Η Γερμανία είναι η χώρα που, λόγω της ναζιστικής «κηλίδας» στη σύγχρονη ιστορία της κάνει (θεωρητικά, τουλάχιστον) ό,τι μπορεί, προκειμένου να αποτινάξει οριστικά από πάνω της αυτό το άγος και να προβληθεί ως μία χώρα με πλήρη σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και ενάντια σε κάθε προσπάθεια διακρίσεων με βάση το έθνος, τη φυλή, το φύλο, τα πολιτικά και θρησκευτικά «πιστεύω», τον σεξουαλικό προσανατολισμό κ.ο.κ.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω ισχύουν μέσα στα όρια που θέτει ένα κατ’ εξοχήν εκμεταλλευτικό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό σύστημα, όπως ο καπιταλισμός, ωστόσο οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η προσπάθεια που περιγράψαμε όντως γίνεται εδώ και αρκετές δεκαετίες και, σε γενικές γραμμές, έχει επιδείξει θετικά αποτελέσματα. Ειδικά μάλιστα σε ό,τι αφορά στις νεότερες γενιές Γερμανών πολιτών, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι ανεξαρτήτως των γενικότερων πολιτικών τους πεποιθήσεων, έχουν διαμορφώσει μια κοινωνική συνείδηση που δέχεται τη διαφορετικότητα και απορρίπτει τις διαφόρων ειδών διακρίσεις, συμπεριλαμβανομένων και των εθνοτικών και φυλετικών.
Δυστυχώς, τα υγιή αντανακλαστικά των πολιτών καλούνται συχνά να πειθαρχήσουν όχι σε πραγματικούς όρους σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της όποιας διαφορετικότητας, αλλά στην καρικατούρα που έχει γίνει γνωστή τα τελευταία περίπου τριάντα χρόνια με την ονομασία «πολιτική ορθότητα». Το φαινόμενο της «πολιτικής ορθότητας» έκανε την εμφάνισή του αρχικά στις ΗΠΑ κατά τα πρώτα χρόνια μετά την κατάρρευση του σοσιαλιστικού μπλοκ στην Ευρώπη και την εποχή που διαμορφωνόταν, διαμέσου της περιβόητης «παγκοσμιοποίησης», ένας κόσμος μονοπολικός, με την απόλυτη αμερικανική κυριαρχία σε πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό επίπεδο. Το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο πολιτικό και ιδεολογικό δόγμα των ΗΠΑ έπρεπε να αποκτήσει και τη δική του, ιδιαίτερη «γλώσσα», προκειμένου να γίνει ευκολότερη η διάδοσή του ανά τον κόσμο. Η «πολιτική ορθότητα», λοιπόν, προβάλλοντας τις αξίες του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού των ΗΠΑ, με έμφαση στα ατομικά (και όχι τα συλλογικά-κοινωνικά) δικαιώματα, αλλά και στην υπεράσπιση της διαφορετικότητας υπό δήθεν «υπερταξικό» πρίσμα (σε αντίθεση με τους θιασώτες της θεωρίας του Μαρξ και των επιγόνων του), στην πραγματικότητα διαμόρφωσε έναν νέο «καθωσπρεπισμό» στη γλώσσα και στον τρόπο συμπεριφοράς των ανθρώπων. Στην πραγματικότητα η «πολιτική ορθότητα» οδηγεί όχι σε «περισσότερη δημοκρατία» και «ελευθερία», αλλά στο ακριβώς αντίθετο: σε μια νέα ιδιότυπη δικτατορία, υπό τον μανδύα της δημοκρατίας και της ελευθερίας του ατόμου…
Στο παρόν άρθρο δεν θα ασχοληθούμε με την περαιτέρω ανάλυση του φαινομένου της «πολιτικής ορθότητας», όπως και του παραγώγου της, του «νέου λόγου» (new speak), δηλαδή του ειδικού γλωσσικού και εκφραστικού «κώδικα» που πρέπει να χρησιμοποιεί ο «καλός, προοδευτικός πολίτης μιας δυτικής δημοκρατίας» (η φράση μπαίνει εξολοκλήρου εντός εισαγωγικών, για προφανείς λόγους). Θα ασχοληθούμε κυρίως με την επίδραση που είχε και έχει το συγκεκριμένο φαινόμενο στο χώρο της Τέχνης και το πώς η δήθεν «υπεράσπιση» της ελευθερίας του Λόγου καταλήγει στο ακριβώς αντίθετο, δηλαδή στον περιορισμό, έως και τη φίμωση των πλέον ελεύθερων φωνών.
Αφορμή αποτέλεσε μια είδηση που μας έρχεται από τη Γερμανία (και γι’ αυτό αναφερθήκαμε σε αυτήν στην αρχή του παρόντος άρθρου). Το Κρατικό Μπαλέτο του Βερολίνου ματαίωσε τις παραστάσεις της περιόδου των εορτών των Χριστουγέννων του γνωστού μπαλέτου του Πιοτρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι «Καρυοθραύστης», το οποίο θα ανέβαινε στην κεντρική σκηνή του σε σκηνοθεσία και χοροδιδασκαλία δύο διακεκριμένων Ρώσων μετρ του κλασικού μπαλέτου, του Βασίλι Μεντβιέντ και του Γιούρι Μπουρλάκα. Σύμφωνα με δηλώσεις της εκτελούσας χρέη διευθύντριας του Κρατικού Μπαλέτου του Βερολίνου Κριστιάνε Τέομπαλντ στην εφημερίδα Bild, στη συγκεκριμένη παράσταση εμφανίζονται ορισμένου είδους «πολιτιστικά στερεότυπα» για διάφορους λαούς και «στοιχεία ρατσισμού»… Η κυρία Τέομπαλντ ανέφερε επίσης στη συνέντευξή της, ότι η παράσταση των Μεντβιέντ και Μπουρλάκα αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, «την ανασύσταση της πρωτότυπης παράστασης του 1892», δηλαδή αυτής που υπέγραψε ο μεγαλύτερος χοροδιδάσκαλος του 19ου (και των αρχών του 20ού) αιώνα, ο Γαλλο-Ρώσος Μαριούς Πετιπά. Σε αυτή, λοιπόν, την κλασική χορογραφία και σκηνοθεσία, η οποία εδώ και δεκαετίες παρουσιάζεται σε όλον τον κόσμο με τεράστια επιτυχία από σοβιετικά-ρωσικά (και όχι μόνο) χορευτικά σύνολα, η εν λόγω κυρία διέγνωσε «πολιτιστικά στερεότυπα» και «στοιχεία ρατσισμού», επειδή στην 2η πράξη του έργου δύο μικρά κοριτσάκια παρουσιάζονται με μαύρο μακιγιάζ (προφανώς επειδή υποδύονται τους ρόλους δύο μαύρων παιδιών), ενώ παρουσιάζονται ένας κινέζικος κι ένας αραβικός χορός με τρόπο που… «προσβάλλει» τους λαούς αυτούς!
Το αποκορύφωμα των δηλώσεων της κυρίας Τέομπαλντ ήρθε στο τέλος, όταν ανέφερε ότι «ορισμένα στοιχεία του (κλασικού) ρεπερτορίου στη μετα-αποικιακή εποχή είναι αρκετά δύσκολα (στο να παρουσιαστούν)» και ότι «θα πρέπει να τον «Καρυοθραύστη» να τον παρουσιάζουμε εντός των νέων πλαισίων, θα πρέπει να διαβάσουμε εκ νέου αυτό το ρεπερτόριο». Εν ολίγοις η εν λόγω κυρία προτείνει (ή περίπου διατάζει) στους σκηνοθέτες και χορογράφους του κλασικού μπαλέτου να αποκόψουν τα συγκεκριμένα έργα από τις ρίζες τους και την κλασική τους εκδοχή και να τα παρουσιάσουν… «νεωτερισμένα» (άγνωστο πώς και με ποια καλλιτεχνικά και αισθητικά κριτήρια), απλά και μόνο για να είναι προσαρμοσμένα στην εποχή της «πολιτικής ορθότητας» και των κανόνων που αυτή επιβάλλει χάριν, δήθεν, της «ελευθερίας της έκφρασης» και της «υπεράσπισης των δικαιωμάτων των μειονοτήτων».
Υπό κανονικές συνθήκες, η έμμεση κατηγορία προς τους δημιουργούς του έργου (Τσαϊκόφσκι και Πετιπά) για «ρατσισμό» θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητα γελοία. Πολλώ δε μάλλον, ότι ειδικά οι δύο αυτοί δημιουργοί, τόσο με το έργο τους, όσο και την ίδια την προσωπική τους ζωή έσπασαν (καθένας με τον δικό του τρόπο) πολλά στερεότυπα της εποχής τους. Ωστόσο γίνεται ολοένα και από περισσότερους ανθρώπους αντιληπτό, ότι τα όσα συμβαίνουν ειδικά στον δυτικό κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες, μόνο ως «κανονικά» δεν μπορούν να εκληφθούν. Πολλά γεγονότα των τελευταίων δύο δεκαετιών (με καταλύτη την οικονομική κρίση του 2008) έχουν οδηγήσει τον άλλοτε κραταιό κόσμο του δυτικού καπιταλισμού μεταξύ άλλων και σε αξιακό «κραχ». Όσο περισσότερο, δε, ο δυτικός καπιταλιστικός κόσμος παραμένει σε αυτή την κατάσταση, τόσο και περισσότερο το πολιτικό σύστημα των χωρών του αποκαλύπτει το πραγματικό του πρόσωπο, το αποκρουστικό, απάνθρωπο και κυνικό πρόσωπο του «καλβινιστικού» τρόπου σκέψης, βαθύτατα συντηρητικού (αντιδραστικού, θα λέγαμε καλύτερα) και απολύτως αφοσιωμένου στην πάση θυσία αποκόμιση κέρδους και στην εκμετάλλευση των αδυνάτων από τους ισχυρούς. Όση «ζάχαρη» δήθεν ελευθερίας και δημοκρατίας και αν προσπαθήσει να την καλύψει, η ουσία του καπιταλισμού θα παραμένει πάντα πικρή σαν το κινίνο.
Τα τελευταία χρόνια, με την προσπάθεια επιβολής στις ΗΠΑ (πρωτίστως) και στις υπόλοιπες χώρες της Δύσης μιας δήθεν «αντιρατσιστικής» αντίληψης η οποία, στην πραγματικότητα, αντιστρέφει τους όρους της ρατσιστικής συμπεριφοράς και μετατρέπει τα πρώην θύματα σε θύτες και το αντίστροφο, έχουμε δει, ειδικά στο χώρο των Γραμμάτων και των Τεχνών, απίστευτες στρεβλώσεις, αδιανόητες μέχρι και πριν από λίγα χρόνια. Την ίδια ώρα που κατεβαίνουν παραστάσεις, όπως ο «Καρυοθραύστης», ο «Οθέλλος» κλπ, επειδή… τόλμησαν λευκοί ηθοποιοί (χορευτές κλπ.) να υποδυθούν ρόλους εγχρώμων, κάποιοι θεωρούν απολύτως «φυσιολογικό» την (το λέει και το όνομά της) Χιονάτη να την υποδυθεί μία μαύρη ηθοποιός. Ή το να καταργείται σε ένα Μουσικό Πανεπιστήμιο (συνέβη στη Βρετανία) η διδασκαλία του Μπαχ, του Μότσαρτ, του Μπετόβεν κ.ο.κ., γιατί με τη μουσική τους… «δημιουργούν μια εικόνα υπεροχής της λευκής φυλής έναντι των υπολοίπων» (αυτή ήταν η επίσημη αιτιολόγηση της απόφασης!).
Φυσικά και δεν υπάρχει (ή δεν θα έπρεπε να θεωρείται ότι υπάρχει) τίποτε το επιλήψιμο στο να δίνονται ρόλοι στο θέατρο, τον κινηματογράφο, το μπαλέτο κ.ο.κ. σε εκπροσώπους άλλης φυλής από αυτήν του ήρωα ή της ηρωίδας ενός έργου. Το πρόβλημα δημιουργεί η στρεβλή και επιλεκτική αντίληψη περί ρατσισμού που καλλιεργεί ο κόσμος της «πολιτικής ορθότητας». Κανενός είδους «αντιρατσισμό» δεν μπορεί να αποτελέσει η αντιστροφή του σχήματος «θύτης-θύμα», ούτε φυσικά αποτελεί ορθή ανάγνωση του φαινομένου του ρατσισμού η συλλήβδην κατηγορία και «καταδίκη» (χωρίς μάλιστα καμία «δίκη») της λευκής φυλής ως «εξ ορισμού» εκμεταλλεύτριας των άλλων φυλών (λες και δεν υπήρξαν στην ιστορία της Ανθρωπότητας λευκοί δούλοι – και όχι πάντα με λευκούς εκμεταλλευτές από πάνω τους).
Κάθε είδους ρατσιστική συμπεριφορά θα πρέπει να καταδικάζεται απερίφραστα. Θα χρησιμοποιήσω, μάλιστα, εδώ το γνωστό τετριμμένο στερεότυπο (επειδή εδώ μάλλον ισχύει χωρίς “αστερίσκους”: απ’ όπου και αν προέρχεται). Αυτό που προκαλεί συγχύσεις και, εντέλει, οδηγεί στα αντίθετα αποτελέσματα, είναι το «κυνήγι μαγισσών», όπως στην περίπτωση του βερολινέζικου «Καρυοθραύστη».
Παρεμπιπτόντως, το Κρατικό Μπαλέτο του Βερολίνου αποφάσισε να αντικαταστήσει τον «Καρυοθραύστη» με τον «Δον Κιχώτη». Προσωπικά δεν θα εκπλαγώ, εάν στην πορεία βρεθούν κάποιοι που θα ζητήσουν να κατεβεί και αυτή η παράσταση, ενδεχομένως επειδή θα… καλλιεργεί «στρεβλά πολιτιστικά στερεότυπα» και θα προπαγανδίζει… «πατριαρχικές αντιλήψεις» για τους ρόλους των δύο φύλων. Άσε δε την… εκμετάλλευση των δύσμοιρων ζώων, του Ροσινάντε και του γαϊδουράκου του Σάντσο Πάντσα (διότι… είμεθα και φιλόζωοι). Εσείς, δηλαδή, το θεωρείτε απίθανο;
Ο Βασίλης Μακρίδης είναι δημοσιογράφος και μεταφραστής ρωσικής γλώσσας, απόφοιτος του Κρατικού Πανεπιστημίου του Ροστόβ-να-Ντονού (νυν Νότιο Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο) της Ρωσίας. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1967 και εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα. Στον ελεύθερο χρόνο του γράφει για ό,τι του κάνει «κλικ» στον κόσμο μας, με έμφαση στα διεθνή πολιτικά και τα - αγαπημένα του από την παιδική ηλικία - αθλητικά θέματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου