Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης
Μπήκαμε στο λεωφορείο σχεδόν ταυτόχρονα, απ’ την πίσω πόρτα. Απ’ την πίσω πόρτα μπαίνουν όλοι όταν είναι μόνοι τους. Ηταν ένας μικροκαμωμένος γύρω στα 30, μπορεί και γύρω στα πενήντα. Ποτέ δεν μπορείς μ’ αυτούς να ‘σαι σίγουρος με την ηλικία τους. Φαίνονται πενηντάρηδες και μπορεί να μην έχουν πατήσει ούτε τα....... σαράντα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και οι διστακτικές κι ως ένα βαθμό συνεσταλμένες κινήσεις του, μαρτυρούσαν μετανάστη απ’ το Μπάνγκλα Ντες. Οι άραβες, οι αφρικανοί και ειδικά εκείνοι απ’ το Μαρόκο, έχουν έναν άλλο αέρα. Νιώθουν μια ασυνήθιστη σιγουριά και συμπεριφέρονται προκλητικά αγέρωχοι, σαν να βρίσκονται στη χώρα τους και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που πολλές φορές ξυπνούν και σε ‘μένα ρατσιστικά συναισθήματα. Μιλούν μεταξύ τους και στο κινητό φωναχτά, λες και είναι μόνοι στο σπίτι τους.
Ενώ αυτοί απ’ το Μπάνγκλα Ντες είναι άλλοι άνθρωποι. Διακριτικοί και ντροπαλοί, μέχρι αυτοαπέχθειας, λες κι έχουν διαβάσει για το πως έπρεπε να συμπεριφέρονται οι έλληνες σε δημόσιους χώρους κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ή λες και τους κάνανε κάποιοι «ελληναράδες» υποχρεωτικά μαθήματα Savoir-vivre δούλων προς τ’ αφεντικά τους. Κάνουν το παν, όχι μόνο, ώστε να μην προκαλέσουν με γέλια και με ζωηρές συζητήσεις και δείξουν έτσι ότι περνούν καλύτερα απ’ τ’ αφεντικά του τόπου, εμάς δηλαδή, κάτι που για κάποιους είναι συνώνυμο της ύβρεως, αλλά φροντίζουν να περνούν εντελώς απαρατήρητοι. Θυμίζουν τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι που πήγαινε περίπατο στη λεωφόρο Νέφσκι, εκεί που πήγαινε περίπατο και η αφρόκρεμα της Αγίας Πετρούπολης, στρατιωτικοί και επίσημοι, κι απ’ την υπερβολική ντροπή και ταπείνωση «γλιστρούσε σα χέλι ανάμεσα στους περαστικούς, κάνοντας τόπο να περάσουν εκείνοι που ένιωθαν ανώτεροι και καλύτεροι και το ‘δειχναν επιδεικτικά».
Εντελώς αθόρυβα και διακριτικά, δίχως να με κοιτάξει καν στο πρόσωπο, μου έκανε νόημα με το χέρι του να καθίσω, στη μοναδική θέση που ήταν άδεια. Καθότι δεν ήμουν «στρατηγός, ούτε καν αξιωματικός, ούτε ουσάρος», όπως περιέγραφε ο Φιοντόρ στο «υπόγειο» τους περαστικούς διαβάτες του ήρωά του, αρνήθηκα και του είπα να καθίσει εκείνος, αφού είχε μπει πρώτος και του ανήκε η θέση έτσι κι αλλιώς. Παρά τις εκκλήσεις μου να δεχτεί την πρόταση, αρνιόταν επίμονα. Η εικόνα, ήταν μια απ’ αυτές που ισοδυναμούν με χίλιες ανείπωτες λέξεις. Απ’ τη μια έβλεπες τα ειρωνικά βλέμματα των «κυρίων» αυτού του τόπου προς εμένα, που απ’ τις πολλές σφαλιάρες γέρασαν πριν την ώρα τους, γιατί δήθεν πρόσβαλα τον τίτλο της φυλετικής ανωτερότητας του «κυρίου», κι απ’ την άλλη, τα βλοσυρά και γεμάτα κακία και περιφρόνηση βλέμματα προς αυτό το δύστυχο πλάσμα, που είχε συνεχώς κατεβασμένο το βλέμμα για να μην προκαλέσει την οργή εκείνων, που αν τυχόν και βρεθούν σε ένα περιβάλλον πλουσίων συμπατριωτών τους «από καλές οικογένειες», νιώθουν το ίδιο αμήχανοι, το ίδιο δουλικοί και που κάνουν αμάν για να κερδίσουν την εύνοιά τους, την εύνοια εκείνων που τους υποτιμούν , τους περιφρονούν και τους φτύνουν.
Το πως θα ένιωθε αυτός, είναι κάτι, που μόνο αν το βιώσεις ο ίδιος στο πετσί σου, ίσως, μπορείς να το καταλάβεις. Αν π.χ. μπορείς να βρεθείς στη θέση του Οδυσσέα στο παλάτι με τους πρίγκιπες μνηστήρες, σαν γνήσιος όμως και όχι σαν μεταμφιεσμένος ζητιάνος. Αλλά και πάλι είναι αδύνατο να περιγράψεις το συναίσθημα, εκτός κι αν σε λένε Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι:«Τι στιγμές αυτές ένιωθα πόνους*, σαν να μου ξερίζωναν την καρδιά και σαν να μου ‘ριχναν καυτό νερό στην πλάτη, καθώς σκεφτόμουν την ελεεινή κατάσταση, την ταπεινή και άθλια κατάσταση του εαυτού μου, που κυκλοφορούσε ανάμεσα σε ανθρώπους………..έβλεπα ότι είμαι ένα κουνούπι, ένα τιποτένιο και άχρηστο κουνούπι που κάνει τόπο σ’ όλους, προσβλημένο κι εξευτελισμένο απ’ όλους….».
*Μια ομάδα του University of California του Λος Αντζελες, δημοσίευσε πριν μερικούς μήνες, στο περιοδικό "Science", αυτό που περιέγραψε πριν ενάμιση αιώνα, σαν πόνο απόρριψης, ο μέγιστος γνώστης και αναλυτής της ανθρώπινης ψυχής, ο συγγραφέας και στρατιωτικός γιατρός, Ντοστογιέφσκι: «Οταν ένα παιδί δε γίνεται αποδεκτό από μια παρέα αντιδρά με κλάμα. Ο ενήλικας αντιδρά με πόνους, με αληθινούς σωματικούς πόνους. Μια δυνατή γροθιά στο στομάχι και η απόρριψη ή ο κοινωνικός αποκλεισμός, προκαλούν την ίδια αντίδραση στο ίδιο σημείο του εγκεφάλου που κάνει τον πόνο αισθητό και αυτό γίνεται πολύ σύντομα αντιληπτό με τη μορφή ψυχοσωματικών ασθενειών». Το τραγικότερο της υπόθεσης, είναι το γεγονός, ότι κάποιοι στο λεωφορείο, που έβλεπαν τον ξένο με περιφρόνηση, υπήρξαν κάποια στιγμή στη ζωή τους οι ίδιοι θύματα κοινωνικού αποκλεισμού ή είναι μακροχρόνια άνεργοι, που είναι κι αυτό μια μορφή κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτή η βουβή κραυγή του πόνου, είναι η εντελώς αθέατη και θεοσκότεινη πλευρά της απόρριψης, του ρατσισμού και του κοινωνικού αποκλεισμού του μακροχρόνια ανέργου. Αθέατη ακόμα κι απ’ τα περισσότερα θύματά του, που πολλές φορές και κάτω από άλλες συνθήκες, μέσα στην ίδια την οικογένεια ή στην ιδιαίτερη πατρίδα τους μπορεί να είναι και θύτες πάνω σε άλλα θύματα.
Τελικώς, το πιο σοφό δίδαγμα του χριστιανισμού και των περισσοτέρων θρησκειών, είναι ο εξαγνισμός μέσα απ’ την απόλυτη ταπείνωση. Θα πρέπει κάποια στιγμή στη ζωή σου να νιώσεις κουνούπι για να σεβαστείς τον άνθρωπο...
Μπήκαμε στο λεωφορείο σχεδόν ταυτόχρονα, απ’ την πίσω πόρτα. Απ’ την πίσω πόρτα μπαίνουν όλοι όταν είναι μόνοι τους. Ηταν ένας μικροκαμωμένος γύρω στα 30, μπορεί και γύρω στα πενήντα. Ποτέ δεν μπορείς μ’ αυτούς να ‘σαι σίγουρος με την ηλικία τους. Φαίνονται πενηντάρηδες και μπορεί να μην έχουν πατήσει ούτε τα....... σαράντα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και οι διστακτικές κι ως ένα βαθμό συνεσταλμένες κινήσεις του, μαρτυρούσαν μετανάστη απ’ το Μπάνγκλα Ντες. Οι άραβες, οι αφρικανοί και ειδικά εκείνοι απ’ το Μαρόκο, έχουν έναν άλλο αέρα. Νιώθουν μια ασυνήθιστη σιγουριά και συμπεριφέρονται προκλητικά αγέρωχοι, σαν να βρίσκονται στη χώρα τους και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, που πολλές φορές ξυπνούν και σε ‘μένα ρατσιστικά συναισθήματα. Μιλούν μεταξύ τους και στο κινητό φωναχτά, λες και είναι μόνοι στο σπίτι τους.
Ενώ αυτοί απ’ το Μπάνγκλα Ντες είναι άλλοι άνθρωποι. Διακριτικοί και ντροπαλοί, μέχρι αυτοαπέχθειας, λες κι έχουν διαβάσει για το πως έπρεπε να συμπεριφέρονται οι έλληνες σε δημόσιους χώρους κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας ή λες και τους κάνανε κάποιοι «ελληναράδες» υποχρεωτικά μαθήματα Savoir-vivre δούλων προς τ’ αφεντικά τους. Κάνουν το παν, όχι μόνο, ώστε να μην προκαλέσουν με γέλια και με ζωηρές συζητήσεις και δείξουν έτσι ότι περνούν καλύτερα απ’ τ’ αφεντικά του τόπου, εμάς δηλαδή, κάτι που για κάποιους είναι συνώνυμο της ύβρεως, αλλά φροντίζουν να περνούν εντελώς απαρατήρητοι. Θυμίζουν τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι που πήγαινε περίπατο στη λεωφόρο Νέφσκι, εκεί που πήγαινε περίπατο και η αφρόκρεμα της Αγίας Πετρούπολης, στρατιωτικοί και επίσημοι, κι απ’ την υπερβολική ντροπή και ταπείνωση «γλιστρούσε σα χέλι ανάμεσα στους περαστικούς, κάνοντας τόπο να περάσουν εκείνοι που ένιωθαν ανώτεροι και καλύτεροι και το ‘δειχναν επιδεικτικά».
Εντελώς αθόρυβα και διακριτικά, δίχως να με κοιτάξει καν στο πρόσωπο, μου έκανε νόημα με το χέρι του να καθίσω, στη μοναδική θέση που ήταν άδεια. Καθότι δεν ήμουν «στρατηγός, ούτε καν αξιωματικός, ούτε ουσάρος», όπως περιέγραφε ο Φιοντόρ στο «υπόγειο» τους περαστικούς διαβάτες του ήρωά του, αρνήθηκα και του είπα να καθίσει εκείνος, αφού είχε μπει πρώτος και του ανήκε η θέση έτσι κι αλλιώς. Παρά τις εκκλήσεις μου να δεχτεί την πρόταση, αρνιόταν επίμονα. Η εικόνα, ήταν μια απ’ αυτές που ισοδυναμούν με χίλιες ανείπωτες λέξεις. Απ’ τη μια έβλεπες τα ειρωνικά βλέμματα των «κυρίων» αυτού του τόπου προς εμένα, που απ’ τις πολλές σφαλιάρες γέρασαν πριν την ώρα τους, γιατί δήθεν πρόσβαλα τον τίτλο της φυλετικής ανωτερότητας του «κυρίου», κι απ’ την άλλη, τα βλοσυρά και γεμάτα κακία και περιφρόνηση βλέμματα προς αυτό το δύστυχο πλάσμα, που είχε συνεχώς κατεβασμένο το βλέμμα για να μην προκαλέσει την οργή εκείνων, που αν τυχόν και βρεθούν σε ένα περιβάλλον πλουσίων συμπατριωτών τους «από καλές οικογένειες», νιώθουν το ίδιο αμήχανοι, το ίδιο δουλικοί και που κάνουν αμάν για να κερδίσουν την εύνοιά τους, την εύνοια εκείνων που τους υποτιμούν , τους περιφρονούν και τους φτύνουν.
Το πως θα ένιωθε αυτός, είναι κάτι, που μόνο αν το βιώσεις ο ίδιος στο πετσί σου, ίσως, μπορείς να το καταλάβεις. Αν π.χ. μπορείς να βρεθείς στη θέση του Οδυσσέα στο παλάτι με τους πρίγκιπες μνηστήρες, σαν γνήσιος όμως και όχι σαν μεταμφιεσμένος ζητιάνος. Αλλά και πάλι είναι αδύνατο να περιγράψεις το συναίσθημα, εκτός κι αν σε λένε Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι:«Τι στιγμές αυτές ένιωθα πόνους*, σαν να μου ξερίζωναν την καρδιά και σαν να μου ‘ριχναν καυτό νερό στην πλάτη, καθώς σκεφτόμουν την ελεεινή κατάσταση, την ταπεινή και άθλια κατάσταση του εαυτού μου, που κυκλοφορούσε ανάμεσα σε ανθρώπους………..έβλεπα ότι είμαι ένα κουνούπι, ένα τιποτένιο και άχρηστο κουνούπι που κάνει τόπο σ’ όλους, προσβλημένο κι εξευτελισμένο απ’ όλους….».
*Μια ομάδα του University of California του Λος Αντζελες, δημοσίευσε πριν μερικούς μήνες, στο περιοδικό "Science", αυτό που περιέγραψε πριν ενάμιση αιώνα, σαν πόνο απόρριψης, ο μέγιστος γνώστης και αναλυτής της ανθρώπινης ψυχής, ο συγγραφέας και στρατιωτικός γιατρός, Ντοστογιέφσκι: «Οταν ένα παιδί δε γίνεται αποδεκτό από μια παρέα αντιδρά με κλάμα. Ο ενήλικας αντιδρά με πόνους, με αληθινούς σωματικούς πόνους. Μια δυνατή γροθιά στο στομάχι και η απόρριψη ή ο κοινωνικός αποκλεισμός, προκαλούν την ίδια αντίδραση στο ίδιο σημείο του εγκεφάλου που κάνει τον πόνο αισθητό και αυτό γίνεται πολύ σύντομα αντιληπτό με τη μορφή ψυχοσωματικών ασθενειών». Το τραγικότερο της υπόθεσης, είναι το γεγονός, ότι κάποιοι στο λεωφορείο, που έβλεπαν τον ξένο με περιφρόνηση, υπήρξαν κάποια στιγμή στη ζωή τους οι ίδιοι θύματα κοινωνικού αποκλεισμού ή είναι μακροχρόνια άνεργοι, που είναι κι αυτό μια μορφή κοινωνικού αποκλεισμού. Αυτή η βουβή κραυγή του πόνου, είναι η εντελώς αθέατη και θεοσκότεινη πλευρά της απόρριψης, του ρατσισμού και του κοινωνικού αποκλεισμού του μακροχρόνια ανέργου. Αθέατη ακόμα κι απ’ τα περισσότερα θύματά του, που πολλές φορές και κάτω από άλλες συνθήκες, μέσα στην ίδια την οικογένεια ή στην ιδιαίτερη πατρίδα τους μπορεί να είναι και θύτες πάνω σε άλλα θύματα.
Τελικώς, το πιο σοφό δίδαγμα του χριστιανισμού και των περισσοτέρων θρησκειών, είναι ο εξαγνισμός μέσα απ’ την απόλυτη ταπείνωση. Θα πρέπει κάποια στιγμή στη ζωή σου να νιώσεις κουνούπι για να σεβαστείς τον άνθρωπο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου