Μην ξεφεύγεις συνεχώς από την αλήθεια. Τόσο καιρό δεν κουράστηκες να ξεγελάς τον εαυτό σου. Δεν είναι κουνούπι αυτό που βουίζει ξαφνικά στο αυτί σου. Μην κουνάς τα χέρια σου για να το διώξεις. Μην τινάζεις με μανία τις νύχτες τα σκεπάσματά σου στον αέρα και μετά κουκουλώνεσαι από την κορυφή μέχρι τα νύχια και μουρμουρίζεις.
- Ανάθεμά σε κουνούπι. Τι διάολο, και τώρα το χειμώνα εσύ επέζησες;
Έξω κάνει φοβερό κρύο. Μια από τις σπάνιες κρύες νύχτες εδώ στο νότο. Έτσι που κουκουλώθηκες, παρακολουθείς την ανάσα σου. Τι γλυκιά αυτή η θαλπωρή. Για βάλε μια σειρά, μην αποφεύγεις τη ζωή σου. Εδώ κανείς δε σε βλέπει. Είσαι μόνη σου. Άρχισε να μιλάς σιγά-σιγά γι’ αυτά που χρόνια αποφεύγεις. Κοίτα πόσα χρόνια λιποτακτείς, κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, κάνεις ότι όλα τα έχεις ξεπεράσει. Και όλα κυλούν στο αίμα σου, όσο εσύ δεν τ’ αναγνωρίζεις, όσο εσύ τα αγνοείς, αυτά απλώνουν ρίζες σε όλο σου το κορμί.
Πετάχτηκε από το κρεβάτι.
- Δεν καταδέχομαι να μιλώ στα κρυφά για τον εαυτό μου. Και στο κάτω-κάτω, για τις δυσκολίες, για τις απώλειες, για τις μαύρες μέρες της ζωής μου, μου χρωστάνε, όλοι μου χρωστάνε, δεν έχω λόγο ν’ απολογηθώ σε κανέναν, ούτε άνθρωπο, ούτε θεό.
Γέμισε το ποτήρι της με κονιάκ, πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα και βγήκε στη βεράντα.
Το διάλεξε αυτό το απόμερο σπίτι, δεν έβλεπε παρά μόνο στη σκοτεινή θάλασσα. Τα νυχτερινά φώτα της πολιτείας ήταν από την άλλη μεριά. Θεωρούσε μίζερα τα φώτα της νύχτας στις πολιτείες, μικρές αντιστάσεις στο σκοτάδι. Αυτή ήθελε το ατόφιο μαύρο της νύχτας όπως και το ατόφιο φως της μέρας.
Κάθισε στην πολυθρόνα κι άναψε ένα τσιγάρο.
-Έτσι που λες Γκόραν, έτσι που λες Ράξα, απευθύνθηκε στα δύο ντόπερμαν που είχαν ήδη καθίσει πλάι της. Δεν έχω να απολογηθώ σε κανέναν, δεν μετάνιωσα για τις επιλογές μου, όχι, δεν μετάνιωσα, και που να πάρει πόνεσα, πόνεσα πολύ.
Έμεινε σιωπηλή και φούντωσε ξανά στ’ αυτιά της το βούισμα.
Έσφιξε το ποτήρι της και μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της.
- Καλά λοιπόν, καλά, μη με βασανίζεις άλλο, δεν είναι βούισμα κουνουπιού, είναι η φωνή της. Το ξέρω είναι η φωνή της, η φωνή της μάνας μου. Μόνο που δεν την έχω αφήσει ακόμα να μου μιλήσει ή μου μιλάει μα εγώ δεν την ακούω.
Ας τα πιάσουμε με τη σειρά Ελένη. Την τρόμαζε να πει. Έχουν περάσει από τότε 13 χρόνια, ήταν 24 χρονών. Όχι, όχι δεν θ’ αρχίσει από κει.
Ήταν πριν έξι μήνες. Άνοιξη, όταν τον συνάντησε. Στο ανθοπωλείο. Τον πρόσεξε που διάλεγε λουλούδια.
- Θέλω μόνο αυτά που έχουν ακόμα άρωμα. Φωνή τρυφερή, αλλά γεμάτη αντρικά χρώματα.
«Δεν μου αρέσουν οι άντρες που έχουν τρυφερή φωνή», σκέφτηκε, κι έπιασε μια γλάστρα με αρωκάρια. Θα τη φύτευε μπροστά στο παράθυρο του σαλονιού και θα χαιρόταν να τη βλέπει να ψηλώνει περήφανη, λιτή, χωρίς ευπαθή άνθη.
Ήταν ωραίος, αθλητικός, δεν το κατάλαβε πώς τα κατάφερε και μπήκε στο χώρο της.
- Να σας βοηθήσω να την πάτε στο αυτοκίνητο;
Δε θυμάται αν του το είπε το όχι ή το σκέφτηκε. Σημασία έχει ότι μετά από λίγο καθόταν δίπλα της κρατώντας στα χέρια του ένα μεγάλο μπουκέτο γιούλια που γέμιζαν το χώρο του αυτοκινήτου μ’ ένα βαρύ, λαϊκό το έλεγε αυτή, άρωμα. Αφέθηκε, αυτό ήταν, αφέθηκε.
Ήταν μια γυναίκα με παράξενη, επιβλητική παρουσία. Δε θα την έλεγες όμορφη, είχε όμως ένα ακαταμάχητο περήφανο βλέμμα κι ένα σπάνιο χαμόγελο. Το χαμόγελο ήταν το μόνο που της ξέφευγε από τον έλεγχό της, δεν το συμπαθούσε, είχε μια γλυκύτητα που μπέρδευε τους άλλους.
Αφέθηκε να τη συνοδέψει μέχρι το σπίτι της, τον άφησε να μπει στο αυτοκίνητο της γιατί η μυρωδιά του είχε κάτι το μεθυστικό, έτσι της φαινόταν, και κάτι της θύμιζε, κάτι ευχάριστο, δεν μπόρεσε να προσδιορίσει τι.
Στη διαδρομή, ενώ τον άκουγε που της έλεγε αυτά που λένε οι άνθρωποι όταν αρχίζουν να γνωρίζονται, συνηθισμένες τυπικότητες, σκεφτόταν:
«Που να πάρει, δεν είναι μόνο το χαμόγελό μου που δεν ελέγχω, είναι κι αυτή η αιφνίδια συγκατάβαση. Τι θέλω τώρα εγώ με τούτον εδώ;».
Την ξάφνιασε το γέλιο του. Σαν να λύθηκε μέσα της κάτι. Είναι μερικοί ήχοι που κάποιες στιγμές, μαγικές θα τις έλεγε, αποκτούν υπόσταση. Άκουσε το γέλιο του κι ένιωσε να ξεκολλά από το πρόσωπό της σαν νοτισμένο πανί που της δημιουργούσε ασφυξία, αυτή η επιφύλαξη, ή μάλλον αυτό το αίσθημα ελαφριάς περιφρόνησης που είχε για τους ανθρώπους. Γέλασε κι αυτή, όχι όμως δυνατά.
Κι ακολούθησαν μέρες απλές, γεμάτες τρυφερότητα και γλυκά λόγια που λένε οι ερωτευμένοι. Αυτός της τα έλεγε, αυτή δεν μιλούσε, του δινόταν γελώντας.
Υπάρχουν περίοδοι στη ζωή σου που μπορεί να κρατήσουν μήνες ή ακόμα και χρόνια που, χωρίς να το αντιληφθείς, γίνεσαι κάποιος άλλος. Ανοίγεις τα όρια των ανοχών σου, κατασκευάζεις φιλοσοφίες που ξέρεις πως θάρθει η στιγμή που θα τις δεις απλές δικαιολογίες, κι όμως, όσο σε βολεύουν, τις ασπάζεσαι ως αλήθειες.
Τον άφησε να πιστέψει πως η σχέση τους θα είχε μέλλον.
Ήταν απόγευμα. Τέλος της άνοιξης.
- Πάμε μια βόλτα στα μαγαζιά γλυκιά μου;
Τη σταμάτησε μπροστά σε μια βιτρίνα με έπιπλα μινιατούρες.
- Κοίτα.
Ήταν το εσωτερικό ενός σπιτιού σε στυλ ρουστίκ με χρώμα γλυκό καφέ.
- Σου αρέσει;
Συνήθως δεν περίμενε την απάντησή της.
-Έτσι θα φτιάξουμε το σπίτι μας και θα έχουμε και κήπο.
Μπήκε και το αγόρασε.
Το έστησε στο τραπεζάκι του σαλονιού.
- Ελένη, πες μου κάτι για σένα.
- Σου έχω πει.
- Όχι, δε θέλω πληροφορίες για τις σπουδές σου, για τους γονείς σου, για τη δουλειά σου. Μου τα έχεις πει. Πες μου μια εικόνα από τη ζωή σου. Μίλησέ μου, να, τώρα που κοιτάζεις την αρωκάρια, τι σκέφτεσαι;
Τον κοίταξε με την άκρη του ματιού της. Ήταν τόσο καλοπροαίρετος, τόσο γλυκός, που την έβαλε σε πειρασμό. «Θέλεις να μάθεις για μένα ε; Εσύ που ονειρεύεσαι να κάνεις μαζί μου οικογένεια, που με βρήκες τώρα σε μια περίοδο χειμέριας νάρκης γιατί κουράστηκα. Αχ, και για να πω την αλήθεια, θάθελα να μπορούσα να μοιραστώ κάποια πράγματα μαζί σου. Όμως, αν σου μιλήσω, δε θα ξέρεις από πού να φύγεις. Σε χρειάζομαι ακόμα, γιατί όσες βραδιές μένεις μαζί μου, μπορώ και κοιμάμαι εύκολα», σκεφτόταν.
- Αυτός ο κόσμος είναι μόνο για μένα και δε θα τον μοιραστώ με κανέναν. Το είπε όχι με θυμό αλλά σαν απόφαση δικαστηρίου.
Κι εκείνος το δέχτηκε γιατί ήταν ερωτευμένος μαζί της, γιατί πίστευε πως διέθετε μια διαίσθηση κι έλεγε στον εαυτό του: «Όλη αυτή η σιωπή μόνο πόνο μπορεί να κρύβει. Την πλήγωσαν, είναι καλή η Ελένη, και σίγουρα θάρθει και η ώρα της εξομολόγησης».
Κι αφηνόταν η Ελένη στη γλυκιά παρηγοριά του Λεωνίδα.
- Ελένη, δεν βγήκες στο μπαλκόνι μέσα στην κρύα νύχτα, δεν ανάβεις το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο για να μιλήσεις για την μικρή γλυκιά παρηγοριά του Λεωνίδα. Ας προχωρήσουμε λοιπόν. Σ’ ακούω.
Η Ελένη δεν πίστευε στα παράξενα, δεν πίστευε στις υπερφυσικές παρουσίες, αλλά τώρα την έβλεπε. Ναι, την έβλεπε. Εκεί στην άκρη της βεράντας αιωρούνταν η φιγούρα της μάνας της.
«Το ξέρω πως είναι παιχνίδι του μυαλού μου. Τρομερό πράγμα το μυαλό, σου στήνει μπρος στα μάτια σου φαντάσματα. Καλά θα κάνω να το συμμαζέψω».’Έτσι σκεφτόταν, αλλά τώρα που είχε απέναντί της αυτή την παρουσία, σκέφτηκε πως θα πρέπει να είναι πολύ προσεχτική να μην κάνει καμία απότομη κίνηση, Ακόμα και η φωνή της να είναι χαμηλή για να μην τρομάξει τη σκιά, πώς μπορεί και τη λέει σκιά, για να μην τρομάξει τη μάνα της.
- Μάνα, σ’ άφησα να πεθάνεις μόνη σου. Ούτε στην κηδεία σου δεν ήρθα. Δεν σου είχα αφήσει τρόπο να επικοινωνείς μαζί μου. Είχα εξαφανιστεί για δύο ολόκληρα χρόνια.
Κι άρχισε η Ελένη ένα χαμηλό θρήνο. Τα σκυλιά την κοίταξαν ανήσυχα κι ακούμπησαν τρυφερά τα κεφάλια τους στα γόνατά της.
Έβλεπε την κόρη της να κλαίει και τη λυπήθηκε. Όμως, ακόμα και τώρα ήταν τόσο μεγάλη η πίκρα που είχε νιώσει στη ζωή της, που δεν ήθελε να την παρηγορήσει. Γύρισε την πλάτη της.
- Μάνα, σε παρακαλώ, μη φεύγεις.
- Τώρα δεν έχει πια νόημα να μιλήσουμε.
- Θέλω να σου εξηγήσω, ποτέ δεν σε ξέχασα, πάντα σ’ αγαπούσα.
- Ελένη, η αγάπη είναι άγγιγμα, είναι βλέμμα, είναι η κουβέντα στον απογευματινό καφέ. Το ξέρω πως δεν με είχες ξεχάσει, αλλά ξέρω και πως δεν με αγαπούσες. Ένα περίεργο βάρος ήμουν στη σκέψη σου και τώρα ακόμα προσπαθείς να δικαιολογηθείς. Καλύτερα είναι το παραδεχτείς.
Γύρισε πάλι προς το μέρος της. Και είδε η Ελένη πάνω στο πρόσωπό της την βαθιά λύπη, την απόγνωση.
- Μα εσύ μάνα ήσουν τόσο μακρόθυμη, ποτέ δε θύμωνες, ποτέ δε διεκδικούσες ούτε αυτό που σου άξιζε.
- Από σένα δεν μπορούσα ποτέ να διεκδικήσω, ήθελα μόνο αυτό που εσύ θα μου έδινες. Και δε μου έδωσες τίποτα ή μάλλον μ΄ έκανες να γνωρίσω την πιο βαθιά λύπη που μπορεί κανείς να γνωρίσει. Θυμάσαι που σε παρηγορούσα για το κάθε τι. Έτσι ήμουν τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου. Δεν ζητούσα τίποτα, μόνο έδινα, κι αυτό εσύ το θεωρούσες αδυναμία, το θεωρούσες αδικία. Όταν ο πατέρας σου έφυγε και μας εγκατέλειψε, το μόνο που είπα ήταν: Εύχομαι να μην έκανε λάθος στην επιλογή του, ενώ εσύ είχες σκυλιάσει μαζί του κι έφτυνες και τον έβριζες με τα χειρότερα λόγια. Όταν εσύ προτίμησες να πάς στη Γερμανία να σπουδάσεις κοινωνιολογία, ενώ μπορούσες να σπουδάσεις εδώ, κοντά μου, αυτό που σου είπα ήταν: Κοίτα, Λενάκι, να μη σου ξεφύγει η ζωή, κοίτα μην μπερδευτείς με καταστάσεις, μην κάνεις πράγματα που θάρθει μια μέρα και θα μετανιώσεις. Είσαι πλάσμα περήφανο, αλλά μάθε από τώρα να αποδέχεσαι πως υπάρχει μια περίεργη εκδίκηση για τους περήφανους αν δεν αφήσουν περιθώρια για την ήττα, για τη φθορά, που όχι, δεν είναι ο θάνατος, αυτό είναι η τελική πράξη, είναι η πορεία προς το θάνατο, που είτε το θέλουμε είτε όχι μας αφοπλίζει σταδιακά, σχεδόν χαιρέκακα, σαν να φοβάται η φύση πως αν σταθούμε μέχρι το τέλος πολεμικά περήφανοι, αυτό θα σήμαινε άρνηση να παραδοθούμε στο χώμα. Και οι άνθρωποι που αντιστέκονται μέχρι τέλους έχουν δύσκολο θάνατο.
Αλλά ο δύσκολος θάνατος ήταν για μένα.
Πες μου, έχεις ακόμα μέσα σου κάτι από κείνη τη φλόγα που είχες τότε που ήσουν φοιτήτρια στη Γερμανία; Τι σου έμεινε τώρα; Τι σου έμεινε μετά από κείνες τις φλογισμένες νύχτες, από πράξεις ανατρεπτικές σαν τον θάνατο, από κείνες τις στιγμές εκεί στο δασάκι έξω από το Ντύσελντορφ, όταν ο Πήτερ χτυπημένος θανάσιμα από τις σφαίρες των αστυνομικών, με όση δύναμη του έμενε σε παρακαλούσε να τον αφήσεις και να φύγεις. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρετε οι δυό σας, κι εσύ τον τράβαγες και τον έσερνες στο χώμα ζητώντας διέξοδο και δεν σ’ ένοιαζε…
- Σταμάτα, σταμάτα…
Κι όσο παράξενο κι αν σας φανεί, είναι αλήθεια. Τα μάτια της Ελένης έλαμψαν μες στο σκοτάδι, μια λάμψη πραγματική σαν αναμμένα κάρβουνα.
- Αν κάτι με συντρίβει, είναι ότι δεν έχω πια εκείνους τους συντρόφους. Τότε αγαπούσα τις νύχτες ιδιαίτερα, γιατί μας έδιναν τη δυνατότητα ν’ ανάβουμε φωτιές στα αρχαία μονοπάτια των ανθρώπων, φωτιές λαμπερές, καθαρτήριες για πάθη μίζερα, για ζωές μικρές και φοβισμένες που γεννήθηκαν από τις συνθήκες, από τις μικρές δειλές απογευματινές μοναξιές μας. Δεν τέλειωσα εκείνη την εποχή γιατί σε σκεφτόμουν, γιατί ήθελα να γυρίσω κι εσύ... Αν ήσουν έτσι όπως έδειχνες, γεμάτη συγκατάβαση, γεμάτη κατανόηση, θα με περίμενες, δε θα έσπαγε η καρδιά σου όταν εγώ σε ξέχασα για δυο χρόνια. Και όχι, δεν είναι αλήθεια, δε σε ξέχασα. Σε σκεφτόμουν κάθε μέρα, μιλούσα μαζί σου στα όνειρά μου, αλλά μετά το θάνατο του Πήτερ δεν μπορούσα να επικοινωνήσω μαζί σου. Κι εσύ, που όλα τα καταλάβαινες, αυτό δεν το κατάλαβες.
Σαν να της φάνηκε πως άκουσε έναν λυγμό.
- Δεν το ήθελα Ελένη να γίνει έτσι. Σε περίμενα κι είχα σκοπό να σε περιμένω για πολύ, αν και πάντα είχα ένα φόβο μέσα μου. Φοβόμουν πως ακόμα κι όταν γύριζες θα έμενες για πάντα αιχμάλωτη σ’ αυτή τη σαγήνη του μυαλού σας που παραβίαζε συνεχώς τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ πραγματικότητας και επιθυμίας, που ακύρωνε όλους τους κανόνες που διέπουν αιώνες τώρα τις μέρες των ανθρώπων.
- Να, κάτι τέτοια μου έλεγες μάνα, κι εγώ ένιωθα δεμένη σ’ ένα σκληρό πεπρωμένο. Ούτε τώρα πιστεύω πως υπάρχουν αμετάκλητοι αιώνιοι κανόνες, όλα μπορούν ν’ αλλάξουν, όλα, αρκεί να γίνουμε πολλοί...
Μεσολάβησε μια σιωπή.
- Για πες μου μάνα, τι έγινε και δεν σε βρήκα όταν γύρισα.
- Μετά από δύο μήνες σιωπής σου, όταν έμαθα για το θάνατο του Πήτερ, τα παράτησα όλα και πήγα στη Γερμανία. Πήγα σ’ εκείνο το δασάκι, περπάτησα εκεί στο μέρος εκείνο , πήγα, και κάποια νύχτα δε φοβόμου πια τίποτα. Το ξέρεις, το θυμάσαι που μου άρεσε να λέω πως πίστευα σε οιωνούς σε χρησμούς. Έτσι μπορούσα να ξεκινήσω κάποια νύχτα και να πάρω τους δρόμους, γιατί μου είχε φανεί πως είχα ακούσει ένα κάλεσμα. Μπορεί να ήταν απλά μια κοριτσίστικη φωνή από κάποιο δρόμο πιο πέρα. Για μένα όμως τότε ήταν η φωνή σου που με καλούσε. Έδινα σημασία στα όνειρά μου, προσπαθούσα να τα αποκρυπτογραφήσω, άλλα τα θεωρούσα προφητικά όταν μου έδιναν ένα φως, μια ελπίδα.
Πέρασα εκεί σχεδόν έναν μήνα. Όλο ομίχλη και βροχή. Έπρεπε να φύγω, δεν είχε νόημα να σε ψάχνω άλλο. Περπατούσα για τελευταία φορά κάτω από τα δέντρα που έσταζαν υγρασία εκεί στο δασάκι, τότε ήταν που σκέφτηκα πως περπατούσα στις όχθες του Αχέροντα. Ναι, έτσι σκέφτηκα, και ξαφνικά είδα τον εαυτό μου από μακριά. Πώς είχα καταντήσει, θεέ μου. Μια σκυφτή αδύνατη γυναίκα που δεν όριζε καλά το βήμα της. Έσερνα τα πόδια μου, στην πραγματικότητα δεν ήθελα να περπατάω, ήθελα να αφηνόμουν εκεί στο βρεγμένο χώμα και να τελείωνα. Με είχε κουράσει ο φόβος που ένιωθα για σένα. Δεν άντεχα τις νύχτες, δεν άντεχα την αναμονή. Όλο φοβόμουν πως θα μάθαινα κάτι κακό. Τότε εκεί στο δασάκι ήταν που σκέφτηκα για πρώτη φορά πως δεν με αγαπούσες. Κάθισα κι εγώ δεν ξέρω πόση ώρα ακουμπισμένη στον κορμό ενός δέντρου κι εκείνο που μουρμούριζα ήταν αυτό. Η αλήθεια είναι πως δεν την νοιάζει για μένα, η αλήθεια είναι πως δεν με αγαπάει. Ήξερες πως ήμουν μόνη μου, πως δεν είχα κανέναν άλλον άνθρωπο δικό μου, κι όμως… Ξανάρθε στο μυαλό μου η σκέψη πως περπατούσα στις όχθες του Αχέροντα. Και, περίεργο, σαν να ξαλάφρωσε η ψυχή μου... Κανένα μαρτύριο δεν είναι ατελείωτο, μουρμούρισα. Όλα μπορούν να τελειώσουν. Δεν θα το έκανα εγώ, όλα θα γινόταν μόνα τους, ήσυχα, όπως έγιναν. Τον τελευταίο καιρό δεν κλείδωνα την πόρτα του σπιτιού. Ήμουν τόσο σίγουρη πως το τέλος πλησίαζε. Θέλω να σου πω πως είχα μια έξοδο πολύ ειρηνική. Θέλω να σου πω πως εκείνη τη νύχτα το μόνο που ήθελα ήταν εσύ να τα καταφέρεις καλύτερα από μένα. Κι έτσι όπως ήταν όλα ήσυχα, κι έτσι όπως χανόμουν, άκουσα φωνές, παιδικές φωνές στο σπίτι μας...
- Μάνα θέλω να σε αγκαλιάσω, θέλω να σε αγγίξω.
Κι είχε η φωνή της κόρης της τόση απόγνωση, τόσο σπαραγμό, που φοβήθηκε. Δεν ήθελε να έχει τη δική της πορεία, κι ενώ είχε πιστέψει πως όλα είχαν σβήσει μέσα της, όταν είδε τα χέρια της ν’ απλώνονται στη νύχτα, θυμήθηκε ξανά την τρυφερότητα, την αγάπη...
- Ελένη, Ελένη. Μη λυπάσαι άλλο πια. Όταν πας στο σπίτι, στο σπίτι μας, εκεί στον κήπο, εκείνον τον καιρό φύτεψα μια καρυδιά. Το ήξερα, το προαισθανόμουν ότι δε θα σε ξανάβλεπα, δε θα σε αγκάλιαζα ποτέ πια. Μια ολόκληρη μέρα φύτευα αυτή την καρυδιά. Τη νύχτα κοιμήθηκα πλάι της και σ΄ ονειρεύτηκα. Εκεί να πας και να την κρατήσεις όσο μπορείς περισσότερο μέσα στα χέρια σου. Εκεί άφησα τον εαυτό μου για να μπορέσουμε να αγκαλιαστούμε και πάλι.
Μη λυπάσαι άλλο. Μη λυπάσαι… Την άλλη φορά που θα περάσω από δω θέλω να δω φώτα μέσα στο σπίτι σου, θέλω ν΄ ακούσω μουσική, μουσική χαρούμενη. Αλλά κάπου-κάπου θα ήθελα να μου βάζεις ν’ ακούω το κομμάτι από την Tosca του Puccini …e Lucevan Le Stelle.
Η Ελένη σηκώθηκε.
- Μάνα περίμενε.
Σε λίγο ακουγόταν μέσα στη νύχτα το κομμάτι που της άρεσε. Η Ελένη είχε γυρίσει πάλι στη βεράντα κι άκουσε τη μάνα της ν’ απομακρύνεται σαν ένα απαλό φύσημα του αέρα κι άφηνε πίσω της ένα μικρό χαρούμενο γέλιο.
Δε θα τελειώσω αυτή την ιστορία, δε θα βάλω για τίτλο αυτό που σκέφτηκα στην αρχή «…Κατά μόνας ειμί εγώ έως αν παρέλθω…». Βλέπεις, έχω και αδυναμία στις εκκλησιαστικές ρήσεις, άλλη ιστορία κι αυτό. Θέλω να την ξανασυναντήσω την Ελένη. Δεν θα διαλέξει αυτόν τον τίτλο ως απόφαση ζωής, είναι πολύ πληκτικές τέτοιες αποφάσεις. Πρέπει πάντα ν’ αφήνεις ανοιχτές προοπτικές ακόμα και για τους γλυκείς Λεωνίδες.
Την παρακολουθώ τώρα τις νύχτες που βγαίνει αργά τις μικρές ώρες για να πάει βόλτα τα δύο ντόπερμαν. Φιγούρα δυνατή, ξαναδιασχίζει τους δρόμους προτάσσοντας επιθετικά το στήθος της. Ανεμίζουν τα μαύρα μακριά της ρούχα και τα δυο σκυλιά, παράξενοι σύντροφοι, περπατούν κι αυτά αλλιώτικα με τα κεφάλι ψηλά, σαν μελλοντικοί νικητές.
Το διήγημα περιλαμβάνεται στο βιβλίο της Αθηνάς Τσάκαλου «Το γέλιο του νερού», που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 2015 στην Αθήνα, από τις εκδόσεις των Συγγενών και των Φίλων Κρατουμένων και Διωκόμενων Αγωνιστών. Ευχαριστούμε την Αθηνά Τσάκαλου για την ευγενική παραχώρηση της άδειας να το αναδημοσιεύουμε στο RedNotebook.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου