Στις επιστήμες του ανθρώπου, σε αντίθεση προς την κριτική φιλοσοφία, ο φορμαλισμός και ο σχετικισμός κατ’ ουσίαν αποκλείουν αντινομίες και αμφισημίες, αδυνατούν να αναδείξουν τις πρακτικές αρχές και τις αξίες ως πρόβλημα, πόσο μάλλον να τις θεμελιώσουν κιόλας, σε έναν κόσμο υπό συνθήκες κανονιστικής αβεβαιότητας. Προσφιλές πεδίο επιχειρηματολογίας, και ισχυρό πλεονέκτημα του σοφιστή ο οποίος αρκείται στο να εκμεταλλεύεται την αναπότρεπτη σημασιολογική αοριστία των εννοιών και τις αναμενόμενες διχογνωμίες των επιχειρηματολογούντων περί του πρακτέου, προκειμένου ο διάλογος να απολήξει σε έκβαση συμφέρουσα για την πλευρά του. Επειδή ο σοφιστής διεκδικεί για τον εαυτό του το προνόμιο να μην τοποθετείται με ορθοπρακτική δεσμευτικότητα γύρω από οτιδήποτε, αποφεύγει και να θεματοποιεί επί της ουσίας τις αντινομίες που ανακύπτουν στο εκάστοτε συζητούμενο θέμα. Κάτι τέτοιο θα έφερνε τον σοφιστή αντιμέτωπο με το ενδεχόμενο της αναίρεσής του, δηλαδή με το φιλοσοφικό ζήτημα των αξιακών κριτηρίων ως προς την ορθότητα της αναζητούμενης λύσης.
Η κριτική σκέψη, τουναντίον, καθότι προσηλωμένη με ήρεμη βεβαιότητα στο χειραφετητικό ορθολογικό πρόταγμα, διόλου δεν διστάζει να πάρει στα σοβαρά εννοιακές αμφισημίες και πραγματικές αντινομίες που περιζώνουν το αντικείμενο του στοχασμού.
Με θεματικό επίκεντρο τους τρόπους δικαιολόγησης πεποιθήσεων, ο κριτικά σκεπτόμενος φιλόσοφος σε αντιδιαστολή προς τον σοφιστή ή τον σύγχρονο σχετικισμό, δεν εκλαμβάνει τις πεποιθήσεις ως οριστικά σχηματισμένες αντιλήψεις, ανεπίδεκτες ορθολογικού ελέγχου, αλλά ανάγεται συνειδητά στις κανονιστικές παραμέτρους τους. Οι πεποιθήσεις δεν είναι έσχατο δεδομένο των διαλόγων περί του πρακτέου. Επικυρώνονται, μεταβάλλονται ή ανασκευάζονται στη δημόσια σφαίρα μέσα από τη βάσανο κριτικών ελέγχων που τις υπερβαίνουν, μέσω συσχέτισης των πεποιθήσεων προς την αλήθεια και την ορθότητα ως ρυθμιστικές αρχές οποιουδήποτε διαλόγου, θεμελιωτικού ή εφαρμοστικού. Με τις σκέψεις αυτές, εφορμά το ερώτημα: μπορούν να δικαιολογηθούν ορθολογικά κριτήρια που προασπίζουν έναν κανονιστικό σύνδεσμο ηθικής και πολιτικής;
Με κεντρικό γνώμονα την κανονιστική σύνδεση ηθικής, δικαίου και πολιτικής. ως κρίσιμες φιλοσοφικές ιδέες προς αυτή την κατεύθυνση. η ηθική, δικαιική και πολιτική φιλοσοφία υπεραμύνονται των θεμελιωδών αιτημάτων, διότι καταφάσκουν τη γνωσιοκρατική θέση ότι μπορούμε να γνωρίζουμε, όσο επίπονο κι αν είναι τούτο, τι είναι ορθό να πράττουμε και τι όχι. Επίσης είναι δυνατόν να προσπελάζουμε τι είναι αληθές και τι όχι, οσοδήποτε δύσκολο κι αν μοιάζει αυτό. Ειδ’ άλλως, εάν δεν υπήρχε δυνατότητα να διακρίνουμε ανάμεσα στο ορθό και το επιλήψιμο, στο δίκαιο και το άδικο, θα κατέρρεε και η ίδια η δυνατότητα του ηθικώς πράττειν εν γένει. Επομένως, οι έννοιες “αξιολογική ορθότητα” και “ηθική πράξη” είναι αξεχώριστες: αιρομένης της μίας αίρεται και η άλλη. Η κριτική φιλοσοφία εκτιμά ότι η γνώση ως προς αυτά προσλαμβάνει και αντικειμενική ισχύ, κατ’ αρχάς εφόσον ακουμπά σε λόγους περί της αλήθειας και της ορθότητας οι οποίοι ενέχουν κύρος καθολικό.
«Ύπαρξη ηθικής πραγματικότητας», έκφραση που παραπέμπει σε έναν ηθικό ρεαλισμό με καταγωγική προέλευση τον Πλάτωνα. Η ηθική «πραγματικότητα» δεν μπορεί να είναι ένα προϋφιστάμενο καθεστώς αλήθειας και ορθότητας. Δεν συνταυτίζεται με κάποια προϋπάρχουσα τάξη αξιών. Η ηθική πραγματικότητα δεν «υπάρχει» ξέχωρα από την ηθική αντικειμενικότητα των πρακτικών αρχών, εκτός κι αν ομιλούμε για πεποιθήσεις κοινωνικής και όχι αυτόνομης ηθικής. Η πραγματικότητά της, επομένως, δεν είναι άλλη από την ενεργητική συμπαρουσία των ανθρώπινων όντων στον κόσμο και την ικανότητα της συνείδησής τους να θέτει αυτόνομα κανόνες γενικής ισχύος, κάτω από τους οποίους η ελευθερία καθενός μπορεί να συνυπάρξει με εκείνη των άλλων.
Με την έννοια αυτή η τάξη της ηθικής πραγματικότητας είναι κατά κάποιον τρόπο νοητή. Βασικό της γνώρισμα είναι ότι τα ηθικά υποκείμενα που την συναποτελούν είναι σε θέση να αντλούν γενικεύσιμες –και με αυτή την έννοια αντικειμενικές, διυποκειμενικά δεσμευτικές– πρακτικές αρχές από τον πρακτικό Λόγο και να τις εξειδικεύουν σε κανονιστικές κρίσεις χάρη στην κριτική ικανότητά τους. Στην πρακτική του χρήση, ο Λόγος ως αντικείμενο της βούλησης θέτει «μόνο το ηθικό πρόσωπο της ανθρωπότητας» (έτσι αποφαίνεται η Διένεξη των Σχολών) –από την κριτική του Καντ γίνεται σαφές ότι ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη από υπερφυσικά όντα (Θεό), αρκεί να γνωρίζει και να χρησιμοποιεί τις ιδιότητες του Λόγου. Επιπλέον, το αίτημα του γερμανού φιλόσοφου είναι η συγκρότηση της ηθικής κοινότητας να γίνει με εγκόσμιο τρόπο, διεπόμενη από τους κανόνες και τα όρια του ορθού Λόγου.- όπως προσδιορίζεται από εσωτερικούς νόμους της συνείδησης, που τίθενται αυτόνομα από και για τα μέλη της ανθρωπότητας.
Η ηθική πράξη, συνεπώς, πρέπει να εξετάζεται βάσει δεσμεύσεων που πηγάζουν από τους όρους που την καθιστούν δυνατή. Τέτοια θεώρηση δεν μπορεί παρά να είναι κριτική, αφού ανιχνεύει αρχήθεν το δέον γενέσθαι θέτοντας η ίδια τις προϋποθέσεις – χωρίς να δεσμεύεται ούτε από δήθεν θεόσταλτους κανόνες ή κάποια ουσιολογικά συνειλημμένη, αντικειμενική φυσική τάξη πραγμάτων ή αξιών ούτε από κατεστημένες κοινωνικές συμβάσεις.
– Η πρακτική φιλοσοφία εν συνόλω χρειάζεται κάποιους απαραίτητους αρμούς που να οργανώνουν τη σκέψη μας, προσδίδοντάς της ικανή συνοχή και προσανατολισμό. Επειδή η πρακτική φιλοσοφία νοιάζεται για την ουσιαστική ορθότητα των πρακτικών αρχών, αφού διέπουν και τις προϋποθέσεις σύστασης της μεθόδου προσέγγισης αυτών των αρχών.
Ο αξιακός δεσμός μεταξύ ορθότητας και επιχειρήματος επιτρέπει την άσκηση κριτικής τόσο στην κατασκευασιοκρατία της Θεωρίας δικαιοσύνης του Ρωλς και το -εκ προθέσεως- περικεκομμένο βεληνεκές ηθικής αντικειμενικότητας στην οποία αποβλέπει ο Πολιτικός φιλελευθερισμός του, όσο και στην κοινοτιστική θεωρία τύπου Σαντέλ και Μακιντάυρ. Η θεωρία αυτή έλκεται από τον σχετικισμό και τον ιστορισμό, οπότε το ορθοπρακτικό ζητούμενο διαλύεται μέσα σε πολλαπλότητα πεποιθήσεων στην αχανή διάταξη των συμβεβηκότων και της ιστορικής περιστασιακότητας. Η κριτική στον κοινοτισμό μπορεί παρ’ όλα αυτά να διαχωρίσει κάτι που αξίζει να συγκρατηθεί: ένα αρετολογικό στοιχείο πολύτιμο για τον σύγχρονο ηθικό στοχασμό, αποσπασμένο από την αριστοτελική προέλευσή του. Ο κοινοτισμός προσφέρει αρετολογικά στοιχεία απαραίτητα για την ανανέωση του δημοκρατικού ιδεώδους και των σύγχρονων αστικών κοινωνιών.
Πράγματι, η δεοντοκρατική θεώρηση περί δικαιοσύνης δεν μπορεί παρά να διαπλεχθεί με ορισμένη αρεταϊκή παράμετρο γύρω από μια γενική ιδέα κοινού καλού της πολιτικής κοινότητας, είτε σε εθνικό είτε και σε κοσμοπολιτικό επίπεδο. Παρόμοια νύξη, εξ άλλου, κατέλιπε και ο ίδιος ο Καντ: η εξωτερική χρήση της ελευθερίας μας δέον να γίνεται έντιμα, αλλά και σκόπιμα για το καλό του κόσμου (στο κείμενό του «Τι σημαίνει: προσανατολίζομαι στην πράξη»).
Πράγματι, η δεοντοκρατική θεώρηση περί δικαιοσύνης δεν μπορεί παρά να διαπλεχθεί με ορισμένη αρεταϊκή παράμετρο γύρω από μια γενική ιδέα κοινού καλού της πολιτικής κοινότητας, είτε σε εθνικό είτε και σε κοσμοπολιτικό επίπεδο. Παρόμοια νύξη, εξ άλλου, κατέλιπε και ο ίδιος ο Καντ: η εξωτερική χρήση της ελευθερίας μας δέον να γίνεται έντιμα, αλλά και σκόπιμα για το καλό του κόσμου (στο κείμενό του «Τι σημαίνει: προσανατολίζομαι στην πράξη»).
Σε επίπεδο μεταηθικό*, προκειμένου η ηθικοπολιτική θεωρία να τεκμηριώσει πρακτικές αρχές, καλείται προκαταρκτικά να αναλογισθεί πάνω στο αξιακό πρόσημό τους. Αντικείμενο της πρακτικής φιλοσοφίας είναι η συμμόρφωση του πράττειν, ατομικά και συλλογικά, προς γενικούς νόμους ελευθερίας. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να μην τεθεί ένα πρωτοφιλοσοφικό ερώτημα: προς τι και με ποιο πρακτικό ενδιαφέρον;
Η συνθήκη της δικαιολόγησης τροφοδοτείται αξιακά από την αρχή της ίσης αυτονομίας και ελευθερίας. Από αυτή την ακρογωνιαία αρχή μπορούμε να συναγάγουμε περαιτέρω αρχές, δικαιικές και πολιτικές, για κοινωνία ελεύθερων, ίσων και αλληλέγγυων προσώπων, διατεθειμένων για κοινούς όρους χειραφέτησής τους από σχέσεις ανισότητας, ανελευθερίας και αλλοτρίωσης . Τα δρώντα υποκείμενα λογαριάζονται ως αυτοσκοπός και όχι απλώς ως μέσο για οτιδήποτε. Συνεπώς η επιζητούμενη ορθολογικότητα δράσης και συμπεριφοράς ισοδυναμεί με έλλογο αυτοκαθορισμό τους, σε συνθήκες ίσης ελευθερίας και αλληλεγγύης, με αμοιβαίο σεβασμό στα «δίκαια της ανθρωπότητας».
Τα ανθρώπινα υποκείμενα χρειάζονται αρχές που να προσανατολίζουν τη δράση τους και κανόνες που να την διέπουν. Αλλιώς η ύπαρξή τους καταντά ανερμάτιστη και συγχρόνως ανυπόφορα ανασφαλής. Μολονότι συχνά δυσχερές, τελώντας κάτω από αναπόφευκτες συνθήκες ορθοπρακτικής επισφάλειας, τα ανθρώπινα πρόσωπα είναι προικισμένα με την ικανότητα να επιθυμούν, υπό το πρίσμα του καθορισμού της δράσης τους από τη βούληση, οι πράξεις τους να είναι ορθές. Η οικειοθελής τήρηση του καθήκοντος από καθαρή συνείδηση καθήκοντος καθιστά το πρόσωπο ενάρετο. Παράλληλα, η συμμόρφωσή του προς κανόνες δικαίου κατά το δυνατόν ορθούς καθιστά το υποκείμενο δίκαιο και νομοταγή πολίτη. Όχι άνευ όρων, ωστόσο. Η συμμόρφωση του προσώπου γίνεται σε υποχρέωση που να είναι και η ίδια άξια υπακοής, κατ’ αρχάς εφόσον ισχύει με εγκυρότητα καθολική. Η διαφωτιστική ιδέα ότι η πρακτική φιλοσοφία φέρει το βάρος να εκφέρει τέτοιες αρχές ηθικές, αλλά και αρχές δικαιοπολιτικές, κατ’ άλλη διατύπωση αρχές δικαιοσύνης, ώστε να δικαιολογείται βάσιμα η ελπίδα ο ανθρώπινος βίος να βαίνει βελτιούμενος και το ανθρώπινο γένος να πορευθεί προς το καλύτερο. Αλλά σε τι θα ενέκειτο παρόμοια βελτίωση και γιατί πριν απ’ όλα θα άξιζε τον κόπο;
Η θέση του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού στάθηκε διαυγής. Για τον Ρουσσώ, οι αρχές πολιτικού δικαίου δέον να συλλαμβάνονται έτσι, ώστε η δικαιοσύνη και η ωφελιμότητα να μη βρίσκονται σε διάσταση (στο Κοινωνικό συμβόλαιο). Για τον Καντ, η ωφέλεια για το γένος των ανθρώπων θα συνίστατο στο ότι οι καλές πράξεις τους, ως ηθικών προσώπων, ως υποκειμένων δικαίου και ως πολιτών, θα γίνονταν καλύτερες. Σε δικαιοταξία εύτακτης πολιτείας θα σμικρυνόταν η αυθαιρεσία των ισχυρών. Όχι μόνο των κρατούντων απέναντι στους πολίτες, αλλά και των οικονομικά ισχυρών ιδιωτών έναντι των υπολοίπων. Συνακόλουθα, θα αύξανε η ενσυνείδητη υπακοή στους νόμους, τόσο σε καθεμία πολιτική κοινωνία χωριστά όσο και στην κλίμακα της διεθνούς κοινωνίας. Εν προκειμένω, η κρίσιμη διαφορά από τον συνεπειοκρατικό και ωφελιμιστικό τύπο δικαιολόγησης συνίσταται σε τούτο: δεν είναι οι πρακτικές αρχές που απορρέουν από προεκτίμηση πιθανών ωφελειών, αλλά το αντίστροφο. Η ελπιζόμενη ωφέλεια θα είναι απότοκος της συνεπούς τήρησης των πρακτικών αρχών. Υπόκειται στο καθήκον, δεν το θεμελιώνει.
Η στενή συνάφεια της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας με τη θεωρία δικαιοσύνης εκδιπλώνεται ειδικά ως προς τους τρόπους δικαιολόγησης αρχών, βάσει των οποίων να αξιολογούνται ακολούθως οι πεποιθήσεις.
Η θεωρία δικαιοσύνης διατιμάται, πράγματι, ανάλογα με το δυναμικό που διαθέτει ως προς τον φωτισμό των αξιότερων διαστάσεων του κοινωνικού βίου. Εάν οι διαστάσεις αυτές αξιώνουν για τα μέλη του ανθρώπινου γένους σχέσεις πραγματικής ελευθερίας, ουσιαστικής ισότητας και αλληλεγγύης, τότε ξεπροβάλλουν ευκρινώς πια οι κεφαλαιώδεις αρχές για δίκαιη κοινωνία: η ελευθερία, η ισότητα, η αλληλέγγυα βιοτική αυτοτέλεια των κοινωνών.
*Η κανονιστική ηθική διατυπώνει κανόνες του ηθικού πράττειν, η μεταηθική είναι μία κριτική δευτέρου επιπέδου, περί του πώς πρέπει να εννοούνται και να χρησιμοποιούνται οι ηθικές έννοιες και η περιγραφική ηθική περιγράφει τα ήθη και το τρόπο σκέψεως μιας κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου