Στις αρχές του περασμένου Μαΐου, o υποψήφιος δήμαρχος του Λονδίνου δεν κλήθηκε να εξηγήσει τα σχέδιά του για το στεγαστικό, ένα από τα μείζονα δηλαδή προβλήματα της αγγλικής πρωτεύουσας· το θέμα για τους συντηρητικούς αντιπάλους του ήταν ο «αυτονόητος» φιλοτζιχαντισμός του, καθότι μουσουλμάνος. Λίγο αργότερα μέσα στο μήνα, η αστυνομία του Μάντσεστερ οργάνωνε αντιτρομοκρατική άσκηση σε εμπορικό κέντρο της πόλης, κυνηγώντας έναν «τρομοκράτη» που, για τις ανάγκες της επιχείρησης, κραύγαζε «Αλλάχ Ακμπάρ». Σήμερα, με τη δολοφονία της Κοξ από έναν ναζιστή να σταθεροποιεί τη στερλίνα στις διεθνείς χρηματαγορές, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, σίγουρος νικητής είναι ήδη ο Νάιτζελ Φάρατζ: Η δική του άνοδος προκάλεσε την «εξέγερση» των εθνικιστών Συντηρητικών και οδήγησε στην προκήρυξη του δημοψηφίσματος. Στη δική του ατζέντα για το μεταναστευτικό απαντούν οι βρετανοί Εργατικοί που στηρίζουν το Remain. Και η δική του αθλιότητα είναι το ισχυρότερο επιχείρημα όλων όσων βρίσκονται στ’ αριστερά του UKIP. Το πώς θα εκπροσωπηθούν οι φτωχοί, που τάσσονται πλειοψηφικά υπέρ του Brexit, δεν τίθεται παρά δευτερευόντως. Μπορεί να σκεφτεί κανείς πιο αυθεντικό σκηνικό για τη μεταδημοκρατική δυστοπία στην Ευρώπη;
«Πολλοί από τους ανθρώπους που σέβομαι και θαυμάζω θα ψηφίσουν υπέρ της εξόδου», έγραφε προχτές η Μarina Hyde στη στήλη της στον Guardian, σε ένα από τα δεκάδες άρθρα της εφημερίδας υπέρ της παραμονής. «Καταλαβαίνω τους λόγους, όμως πρέπει να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα: μια ψήφος υπέρ της εξόδου θα εκληφθεί από τον Φάρατζ και αμέτρητους άλλους ως ψήφος υπέρ του, υπέρ των αφισών του, των ιδεών του, της σιωπηρής μοχθηρίας του». Στον ίδιο τόνο ο Bertie Russel, από την κινηματική πλατφόρμα Plan C, που συνδέεται με το δίκτυο Beyond Europe: «Με δεδομένο το συσχετισμό δύναμης, ούτε η παραμονή ούτε η έξοδος είναι ελκυστικές λύσεις. Αλλά το να ρίχνεις λάδι στη φωτιά των εθνικιστικών κινημάτων θα κάνει τη δουλειά των αριστερών απείρως δυσκολότερη».
Με τον Φάρατζ βασικό σημείο αναφοράς, δηλαδή ετεροπροσδιορισμού, η βρετανική Αριστερά είναι ήδη ο μεγάλος χαμένος του βρετανικού δημοψηφίσματος. Τα μειοψηφικά τμήματά της που υποστηρίζουν την έξοδο --το Respect, η Συμμαχία Σοσιαλιστών και Συνδικαλιστών (TUSC), το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SDP), το τροτσκιστικό SWP-- δεν κατάφεραν να δώσουν ένα διακριτό στίγμα στην Left Exit· σε ορισμένες περιπτώσεις δε, όπως με την καμπάνια LabourLeave, δεν πήγαν καν πέρα από τη μέθοδο του Φάρατζ, προτάσσοντας τη βρετανική οικονομική αυτάρκεια («for UK farming, fishing, steel and manufacturing») απέναντι στην ευρωπαϊκή οικονομική επιβολή. Στον αντίποδα, στην Αριστερά δηλαδή που στηρίζει το Remain, ο Τζέρεμι Κόρμπιν υποσκελίζεται αναμενόμενα από τον Κάμερον, το «φυσικό ηγέτη» του στρατοπέδου της παραμονής, επιβεβαιώνοντας την ίδια στιγμή τη δυσχερή θέση του στην ηγεσία των Εργατικών. Ενδεικτικό της δυσχέρειας αυτής: η επιλογή της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, για την οποία πιέζουν ο Ομπάμα, η Μέρκελ και το Σίτι του Λονδίνου, υιοθετείται δημόσια ως η πιο συμβατή με την προοπτική της οικοδόμησης του σοσιαλισμού1.
Για να καταλάβει κανείς τις διαστάσεις του εγκλωβισμού στη λογική του μη χείρον, αρκεί ίσως μια ματιά στις ιστοσελίδες του Left Unity, ενός σχήματος που υποστηρίζουν παλιοί συνδικαλιστές και ο γνωστός σκηνοθέτης Κεν Λόουτς, και που τα τελευταία χρόνια εργάστηκε πάνω στην ιδέα της δημιουργίας ενός βρετανικού ΣΥΡΙΖΑ. Η καμπάνια του υπέρ της παραμονής ελάχιστα ασχολείται μ’ αυτό που είναι σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση: με τη διεύρυνση προς την Ανατολή, την εμπειρία του ελληνικού δημοψηφίσματος και το μηχανισμό του χρέους, το ρόλο της Frontex ή τις ποινές της Κομισιόν στα κράτη που υπερβαίνουν το ανεκτό έλλειμμα. Η επιχειρηματολογία αρθρώνεται σε δύο επίπεδα: Πρώτον, στην υπενθύμιση πόσο άθλιοι είναι οι αντίπαλοι (τα πρωτοσέλιδα της χυδαίας σκανδαλοθηρικής Sun υπέρ του Brexit, οι ρατσιστικές αφίσες του Φάρατζ κ.ο.κ.)· και δεύτερον, στην υπεράσπιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στο «διαίρει και βασίλευε» και το νεοφιλελευθερισμό του Κάμερον (που επίσης είναι υπέρ της Ε.Ε…): «Δεν ήταν η Ε.Ε. που επέλεξε την πώληση της δημόσιας περιουσίας», «δεν ήταν η Ε.Ε. που οδήγησε εκατομμύρια παιδιά στη φτώχεια».
Στο κινηματικό περιοδικό Red Pepper, oι Hilary Wainwright και Mary Kaldor πηγαίνουν ακόμα πιο πέρα: «Πολλοί από τους ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης προήλθαν από την αντίσταση στο φασισμό κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο· σκοπός τους ήταν να αποτρέψουν τον πόλεμο, το φασισμό και τον ιμπεριαλισμό […] Τουλάχιστον με την Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν υπερεθνικοί θεσμοί που έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν κοινωνικό έλεγχο πάνω σ’ αυτά τα τέρατα (ενν. τα αφεντικά), αν παλέψουμε ώστε αυτή η δυνατότητα να υλοποιηθεί»2.
***
Θεωρώντας τους «θεσμούς» της Ευρωπαϊκής Ένωσης τουλάχιστον πολιτικά ουδέτερους – ένα αντίβαρο στις αυταρχικές εκτροπές του εθνικού κράτους–, άρα και την παραμονή ως το μικρότερο κακό («αλλιώς κάθε κράτος θα πάει όσο πιο δεξιά γίνεται», λέει ο Κεν Λόουτς), μεταφέροντας επιπλέον το πεδίο της αντιπαράθεσης στο μεταναστευτικό και υποστηρίζοντας τη δυνατότητα να μεταρρυθμιστεί η Ε.Ε (η σχετική αρθρογραφία του Βαρουφάκη δείχνει τι κατάλαβε ο ίδιος από το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ…), η Αριστερά του Remain αντανακλά το πολιτικό αδιέξοδο της Αριστεράς παντού στην Ευρώπη:
* Εν μέσω παγκόσμιας ύφεσης, θεωρεί ότι είναι δυνατό, χάρη μάλιστα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, να διατηρηθεί ένα κοινωνικό συμβόλαιο που να διασφαλίζει στους Βρετανούς στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα3 – αυτό, δηλαδή, που ακυρώνεται στην πράξη σε όλη την Ευρώπη. Η πεποίθηση αυτή, όχι λιγότερο βρετανοκεντρική (αν και με περισσότερες «κοινωνικές» αναφορές) μοιάζει να αποσυνδέει την ισχύ του επιδιωκόμενου «συμβολαίου» από τους αγώνες που θα το υπερασπιστούν· συμμετρικά, φαίνεται να εξαρτά την ευημερία των φτωχών από την «ανάπτυξη», που στη Βρετανία είναι πράγματι στενά συνδεδεμένη με την παραμονή στην Ε.Ε.4.
* Παρά το ελληνικό μάθημα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται, τόσο τακτικά όσο και στρατηγικά, ανάχωμα στην Ακροδεξιά και προνομιακό πεδίο «οικοδόμησης του σοσιαλισμού». Οι ιδρυτές της, γράφει η Χίλαρι Γουέινράιτ, εμπνεύστηκαν από τον Καντ, το Ρουσσώ και το Μπένθαμ. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, εμπνεύστηκαν και από τον ιδεολογικό μέντορα της Μάργκαρετ Θάτσερ, το Φρίντριχ Χάγεκ, που έβλεπε σε ό,τι εμείς λέμε σήμερα «ευρωπαϊκή ενοποίηση» μια σπουδαία ευκαιρία να στεγανοποιηθεί η οικονομία απέναντι στα αιτήματα να περιοριστεί η «ελευθερία της αγοράς». «Από τη στιγμή που η ισχύς των εθνικών κρατών θα αποδυναμωθεί μέσω της ομοσπονδίας», έγραφε εκείνος, «μεγάλο μέρος των παρεμβάσεων στην οικονομική ζωή, σαν κι αυτές που έχουμε βιώσει, θα καταστούν απραγματοποίητες με μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση». Φυσικά ούτε η παραμονή θα σημάνει «λιγότερο» εθνικό κράτος γενικώς, ούτε η Ε.Ε. συνιστά ομοσπονδιακή κυβέρνηση· η εναντίωση του βρετανικού κατεστημένου στο ταυτοτικό «πρώτα η Βρετανία» του Φάρατζ γίνεται από θέσεις «ρεαλιστικού» οικονομοικού ευρω-εθνικισμού. Όμως, το πώς αρθρώνονται κράτη και ευρωπαϊκοί «θεσμοί», και πώς αυτή η άρθρωση έχει επιτρέψει την εκτίναξη της Ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη, είναι δευτερεύον στις σχετικές αναλύσεις της βρετανικής Αριστεράς.
* Αδυνατώντας η ίδια να αντιμετωπίσει τον Κάμερον στην οικονομία, μεταφέρει το πεδίο της αντιπαράθεσης στο μεταναστευτικό, προκειμένου να διαφοροποιηθεί από τους Συντηρητικούς υπέρ της παραμονής. Όμως έτσι το μεταναστευτικό διαχωρίζεται τεχνητά από τις οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις μιας πολιτικής υποδοχής στο προσφυγικό· κι αυτό, με την παρωχημένη αντίληψη ότι η Ε.Ε. υπερασπίζεται την ελευθερία κυκλοφορίας προσώπων και τα δικαιώματα των προσφύγων, σα να μην υπήρξε δηλαδή η Συμφωνία με την Τουρκία που ακυρώνει τη Σύμβαση της Γενεύης. Τόσο λοιπόν η Ε.Ε. όσο και ο Κάμερον του Remain εξιλεώνονται για τη δική τους αντιπροσφυγική πολιτική, για το αίτημα να τεθεί η Βρετανία εκτός Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ή για τις δραστικές περικοπές στα κοινωνικά επιδόματα των μεταναστών – για πολιτικές, δηλαδή, που ταυτίζονται με το σωβινισμό του Φάρατζ. Κι ενώ ο Φάρατζ ανάγεται σε κύριο αντίπαλο, το UKIP κεφαλαιοποιεί προνομιακά την κρίση εκπροσώπησης σε βάρος του Κάμερον: η αντικυβερνητική ψήφος των φτωχών, σύμφωνα με τις μετρήσεις, είναι σαφώς υπέρ της εξόδου (49-29, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση του Economist)5 – η βρετανική Αριστερά, ωστόσο, επιμένει υπέρ της παραμονής.
Με την αποσύνδεση από το κοινωνικό ζήτημα του αγώνα απέναντι στην Ακροδεξιά, τόσο οι Εργατικοί, όσο και το ιρλανδικό Σιν Φέιν (αλλά και το σκωτσέζικο κεντροαριστερό SNP) δείχνουν να ξέρουν καλύτερα τι δεν θέλουν να γίνει στη Βρετανία απ’ αυτό που θέλουν να κάνουν στην Ευρώπη. Αυτό το έλλειμμα στρατηγικής είναι και η βασική παράμετρος στο σκηνικό δυστοπίας στην ήπειρο: αφού τα βασικά της πολιτικής «νομιμότητας» θεωρούνται μη αμφισβητήσιμα από την Αριστερά, κι αφού η ηγεμονική στρατηγική δεν επηρεάζεται ούτε από εκλογές ούτε από δημοψηφίσματα6, τον τόνο στην πολιτική σύγκρουση δίνoυν οι «εκτροπές» από την κανονικότητα που αφορούν τη θρησκεία, τα ήθη και τον πολιτισμό. Όχι πια Αριστερά και διεθνισμός, καπιταλισμός και ιμπεριαλισμός: μόνο οικονομικά ή πολιτισμικά φιλελεύθεροι εναντίον ακροδεξιών – κοσμοπολίτες εναντίον εθνικιστών. Ποιο καλύτερο δώρο για την Ακροδεξιά;
_________________________________________________________
1 Renaud Lambert, «’Brexit’, η δυσφορία των Εργατικών», Le Monde Diplomatique/H Aυγή, 5.6.2016
2 Hilary Wainwright and Mary Kaldor, «So you think the EU can’t be reformed?», June 2016 [http://www.redpepper.org.uk/so-you-think-the-eu-cant-be-reformed/]
3 Η προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων είναι η κύρια διαφοροποίηση της ρητορικής των Εργατικών και του σκωτσέζικου κεντροαριστερού SNP από την κεντρική γραμμή υπέρ του Remain. Βλ. Αργύρης Μεγαλιός, «Ό,τι Brexit ας κατεβάσει;», Εκτός Γραμμής, 17.6.2016
4 Michael Roberts, «Brexit, China, the Fed and the global recession», 15.6.2016 [https://thenextrecession.wordpress.com/2016/06/15/brexit-china-the-fed-a...
6 Γιάννης Κιμπουρόπουλος, «Κάτι «σικέ» υπάρχει στο βρετανικό δημοψήφισμα…», dikaiologitika.gr, 14.6.2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου