Οι επιπτώσεις του COVID-19 σε επίπεδο υγείας και οικονομίας, έχουν τονιστεί επανειλημμένως. Λιγότερη προσοχή έχει δοθεί στις ψυχολογικές προεκτάσεις των συνεπειών της πανδημίας, οι οποίες σε κάθε περίπτωση είναι αξιοσημείωτες και πολυδιάστατες.
Σύμφωνα με έρευνες, το άγχος και ο φόβος των... ανθρώπων έχουν αυξηθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ επίσης, όπως αναφέρει ο επιστημονικός δημοσιογράφος David Robson, “ο φόβος του να μολυνθούμε (σσ. Από τον ιό) ωθεί τις ηθικές μας κρίσεις να γίνονται πιο σκληρές και τις κοινωνικές μας στάσεις να γίνονται πιο συντηρητικές σε θέματα όπως η μετανάστευση και η σεξουαλική ελευθερία”. Οι πολυποίκιλες προεκτάσεις των ψυχολογικών συνεπειών της πανδημίας, βασίζονται κυρίως σε δύο έννοιες οι οποίες καθορίζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου σε δύσκολες συνθήκες. Εκείνες του άγχος, και του φόβου. Άλλωστε, το άγχος και ο φόβος αποτελούν φυσιολογικές αποκρίσεις του ανθρώπινου εγκεφάλου σε τέτοιου είδους συνθήκες, δίχως κάτι τέτοιο να σημαίνει πως όλοι οι άνθρωποι αντέδρασαν με τον ίδιο τρόπο στις πρωτόγνωρες συνθήκες που επέφερε ο COVID-19.
Άλλωστε, όπως αναφέρει ο κ. Μπέγιογλου, κλινικός ψυχολόγος και εκπαιδευτικός του διαδραστικού θεάτρου “Play back”, “ενώ για τους μη ψυχικά νοσούντες η απομόνωση και το lockdown έφερε αρκετά δώρα λόγω κυρίως του επιπλέον χρόνου που είχαν για να αποφορτιστούν, δεν συνέβη το ίδιο για τους συνανθρώπους μας με βεβαρημένη ψυχική υγεία”. Και συνεχίζει, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως, “αν και είναι φυσικά νωρίς για να έχουμε ασφαλή στατιστικά στοιχεία, ο περιορισμός ή εγκλεισμός σε συγκεκριμένους χώρους, και η λιγοστή επαφή με άλλους ανθρώπους και με το φυσικό περιβάλλον, ενέτεινε όντως τα συμπτώματα κατάθλιψης, τις κρίσεις πανικού, τις φοβίες, τις ψυχαναγκαστικές διαταραχές, τις εξαρτήσεις από ουσίες και τη βία.
Είναι σημαντικό εδώ να λεχθεί ότι η επιβεβλημένη απομόνωση είναι η ίδια μία μορφή βίας η οποία εκλαμβάνεται πολλές φορές από τα άτομα ως μια τιμωρία εφόσον τους στερεί βασικά δικαιώματα που κατείχαν πριν. Και η εξωτερική βία μετατρέπεται σύντομα σε εσωτερική. Οι ενδοψυχικές συγκρούσεις εντείνονται και κάποτε ξεσπούν μέσα ή έξω. Η εσωτερική ασφυξία έτσι επέδρασε καταλυτικά σε πολλές μορφές ψυχοπαθολογίας”. Κάτι τέτοιο συνέβη ασφαλώς λόγω του γεγονότος πως, όπως δηλώνει και πάλι ο κ. Μπέγιογλου, “ η ανθρώπινη επαφή και η κοινωνική αλληλεπίδραση αποτελούν βασικούς παράγοντες για την καλή ψυχική υγεία”.
Σύμφωνα με έρευνες, το άγχος και ο φόβος των... ανθρώπων έχουν αυξηθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ενώ επίσης, όπως αναφέρει ο επιστημονικός δημοσιογράφος David Robson, “ο φόβος του να μολυνθούμε (σσ. Από τον ιό) ωθεί τις ηθικές μας κρίσεις να γίνονται πιο σκληρές και τις κοινωνικές μας στάσεις να γίνονται πιο συντηρητικές σε θέματα όπως η μετανάστευση και η σεξουαλική ελευθερία”. Οι πολυποίκιλες προεκτάσεις των ψυχολογικών συνεπειών της πανδημίας, βασίζονται κυρίως σε δύο έννοιες οι οποίες καθορίζουν τη λειτουργία του εγκεφάλου σε δύσκολες συνθήκες. Εκείνες του άγχος, και του φόβου. Άλλωστε, το άγχος και ο φόβος αποτελούν φυσιολογικές αποκρίσεις του ανθρώπινου εγκεφάλου σε τέτοιου είδους συνθήκες, δίχως κάτι τέτοιο να σημαίνει πως όλοι οι άνθρωποι αντέδρασαν με τον ίδιο τρόπο στις πρωτόγνωρες συνθήκες που επέφερε ο COVID-19.
Άλλωστε, όπως αναφέρει ο κ. Μπέγιογλου, κλινικός ψυχολόγος και εκπαιδευτικός του διαδραστικού θεάτρου “Play back”, “ενώ για τους μη ψυχικά νοσούντες η απομόνωση και το lockdown έφερε αρκετά δώρα λόγω κυρίως του επιπλέον χρόνου που είχαν για να αποφορτιστούν, δεν συνέβη το ίδιο για τους συνανθρώπους μας με βεβαρημένη ψυχική υγεία”. Και συνεχίζει, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως, “αν και είναι φυσικά νωρίς για να έχουμε ασφαλή στατιστικά στοιχεία, ο περιορισμός ή εγκλεισμός σε συγκεκριμένους χώρους, και η λιγοστή επαφή με άλλους ανθρώπους και με το φυσικό περιβάλλον, ενέτεινε όντως τα συμπτώματα κατάθλιψης, τις κρίσεις πανικού, τις φοβίες, τις ψυχαναγκαστικές διαταραχές, τις εξαρτήσεις από ουσίες και τη βία.
Είναι σημαντικό εδώ να λεχθεί ότι η επιβεβλημένη απομόνωση είναι η ίδια μία μορφή βίας η οποία εκλαμβάνεται πολλές φορές από τα άτομα ως μια τιμωρία εφόσον τους στερεί βασικά δικαιώματα που κατείχαν πριν. Και η εξωτερική βία μετατρέπεται σύντομα σε εσωτερική. Οι ενδοψυχικές συγκρούσεις εντείνονται και κάποτε ξεσπούν μέσα ή έξω. Η εσωτερική ασφυξία έτσι επέδρασε καταλυτικά σε πολλές μορφές ψυχοπαθολογίας”. Κάτι τέτοιο συνέβη ασφαλώς λόγω του γεγονότος πως, όπως δηλώνει και πάλι ο κ. Μπέγιογλου, “ η ανθρώπινη επαφή και η κοινωνική αλληλεπίδραση αποτελούν βασικούς παράγοντες για την καλή ψυχική υγεία”.
Social Distancing.. για πάντα;
Παρ’ όλα αυτά, τόσο η ανθρώπινη επαφή, όσο και η κοινωνική αλληλεπίδραση, αποτελούν έννοιες οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τη νοοτροπία του “Social Distancing” (ελληνιστί, “κοινωνική απόσταση”). Τη νοοτροπία δηλαδή, η οποία θεωρήθηκε (και θεωρείται) απαραίτητη για την αντιμετώπιση του COVID-19. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση, εγείρονται αρκετά ερωτήματα σχετικά με την κυριαρχία της συγκεκριμένης νοοτροπίας και μετά το πέρας της πανδημίας. Τα ερωτήματα αυτά, γίνονται ακόμα πιο έντονα σε χώρες όπως η Ελλάδα, μια χώρα δηλαδή όπου σύμφωνα με τον κ. Μπέλιογλου, “συνδέει την συνύπαρξη με την δυνατότητα για σωματική επαφή, με αγγίγματα, πειράγματα, αγκαλιές και γενικότερα μία στάση που αποπνέει ζεστασιά, εγγύτητα και οικειότητα”.
Πιο συγκεκριμένα, για την περίπτωση της Ελλάδας, ο κλινικός ψυχολόγος αναφέρει πως “για μας τους Έλληνες, η κοινωνική απόσταση είναι και μια απόσπαση από ένα μοντέλο κοινωνικού γίγνεσθαι που μας πραγματώνει υπαρξιακά. Φυσικά και έχει επιπτώσεις σε όλους τους τομείς όπως η διασκέδαση ή η επικοινωνία. Παγώνει τον αυθορμητισμό , μας αποστασιοποιεί, μας αποξενώνει, μας απομακρύνει, μας ψυχραίνει. Δημιουργεί τάσεις φυγής, ανθρωποφοβίας, παράνοιας”. Σύμφωνα όμως με τον κ. Μπέλιογλου, “όλα αυτά συνέβαιναν θα έλεγα κυρίως τον πρώτο καιρό της πανδημίας”, καθώς, “η σαρωτική και βέβαια κάποιες φορές χαοτική ενέργεια των Ελλήνων- σε σχέση με την πειθαρχημένη άλλων λαών- είναι δύσκολο να τιθασευτεί”. Καθώς λοιπόν ο καιρός περνάει, “παρατηρείται συχνά πλέον οι συνανθρώποί μας να ξαναβρίσκουν αυτό που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ιδιότητά τους. Παίρνοντας τα μέτρα προστασίας που αυτοί κρίνουν απαραίτητα, εγκαθιστούν μιαν υγιή εγγύτητα για να προστατεύουν πρώτιστα την ανθρωπιά τους”.
Παρ’ όλα αυτά, τόσο η ανθρώπινη επαφή, όσο και η κοινωνική αλληλεπίδραση, αποτελούν έννοιες οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τη νοοτροπία του “Social Distancing” (ελληνιστί, “κοινωνική απόσταση”). Τη νοοτροπία δηλαδή, η οποία θεωρήθηκε (και θεωρείται) απαραίτητη για την αντιμετώπιση του COVID-19. Όμως, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση, εγείρονται αρκετά ερωτήματα σχετικά με την κυριαρχία της συγκεκριμένης νοοτροπίας και μετά το πέρας της πανδημίας. Τα ερωτήματα αυτά, γίνονται ακόμα πιο έντονα σε χώρες όπως η Ελλάδα, μια χώρα δηλαδή όπου σύμφωνα με τον κ. Μπέλιογλου, “συνδέει την συνύπαρξη με την δυνατότητα για σωματική επαφή, με αγγίγματα, πειράγματα, αγκαλιές και γενικότερα μία στάση που αποπνέει ζεστασιά, εγγύτητα και οικειότητα”.
Πιο συγκεκριμένα, για την περίπτωση της Ελλάδας, ο κλινικός ψυχολόγος αναφέρει πως “για μας τους Έλληνες, η κοινωνική απόσταση είναι και μια απόσπαση από ένα μοντέλο κοινωνικού γίγνεσθαι που μας πραγματώνει υπαρξιακά. Φυσικά και έχει επιπτώσεις σε όλους τους τομείς όπως η διασκέδαση ή η επικοινωνία. Παγώνει τον αυθορμητισμό , μας αποστασιοποιεί, μας αποξενώνει, μας απομακρύνει, μας ψυχραίνει. Δημιουργεί τάσεις φυγής, ανθρωποφοβίας, παράνοιας”. Σύμφωνα όμως με τον κ. Μπέλιογλου, “όλα αυτά συνέβαιναν θα έλεγα κυρίως τον πρώτο καιρό της πανδημίας”, καθώς, “η σαρωτική και βέβαια κάποιες φορές χαοτική ενέργεια των Ελλήνων- σε σχέση με την πειθαρχημένη άλλων λαών- είναι δύσκολο να τιθασευτεί”. Καθώς λοιπόν ο καιρός περνάει, “παρατηρείται συχνά πλέον οι συνανθρώποί μας να ξαναβρίσκουν αυτό που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ιδιότητά τους. Παίρνοντας τα μέτρα προστασίας που αυτοί κρίνουν απαραίτητα, εγκαθιστούν μιαν υγιή εγγύτητα για να προστατεύουν πρώτιστα την ανθρωπιά τους”.
Και η τεχνολογία;
Η σύνδεση λοιπόν της έννοιας της “ανθρωπιάς” και της ανάγκης για κοινωνική αλληλεπίδραση που χαρακτηρίζει τους πολίτες της Ελλάδας, σύμφωνα πάντα με τον συνεντευξιαζόμενο, αποτελεί ασφαλώς ζήτημα κουλτούρας και νοοτροπίας. Αντίστοιχα, η εν λόγω ανάγκη, δεν πρόκειται να καμφθεί, ακόμα και με την αύξηση (σε συχνότητα και ποσότητα) της χρήσης των τεχνολογικών μέσων, λόγω των συνθηκών που επέφερε η πανδημία, τόσο στην ελληνική περίπτωση όσο και γενικότερα. Πιο συγκεκριμένα, ο κύριος Μπέγιογλου αναφέρει: “Καμία διαδικτυακή επικοινωνία και καμία διαδικτυακή εκπαίδευση δεν πρόκειται ποτέ να αντικαταστήσει την ζωντανή επαφή και την άμεση ανθρώπινη ενέργεια ή οποία εκλύεται άφθονη σε δια ζώσης διαδραστικές ανταλλαγές. Έχουμε ανάγκη ο ένας την επαφή του άλλου για να κρατηθούμε γειωμένοι και υγιείς. Μόνο μέσα από την ζωντανή αλληλεπίδραση συμβαίνουν χημικές αντιδράσεις στον οργανισμό μας οι οποίες μας βοηθούν να αφομοιώσουμε σωστά τα μηνύματα και τα ερεθίσματα που δεχόμαστε από τους άλλους, συντρόφους, φίλους ή εκπαιδευτές”. Μάλιστα, ο κλινικός ψυχολόγος επισημαίνει πως “η τεχνολογία μας δίνει την ψευδαίσθηση ότι είμαστε μικροί θεοί γιατί έχουμε την δυνατότητα να δημιουργούμε εικονικές φιλίες, επιβεβαιώσεις, ανταλλαγές και πραγματικότητες”. Η συγκεκριμένη ψευδαίσθηση όμως, “αποσυνδέει” τους ανθρώπους από την πραγματική τους ανάγκη για κοινωνική αλληλεπίδραση, με τις ψυχολογικές συνέπειες να είναι σημαντικές.
Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, οι ψυχολογικές επιπτώσεις του COVID-19 έως και σήμερα, διακρίνονται από ποικιλομορφία και είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί πως οι εν λόγω επιπτώσεις δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση απόρροια μόνο του ιού καθαυτού. Αντίθετα, από τη μια, μπορούν να σχετίζονται με τον τρόπο με βάση τον οποίο έχει κατασκευαστεί και έχει παρουσιαστεί από τους φορείς επικοινωνίας (ΜΜΕ και πολιτικοί φορείς), και από την άλλη, σχετίζονται άμεσα με την κουλτούρα, τις αξίες, τη νοοτροπία και τα ψυχολογικά προφίλ των ανθρώπων της εκάστοτε κοινωνίας.
Η σύνδεση λοιπόν της έννοιας της “ανθρωπιάς” και της ανάγκης για κοινωνική αλληλεπίδραση που χαρακτηρίζει τους πολίτες της Ελλάδας, σύμφωνα πάντα με τον συνεντευξιαζόμενο, αποτελεί ασφαλώς ζήτημα κουλτούρας και νοοτροπίας. Αντίστοιχα, η εν λόγω ανάγκη, δεν πρόκειται να καμφθεί, ακόμα και με την αύξηση (σε συχνότητα και ποσότητα) της χρήσης των τεχνολογικών μέσων, λόγω των συνθηκών που επέφερε η πανδημία, τόσο στην ελληνική περίπτωση όσο και γενικότερα. Πιο συγκεκριμένα, ο κύριος Μπέγιογλου αναφέρει: “Καμία διαδικτυακή επικοινωνία και καμία διαδικτυακή εκπαίδευση δεν πρόκειται ποτέ να αντικαταστήσει την ζωντανή επαφή και την άμεση ανθρώπινη ενέργεια ή οποία εκλύεται άφθονη σε δια ζώσης διαδραστικές ανταλλαγές. Έχουμε ανάγκη ο ένας την επαφή του άλλου για να κρατηθούμε γειωμένοι και υγιείς. Μόνο μέσα από την ζωντανή αλληλεπίδραση συμβαίνουν χημικές αντιδράσεις στον οργανισμό μας οι οποίες μας βοηθούν να αφομοιώσουμε σωστά τα μηνύματα και τα ερεθίσματα που δεχόμαστε από τους άλλους, συντρόφους, φίλους ή εκπαιδευτές”. Μάλιστα, ο κλινικός ψυχολόγος επισημαίνει πως “η τεχνολογία μας δίνει την ψευδαίσθηση ότι είμαστε μικροί θεοί γιατί έχουμε την δυνατότητα να δημιουργούμε εικονικές φιλίες, επιβεβαιώσεις, ανταλλαγές και πραγματικότητες”. Η συγκεκριμένη ψευδαίσθηση όμως, “αποσυνδέει” τους ανθρώπους από την πραγματική τους ανάγκη για κοινωνική αλληλεπίδραση, με τις ψυχολογικές συνέπειες να είναι σημαντικές.
Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, οι ψυχολογικές επιπτώσεις του COVID-19 έως και σήμερα, διακρίνονται από ποικιλομορφία και είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί πως οι εν λόγω επιπτώσεις δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση απόρροια μόνο του ιού καθαυτού. Αντίθετα, από τη μια, μπορούν να σχετίζονται με τον τρόπο με βάση τον οποίο έχει κατασκευαστεί και έχει παρουσιαστεί από τους φορείς επικοινωνίας (ΜΜΕ και πολιτικοί φορείς), και από την άλλη, σχετίζονται άμεσα με την κουλτούρα, τις αξίες, τη νοοτροπία και τα ψυχολογικά προφίλ των ανθρώπων της εκάστοτε κοινωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου