Μια νέα τεχνολογία, που υπόσχεται να αλλάξει με επαναστατικό τρόπο την καθημερινότητά μας, θα έπρεπε να είναι αντικείμενο μελέτης επιστημόνων και μηχανικών.
Όταν όμως ασχολούνται περισσότερο μαζί της στρατηγοί του αμερικανικού Πενταγώνου, υψηλόβαθμα στελέχη των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ και της Βρετανίας αλλά ακόμη και αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι ο πλανήτης οδηγείται σε μια νέα κλιμάκωση γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων με απρόβλεπτες εξελίξεις.
Η νέα μάχη αυτού του οικονομικού και τεχνολογικού πολέμου αφορά την εισαγωγή των ασύρματων δικτύων πέμπτης γενιάς 5G. Η νέα τεχνολογία αποτελεί σημείο καμπής στις ισορροπίες των οικονομικών υπερδυνάμεων καθώς ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία κινεζικές εταιρείες όπως η Huawei διαθέτουν όχι μόνο την τεχνολογική υπεροχή σε ένα τόσο κρίσιμο τομέα της οικονομίας αλλά ελέγχουν και το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς στην οποία θα διατεθεί η νέα τεχνολογία. Μέχρι το 2023 εκτιμάται ότι το 50% των 1,3 δισεκατομμυρίων συνδρομητών των δικτύων 5G θα ζουν στην Κίνα ενώ ΗΠΑ και Ευρώπη θα έχον αθροιστικά 337 εκατομμύρια συνδρομητές.
H τεχνολογία του 5G θα αποτελέσει την μεγαλύτερη τεχνολογική επανάσταση των τελευταίων δεκαετιών καθώς θα προσφέρει έως και 100 φορές ταχύτερη μεταφορά δεδομένων σε σχέση με τα δίκτυα 4G, και θα χρησιμοποιείται από ρομποτικές εφαρμογές και αυτοκίνητα χωρίς οδηγούς μέχρι το λεγόμενο internet of things, δηλαδή τη διασύνδεση συσκευών και αντικειμένων καθημερινής χρήσης με το διαδίκτυο.
Οι ΗΠΑ έχουν θεωρητικά δίκιο να ανησυχούν δεδομένου ότι οι εταιρείες που θα προλάβουν να επιβάλουν τα στάνταρντς της νέας τεχνολογίας και να εγκαταστήσουν τα δίκτυα των 5G θα αποκτήσουν πρόσβαση στις καθημερινές δραστηριότητες δισεκατομμυρίων πολιτών — για την ακρίβεια σε 22 δισεκατομμύρια συσκευές μέχρι το 2024. Το βασικό επιχείρημα της Ουάσινγκτον, όμως, ότι η τεχνολογία της Huawei δεν είναι ασφαλής καθώς η εταιρεία θα μπορούσε να προσφέρει στις κινεζικές αρχές στοιχεία για τη συμπεριφορά των πελατών της, δεν έχει αποδειχθεί. Αντίθετα, χάρη στις αποκαλύψεις του Έντουαρντ Σνόουντεν και των Wikileaks γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι η αμερικανική κυβέρνηση και εταιρείες τεχνολογίας με έδρα τις ΗΠΑ πραγματοποιούν εδώ και δεκαετίες αυτό ακριβώς για το οποίο κατηγορούν τους αντιπάλους τους: λειτουργούν ένα γιγαντιαίο δίκτυο παράνομης συλλογής πληροφοριών μέσα από κερκόπορτες ασφαλείας (back doors) που βρίσκονται σε ορισμένα από τα δημοφιλέστερα προγράμματα και ηλεκτρονικές συσκευές.
Έχοντας χάσει την πρώτη φάση του τεχνολογικού πολέμου, η Ουάσινγκτον κατέφυγε σε μεθόδους που παραπέμπουν περισσότερο σε πρακτικές της μαφίας. Η σύλληψη της οικονομικής διευθύντριας της Huawei, με πρόσχημα την παραβίαση του αμερικανικού εμπάργκο με το Ιράν, ήταν η πλέον εξόφθαλμη κίνηση. Ο πραγματικός πόλεμος, όμως, διεξάγεται κάτω από το τραπέζι καθώς αμερικανοί αξιωματούχοι άρχισαν να απειλούν ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ότι θα διακόψουν τη συνεργασία μαζί τους σε θέματα ασφαλείας και ανταλλαγής πληροφοριών.
Η Ευρώπη από την πλευρά της βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στην αμήχανη θέση να μην διαθέτει ούτε την τεχνολογική καινοτομία της Κίνας αλλά ούτε και την δυνατότητα προβολής ισχύος των ΗΠΑ. Μετατράπηκε λοιπόν στο μήλον της έριδος μεταξύ Πεκίνου και Ουάσινγκτον, με το πρώτο να ασκεί τη λεγόμενη "μαλακή ισχύ" του, προωθώντας οικονομικές συμφωνίες για την εγκατάσταση κινεζικών συστημάτων 5G και τη δεύτερη να απαντά με διπλωματικούς και γεωπολιτικούς τραμπουκισμούς που παραπέμπουν στην πολιτική των κανονιοφόρων.
Η πρώτη «αποστασία» από το δυτικό στρατόπεδο ήρθε από την Ιταλία, η οποία έχει συνάψει σειρά οικονομικών και εμπορικών συμφωνιών με την Κίνα. Ακόμη και η Γερμανία όμως αρνήθηκε να υιοθετήσει το σύνολο της αμερικανικής επιχειρηματολογίας και να μπλοκάρει πλήρως τις δραστηριότητες της Huawei στη Γερμανία — και κατ' επέκταση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ούτως η άλλως οι δραστηριότητες της συγκεκριμένης εταιρείας σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών έχουν επεκταθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε θα αποτελούσε οικονομική αυτοκτονία για την Ευρώπη να διακόψει απότομα κάθε επαφή με τον κινεζικο δράκο της υψηλής τεχνολογίας.
Μια ακόμη «πισώπλατη μαχαιριά» για τις ΗΠΑ ήρθε στις αρχές του χρόνου όταν αξιωματούχοι βρετανικών μυστικών υπηρεσιών υποστήριξαν ότι ο κίνδυνος από τη χρήση τεχνολογίας της Huawei είναι ελεγχόμενος και δεν συγκρίνεται με τις κραυγές που ακούγονται από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. «Η κλιμακούμενη υστερία για την κινεζική τεχνολογία αποκρύπτει το γεγονός ότι το NCSC (Κέντρο Εθνικής Κυβερνο-Ασφάλειας της Βρετανίας) δεν εντόπισε ποτέ κακόβουλες κυβερνο-επιθέσεις της Huawei για λογαριασμό της Κίνας» δήλωσε ο Ρόμπερτ Χάνιγκαν, ο άνθρωπος που μέχρι πριν από μερικά χρόνια ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια των δικτύων των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων.
Σε αυτή τη μάχη λοιπόν οι ΗΠΑ «υπόσχονται» ακριβότερες υπηρεσίες, χαμηλότερη ποιότητα και ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες για την λεγόμενη κινεζική απειλή. Για αυτό ακριβώς το λόγο κατανοούν ότι η επικράτηση στην αγορά δεν μπορεί να έρθει από την ασθμαίνουσα βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας της Αμερικής αλλά από την στρατιωτική και γεωπολιτική ισχύ αυτής της κουρασμένης και επικίνδυνης υπερδύναμης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου