Το Περιοδικό και οι εκδόσεις Historical Quest συνεργάζονται και σας παρουσιάζουν μια καθημερινή ματιά σε ιστορικά γεγονότα. Γιατί η Ιστορία υπάρχει για να τη σκαλίζουμε…
5 Απριλίου 1242: Κατά τη διάρκεια της μάχης των Πάγων στη λίμνη Πέιπους, οι ρωσικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Αλέξανδρο Νιέφσκι, αποκρούουν απόπειρα εισβολής των Τευτόνων Ιπποτών. Η Μάχη των Πάγων, γνωστή και ως Μάχη της λίμνης Πέιπους, ήταν μια μάχη ανάμεσα στη Φεουδαλική Δημοκρατία του Νόβγκοροντ και το λιβονικό παρακλάδι των Τευτόνων Ιπποτών. Ελπίζοντας να εκμεταλλευθούν τη δύσκολη θέση, στην οποία είχαν περιέλθει οι Ρως μετά την εισβολή της Χρυσής Ορδής (Ν-ΝΑ) και τις διενέξεις με τη Σουηδία (ΒΔ), οι Τεύτονες έβαλαν στο μάτι τα εδάφη της πλούσιας Δημοκρατίας του Νόβγκοροντ. Το φθινόπωρο του 1240 κατέλαβαν το δυτικό τμήμα της που περιείχε τις πόλεις Πσκοφ, Ιζμπόρσκ και Καπόργιε. Όταν πλέον πλησίαζαν την ίδια την πρωτεύουσα Νόβγκοροντ, οι αμυνόμενοι ανακάλεσαν από την εξορία τον 20χρονο δούκα Αλέξανδρο Νιέφσκι. Το 1241 ο Νιέφσκι επανέκτησε το Πσκοφ και το Καπόργιε. Σύμφωνα με ρωσικά χρονικά της εποχής, μετά από ώρες μάχης εκ του συστάδην ο Νιέφσκι διέταξε το αριστερό και δεξί άκρο των τοξοτών του να μπουν στη μάχη. Οι ιππότες, εξουθενωμένοι από τη σύγκρουση και αδυνατώντας να ελιχθούν σωστά με τα άλογά τους επάνω στον πάγο, άρχισαν να υποχωρούν ατάκτως. Λίγο αργότερα, η εικόνα του νεοαφιχθέντος ρωσικού ιππικού τούς έκανε να χάσουν και τα τελευταία στοιχεία συνοχής. Όταν προσπάθησαν να ανασυνταχθούν στην άκρη της λίμνης, το λεπτό στρώμα πάγου κατέρευσε από το βάρος του οπλισμού τους και πολλοί πνίγηκαν. Η Μάχη των Πάγων περιγράφεται ως γεγονός τεράστιας σημασίας κυρίως από τους Ρώσους ιστορικούς, καθώς η νίκη του Νόβγκοροντ ανέκοψε την επέκταση των Τευτόνων και πιθανά τον εκκαθολικισμό των ανατολικών σλάβων. Χρησιμοποιήθηκε επίσης κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τη σοβιετική προπαγάνδα, ως παράδειγμα για τη δυνατότητα απόκρουσης των Γερμανών. Κατόπιν παράκλησης του Στάλιν, ο Σεργκέι Αϊζενστάιν γύρισε την κινηματογραφική ταινία «Αλέξανδρος Νιέφσκι» – η αναπαράσταση της Μάχης του Πάγου θεωρείται μια από τις πιο εμβληματικές σκηνές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Έτυχε μάλιστα η αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού να συμπέσει με τα 700 χρόνια από τη μάχη, γεγονός που τιμήθηκε με την καθιέρωση του παρασήμου του Τάγματος του Αλεξάνδρου Νιέφσκι για όσους θα διέπρεπαν στις μάχες.
5 Απριλίου 1722: Ο Ολλανδός εξερευνητής Γιάκομπ Ρόγκεβεν ανακαλύπτει το Νησί του Πάσχα. Η ιστορία της ανθρώπινης παρουσίας στο νησί του Πάσχα αρχίζει περίπου το 500, όταν καταφθάνουν και οι πρώτοι άποικοι από τα νησιά Μαρκέζας ή Μανγκαρέβα των νήσων Γκάμπιερ της Γαλλικής Πολυνησίας. Σύμφωνα με ορισμένες θεωρίες οι πρώτοι άποικοι έφθασαν εδώ από την Ούρου (Uru), που βρίσκεται στα σύνορα της Βολιβίας, του Περού και της Χιλής. Οι ιστορικές γνώσεις για τους επόμενους αιώνες είναι ανύπαρκτες, έως τον 18ο αιώνα τουλάχιστον. Το 1722 ο Ολλανδός θαλασσοπόρος Γιάκομπ Ρόγκεβεν το ονόμασε έτσι, εξαιτίας του ότι έφθασε στο νησί την ημέρα του Πάσχα. Οι διασωθείσες μαρτυρίες μιλούν για ένα νησί ερημωμένο. Το 1770 κατέφθασε στο νησί ο Ισπανός εξερευνητής Ντον Φελίπε Γκονσάλες (αμερικάνικα ισπανικά) ή Γκονθάλεθ (καστιλιάνικα ισπανικά), ο οποίος διεκδίκησε τα εδάφη του για την Ισπανία, αν και ανεπισήμως. Τέσσερα χρόνια μετά, το 1774, πέρασαν από το νησί ο βρετανός θαλασσοπόρος Τζέιμς Κουκ και ο γάλλος Ναύαρχος Μπουγκανβίλ. Στην αυγή του 19ου αιώνα, περί το 1800 μαρτυρείται πως φαλαινοθήρες εισήγαγαν ασθένειες στους γηγενείς κατοίκους, ενώ το 1805 αμερικανικό πλοίο απήγαγε 22 νησιώτες. Το 1860 Περουβιανοί δουλέμποροι απήγαγαν 1.407 νησιώτες, περίπου το 1/3 του πληθυσμού όπως εκτιμάται, για να εργαστούν στα ορυχεία του Περού[3]. Η επίσημη κυβέρνηση του Περού έστειλε πίσω περί τους 100 αιχμαλώτους, από τους οποίους επέζησαν μόνον 10, εισάγοντας ταυτόχρονα την ευλογιά στο νησί. Το 1866 Γάλλοι ιεραπόστολοι κατασκευάζουν στο νησί νοσοκομεία και ιεραποστολές, κάτι που θα ελκύσει χαρακτήρες όπως ο Ζαν Μπατίστ Ντυτρού-Ντι Μπορνιέ, που ορίζει εαυτόν κυβερνήτη του νησιού. Οι Γάλλοι ιεραπόστολοι αποχωρούν το 1871. Μαζί τους αποχωρούν 200 γηγενείς για την Ταϊτή και 150 για τους νήσους Γκάμπιερ. Ο Ντι Μπρονιέ δολοφονείται λίγα χρόνια αργότερα από τους 150 εναπομείναντες γηγενείς, όταν επιχειρεί να μετατρέψει το νησί σε φάρμα για πρόβατα. Ο 19ος αιώνας κλείνει με την αποβίβαση στο νησί του Χιλιανού καπετάνιου Πολίκαρπο Τόρο Ουρτάδο κατά το 1888, που διεκδικεί το νησί επισήμως για τη Χιλή. Στον 20ό αιώνα χαρακτηρίζονται ως σημαντικές δύο εξεγέρσεις, αυτή του 1914 και η εξέγερση του 1964 μισό αιώνα μετά. Στην πρώτη οι λιμοκτονούντες γηγενείς εξεγείρονται και ζητούν να φύγουν για την Ταϊτή. Η εξέγερση δεν επιτυγχάνει. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1934 καταφθάνει στο νησί ο Ελβετός εθνολόγος Αλφρέ Μετρό για να μελετήσει τους τοπικούς μύθους και τον κοινωνικό ιστό, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα το έργο του για την εθνολογία της Νήσου του Πάσχα (L’Île de Pâques, 1935) σε έκδοση του Bishop Museum Press. Το 1952 το χιλιανό ναυτικό κάνει την εμφάνισή του στο νησί προκειμένου να κρατήσει σε ύφεση οποιεσδήποτε τάσεις εξέγερσης. Το 1955 με την αποστολή του Νορβηγού καθηγητή Τορ Χάιερνταλ γίνεται μια δεύτερη προσπάθεια μελέτης του νησιού. Μία δεκαετία αργότερα ακολουθεί δεύτερη εξέγερση που έχει ως αποτέλεσμα τη διενέργεια εκλογών. Τις εκλογές, το 1964, κέρδισε ο γηγενής Ράπου, δίνοντας τέλος στην καταπίεση. Το νησί συνδέθηκε αεροπορικά και εμπορικά με τον υπόλοιπο κόσμο χάρη σε αμερικανικό αεροδρόμιο και διαμετακομιστικό εμπορικό σταθμό.
5 Απριλίου 1879: Η Χιλή κηρύσσει τον πόλεμο στη Βολιβία και το Περού, αρχίζοντας τον Πόλεμο του Ειρηνικού. Ο Πόλεμος του Ειρηνικού (ισπανικά: Guerra del Pacífico), γνωστός και ως Πόλεμος του Νιτρικού Κάλιου, ήταν ένοπλη σύγκρουση που έλαβε χώρα, την περίοδο 1879-1884, μεταξύ της Χιλής από τη μία πλευρά και των συνασπισμένων δυνάμεων του Περού και της Βολιβίας από την άλλη. Αίτια της σύγκρουσης αυτής ήταν το ενδιαφέρον για τα αποθέματα γουανό και νιτρικού κάλιου στην διαφιλονικούμενη περιοχή Πούνα ντε Ατακάμα. Η Χιλή κατάφερε τελικά να επικρατήσει και να προωθήσει τα στρατεύματά της σε βάθος αρκετών δεκάδων χιλιομέτρων. Ως απόρροια του πολέμου τα σύνορα της Χιλής επεκτάθηκαν προς βορρά ενσωματώνοντας τις πόλεις Αντοφαγάστα, Ικίκε και Αρίκα. Από την άλλη πλευρά, η ηττημένη Βολιβία έχασε τη μοναδική διέξοδο που είχε προς την θάλασσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου