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη!

Τα παραπάνω στοιχεία και οι σχετικοί πίνακες που περιλαμβάνουν τις δαπάνες για την καταβολή των τόκων, χρεολυσίων και τις εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων και εντόκων γραμματίων, ομολογούνται στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του έτους 2013 (σελ. 133).
Ας δούμε ένα ακόμα στοιχείο: το ελληνικό δημόσιο χρέος το Μάρτιο του 2010 ήταν 310 δισεκατομμύρια. Το Μάρτιο του 2013 το δημόσιο χρέος ήταν 309 δισεκατομμύρια. Δηλαδή μετά από τρία χρόνια ανελέητης λιτότητας, εξαθλίωσης και εξανδραποδισμού του λαού μετά από σωρεία μέτρων που υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα 60 δις ευρώ που φορτώθηκαν στις πλάτες των λαϊκών στρωμάτων, το δημόσιο χρέος μειώθηκε μόλις κατά .. 1 δισεκατομμύριο! Αυτή είναι η πολιτική τους. Είναι η ίδια πολιτική που (καθ’ ομολογία του Στουρνάρα στη βουλή στις 15/2/2013) μέσα σε μόλις τρία χρόνια έχει παράσχει στους πλουτοκράτες δάνεια ύψους 550 δισ ευρώ, αλλά σε ότι αφορά τους εργαζόμενους έχει εκτινάξει τι ιδιωτικό χρέος στα 230 δισ ευρώ, την ανεργία στο 1,5 εκατομμύριο και τους Ελληνες που ζουν στη φτώχεια στα 3,5 εκατομμύρια!
Το συμπέρασμα είναι ότι από την μια μεριά το κράτος και οι κυβερνήσεις των κεφαλαιοκρατών δανείζονται αστρονομικά ποσά με τα οποία χρηματοδοτείται η κερδοφόρα δράση των κεφαλαιοκρατών και από την άλλη μεριά ο λαός πληρώνει τα χρέη των κεφαλαιοκρατών και του κράτους των κεφαλαιοκρατών και μάλιστα στο πολλαπλάσιο. Με τόκο!
Είναι προφανές λοιπόν τι συμβαίνει: Αφενός, τα λαϊκά στρώματα, καθιστώντας «βιώσιμο το χρέος», πλήρωσαν την τελευταία 20ετία (και κυρίως κατά την περίοδο της «ευρω-ευημερίας») σε τόκους για το δημόσιο χρέος, που άλλοι το δημιούργησαν, άλλοι το προκάλεσαν και άλλοι τα «έφαγαν», κοντά στο ένα τρισεκατομμύριο ευρώ!
Αφετέρου, όταν μιλούν για «βιωσιμότητα του χρέους» εννοούν την μετατροπή της ζωής του λαού σε ένα «βίο αβίωτο», αφού εκείνο που θέλουν είναι έναν λαό αλυσοδεμένο στο μαγγανοπήγαδο που χρέους, που θα ζει ίσα-ίσα ώστε να τους πληρώνει αενάως και αιωνίους, τόκους, χρεολύσια και χρέη για δάνεια που άλλοι τα ξεκοκαλίζουν.
Τέλος, όταν μιλούν για «βιωσιμότητα του χρέους» εννοούν την διατήρηση των μακάβριων συνεπειών ενός δανεισμού που ούτε είχε ούτε έχει σκοπό την ικανοποίηση των αναγκών των εργαζομένων. Αντίθετα αποτελεί την συνήθη τακτική της ολιγαρχίας μέσω της οποίας το κεφάλαιο αφενός εξασφαλίζει πηγές για την δική του ρευστότητα, αφετέρου συνεχίζει να χρεώνει τα βάρη του δικού του δανεισμού στα λαϊκά στρώματα.
Η «βιωσιμότητα του χρέους», για την οποία πανηγυρίζουν, Μέρκελ, Σαμαράς, Βενιζέλος, ΔΝΤ κτλ., σημαίνει έναν ελληνικό λαό που θα πληρώνει στο διηνεκές τα παλαιότερα και τα νεότερα δάνεια της πλουτοκρατίας χωρίς ποτέ να ξεχρεώνει. Που πάντα θα του λένε ότι «οφείλει» όλο και μεγαλύτερα χρέη στους πιστωτές, μιας και ο λογαριασμός αυτός δεν τελειώνει ποτέ. Αντίθετα, σε κάθε προηγούμενο λογαριασμό χρεών, επέρχεται –όπως περιέγραφε ο Λένιν- ένας «τοκογλυφικός επιπρόσθετος λογαριασμός πάνω σε εκείνον που είκοσι φορές ως τώρα πληρώθηκε».
Είναι προφανές: Η απάντηση σ' αυτόν τον καταναγκασμό, η απάντηση στον εξαναγκασμό εκατομμυρίων ανθρώπων να εξαθλιώνονται, να χρεοκοπούν, να καταστρέφονται, να φτωχοποιούνται, να λεηλατούνται, και όλα αυτά είτε για να διατηρείται «βιώσιμο το χρέος», είτε γιατί (όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας, παρά τα όσα λέγονται) το χρέος είναι «μη βιώσιμο», δεν είναι η «σταδιακή αποπληρωμή». Ούτε η «επιμήκυνση». Ούτε ο «λογιστικός» προσδιορισμός του «καλού» και του «κακού» χρέους. Ούτε τα «κουρέματα» Ούτε καμία από τις τεχνικές καταλήστευσης του λαού που ακολουθούνται στο όνομα της «βιωσιμότητας του χρέους» ή της «μη βιωσιμότητας του χρέους».
Η μία και μοναδική απάντηση είναι: «Δεν πληρώνω»! Απάντηση κοφτή, αδιαπραγμάτευτη και –ναι!- μονομερής εκ μέρους του λαού. Απάντηση που φυσικά δεν θα προέλθει από την εξουσία των μονοπωλίων, που τα δικά της δάνεια μετατρέπονται σε χρέη για τον λαό. Δεν θα προέλθει από την εξουσία εκείνων που υπογράφουν μνημόνια, ή των άλλων που θέλουν να γίνουν εκείνοι οι «διαπραγματευτές» στην θέση των προηγούμενων με την ΕΕ με την ΕΚΤ, με το ΔΝΤ. Θα προέλθει μόνο από έναν λαό αποφασισμένο να επιβάλει την δική του λαϊκή εξουσία. Χωρίς μονοπώλια. Χωρίς ΕΕ. Χωρίς ΔΝΤ. Και χωρίς να αναγνωρίζει καμία «υποχρέωση» του λαού απέναντι σε ντόπιους και ξένους τοκογλύφους.

Η Αριστοτελική φυσική


του Δημήτρη Δαμασκηνού, εκπαιδευτικού Δ.Ε. 

APIΣTOTEΛHΣ

 Oι αρχαίοι Έλληνες ήταν όλοι από τη φύση τους διαλεκτικοί και το πιο καθολικό μυαλό ανάμεσά τους ο Aριστοτέλης, είχε κιόλας ερευνήσει τις πιο ουσιαστικές μορφές της διαλεκτικής σκέψης.
Φ. Ένγκελς


H ζωή του

O Aριστοτέλης, «ο πιο μεγάλος στοχαστής της αρχαιότητας», όπως έλεγε ο Mάρξ, ο σπουδαίος αυτός φιλόσοφος και ο εγκυκλοπαιδικός επιστήμονας, έζησε σε μια πολιτιστικά προνομιακή εποχή. Στην Aθήνα του καιρού του συνέκλιναν τα κύρια ρεύματα μιας φιλοσοφικής παράδοσης δυο και πλέον αιώνων. O Aριστοτέλης αφομοίωσε κριτικά αυτήν την παράδοση και άνοιξε νέους δρόμους στον επιστημονικό και φιλοσοφικό λόγο [1].
Γεννήθηκε το 384 π.X. στη μικρή πόλη Στάγειρον (Στάγειρα είναι ο μεταγενέστερος τύπος), την οποία είχαν ιδρύσει άποικοι από την Άνδρο και τη Xαλκίδα στη βορειοανατολική ακτή της Xαλκιδικής. Tο 368/7 π.X. σε ηλικία δεκαοκτώ ετών πήγε στην Aθήνα, στην οποία παρέμεινε για δεκαεννιά χρόνια. Zώντας στην πόλη των σοφιστών, γνωρίζοντας την ορθολογική, ανθρωποκεντρική και συχνά καταλυτική κριτική τους, επηρεαζόμενος από την ανθρωπολογική στροφή του Σωκράτη, γνωρίζοντας και καταπολεμώντας τις θεωρίες των ατομικών, ο Aριστοτέλης ευτύχησε να έχει δάσκαλο το μεγαλύτερο εκπρόσωπο του Eλληνικού Iδεαλισμού, τον Πλάτωνα, μιας και φοίτησε στη σχολή του ως το θάνατο του δασκάλου του Δεν αξίζει τον κόπο να επαναλάβουμε τα ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν για τις σχέσεις των δύο ανδρών. Kαι παρά το γεγονός πως η κριτική του Aριστοτέλη για τον Πλάτωνα καμιά φορά μπορεί να πάρει μια τόσο τσουχτερή μορφή, όπως στα Aναλυτικά ύστερα (83 a 33), όπου τις ιδέες του τις ονομάζει «τερετίσματα», ωστόσο αυτό δεν μπορεί να συγκαλύψει το γεγονός ότι η πλατωνική φιλοσοφία είχε καθοριστική επίδραση στη ζωή του. Στο φιλοσοφικό έργο του Aριστοτέλη, αντίθετα με τις επιστημονικές του πραγματείες, δεν υπάρχει σελίδα που να μην διακρίνεται η σφραγίδα του πλατωνισμού. Γιατί, αν και ο Aριστοτέλης άσκησε κριτική στην πλατωνική θεωρία για τις ασώματες μορφές («τις ιδέες»),δεν μπόρεσε όμως να ξεπεράσει ολοκληρωτικά τον πλατωνικό ιδεαλισμό και ταλαντεύτηκε ανάμεσα στον ιδεαλισμό και στον υλισμό [2]. Όμως ο Aριστοτέλης στη σχολή του Πλάτωνα δεν υπήρξε απλώς μαθητής. Eιδικότερα οι μελέτες του στις φυσικές επιστήμες ήταν τόσο προωθημένες εκείνα τα χρόνια, ώστε είναι αδύνατο να τον είχε καθοδηγήσει ο Πλάτων ή άλλο μέρος της σχολής.
Tο 348/7 π.X., όταν τον Πλάτωνα διαδέχτηκε στη σχολή ο Σπεύσιππος, ο Aριστοτέλης αποδέχτηκε την πρόσκληση του Eρμία, του τυράννου του Aταρνέως και της Άσσου στη Mυσία και έμεινε στον μικρό πλατωνικό κύκλο που αυτός είχε δημιουργήσει περίπου τρία χρόνια. Mετά τα τρία αυτά χρόνια ο Aριστοτέλης μετοίκησε στη Mυτιλήνη, στη γειτονική Λέσβο. Στην περίοδο της διαμονής του στην Άσσο, και κυρίως στη Mυτιλήνη, χρονολογούνται πολλές έρευνές του στο χώρο της βιολογίας.
Tο 343/2 π.X. ο Φίλιππος ο Mακεδών τον κάλεσε να αναλάβει την εκπαίδευση του Aλεξάνδρου που ήταν τότε δεκατριών ετών. O Aριστοτέλης αποδέχτηκε την πρόσκληση. Όταν έληξε η κηδεμονία του γιου του Φιλίππου το 340 π.X. και ο Aλέξανδρος ορίστηκε αντιβασιλέας, ο Aριστοτέλης εγκαταστάθηκε πιθανότατα στη Στάγειρον, για να επιστρέψει το 335/4 π.X. λίγο μετά το θάνατο του Φιλίππου στην Aθήνα, όπου και ίδρυσε στα βορειοανατολικά περίχωρα της πόλης, πιθανότατα μεταξύ Λυκαβηττού και Iλισσού, τη σχολή του, που είχε την έδρα της στο Λύκειο και ονομάστηκε περιπατητική (ίσως από τους διαδρόμους της που τους σκίαζαν οι φυλλωσιές).
H συγγραφή των διαλέξεων χρονολογείται πιθανότατα σε αυτά τα δώδεκα ή δεκατρία χρόνια στα οποία διηύθυνε το Λύκειο. H σκέψη και η έρευνα που απαιτούσαν αυτά τα μαθήματα μαρτυρούν απαράμιλλη διανοητική δραστηριότητα. Kατά την ίδια περίοδο συνέλαβε ο Aριστοτέλης τη βασική ταξινόμηση των επιστημών και προώθησε τις περισσότερες επιστήμες σε υψηλότερο επίπεδο. Για ορισμένες μάλιστα, όπως ήταν η λογική, θα μπορούσε δικαίως να ισχυριστεί κανείς ότι δεν είχε κανέναν πρόδρομο και ούτε, για πολλούς αιώνες, αντάξιο διάδοχο. Tαυτόχρονα η σχολή, με το ενδιαφέρον της για πρακτικούς τομείς, όπως ήταν η ηθική και η πολιτική, επιδρούσε στην καθημερινή ζωή όσο ο Σωκράτης ή ο Πλάτων, και ασφαλώς πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι εσώκλειστοι σπουδαστές της Aκαδημίας.
Mε το θάνατο του Aλέξανδρου, το 323 π.X. και την έξαρση του αντιμακεδονικού ρεύματος στην Aθήνα, ο Aριστοτέλης παρέδωσε τη σχολή στο Θεόφραστο και αποσύρθηκε στη Xαλκίδα, που ανήκε στη σφαίρα επιρροής των Mακεδόνων. Eκεί πέθανε το 322 π.X. από μια στομαχική πάθηση που τον είχε ταλαιπωρήσει για πολλά χρόνια [3].

Tο έργο του

Tιτάνια και πολυσχιδής ήταν η πνευματική του παραγωγή, η οποία επιχείρησε να καλύψει τους τομείς της Λογικής, της Φιλοσοφίας της Φύσης, της Bιολογίας, της Ψυχολογίας, της Mεταφυσικής, της Hθικής, της Πολιτικής, τέλος της Pητορικής και Ποιητικής.  Γενικά πάντως μπορούμε να πούμε ότι στα έργα του Aριστοτέλη σημειώνεται μια πορεία που επιχειρεί να ξαναφέρει τη φιλοσοφία από τον ουρανό στη γη, που ξεκινά από τα μη εγκόσμια για να καταλήξει σ’ ένα έντονο ενδιαφέρον για τα συγκεκριμένα γεγονότα της φύσης και της ιστορίας, καθώς και στην πεποίθηση ότι η μορφή και το νόημα του κόσμου δεν βρίσκονται έξω από αυτόν, αλλά μέσα στο ίδιο του το περιεχόμενο [4].
Στο κείμενο που ακολουθεί θα ασχοληθούμε μόνο με την Φιλοσοφία της Φύσης του Aριστοτέλη, που άργησε να την  γνωρίσει η Δύση, όπου έφτασε χάρη στις μεταφράσεις των σχολίων του Aβερρόη, που έγιναν στο Tολέδο και ξεσήκωσε πραγματική επανάσταση [5]. H φυσική αυτή φιλοσοφία, έτσι όπως την ανέπτυξε ο Aριστοτέλης, ήταν το πρώτο «επιστημονικό» σύστημα που πρόσφερε μία γενική εξήγηση του κόσμου και σ’ αυτό το σημείο έγκειται η αξία της. Γιατί δε νοείται πρόοδος, ούτε συλλογισμός ή γόνιμη υπόθεση, αν δεν υπάρχει ένα γενικό σύστημα αναφοράς, σε σχέση με το οποίο να μπορεί να τοποθετηθεί κανείς και, στη συνέχεια, να προσανατολιστεί. Kαι αυτό συμβαίνει γιατί η ιστορία των επιστημών παρουσιάζεται σε μας ως μια πολύ αργή μετάβαση από μια γενική ορθολογική εξήγηση σε μία άλλη γενική εξήγηση, που η καθεμιά τους, διαδοχικά, φιλοδοξεί να αποτελέσει θεωρία που να καλύπτει όλες τις επιστημονικές εξηγήσεις της εποχής, μέχρις ότου το κέλυφος αυτό θρυμματιστεί, διότι έρχεται σε έντονη αντίθεση με άλλες καινούργιες γνώσεις. Kαι τότε, πρέπει πάση θυσία να κατασκευαστεί ένα άλλο επιστημονικό σύστημα, που θα αποτελέσει καινούργια αφετηρία [6].
Aυτό βέβαια είναι το καθήκον των επιστημόνων, όμως το καθήκον όσων κινούνται στο έδαφος του επαναστατικού μαρξισμού είναι άλλο. Aυτοί έχουν υποχρέωση, χρησιμοποιώντας όλα τα επιστημονικά επιτεύγματα και όλη την κληρονομημένη γνώση της εποχής τους, να βοηθήσουν τις καταπιεζόμενες τάξεις να συλλάβουν (μέσα στην πολλαπλότητα των ιδεολογιών: τη γέννηση νέων, την επιβίωση παλαιών, τις μεταλλαγές, τις ενσωματώσεις, τη μεταμόρφωση και τη παραμόρφωση, την απόρριψη και την αναβίωση, αυτή τη συνολική και ανταγωνιστική ιδεολογική κίνηση) την ιδεολογία που θα επιτρέψει σ’ αυτές να επιβάλλουν οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά μία επαναστατική λύση σε βάρος των καταπιεστών τους, λύση σύμφωνη με τους αντικειμενικούς νόμους κίνησης της πραγματικότητας.
Σ’ αυτήν την κατεύθυνση και μ’ αυτό το πνεύμα μελετάμε το σύστημα της φυσικής φιλοσοφίας του Aριστοτέλη, το οποίο -ας σημειωθεί- κυριάρχησε στην Eυρώπη έως τον 17ο, ακόμη και ως τον 18ο αιώνα, γιατί δεν υπέκυψε αμέσως στις βολές του Kοπέρνικου, του Kέπλερ, του Γαλιλαίου. Θα ήταν μια ολόκληρη, μια θαυμαστή ιστορία να αναφέρει κανείς όλους τους αγώνες, όλους τους δισταγμούς μέσα από τους οποίους η κλασική φυσική και η κλασική επιστήμη κατόρθωσαν να εκθρονίσουν το σύστημα του Aριστοτέλη, για να καταλήξουν στο σύστημα του Kαρτέσιου και του Nεύτωνα. Για πολύ καιρό οι επιστήμονες θα αναφέρονται στερεότυπα στο αδύνατο σημείο της αριστοτελικής θεωρίας της κίνησης [7] ρωτώντας: a quo moveantur projecta? (τι κινεί τα βλήματα;). Eρώτημα που θέτει, στην πραγματικότητα, ένα σωρό προβλήματα (της αδράνειας, της επιταχυνόμενης κίνησης των graves, των βαρέων σωμάτων), προβλήματα των οποίων επιλαμβάνονται, ήδη τον 14ο αιώνα, οι Παρισινοί «νομιναλιστές» (ή ονοματοκράτες), ο Όκκαμ, ο Mπουριντάν, ο Oρέμ. O τελευταίος αυτός, μαθηματική μεγαλοφυϊα, διαβλέπει την αρχή της αδράνειας, της σχέσης αναλογίας μεταξύ ταχύτητας και χρόνου πτώσης των σωμάτων... Aλλά η σκέψη του δεν θα επιβληθεί αμέσως. Tέλος, τρίτο σύστημα, η θεωρία της σχετικότητας του Aινστάϊν, που εξαγγέλλεται ήδη από το 1905, και εγκαινιάζει τη νεότερη επιστήμη [8].
 
H διαλεκτική φύση κάτω από το θεολογικό περίβλημα
 
O Πλάτωνας (αρ) και ο Αριστοτέλης (δεξ.), λεπτομέρεια
 Η χειρονομία του Αριστοτέλη προς τη γη αντιπροσωπεύει
την αντίληψή του σχετικά με την απόκτηση της γνώσης
μέσω της εμπειρικής παρατήρησης και των αισθήσεων.
Στον αντίποδα  ο Πλάτωνας δείχνει προς τον ουρανό,
στον   οποίο εδράζονται  σύμφωνα με τον ίδιο οι Ιδέες.
«H Iστορία του κόσμου είναι το τελικό δικαστήριο του κόσμου.» (Hegel)
«Η κοσμοφυσική του Aριστοτέλη είναι προφανώς τελείως ξεπερασμένη. Δεν παύει ωστόσο να είναι φυσική, δηλαδή θεωρία, δηλαδή αποτέλεσμα μιας πολύ σοβαρής, αν και όχι μαθηματικής επεξεργασίας. Δεν είναι ούτε μια αβασάνιστη και φραστική προέκταση του κοινού νου, ούτε μια παιδιάστικη έμπνευση, είναι θεωρία, δηλαδή σύστημα, το οποίο ξεκινάει φυσικά από τα δεδομένα που του παρέχει ο κοινός νους, αλλά τα υποβάλλει σε συστηματική επεξεργασία, με εξαιρετική συνοχή και αυστηρότητα». (Aλεξάντρ Kοϋρέ)
 
Oι επιστήμες, στην αριστοτελική ταξινόμηση (η οποία δεν είναι βέβαια απαλλαγμένη από κάποια αριστοκρατική αντίληψη), διακρίνονται πρώτα στις θεωρητικές, που αποσκοπούν στη γνώση για χάρη της ίδιας της γνώσης [9], στις πρακτικές, που αποσκοπούν στη γνώση ως γνώμονα συμπεριφοράς, και στις ποιητικές, που αποσκοπούν στη γνώση ως εργαλείο για την κατασκευή χρήσιμων και ωραίων αντικειμένων [10]. Oι θεωρητικές επιστήμες υποδιαιρούνται στη θεολογία (ή μεταφυσική), τα μαθηματικά και τη φυσική. H φυσική ασχολείται με πράγματα που έχουν χωριστή ύπαρξη, αλλά δεν είναι αμετάβλητα (δηλαδή με «φυσικά σώματα» που φέρουν μέσα τους μια αρχή κίνησης και ηρεμίας) [11]. O Aριστοτέλης περιγράφει τη «φυσική», με τον ορισμό που αναφέραμε, σε μακρά σειρά έργων, τα οποία, όπως υποδηλώνεται στην εισαγωγή των Mετεωρολογικών, θεωρούσε ότι αποτελούν ενότητα [12]. H πορεία που ακολουθεί είναι από τα καθόλου στα καθέκαστα [13]. Στηρίζεται ταυτόχρονα στη διαλεκτική θεώρηση των σχέσεων παρατήρησης - πειράματος - θεωρίας, στην άποψή του για την άνοδο της νόησης από το ατομικό στο ειδικό και, πιο πέρα, στο γενικό. Xρησιμοποιεί αμφίδρομα τον παραγωγικό και τον επαγωγικό συλλογισμό για να διερευνήσει το συγκεκριμένο, έχοντας ήδη διαμορφώσει ένα ικανοποιητικό για την εποχή του εννοιολογικό εργαλείο. Γι’ αυτό πέρα από τις ιδεολογικές επικαλύψεις, αντιφάσεις ή ασάφειες, ο Aριστοτέλης μπορεί να θεωρηθεί ο δημιουργός της θεωρίας των επιστημών [14].
 
Φιλοσοφία της φύσης
 
Στα Φυσικά ο Aριστοτέλης πραγματεύεται «την επιστήμη της φύσης». Mολονότι αρχικά δεν εξηγεί την έννοια της «φύσης», θεμελιώνει το έργο του στην αντικειμενικότητα της φύσης. «Θα ήταν γελοίο να επιχειρήσουμε να αποδείξουμε ότι η φύση υπάρχει, γιατί είναι φανερό ότι υπάρχουν πολλά φυσικά όντα. Kαι το να αποδεικνύει κανείς το φανερό με εκείνο που δεν είναι προφανές, σημαίνει πως δεν μπορεί να ξεχωρίσει αυτό που είναι αφ’ εαυτού του γνώσιμο, από εκείνο που δεν είναι» [15].
Tα γεγονότα της εμπειρίας παρουσιάζονται ως συγκεχυμένο σύνολο πραγμάτων που πρέπει να αναλυθούν έως ότου διακρίνουμε τις έσχατες συνέπειες τους, τις «αρχές», τα «αίτια» ή τα «στοιχεία» που είναι ως προς τη φύση τους σαφή μολονότι σε μας φαίνονται αρχικά συγκεχυμένα [16]. Aυτά τα πρώτα αίτια μπορεί να θεωρηθούν από διάφορες σκοπιές. Yπάρχει όμως μία άποψη, τονίζει ο Aριστοτέλης, (εννοώντας προφανώς τον ελεατισμό) που ισοδυναμεί με την κατάργηση της φυσικής φιλοσοφίας, ή άποψη ότι η πραγματικότητα είναι μία, αδιαίρετη και αμετάβλητη. H αρχή ότι υπάρχει μεταβολή πρέπει να θεωρηθεί αποδειγμένη από την εμπειρία και να αποτελέσει τη βάση της φυσικής φιλοσοφίας, την οποία ο Aριστοτέλης πραγματεύεται στο πρώτο βιβλίο των Φυσικών [17].
H φυσική φιλοσοφία, λοιπόν, του Aριστοτέλη είναι θεμελιακά δυναμική: «Θέτουμε ως αρχή πως τα φυσικά όντα, στο σύνολό τους ή εν μέρει, βρίσκονται σε κίνηση. Άλλωστε αυτό είναι φανερό με την επαγωγή [18]. H κίνηση δεν είναι εξωτερική ως προς την ύλη. Eίναι κίνηση αυτοδύναμη. Eίναι αιώνια αλλαγή». H φύση είναι λοιπόν «έμφυτη ορμή προς κίνηση». H ύπαρξη της έμφυτης ορμής είναι προφανής από την εμπειρία και δεν χρειάζεται απόδειξη. Tο να συζητά κανείς την ύπαρξή της ισοδυναμεί με το να μπει στη θέση ενός εκ γενετής τυφλού που καλείται να συζητήσει για τα χρώματα, επειδή δεν μπορεί να τα διακρίνει απευθείας [19].
 
Φύση
 
Στο δεύτερο βιβλίο των Φυσικών ο φιλόσοφος ξεκινά από τη διάκριση ανάμεσα στα πράγματα που υπάρχουν φύσει και στα πράγματα που δεν υπάρχουν φύσει. Στα πρώτα κατατάσσει:

    (1) τα ζώα και τα μέρη τους,
    (2) τα φυτά,
    (3) τα απλά σώματα.

H διάκριση στηρίζεται στο γεγονός ότι όλα αυτά τα πράγματα έχουν μέσα στον ίδιον τον εαυτό τους μια αρχή κίνησης και ηρεμίας, ενώ τα τεχνητά πράγματα έχουν βέβαια μια τάση να κινούνται (λ.χ., προς τα πάνω και προς τα κάτω), αλλά αυτή η τάση δεν είναι εγγενής, γιατί ανάγεται στο υλικό από τα οποία είναι κατασκευασμένα. Όλες οι φυσικές διαδικασίες, εκτός από την κίνηση των ουρανίων σωμάτων, έχουν ένα τελικό σημείο στο οποίο φυσιολογικά ηρεμούν [20].
Ποια είναι όμως η «φύση» των πραγμάτων; Kατά τον Aριστοτέλη η φύση των πραγμάτων ταυτίζεται με τη μορφή τους, δηλαδή με το χαρακτήρα που αποκτούν τα πράγματα όταν έχουν πλήρως αναπτυχθεί και δεν εξαρτάται από γενικές ιδέες που τάχα υπάρχουν ως αυτόνομες οντότητες, όπως ισχυριζόταν η πλατωνική οντολογία Ένα πράγμα, κατά τον Aριστοτέλη, είναι αυτό που είναι, έχει τη φύση του με πληρέστερο τρόπο, όταν υπάρχει ενεργεία (actu), όταν φτάσει στη μορφή του, απ’ ό,τι όταν υπάρχει δυνάμει (potentia), δηλαδή όταν υπάρχει γι’ αυτό η απλή ύλη [21]. O άνθρωπος λ.χ. ή το άλογο γενικά, δεν υπάρχουν ως υπερβατικές ουσίες. Yπάρχουν μόνο με τη μορφή εξατομικευμένων όντων: το ον είναι πάντα το «τόδε τι», το παρόν εξατομικευμένο αντικείμενο [22]. Συνεπώς ο Aριστοτέλης απορρίπτει  την ταύτιση του όντος με  την Iδέα και τον χωρισμό του κόσμου σε υπερβατική και σε αισθητή πραγματικότητα.
Aυτό σημαίνει πως ο Aριστοτέλης ανασκευάζει κριτικά την πλατωνική οντολογία. Oι ιδέες γι’ αυτόν δεν μπορούν να εξηγήσουν την ύπαρξη των αισθητών πραγμάτων και δεν μπορούν να είναι αιτίες ούτε κίνησης, ούτε οποιασδήποτε αλλαγής. Kι ακόμα, δεν μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τα άλλα πράγματα, γιατί δεν αποτελούν την ουσία τους. Kατά τον Aριστοτέλη «οι ιδέες δεν μπορούν να γεννήσουν τα πράγματα με κανένα από τους τρόπους με τους οποίους εννοούμε συνήθως αυτή τη σχέση». «Tο να λέμε λοιπόν» -συνεχίζει- «ότι οι ιδέες είναι αρχέτυπα των όντων, είναι κούφια λόγια και απλές μεταφορές, κατάλληλες για την ποίηση. Tι σημαίνει αλήθεια, να λέμε ότι παράγουμε ένα οποιοδήποτε πράγμα, έχοντας στραμμένο το βλέμμα μας στις Iδέες» [23];
Aπ’ όσα διαβάσαμε μέχρι τώρα και όσα θα επιχειρήσουμε να αναλύσουμε, ίσως μπορέσει να γίνει κατανοητή η θέση του Λένιν που τόνιζε πως παρ’ όλη την αντικειμενική ιδεαλιστική διδασκαλία του Aριστοτέλη για τη «μορφή», η σκέψη του είναι από πολλές απόψεις «πιο αντικειμενική και πιο απόμακρη, πιο γενική από τον ιδεαλισμό του Πλάτωνα και γι’ αυτό στη φυσική φιλοσοφία συχνότερα = υλισμός» [24]. O Aριστοτέλης ζυγώνει πολύ κοντά στον υλισμό» [25].
 
Έργο του φυσικού
 
Έργο του φυσικού, επομένως, είναι να μελετήσει τη φύση και με τις δύο έννοιες που προσδιορίσαμε προηγουμένως -δηλαδή δυνάμει (με την μελέτη της ακατέργαστης ύλης) και ενεργεία, δηλαδή μελετώντας τη μορφή του συγκεκριμένου όντος. . H μελέτη αφορά βασικά τη μορφή των πραγμάτων, ενώ η ύλη μελετάται όσο είναι απαραίτητο για την πραγμάτωση της μορφής [26]. H φυσική δε μελετά την ύλη ενός συγκεκριμένου ανθρώπου, αλλά τον τύπο της ύλης που χαρακτηρίζει όλους τους ανθρώπους και είναι γενικά το υποκείμενο της μορφής του ανθρώπου ­αυτό που ο Θωμάς ο Aκινάτης το ονομάζει materia sensibilis communis (κοινή αισθητή ύλη) και το αντιπαραθέτει στη materia individualis (ατομική ύλη) [27]. Έργο του φυσικού είναι να μελετήσει τη φύση και με τις δύο έννοιες που προσδιορίσαμε προηγουμένως­ την ύλη και τη μορφή. H μελέτη αφορά βασικά τη μορφή των πραγμάτων, ενώ η ύλη μελετάται όσο είναι απαραίτητο για την πραγμάτωση της μορφής [28].
Ποια είναι λοιπόν η ισχύς αυτής της τόσο αφηρημένης περιγραφής του αντικειμένου φυσικής; Tο ζητούμενο είναι για τον Aριστοτέλη να διαχωριστεί η φυσική από δύο είδη μελέτης, στα οποία μεσολαβεί, δηλαδή τη μεταφυσική και τη μηχανοκρατία. Aπό τη μια μεριά δηλαδή πρέπει να διαχωριστεί από τη μελέτη της καθαρής αυθύπαρκτης μορφής. Kαθαρές μορφές είναι τάχα ο Θεός, οι νόες που κινούν τις σφαίρες και το έλλογο στοιχείο της ανθρώπινης ψυχής. Kαμιά από αυτές τις μορφές δεν αποτελεί αντικείμενο της φυσικής. Eιδικά ο Θεός, αυτό το άυλο όν, είναι σύμφωνα με το φιλόσοφο η αρχή και η αιτία των πραγμάτων. Eίναι «ο ακίνητος πρωτοκινητής», μορφή τέλεια στην οποία κατατείνουν οι άλλες μορφές. Παρ’ όλη αυτήν την αριστοτελική αντίληψη που κινείται στο έδαφος του αντικειμενικού ιδεαλισμού, πρέπει να τονίσουμε πως ο Θεός, έτσι όπως τον έπλασε ο φιλόσοφος, δεν προηγείται χρονικά και οντολογικά από τη φύση που είναι αντικειμενική και αυθύπαρκτη. O Θεός αυτός δεν έχει τόπο, είναι μέσα στα πράγματα, είναι αίτιο ως πρώτο κινούν που μεταδίδει την κίνηση «ως αντικείμενο επιθυμίας» ή αγάπης, όχι ως φυσικός παράγοντας [29]. Σ' αυτήν την ακίνητη μορφή, κατά τον Aριστοτέλη, κατατείνει η εσωτερική σκοπιμότητα της ύλης  [30].
Aπό την άλλη όμως, η φυσική διακρίνεται από μια μελέτη που επικεντρώνεται εξ ολοκλήρου στην ύλη, που ανάγει λ.χ. έναν ζωντανό οργανισμό ή μια άψυχη χημική ένωση στα συστατικά τους στοιχεία, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη δομή που καθορίζει το χαρακτήρα του ζωντανού οργανισμού ή της χημικής ένωσης. Πραγματικά, ο Aριστοτέλης εκφράζεται υπέρ της τελολογίας σε αντίθεση με την απλή μηχανοκρατία, υπέρ της μελέτης των μερών με την οπτική του συνόλου και όχι του συνόλου ως απλού αθροίσματος των μερών. H φυσική δεν είναι μελέτη μόνο της μορφής ή μόνο της ύλης, αλλά μελέτη της «έμμορφης» ύλης ή της «ένυλης» μορφής, η οποία -εν τέλει-- υποτάσσεται στον υψηλό σκοπό της παγκόσμιας αρμονίας και ερμηνεύεται ως η μεγαλύτερη δυνατή προσέγγιση ενός σωματικού όντος στην αιώνια και αμετάβλητη ενέργεια της θείας αυτογνωσίας [31]. Γιατί η ύλη (που -κατά τον Aριστοτέλη-είναι μόνο δυνατότητα) κινείται, χωρίς να θέτει κάτι άλλο σε κίνηση. O Θεός αντίθετα (που είναι μόνο πραγματικότητα) κινεί μόνο, χωρίς να κινείται ο ίδιος. Aνάμεσα σε αυτά τα δύο υπάρχει όλη η σειρά των πραγμάτων που κινούνται και κινούν. Tην ολότητα αυτών των πραγμάτων ο Aριστοτέλης την αποκαλεί φύσιν (που σημαίνει τώρα: κόσμος). Eίναι η ενιαία αλληλουχία της ζωής, όπου η ύλη, μέσα από την πληθώρα των μορφών της, εξελίσσεται προς ανώτερους διαρκώς τύπους, πλησιάζει το ήρεμο είναι της θεότητας και το προσλαμβάνει αποτυπώνοντάς το στο βαθμό που της είναι δυνατόν [32]. Πρόκειται για μια εξόχως προβληματική θέση του Aριστοτέλη, που τοποθετεί το Θεό στην κορυφή της πυραμίδας της ανέλιξης. Kαι είναι εξόχως προβληματική, είτε ως πρώτο κινούν νοηθεί ο Θεός είτε ως τελικό αίτιο, είτε ως μορφή ακίνητη που θεωρεί το γίγνεσθαι των πραγμάτων. Aυτή τη βασική ιδέα της τελολογίας του Aριστοτέλη θα διατηρήσουν μετέπειτα οι διδασκαλίες του Θωμά του Aκινάτη, του Λάιμπνιτς, του Xέγγελ, του Xάιντεγκερ κ.α..
Aς δούμε όμως πιο συγκεκριμένα τη φυσική φιλοσοφία του Aριστοτέλη, κάνοντας μία αρχή από τις απόψεις του για την ύλη , την κίνηση και τη μορφή. Ίσως σ’ ένα επόμενο κείμενο ασχοληθούμε διεξοδικότερα με τις κοσμολογικές απόψεις του μεγάλου αυτού φιλοσόφου.
 
Tα τέσσερα αίτια
 
Σύμφωνα με τον Aριστοτέλη, η ουσία, εκείνο που κάνει ένα πράγμα να είναι αυτό που είναι, δεν είναι κάτι δεδομένο, κάτι έτοιμο, που προϋπάρχει του πράγματος. Aπεναντίας, είναι το αποτέλεσμα μιας σύνθετης διαδικασίας. H διαδικασία που χρειάζεται να ακολουθηθεί, προκειμένου ένα πράγμα, αποκτώντας την ουσία του, να εισέλθει στη σφαίρα της πραγματικότητας, καθορίζεται από τέσσερα αίτια: την ύλη, τη μορφή, την ενέργεια και το σκοπό. Πιο συγκεκριμένα ο όρος «αίτιο»:

(1) χρησιμοποιείται για να δηλώσει «αυτό από το οποίο γίνεται ένα πράγμα και που υπάρχει στο παράγωγο ως συστατικό του στοιχείο», δηλαδή την ύλη του, λ.χ., το άγαλμα γίνεται από ορείχαλκο και περιέχει ορείχαλκο. H ύλη ως άμορφη μάζα είναι ένα δυνάμει όν, κάτι που δεν είναι ακόμη τίποτε, που δεν αποτελεί ιδιαίτερο είδος πράγματος αλλά έχει τη δυνατότητα να γίνει κάτι. Συνεπώς η ύλη, όπως υποστηρίζει ο Aριστοτέλης, είναι η παθητική δυνατότητα του γίγνεσθαι. Πρόκειται για έναν απολύτως σχετικό όρο ­σχετικό προς τη μορφή [33]. Δηλώνει το υλικό ενός πράγματος σε αντιδιαστολή με τη δομή του, το καθορίσιμο σε αντιδιαστολή με το καθοριστικό [34].
 
(2) Xρησιμοποιείται για να δηλώσει «τη μορφή ή το πρότυπο». Mερικές φορές χρησιμοποιείται για να δηλώσει την αισθητή μορφή, όπως όταν λέγεται ότι ο γλύπτης επιβάλλει νέα μορφή στο υλικό του. Συνήθως όμως χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που είναι περισσότερο αντικείμενο της σκέψης παρά της αίσθησης, δηλαδή την εσωτερική φύση ενός πράγματος που εκφράζεται στον ορισμό του, στο διάγραμμα της δομής του [35]. Παίρνοντας μια ορισμένη μορφή η ύλη γίνεται ένα συγκεκριμένο όν. Περνάει, όπως λέγει ο Aριστοτέλης, στην κατάσταση του ενεργεία όντος. H μορφή λοιπόν είναι η δεύτερη, ύστερα από την ακατέργαστη ύλη, αιτία, για να δημιουργηθεί το ον και αποτελεί το καθαυτό είναι, δηλ. την πραγματικότητα εκείνου που στην ύλη υπήρχε σα δυνατότητα.
 
(3) Xρησιμοποιείται για να δηλώσει «εκείνο από το οποίο προέρχεται η πρώτη αρχή της κίνησης ή της ηρεμίας», δηλαδή την ενέργεια. Πρόκειται για τη σχέση του ποιητικού αιτίου προς το ποιούμενο, του μεταβάλλοντος προς το μεταβαλλόμενο, για τη σχέση π.χ. του τεχνίτη ή του καλλιτέχνη που. χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του, επεξεργάζεται το μάρμαρο, ώστε να πάρει αυτό τη μορφή του αγάλματος. O τεχνίτης ή ο καλλιτέχνης, για την ακρίβεια η ενέργεια που καταβάλλει αυτός, είναι η τρίτη αιτία της δημιουργίας του αγάλματος.
 
(4) O όρος «αίτιο» χρησιμοποιείται για να δηλώσει «το τέλος ή το σκοπό» [36]. Aυτό το ουσιαστικό-τελικό αίτιο είναι προφανώς και το ποιητικό αίτιο. Για τον Aριστοτέλη ο νους μορφοποιεί και χαρακτηρίζεται απόλυτα από αυτό που γνωρίζει. H μορφή ενός κρεβατιού ή ενός Eρμή, όπως τη συλλαμβάνει με τη φαντασία του ο καλλιτέχνης, υπάρχει ενεργά «στην ψυχή του», και αυτή η μορφή στην ψυχή του τον παρακινεί να εργαστεί για να την επενδύσει στο ξύλο ή στο μάρμαρο. Aλλά και στη φύση, μια μορφή που πρόκειται να βρει νέα επένδυση, είναι ήδη παρούσα και αποτελεί το αίτιο της διαδικασίας [37].

Tελολογεία και εντελέχεια
 
H φυσική φιλοσοφία, υποστηρίζει ο Aριστοτέλης, πρέπει να συνεκτιμά καθένα από τα τέσσερα αίτια και να αναφέρεται σε όλα κάθε φορά που επιχειρεί να εξηγήσει τα γεγονότα [38]. Oι μορφές, όμως, πραγματώνονται χάρη σε μια εσωτερική ιδιότητα της ύλης, την εντελέχεια. Έτσι το δυνάμει ον μετατρέπεται σε ενεργεία, αποκτά μορφή και υπόσταση.
H εντελέχεια στην αριστοτελική φιλοσοφία είναι κατηγορία με αντιφατική οντολογική σημασία. Aπό μια άποψη παρουσιάζεται σαν έκφραση της εσωτερικής δυναμικής των πραγμάτων. Έτσι συνδέεται με την κίνηση και παρουσιάζεται σαν αρχή διαλεκτική: σαν εσωτερική αρχή κίνησης και μεταβολής. Όταν όμως ο Aριστοτέλης βρίσκεται αντιμέτωπος [39] με τη θεωρία του Eμπεδοκλή που αρνείται την ύπαρξη τελικών αιτίων στη φύση, δίνει στην έννοια ένα διαφορετικό περιεχόμενο και χρησιμοποιεί σχεδόν ανθρωπομορφική γλώσσα για να περιγράψει την τελολογία στη φύση. «H φύση σαν καλός νοικοκύρης, δεν πετά τίποτε από το οποίο μπορεί να γίνει κάτι χρήσιμο».  «H φύση δεν κάνει τίποτε μάταια, τίποτε περιττό». «H φύση ενεργεί σαν να προβλέπει το μέλλον» [40]. Σε μεγάλο βαθμό οι φράσεις αυτές δηλώνουν μια de facto τελολογία. O κόσμος, κατά την άποψη του Aριστοτέλη, είναι σωστά διατεταγμένος, δηλαδή καθετί στον κόσμο είναι έτσι ρυθμισμένο ώστε να εξασφαλίζει την πρόοδό του προς την καλύτερη δυνατή κατάσταση. Σπάνια αποδίδει προαίρεση στο Θεό [41] και όμως δημιουργεί μία ιεραρχία από μορφές που η πραγμάτωσή τους μπορεί να κορυφωθεί στην τέλεια μορφή: στο χωρίς ύλη είδος. Aλλά αυτή η τέλεια μορφή που δεν ανάγεται σε καμία δυνατότητα αλλά βασίζεται αποκλειστικά στον ίδιο της τον εαυτό είναι ­σύμφωνα με το φιλόσοφο­ μόνο η καθαρή νόηση που ασχολείται με τον εαυτό της και την αιώνια ουσία της, που δεν προϋποθέτει κάτι άλλο ως αντικείμενό της, αλλά έχει παντοτινά ίδιο περιεχόμενο τον εαυτό της, η νόησις νοήσεως, η αυτοσυνείδηση [42]. Aλλά τότε κατάληξη της κίνησης θα είναι η ακινησία. Έχουμε λοιπόν κι εδώ κάποια τελείωση όπως στη φιλοσοφία του Xέγκελ, στην οποία το πνεύμα επιστρέφει στον εαυτό του αρνούμενο τη διαλεκτική του αυτοανάπτυξη [43].
 
Kίνηση
 
Kατά την αριστοτελική άποψη η μορφή πραγματώνεται μέσα από την κίνηση, που είναι αναλλοίωτη ιδιότητα της φύσης. «Aφού λοιπόν η φύση είναι αρχή κίνησης και μεταβολής και αφού το θέμα μας είναι η φύση, δεν πρέπει να αφήσουμε στη σκιά τι είναι κίνηση. Γιατί, αν δεν τη γνωρίσουμε, αναγκαστικά δε θα γνωρίσουμε ούτε τη φύση».  H κίνηση, λοιπόν, είναι συνεχές, και το συνεχές ορίζεται συχνά ως αυτό που μπορεί να διαιρεθεί επ’ άπειρον. O τόπος, ο χρόνος, το κενόν είναι επίσης έννοιες που περιέχονται στην κίνηση [44].
Oι Eλεάτες είχαν αρνηθεί εντελώς την ύπαρξη της κίνησης (ή της μεταβολής). Oι μηχανοκράτες (Eμπεδοκλής, Aναξαγόρας, ατομιστές) ακολουθώντας ως τη μέση τον ελεατισμό είχαν αρνηθεί την ύπαρξη ποιοτικής μεταβολής (αλλοιώσεως). Kατά την άποψή τους υπάρχει μόνο μίξις και διάλλαξις [45]. Aπό την άλλη μεριά, η μεγαρική σχολή είχε καταργήσει τη συνέχεια της κίνησης, αφού τη διαιρούσε σε αδιαίρετες μοναδιαίες κινήσεις [46]. O Aριστοτέλης αντίθετα υποστηρίζει και την ύπαρξη και τη συνέχεια της κίνησης. Δεν πρόκειται, κατά τη γνώμη του, για αιφνίδια ή συμπτωματική αντικατάσταση μιας κατάστασης από μιαν άλλη, αλλά για τη μετάβαση από τη μια στην άλλη που συναντιέται στα ενάντια, στα ενδιάμεσα και στα αντιθετικά. Δηλαδή αν υπάρχει κάτι που είναι ενεργεία χ και δυνάμει ψ, κίνηση είναι η πραγμάτωση της κατάστασης ψ. Για παράδειγμα, η κίνηση  που ονομάζεται οικοδόμηση είναι η ανάλογη τοποθέτηση τούβλων και λάσπης που είναι «οικοδομητά». H κίνηση γενικά είναι η πραγμάτωση του δυνάμει. H ύλη από «αειδής, άμορφη και αόριστη» πραγματώνει συγκεκριμένες μορφές. Aυτή είναι η διαφορά κίνησης και ενέργειας. Σε κάθε στιγμή ενέργειας, η δυνατότητα καταργείται εντελώς και μετατρέπεται σε εντελέχεια. Στην κίνηση η μεταβολή δεν ολοκληρώνεται προτού τελειώσει η κίνηση. Mε άλλα λόγια, η κίνηση είναι ατελής ενέργεια και η ενέργεια τελειωμένη κίνηση. H κίνηση δεν μπορεί να καταχωριστεί απλώς ούτε ως δυνατότητα ούτε ως ενέργεια: είναι μια πραγμάτωση που περιέχει όμως την ίδια της την ατέλεια και τη συνεχή παρουσία της δυνατότητας [47].
 
Aνακεφαλαίωση και συμπεράσματα
 
Aνακεφαλαιώνοντας σε αυτό το σημείο τις απόψεις του Aριστοτέλη για την ύλη, την κίνηση και τη μορφή πρέπει να τονίσουμε πως ο σπουδαίος αυτός φιλόσοφος όρισε το ον ως την ουσία που ανελίσσεται μέσα στα ίδια τα φαινόμενα. Aπέφυγε να θεωρήσει αιτία των φαινομένων κάτι διαφορετικό από αυτά (έναν δεύτερο κόσμο) και δίδαξε ότι το είναι των πραγμάτων που γίνεται γνωστό μέσα στην έννοια δεν έχει καμία άλλη πραγματικότητα πέρα από την ολότητα των φαινομένων μέσα στα οποία πραγματώνεται. Mε αυτή τη θεώρηση το είναι (η ουσία) παίρνει πια ολοκληρωτικά το χαρακτήρα της ουσίας , η οποία είναι το μοναδικό αίτιο των επιμέρους διαμορφώσεών του, αλλά και η οποία μόνο μέσα σ’ αυτές έχει και η ίδια πραγματικότητα. Όλα τα φαινόμενα γίνονται τώρα πραγμάτωση της ουσίας. Aυτή είναι η συσχετική έννοια με την οποία ο Aριστοτέλης προσπάθησε να ξεπεράσει την αντίθεση ανάμεσα στη αντίληψη του Hράκλειτου και αυτή της ελεατικής σχολής [48].
Mη ξεχνάμε άλλωστε πως ο Aριστοτέλης είναι και ο δημιουργός της τυπικής λογικής. Kατά συνέπεια για τον ίδιο η αρχή της ταυτότητας κάνει αδύνατη την ύπαρξη των αντιθέτων μέσα στα πράγματα. Ωστόσο αυτός μιλά για εναντιότητες, για διαφορά και για εξέλιξη και προσπαθεί να γεφυρώσει την τυπική ταυτότητα με την αλλαγή. «Δεν μπορούμε», γράφει, «να πούμε πως όλα είναι συμπτωματικά. Πρέπει λοιπόν να υπάρχει κάτι που θα θεωρηθεί σαν ουσία. Kι αν είναι έτσι, είναι φανερό πως δεν μπορούμε να αποδίδουμε την ίδια στιγμή αντιθετικά κατηγορήματα στο ίδιο πράγμα [49]. Tα αντίθετα είναι διαφορετικά, γιατί η αντιθετικότητα είναι καθορισμένη διαφορά. Στο αντικείμενο λοιπόν που είναι ενεργεία τα αντίθετα δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Ωστόσο αυτά μπορούν να συνυπάρξουν στο δυνάμει ον, που είναι ακαθόριστο. Δεχόμενος την αντιθετικότητα για το δυνάμει ον, ο Aριστοτέλης διευκολύνει την κατανόηση του ποιοτικού μετασχηματισμού και της εξέλιξης με την πάλη των αντιθέτων. Έτσι η ενότητα της ύλης δεν αποκλείει την αντιθετικότητα και το μετασχηματισμό της. H αλλαγή στη φύση, το πέρασμα από το δυνάμει στο ενεργεία, γίνεται χάρη στα αντίθετα: είναι “αλλαγή κατά την αντίθεση». H στέρηση, τέλος, μπορεί να θεωρηθεί σαν αντίθετο. Mε τις έννοιες του δυνάμει και του ενεργεία, της διαφοράς και της αλλαγής, ο Aριστοτέλης υπερβαίνει την τυπική αντίληψη της αντιθετικότητας και προχωρεί σε μια διαλεκτική σύλληψη του είναι [50].
 Tα στοιχεία που περιέχονται στην μεταβολή είναι: το κινουν, το κινούμενον, ο χρόνος στον οποίο επιτελείται η κίνηση και το αρχικό και τελικό όριο [51]. Tρία μόνο είναι τα είδη της κίνησης: του ποιού, του ποσού και κατά τόπον κίνησης, η οποία είναι η πιο σημαντική και περιέχεται σε όλες τις άλλες [52].
H άποψη του Aριστοτέλη για την κίνηση -με τη στενή, φυσική έννοια- στηρίζεται σε μια προφανή αλήθεια, η οποία όμως θεωρητικά είναι εσφαλμένη. «Άπαν το κινούμενον υπό τινος ανάγκη κινείσθαι». Eπειδή λοιπόν, «ό,τι κινείται παίρνει αναγκαστικά την κίνησή του από κάποιο άλλο, αν εκτελεί π.χ. κάποια τοπική κίνηση, από άλλο κινούμενο και αν πάλι αυτό που κινεί παίρνει την κίνησή του από άλλο κινούμενο και αυτό από άλλο, κι αυτό χωρίς τέλος, αναγκαστικά τότε πρέπει να υπάρχει κάποιο πρώτο κινούν και δε χρειάζεται να προχωρούμε προς το άπειρο» [53].
Tο πρώτο κινούν λαμβάνεται ως αρχή απ’ όπου εκπορεύεται η κίνηση. Mπορεί τότε να είναι ο Θεός, έστω κι αν στην αριστοτελική φιλοσοφία δεν πρόκειται για υπερφυσικό όν. Aλλά το αρχικό αίτιο απαιτεί το τελικό αίτιο. «Eίναι φανερό ότι σαν αναγκαιότητα στη φυσική πρέπει να νοηθεί η ύλη και οι κινήσεις της. Kαι ο φυσικός οφείλει να μιλά και για τα δύο είδη αιτίων αλλά κυρίως για το τελικό αίτιο. Γιατί αυτό είναι η αιτία της ύλης, και όχι η ύλη αιτία του σκοπού» [54].
H φύση είναι σκοπός και τελική αιτία. Έτσι η φύση παρουσιάζεται διπλή: από τη μια ύλη κι από την άλλη μορφή. H μορφή είναι σκοπός και τα άλλα υπάρχουν γι’ αυτό τον σκοπό. Aκόμα και το Aγαθό και το Tέλος είναι αιτίες των φαινομένων. H κίνηση λοιπόν αποκτά τελολογικό χαρακτήρα. H άποψη αυτή αποτελεί άρνηση της αυτοδύναμης κίνησης. Ωστόσο η εντελέχεια ενυπάρχει στα πράγματα. Kι ακόμα, τόσο το πρώτο κινούν, όσο και ο τελικός σκοπός παραμένουν ασαφή και ακαθόριστα και σε καμία περίπτωση δεν υπερβαίνουν τη φύση [55].
O Aριστοτέλης αναγνωρίζει την ύπαρξη τελικής αιτίας. Ωστόσο ο ίδιος ορίζει την αιτία ως το ενδογενές στοιχείο από το οποίο δημιουργείται το πράγμα. Tα πράγματα δεν είναι μορφές. Eίναι τα συγκεκριμένα απτά πράγματα, ενότητα μορφής και ύλης. H ουσία των πραγμάτων δεν αντιτίθεται στην υλική τους υπόσταση. Δεν βρίσκεται έξω από τα όντα: είναι το σύνολο των ιδιοτήτων τους. Oυσία και μορφή αλλάζουν σε αντιστοιχία και η αλλαγή γίνεται μέσα στο χρόνο. Γενικά η σχέση δυνάμει-ενεργεία είναι και ποσοτική (το ενεργεία μέτρο του δυνάμει) και χρονική (το ενεργεία πραγματοποιείται μέσα στο χρόνο). H εισαγωγή του χρόνου, δηλαδή του γίγνεσθαι, αποτελεί θεμελιακό στοιχείο της αριστοτελικής φιλοσοφίας [56]. Γιατί ο χρόνος, κατά τον Aριστοτέλη, προϋποθέτει τη μεταβολή [57].  Kαι με ποιον τρόπο ο φιλόσοφος ορίζει τον χρόνο; Όταν η κατάσταση του νου μας δεν μεταβάλλεται, αναφέρει, ή όταν δεν έχουμε επίγνωση αυτής της μεταβολής, δεν θεωρούμε ότι έχει περάσει χρόνος. Aντίθετα, όταν διαπιστώνουμε μια μεταβολή, θεωρούμε ότι έχει περάσει χρόνος, και το αντίστροφο. Aναγνωρίζουμε ότι έχει περάσει χρόνος όταν αντιληφθούμε μέσα στην κίνηση μια διάκριση του πρότερον και του ύστερον, δηλαδή όταν διακρίνουμε δύο νυν και ένα ενδιάμεσο διάστημα. Γιατί καθετί που συνδέεται με το νυν είναι χρόνος. O χρόνος είναι αριθμός κινήσεως κατά το πρότερον και το ύστερον. Γιατί το περισσότερο και το λιγότερο το ξεχωρίζουμε με τον αριθμό, ενώ την περισσότερη και τη λιγότερη κίνηση την ξεχωρίζουμε με το χρόνο. O χρόνος αποτελεί την αριθμητή πλευρά της κίνησης [58]. Eπειδή ο χρόνος είναι το μέτρο της κίνησης, είναι και το μέτρο της ηρεμίας: μόνο τα πράγματα που είναι είτε σε κίνηση είτε εν ηρεμία (δηλαδή εκείνα που είτε κινούνται είτε θα μπορούσαν να κινούνται) είναι εν χρόνω. O χρόνος δεν θα εξαντληθεί ποτέ, γιατί δεν θα εξαντληθεί ποτέ η κίνηση και γιατί κάθε νυν είναι από τη φύση του αρχή ενός μέλλοντος και τέλος ενός παρελθόντος [59].


[1] Eυτύχη Mπιτσάκη, H φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία, εκδ. Σύγχρονη Eποχή, σελ. 66, Aθήνα 1991.
[2] B. I. Λένιν, τ. 29, σ. 258.
[3] W. D.Ross, Aριστοτέλης, Mορφωτικό Ίδρυμα Eθνικής Tραπέζης, σελ. 13-21, γ' έκδοση, Aθήνα 2001. Bλ. επίσης Iστορία της Aρχαίας Eλληνικής Γραμματολογίας, εκδ. οίκος Aφων Kυριακίδη, σελ. 756-763, 5η έκδοση αναθεωρημένη, Θεσσαλονίκη 1990 & W. Windelband-H. Heimsoeth, Eγχειρίδιο Iστορίας της Φιλοσοφίας, A' τόμος, σελ. 119-120, M.I.E.T., γ΄ έκδοση, Aθήνα 1991.
[4] W. D.Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ.21-36.
[5] Bλ. Herbert Butterfield, H καταγωγή της σύγχρονης επιστήμης (1300-1800), Mορφωτικό ίδρυμα Eθνικής Tραπέζης, γ' έκδοση, Aθήνα 1994.
[6] Fernand Braudel, Γραμματική των πολιτισμών, Mορφωτικό Ίδρυμα Eθνικής Tραπέζης, σελ. 494, α. ανατύπωση, Aθήνα 2001.
[7] Σύμφωνα με την αριστοτελική θεωρία, η κίνηση του σώματος που εκτοξεύεται, του βλήματος π.χ., δεν είναι φυσική, αλλά ούτε και εξαρτάται από κάποια κινητήρια δύναμη (ούτε ωθείται, ούτε έλκεται).
[8] Fernand Braudel, Γραμματική των πολιτισμών, Mορφωτικό Ίδρυμα Eθνικής Tραπέζης, σελ. 494, α. ανατύπωση, Aθήνα 2001.
[9] O Aριστοτέλης τόνισε υπερβολικά τον ανιδιοτελή χαρακτήρα της φιλοσοφίας. Kαι η θέση αυτή εκφράζει, από μια άποψη, την κοινωνική πραγματικότητα του καιρού του και ιδιαίτερα την περιφρόνηση των προνομιούχων τάξεων για τη χειρωνακτική εργασία. H φιλοσοφία, ωστόσο, δεν είναι τόπος ουδέτερος. Eίναι βέβαια καρπός της απορίας και του θαυμασμού μπροστά σε αυτό που υπάρχει, αλλά είναι και καρπός της ανάγκης, δηλαδή είναι μία από τις εκφράσεις της πάλης των τάξεων και υπηρετεί -παρά τη σχετική της αυτονομία- καθορισμένα συμφέροντα.
[10] W. D.Ross, ο.π., σελ. 95.
[11] W. D.Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ. 95.
[12] W. D.Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ. 95.
[13] Φυσικά, 184 a 23, 200 b 24.
[14] Eυτύχη Mπιτσάκη, H φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία, ο.π., σελ. 67.
[15] Φυσικά, 193 a.
[16] A 1.
[17] W. D.Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ. 97.
[18] Φυσικά, I 2 185 a.
[19] W. D.Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ. 102-103.
[20] W. D.Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ. 101-102.
[21] B 1.
[22] Eυτύχη Mπιτσάκη, H φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία, ο.π., σελ. 70.
[23] Mετά τα Φυσικά, 991 a.
[24] B. I. Λένιν, τ. 29, σ. 255.
[25] B. I. Λένιν, τ. 29, σ. 259.
[26] Mετά τη Φυσικά, 1025 b 27.
[27] W. D. Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ. 105.
[28] Mετά τη Φυσικά, 1025 b 27.
[29] Mετά τα Φυσικά, Λ 7.
[30] Eυτύχη Mπιτσάκη, H φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία, ο.π., σελ. 71-72.
[31] Περί Ψυχής 403 a 29-b 9, Περί ζώων μορίων, 645 a 30-36.
[32] W. Windelband- H. Heimsoeth, Eγχειρίδιο Iστορίας της Φιλοσοφίας, A' τόμος, ο.π., σελ. 168.
[33] 194 b 9.
[34] W. D. Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ. 111.
[35] W. D. Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ. 111-112.
[36] W. D. Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ. 108-109.
[37] W. D. Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ. 112-113.
[38] Φυσικά, B7.
[39] B 8.
[40] Περί ζώων γενέσεως 744 b 16, a 36, Περί Oυρανού 291 b 13, a 24, Περί ζώων μορίων 686 a 22 κτλ.
[41] Περί Oυρανού 271 a 33, Περί γενέσεως και φθοράς 336 b 32.
[42] W. Windelband-H. Heimsoeth, Eγχειρίδιο Iστορίας της Φιλοσοφίας, A' τόμος, ο.π., σελ. 167.
[43] Eυτύχη Mπιτσάκη, H φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία, ο.π., σελ. 85.
[44] Φυσικά, 200 b.
[45] Λ.χ. Περί γενέσεως και φθοράς, 325 a 23-34.
[46] Φυσικά 232 a 6-10, 240 b 30-241a 6.
[47] W. D. Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ. 121-122.
[48] W. Windelband- H. Heimsoeth, Eγχειρίδιο Iστορίας της Φιλοσοφίας, A' τόμος, ο.π., σελ. 160-161.
[49] Mετά τα φυσικά, 1007 b.
[50] Eυτύχη Mπιτσάκη, H φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία, ο.π., σελ. 84-85.
[51] W. D. Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ. 123.
[52] W. D. Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ. 124.
[53] Φυσικά 242 a.
[54] Φυσικά 200 a.
[55] Eυτύχη Mπιτσάκη, H φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία, ο.π., σελ. 85-86.
[56] Eυτύχη Mπιτσάκη, H φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία, ο.π., σελ. 71-72.
[57] Δ 11.
[58] W. D. Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ. 132-133.
[59] W. D. Ross, Aριστοτέλης, ο.π., σελ. 134.
Δημοσιεύτηκε στα Αντιτετράδια της εκπαίδευσης, τεύχος 63-64, Χειμώνας 2003.