Διον. Βραϊμάκης
Στο Ντιτρόιτ οι βιομηχανίες κλείνουν, όπως και στην Ελλάδα. Η ανεργία χτυπάει ασύλληπτα νούμερα, όπως και στην Ελλάδα. Οι δημόσιες υπηρεσίες υποβαθμίστηκαν, όπως και στην Ελλάδα. Η διαφθορά στα «καλά χρόνια» έκανε...
πάρτι, όπως και στην Ελλάδα. Οι πολίτες εγκαταλείπουν την πόλη αναζητώντας μεροκάματο, όπως και στην Ελλάδα. Οι συνταξιούχοι αυξήθηκαν και αντιστοιχούν δύο σε έναν εργαζόμενο, όπως (υπάρχει τάση να γίνει) και στην Ελλάδα. Το 1/3 των νοικοκυριών ζει κάτω από τα όρια της φτώχιας, όπως (περίπου) και στην Ελλάδα. Με την κρίση του 2008 τα τοξικά στεγαστικά δάνεια εκτοξεύτηκαν, όπως και στην Ελλάδα. Η εγκληματικότητα έφτασε στα ύψη, όπως και στην Ελλάδα. Οι μισθοί περικόπηκαν, όπως και στην Ελλάδα. Οι ομοιότητες είναι πολλές, οι φόβοι απαράλλαχτοι.
Θυμάμαι πριν από χρόνια – μιλάμε για δεκαετίες – κάποιους Ελληνοαμερικανούς που έφτασαν οικογενειακά ένα καλοκαίρι στο πατρικό τους, στη γειτονιά, για διακοπές. Άρχοντες! Με τα δολάριά τους να ρέουν, το άρωμα του Camay να διαχέεται στο πέρασμά τους, την αμερικάνικη τσίχλα-φυλλαράκι, την gum, να αρωματίζει τις λέξεις τους, τα πολύχρωμα αμπάλωτα φαρδιά τους ρούχα να κυματίζουν σαν σημαίες σε κοντό ιστό, τις οδοντόκρεμές τους σε θηριώδη σωληνάρια. Κι ακόμα θυμάμαι τα ρολόγια με τα χρωματιστά λουράκια, τα κοσμήματα, τις εκδρομές, την αξάν, το «εμείς στην Αμερική», το χαϊλίκι τους, την ανοιχτοχεριά τους (όταν κερνούσαν όλον τον χωματόδρομο… σουβλάκια, σχεδόν κάθε βράδυ!) και την υπερηφάνεια τους γι’ αυτό που έγιναν από αυτό που ήταν.
Τότε, πιτσιρίκος, άκουσα πρώτη φορά για μια πόλη που δεν την έλεγαν Νέα Υόρκη, Ουάσινγκτον, Βοστόνη ή Σικάγο. Την έλεγαν Ντιτρόιτ, ήταν πλούσια κι αυτή που τους έκανε να φοράνε φανταχτερά αμπάλωτα ρούχα, να κερνάνε δεκάδες σουβλάκια και να ευωδιάζουν Camay.
Αυτές τις μέρες σκέφτομαι τους ευτυχισμένους Ελληνοαμερικανούς από το Ντιτρόιτ στη δεκαετία της δικής μας φτώχειας και της δικής τους νεοπλουτίστικης νιρβάνας. (Να είναι καλά όπου και να είναι, αν είναι…) Και μαζί σκέφτομαι ότι είναι η μοναδική φορά που το σλόγκαν «όπως Αμερική» δεν φέρνει χαμόγελα και θυμηδία αλλά ανατριχίλα. Όπως φέρνει τρόμο το ερώτημα «μήπως είμαστε το Ντιτρόιτ της Ευρώπης;».
Δεν ξέρω αν αυτό το «μήπως» θα πέσει – και πότε – σαν μαρκίζα σε πτωχευμένο, εγκαταλειμμένο μπακάλικο εκείνης της παλιάς δεκαετίας και γίνει σκέτα «είμαστε το Ντιτρόιτ τής Ευρώπη». Στηρίζεται σε σαθρό τοίχο και σε σκουριασμένο καρφί.
Τότε, πιτσιρίκος, άκουσα πρώτη φορά για μια πόλη που δεν την έλεγαν Νέα Υόρκη, Ουάσινγκτον, Βοστόνη ή Σικάγο. Την έλεγαν Ντιτρόιτ, ήταν πλούσια κι αυτή που τους έκανε να φοράνε φανταχτερά αμπάλωτα ρούχα, να κερνάνε δεκάδες σουβλάκια και να ευωδιάζουν Camay.
Αυτές τις μέρες σκέφτομαι τους ευτυχισμένους Ελληνοαμερικανούς από το Ντιτρόιτ στη δεκαετία της δικής μας φτώχειας και της δικής τους νεοπλουτίστικης νιρβάνας. (Να είναι καλά όπου και να είναι, αν είναι…) Και μαζί σκέφτομαι ότι είναι η μοναδική φορά που το σλόγκαν «όπως Αμερική» δεν φέρνει χαμόγελα και θυμηδία αλλά ανατριχίλα. Όπως φέρνει τρόμο το ερώτημα «μήπως είμαστε το Ντιτρόιτ της Ευρώπης;».
Δεν ξέρω αν αυτό το «μήπως» θα πέσει – και πότε – σαν μαρκίζα σε πτωχευμένο, εγκαταλειμμένο μπακάλικο εκείνης της παλιάς δεκαετίας και γίνει σκέτα «είμαστε το Ντιτρόιτ τής Ευρώπη». Στηρίζεται σε σαθρό τοίχο και σε σκουριασμένο καρφί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου