του Branko Marcetic*,
μετάφραση: Ηρακλής Οικονόμου
Στο Αφγανιστάν, όπως και στο Βιετνάμ και στο Ιράκ, οι αμερικανικές ελίτ μάς «πούλησαν» ένα όραμα για τον κόσμο, όπου οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν όχι μόνο τη δύναμη αλλά και το καθήκον να αναδιαμορφώνουν με τη βία τον κόσμο όπως εκείνοι θεωρούν κατάλληλο. Αποδείχθηκαν και πάλι εντελώς ανίκανες να το πράξουν.
Υπό μία έννοια, ο πόλεμος στο Αφγανιστάν ήταν μια μεγάλη επιτυχία. Αν θεωρήσετε την αμερικανική πολεμική μηχανή ως ένα τεράστιο χωνί μέσω του οποίου το δημόσιο χρήμα μετατρέπεται σε εταιρικά κέρδη, τότε οι δαπάνες του πολέμου αξίας άνω των 2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ήταν μια ευλογία για μια ποικιλία επιχειρηματικών συμφερόντων, από τους εργολάβους ιδιωτικών στρατιωτικών εταιρειών που ξεπερνούσαν σε αριθμό τα αμερικανικά στρατεύματα σε αναλογία επτά προς ένα προς το τέλος του πολέμου, μέχρι τις διάφορες εταιρείες που εξοπλίζουν, προμηθεύουν και κατασκευάζουν όπλα για την πολεμική προσπάθεια, και τους ιδιώτες επενδυτές που κατέχουν την πλειοψηφία του αμερικανικού χρέους και έχουν επωφεληθεί από τους τόκους ύψους άνω των 500 δισεκατομμυρίων δολαρίων που έχει καταβάλει η κυβέρνηση για τον πολεμικό δανεισμό της μέχρι στιγμής.
Υπάρχει όμως και μια άλλη, πιο σοβαρή πλευρά του κατεστημένου της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον – η πραγματική πεποίθηση ότι η θέση των Ηνωμένων Πολιτειών ως παγκόσμιου ηγεμόνα τούς επιτρέπει να αναδιαμορφώνουν απεριόριστα τον κόσμο με όποιον τρόπο θεωρούν κατάλληλο, για χάρη των δικών τους συμφερόντων. Και η ταχεία κατάρρευση του Αφγανιστάν την περασμένη εβδομάδα μπροστά στην επίθεση των Ταλιμπάν είναι απλώς μια ακόμη περίπτωση σε μια μακρά ιστορία που αποδεικνύει ότι αυτή η ιδέα είναι λάθος.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν, φυσικά, μια εξαιρετικά ισχυρή χώρα. Διαθέτουν τον μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο, την ικανότητα να εξολοθρεύσουν πολλές φορές όλη τη ζωή στον πλανήτη, τη δύναμη να ακρωτηριάζουν τις οικονομίες των αντιπάλων τους, να επηρεάζουν τις εκλογές άλλων κρατών και να πυροδοτούν πολιτικές αναταραχές στο εσωτερικό τους – όπως έχουν αποδείξει στη Βενεζουέλα, το Ιράν και την Κούβα, για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα. Αλλά η ικανότητα να καταστρέφεις δεν ισοδυναμεί με την ικανότητα να ελέγχεις. Και είναι δύσκολο να ταιριάξει αυτή η τελευταία αποτυχία με το αφήγημα που λένε οι ελίτ των ΗΠΑ στο λαό τους και στον κόσμο για το «αναντικατάστατο έθνος», το οποίο χρησιμοποιεί τη στρατιωτική ισχύ όπου θέλει για να απομακρύνει κακές κυβερνήσεις και να διαδώσει τη δημοκρατία.
Μόλις είδαμε τις αφγανικές δυνάμεις ασφαλείας – για τις οποίες ο αμερικανικός στρατός ξόδεψε σχεδόν δύο δεκαετίες και δισεκατομμύρια δολάρια για να τις εκπαιδεύσει ώστε να διατηρήσουν την εύθραυστη, αμερικανικής κατασκευής δημοκρατία της χώρας όταν τα αμερικανικά στρατεύματα θα έφευγαν – να εξαερώνονται ουσιαστικά μπροστά στους Ταλιμπάν. Τόσο οι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου όσο και οι στρατιωτικοί σχεδιαστές αιφνιδιάστηκαν από την ταχύτητα της επιτυχημένης εκστρατείας, η οποία αψήφησε ακόμη και τις πιο πρόσφατες, απαισιόδοξες εκτιμήσεις των μυστικών υπηρεσιών – και λέει πολλά για ένα στρατιωτικό κατεστημένο που γνωρίζουμε ότι έλεγε ψέματα για την πρόοδο του πολέμου εδώ και χρόνια.
Η απεγνωσμένη προσπάθεια να μεταφερθούν αεροπορικώς το προσωπικό, οι πολίτες και οι σύμμαχοι των ΗΠΑ από την Καμπούλ, καθώς οι Ταλιμπάν κατελάμβαναν την πρωτεύουσα, προκάλεσε εύλογες συγκρίσεις με την παρόμοια χαοτική αποχώρηση των ΗΠΑ από το Βιετνάμ το 1975, κατά την οποία αξιωματούχοι των ΗΠΑ και του Νότιου Βιετνάμ μπήκαν σε ελικόπτερα στην οροφή της αμερικανικής πρεσβείας ενώ οι Βιετκόνγκ εισέρχονταν στη Σαϊγκόν. Αυτή ήταν μια άλλη σύγκρουση όπου ο στρατός των ΗΠΑ, μετά από δεκαετίες εμπλοκής, συμπεριλαμβανομένων έντεκα ετών ανοιχτού πολέμου, είδε το κράτος-πελάτη του να συντρίβεται και αναγκάστηκε να αποχωρήσει. Όπως έχουν επισημάνει ορισμένοι, το Αφγανιστάν είναι χειρότερο από πολλές απόψεις, καθώς οι Ταλιμπάν δεν είναι τόσο πολυάριθμοι ή τόσο καλά εξοπλισμένοι όσο οι Βιετκόνγκ, ούτε υποστηρίζονται από μια υπερδύναμη.
Θυμίζει επίσης την ατυχή περιπέτεια της Ουάσινγκτον στο Ιράκ, η οποία ξεκίνησε λίγο μετά το Αφγανιστάν, στην ακμή των νεοσυντηρητικών φαντασιώσεων για την ισχύ των ΗΠΑ. Σε αντίθεση με τη μεθυστική αισιοδοξία της κυβέρνησης Μπους, την οποία συμμερίζονταν τα …τσιράκια της στα μέσα ενημέρωσης, ο πόλεμος δεν ήταν γρήγορος, εύκολος ή επιτυχημένος. Αποδείχθηκε ότι η απλή απομάκρυνση του Ιρακινού δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν από την εξουσία δεν μπορούσε να οδηγήσει αυτόματα σε δημοκρατία, ειρήνη ή σταθερότητα. Αντ’ αυτού, οι Ηνωμένες Πολιτείες πέρασαν χρόνια – και, στην πραγματικότητα συνεχίζουν να το κάνουν – αντιμετωπίζοντας έναν εμφύλιο πόλεμο, εκπαιδεύοντας τις δυνάμεις ασφαλείας και στηρίζοντας μια αυταρχική, διχαστική κυβέρνηση. Η ταχεία κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν θα φανεί οικεία σε όποιον θυμάται την εντυπωσιακή κατάρρευση των ιρακινών δυνάμεων έναντι του ISIS το 2014.
Το χάος που εξαπέλυσε ο πόλεμος στο Ιράκ δεν εμπόδισε τον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος είχε γίνει πρόεδρος σε μεγάλο βαθμό με βάση την αντίθεσή του στον καταστροφικό πόλεμο, να μπει σε μια δική του επιχείρηση αλλαγής καθεστώτος στη Λιβύη. Όπως και στο Ιράκ, η δολοφονία του δικτάτορα απλώς προκάλεσε το χάος στη χώρα, ενώ αποσταθεροποίησε την ευρύτερη περιοχή και εκτός συνόρων. Και στις δύο περιπτώσεις, οι πόλεμοι δεν εξυπηρέτησαν καν τα στενά συμφέροντα των γεωπολιτικών στόχων των ΗΠΑ: Η απομάκρυνση του Χουσεΐν δημιούργησε χώρο για τον άλλο αντίπαλο της Ουάσινγκτον στη Μέση Ανατολή, το Ιράν, ώστε να εισέλθει και να ασκήσει επιρροή στο εσωτερικό της χώρας, ενώ η Λιβύη σκλήρυνε την αποφασιστικότητα, για παράδειγμα, της Βόρειας Κορέας να κρατήσει τα όπλα μαζικής καταστροφής της, αφού είδε τι παθαίνουν οι ηγέτες που κάνουν το λάθος να αφοπλιστούν.
Αυτό που θα έπρεπε να έχει γίνει σαφές από την αποτυχία στο Βιετνάμ – όπου οι αμερικανικές δυνάμεις έριξαν πάνω από ένα εκατομμύριο τόνους βομβών στους Βορειοβιετναμέζους και συνέβαλαν στο να σκοτωθούν πάνω από ένα εκατομμύριο από αυτούς, κι όλα αυτά για το τίποτα – είναι ότι η εξαιρετική ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών για ωμή βία έχει περιορισμένη χρησιμότητα σε καταστάσεις που απαιτούν μακροπρόθεσμες πολιτικές λύσεις. Στο Αφγανιστάν, όλη η αεροπορική δύναμη του κόσμου δεν μπορούσε να βοηθήσει τις ΗΠΑ να δημιουργήσουν μια σύγχρονη, επαγγελματική και βιώσιμη δύναμη ασφαλείας, ούτε και να εγκαθιδρύσουν μια δημοφιλή, αποτελεσματική και μη διεφθαρμένη κυβέρνηση.
Κάποιοι θα αναρωτηθούν σε ποιο βαθμό οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ πιστεύουν πραγματικά τις ανοησίες περί «αναντικατάστατου έθνους» που «πουλάνε» στην κοινή γνώμη και στον κόσμο. Αλλά αυτό που δεν αμφισβητείται είναι ότι πρόκειται για κάτι που οι αξιωματούχοι θέλουν να πιστεύουν οι άλλοι, ακόμη και όταν το ένα γεγονός μετά το άλλο αποδεικνύει τα ξεκάθαρα όρια της ισχύος των ΗΠΑ και την ανικανότητα των ανθρώπων που την κατέχουν. Και αυτό θα πρέπει να κάνει τον καθένα επιφυλακτικό απέναντι στις εκκλήσεις για περισσότερο πόλεμο και περισσότερη αλλαγή καθεστώτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ που ακούμε συνεχώς, είτε πρόκειται για την Κούβα, είτε για το Ιράν, είτε για τόσες άλλες χώρες.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ εξωφύλλου από το Jacobin: US soldiers stand guard as Afghan people wait at the airport in Kabul on August 16, 2021. (Wakil Kohsar / AFP via Getty Images)
* Ο Branko Marcetic είναι συντάκτης του Jacobin και συγγραφέας του Yesterday’s Man: The Case Against Joe Biden. Ζει στο Τορόντο του Καναδά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου