Σκηνοθέτης γνωστών βραβευμένων ντοκιμαντέρ, όπως Ημερολόγια καταστρώματος-Γιώργος Σεφέρης (2001) και Μαραθώνιος μιας ημιτελούς άνοιξης-Γρηγόρης Λαμπράκης (2013), ο 63χρονος Στέλιος Χαραλαμπόπουλος μετά την Υπογραφή (2011) επιστρέφει στη μυθοπλασία, με την ταινία Τα Δάκρυα του Βουνού, εμπνευσμένος από τις περιπέτειες του Οδυσσέα. Περιπλανώμενοι παραδοσιακοί τεχνίτες πέτρας, στις αρχές του 20ού αιώνα, βρίσκονται αποκλεισμένοι λόγω εμπόλεμων συρράξεων στα χιονισμένα βουνά. Ο Χαραλαμπόπουλος μεταφέρει τον αρχαίο μύθο στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, όπως στο παρελθόν και ο Αγγελόπουλος, και επαναφέρει στο κινηματογραφικό κάδρο την ελληνική παράδοση και το ελληνικό τοπίο, σε μια νέα εκδοχή της Οδύσσειας, με τη δική του σφραγίδα. Τον συναντήσαμε και μας μίλησε γι’ αυτή την εξαιρετικά επιμελημένη εικαστική ταινία που προβάλλεται αποκλειστικά στην Ταινιοθήκη.
Ποια είναι η αφετηρία της ιδέας για την ταινία αυτή και πώς συσχετίζεται με την Οδύσσεια του Ομήρου;
Από παλιότερα ντοκιμαντέρ μου, γνώριζα τους περίφημους Ηπειρώτες και Πελοποννήσιους κτιστάδες που ξενητεύονταν για να δουλέψουν. Εντυπωσιάστηκα από τη σκληρή ζωή, το συνεργατικό τους κλίμα – πρώιμη μορφή κοινοκτημοσύνης- και την περιπλάνηση, που είναι το στοιχείο σύνδεσης με την Οδύσσεια. Στο σενάριο, άλλοτε ακολουθώ το μύθο, άλλοτε επινοώ τους χαρακτήρες. Έτσι, Μάγισσα Κίρκη ονομάζεται η πλανόδια με τη laterna magica, που διαδίδει στα πανηγύρια τα καλά του αμερικάνικου καπιταλισμού, προβάλλοντας επιχρωματισμένες εικόνες. Στα δίχτυα της τυλίγει τον πιο αφελή, αντίστοιχο του Ελπήνορα στην Οδύσσεια, που ετοιμάζεται να μεταναστεύσει στην Αμερική. Ο τραυματίας πολέμου με τις ιδέες του σοσιαλισμού είναι μεταφορικά ο Τειρεσίας, που με την Κίρκη εκφράζουν τις δύο συγκρουόμενες αντιλήψεις που αναδύονται στην αυγή του 20ού αιώνα, απαρχές του βιομηχανικού καπιταλισμού, όπου εσκεμμένα τοποθετείται η πλοκή.
Θίγετε και το κύμα μετανάστευσης στην Αμερική, που έχει απασχολήσει κυρίως ιταλικές ταινίες, αλλά και το τραύμα της ξενιτιάς.
Τη μετανάστευση έθιγα και στο ντοκιμαντέρ Τη νύχτα που ο Φερνάντο Πεσσόα συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη. Με τους Ιταλούς έχουμε κοινή μοίρα. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, καραβιές από Ανκόνα πέρναγαν από Πάτρα και μάζευαν τους φτωχούς της Μεσογείου, με προορισμό την Αμερική. Στην ταινία, ο νόστος γίνεται βάσανο, γιατί ο πόλεμος εμποδίζει την επιστροφή.
Η εμπόλεμη κατάσταση είναι μια αόρατη απειλή σε όλη την ταινία. Σε ποιους πόλεμους αναφέρεστε;
Εσκεμμένα δεν προσδιορίζω, αλλά εκείνη την εποχή γίνονταν πολλοί. Ο δεκαετής πόλεμος 1912 έως 1922, όταν η Ελλάδα εμπλέκεται στους πρώτους και δεύτερους Βαλκανικούς Πολέμους και στον Πρώτο Παγκόσμιο. Το 1919 στέλνουμε στρατιώτες στην Ουκρανία κατά των Μπολσεβίκων και το 1922 έχουμε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Υπήρχαν τότε γενιές που φορούσαν το χακί για δέκα χρόνια…
Με την αναφορά σας στην κρίσιμη 50ετία 1899 έως 1949, φωτίζετε καταστάσεις που δεν είναι γνωστές στους νεότερους.
Όπως η Οδύσσεια έρχεται στο τέλος του δεκαετούς Τρωικού πολέμου, έτσι και η ιστορία της ταινίας έχει αφετηρία το τέλος ενός επίσης δεκαετούς πολέμου, με τον ελληνοϊταλικό, την Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Ανοίγει και κλείνει με τον βιολιτζή, που τραγουδάει το 1949 στο καφενείο τα θρυλικά κατορθώματα εφτά μαστόρων στον ίδιο τόπο, το 1899, όταν ο αρχιμάστορας Μάρκος τα έβαλε με τους τσιφλικάδες, επεισόδιο που αντιστοιχεί στη μνηστηροφονία στην Οδύσσεια.
Η τελευταία στροφή του έπους συμπίπτει με την τραγική σκηνή στην πλατεία, όπου εκθέτουν για παραδειγματισμό τα πτώματα των ανταρτών, όπως είχαν κάνει και οι τσιφλικάδες πενήντα χρόνια πριν. Η διαπόμπευση του νεκρού έρχεται από την Οδύσσεια και συνεχίζει στη σύγχρονη εποχή.
Κοιτώντας την Ιστορία, μπορούμε να κατανοήσουμε το παρόν και ίσως να σχεδιάσουμε το μέλλον. Ο Οδυσσέας φτάνει στο τέλος της διαδρομής, γιατί είναι ο μόνος που έκλεισε τα αυτιά στις Σειρήνες, πράγμα που δεν καταφέραμε σήμερα με τις Σειρήνες του καταναλωτισμού.
Πού έγιναν τα γυρίσματα, πώς επιλέξατε τους ηθοποιούς και πώς δουλέψατε μαζί;
Γυρίσματα έγιναν σε Λευκάδα και Τζουμέρκα και κράτησαν 22 μέρες, για οικονομικούς λόγους. Έκανα συστηματική επιλογή των χώρων. Σημαίνοντα ρόλο έχουν το τοπίο και η φύση, όχι μόνο εικαστικά, αλλά γιατί η πάλη του ανθρώπου με τη φύση είναι κυρίαρχη την εποχή που η μηχανή δεν έχει ακόμα μπει στην παραγωγική δραστηριότητα.
Δυσκολεύτηκα να βρω γαϊδουράκια και πουλάρια, πιο δύσκολη όμως ήταν η μεταφορά τους στα βουνά, γιατί για ένα πλάνο, η μια τοποθεσία μπορεί να απέχει ώρες από την άλλη.
Στους τόπους γυρισμάτων αναζητούσα φυσιογνωμίες που να παραπέμπουν στον προηγούμενο αιώνα. Αρχικά μας βοήθησε η ερασιτεχνική θεατρική ομάδα της Λουκίας Κατωπόδη στη Λευκάδα, ωστόσο ο πρωταγωνιστής και ο δεύτερος ρόλος δεν είχαν θεατρική εμπειρία.
Σε πρώτη διαλογή από φωτογραφίες που μου έστελναν οι συνεργάτες μου, τραβούσα όσους με ενδιέφεραν σε βίντεο με απλή συζήτηση. Σε δεύτερο χρόνο, τους έδινα να προβάρουν μια σκηνή, πριν φτάσω στην οριστική επιλογή. Από το παίξιμό τους κρατούσα ό,τι μου άρεσε και στη συνέχεια τους οδηγούσα.
Επιλέγετε μακρινά πλάνα και λίγα κοντινά στα πρόσωπα, αφήνοντας να φανεί το πεδίο δράσης όπου κινούνται οι χαρακτήρες, όπως στο σινεμά των Ταβιάνι. Πώς εξυπηρετεί αυτό τη δική σας σκηνοθετική αντίληψη;
Δούλεψα σε μεγάλες ενότητες, σαν πλάνα σεκάνς, που είχα σχεδιάσει με συγκεκριμένη εικαστική αισθητική, δίχως να ανταποκρίνονται απόλυτα στην Οδύσσεια. Ήθελα να «γεωγραφήσω» το ευρύτερο σκηνικό, μέσα στο οποίο θα συντελεστεί το δράμα, όπως στην περιφορά του νεκρού τεχνίτη δίπλα στη θάλασσα.
Με τα μακρινά, τοποθετώ τους χαρακτήρες στη σκληρή φύση, ως μοναχικά πλάσματα σε εχθρικό σύμπαν. Οι θάνατοι και τα φονικά γίνονται εκτός σκηνής, όπως στην αρχαία τραγωδία. Δίχως να απεικονίζω άμεσες συγκρούσεις, συχνά τους προσεγγίζω στο πανηγύρι, όταν οι αναλφάβητοι μαστόροι υπαγορεύουν τα γράμματά τους στον γραμματικό, αποκαλύπτοντας ιστορίες που κουβαλάνε.
Δεν υπάρχουν πολλά κοντινά, γιατί δεν υπάρχουν πολλοί διάλογοι, ωστόσο τους πλησιάζω για να δείξω τα σκαμμένα τους πρόσωπα και το σχεδόν αργασμένο από τον ήλιο πετσί τους.
Οι αδερφοί Ταβιάνι, όπως και ο Μπερτολούτσι, δείχνουν το χώρο του δράματος και των κοινωνικών συγκρούσεων. Αντίστοιχα, οι μαστόροι είναι ζυμωμένοι με τη φύση, από εκεί παίρνουν τα υλικά της δουλειάς τους -πέτρα, χώμα, ξύλο- και εκεί αγωνίζονται να επιβιώσουν.
Η σκηνή με το λιομάζωμα παραπέμπει σε πίνακα του Θεόφιλου. Μιλήστε μας για την εικαστική διάσταση της ταινίας.
Με τον διευθυντή φωτογραφίας Δημήτρη Κορδελά, συνεργάτη μου από παλιά, δουλέψαμε σε μια συγκεκριμένη αισθητική χρωμάτων, προς το γκρίζο της πέτρας, κυρίαρχο υλικό των μαστόρων και το γαιώδες καφέ του χώματος και των βουνών όπου τριγυρνάνε.
Είχα τραβήξει λιομάζωμα στη Μυτιλήνη, για το ντοκιμαντέρ Είδαν τα μάτια μας γιορτές, άρα ο Θεόφιλος ενυπάρχει στις αναφορές μου. Για την ταινία όμως, έψαχνα να βρω υπεραιωνόβιες ελιές, για το παιχνίδι βλεμμάτων ανάμεσα στον Μάρκο και στη ντροπαλή Λενιώ, που κρύβεται πίσω από ένα τέτοιο υπέροχο κορμό-γλυπτό. Με τον Κορδελά επιχειρήσαμε να αποτυπώσουμε το ζωντανό παιχνίδι φωτεινών-σκιερών αποχρώσεων στα φυλλώματα, σαν να κάνει ζωγραφική ο Θεός.
Ποιος συνέθεσε τη μουσική και τα τραγούδια της ταινίας;
Την πρωτότυπη μουσική συνέθεσε ο Πλάτων Ανδριτσάκης, που είχαμε συνεργαστεί και σε προηγούμενα ντοκιμαντέρ και εμφανίζεται να παίζει νταούλι στη σκηνή στο χάνι. Εκτός από πιάνο, βιόλα, βιολί και τσέλο, χρησιμοποιεί στην ενορχήστρωση παραδοσιακή λύρα και γκάιντα.
Το τραγούδι του βιολιτζή, σε στίχους δικούς μου, ερμηνεύει ζωντανά, σε φωνή και βιολί, ο Ηπειρώτης μουσικός Χάρης Γιούλης, που το συνδιαμόρφωσε με τον Ανδριτσάκη σε πολυφωνικό στυλ, επειδή αναφέρεται σε πλανόδιο βιολιτζή πανηγυριών. Μέσα στο χάνι, ενότητα που παραπέμπει στη χώρα των Φαιάκων, ακούγεται και το παραδοσιακό Ξενιτεμένο μου πουλί, που το δούλεψαν ζωντανά επί τόπου, με νταούλι και φωνή, ο Πλάτων με το Γιώργο Καρανάσο.
INFO
- Κριτική της Ιφιγένειας Καλαντζή για την ελληνική ταινία Ο Σερβιτόρος, που «βγήκε» από 4/4, θα βρείτε στο φύλλο 429, 10/11/2018.
- Κυριακή 7/4/2019, στις 12:00, θα προβληθεί στο Τριανόν το ντοκιμαντέρ Όλο γελούσε, του Θόδωρου Μαραγκού, για τον ηθοποιό Κώστα Τσάκωνα. Ακολουθεί συζήτηση με τον σκηνοθέτη. Είσοδος 5 ευρώ.
- Στο κοινωνικό στέκι «π» (Κάτω Πατήσια) θα προβληθεί την Τετάρτη 10/4/2019, στις 20:00 το ντοκιμαντέρ Επόμενος σταθμός Ουτοπία (2015) του Απόστολου Καρακάση, για το συνεργατικό εγχείρημα της ΒΙΟ.ΜΕ, που κλείνει έξι χρόνια. Είσοδος ελεύθερη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου