Aπό το Νίκο Ξυλούρη στον Θανάση Βέγγο, το Πολυτεχνείο είχε και επώνυμους ήρωες που αρνήθηκαν το βόλεμα και τον καναπέ
Νίκος Παπαδογιάννης
Δεν θα το πιστέψετε, αλλά ανήμερα 17 Νοέμβρη είδα στον ύπνο μου τον Νίκο Ξυλούρη. Ναι, τον Ψαρονίκο, όρθιο, λεβέντη, ευθυτενή, όμορφο, στους εξώστες του Πολυτεχνείου, να παιανίζει το έπος που θα μπορούσε να γίνει εθνικός ύμνος της ταλαίπωρης Ελλάδας: «Πότε θα κάμει ξαστεριά; Πότε θα φλεβαρίσει;»
Για τον Νικολή, που ήταν και κοντοχωριανός μου, δεν έκαμε ποτέ ξαστεριά. Όταν φλεβάρισε, ήταν για το στερνό ταξίδι: 8 Φεβρουαρίου 1980, στα 43 του χρόνια, ο Νίκος Ξυλούρης εγκατέλειψε αυτόν τον μάταιο κόσμο, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά που θα ζει αιώνια.
Δεν ήταν απλά αρχάγγελος της Κρήτης, ήταν η ψυχή της Ελλάδας. Ο επώνυμος που δεν άραξε στον καναπέ του, αλλά έτρεξε στο Πολυτεχνείο, να δώσει τις δυνάμεις του στον αγώνα για την ελευθερία. Ήδη πρωταγωνιστής στο «Μεγάλο Μας Τσίρκο» με τον Καζάκο και την Καρέζη, φωνή του Γιάννη Μαρκόπουλου από το 1971 κιόλας, θα μπορούσε να αλλάξει πλευρό και να κοιτάξει τη δουλίτσα του. Αυτός έσπευσε στις επάλξεις.
Τον είδα στον ύπνο μου τον Ξυλούρη να τραγουδάει τους αθάνατους στίχους του Γιώργου Σκούρτη, να παιανίζει ξανά ότι «μπήκαν στην πόλη οι οχτροί» Σπάσαν τις πόρτες οι εχθροί κι εμείς γελούσαμε στις γειτονιές. Μας πήραν τα αδέλφια, αλλά εμείς κοιτάζαμε τις κοπελιές. Κρατούσαν σπαθιά και τα περάσαμε για φυλαχτά. Μοίρασαν δώρα και τους ευχαριστήσαμε. «Φωνάζαμε ζήτω και γεια, σαν κάθε μέρα!»
Όταν ξύπνησα, συνειδητοποίησα ότι το μαξιλάρι μου ήταν μουσκεμένο. Και ο Νίκος Ξυλούρης έλειπε κάπου μακριά, στη στράτα των Μουσούρων.
Όταν ξύπνησα, συνειδητοποίησα ότι το μαξιλάρι μου ήταν μουσκεμένο. Και ο Νίκος Ξυλούρης έλειπε κάπου μακριά, στη στράτα των Μουσούρων.
Και τον Θανάση Βέγγο, είδα. Όχι στο όνειρό μου, αλλά στον ξύπνιο μου. Σε ένα συνταρακτικό απόσπασμα από την ταινία –με τον κάπως παραπλανητικό τίτλο (για να την περνούν αι αρχαί για κωμωδία) «Ο Θανάσης Στη Χώρα Της Σφαλιάρας». Εάν την έχετε δει, καταλαβαίνετε σε ποια σκηνή αναφέρομαι. Δεν είναι από εκείνες που ξεχνιούνται.
Ο Θανάσης μεταφέρει με το κάρο του ένα νεκρό παιδί, κάποιο από τα θύματα του Πολυτεχνείου, ενώ ακούγεται το τραγούδι του Μίκη «Σου είπαν ψέματα πολλά», με τη φωνή του Αντώνη Καλογιάννη. Το πηγαίνει στην εκκλησία, στην Αγία Μαρίνα του Θησείου. Το παίρνει σηκωτό και το κρατάει στην αγκαλιά του, σαν να ήταν δικό του παιδί. Που ήταν. Κοιτάζει προς τον ουρανό και τότε, βάζει τα κλάματα.
Η κάμερα που καταγράφει τις εκφράσεις του Βέγγου από ψηλά πιάνει μία έκφραση που κόβει την αναπνοή. Μέσα από τα απέραντα βάθη της βουβής θλίψης, αναδύεται η σιωπηλή οργή. Το βλέμμα είναι ατσάλινο και ταυτόχρονα τσακισμένο από τον πόνο. Με έπιασε συγκίνηση και δέος. Σε αυτή τη σκηνή, ο Θανάσης Βέγγος έπαιζε τον εαυτό του.
Ο Θανάσης μεταφέρει με το κάρο του ένα νεκρό παιδί, κάποιο από τα θύματα του Πολυτεχνείου, ενώ ακούγεται το τραγούδι του Μίκη «Σου είπαν ψέματα πολλά», με τη φωνή του Αντώνη Καλογιάννη. Το πηγαίνει στην εκκλησία, στην Αγία Μαρίνα του Θησείου. Το παίρνει σηκωτό και το κρατάει στην αγκαλιά του, σαν να ήταν δικό του παιδί. Που ήταν. Κοιτάζει προς τον ουρανό και τότε, βάζει τα κλάματα.
Η κάμερα που καταγράφει τις εκφράσεις του Βέγγου από ψηλά πιάνει μία έκφραση που κόβει την αναπνοή. Μέσα από τα απέραντα βάθη της βουβής θλίψης, αναδύεται η σιωπηλή οργή. Το βλέμμα είναι ατσάλινο και ταυτόχρονα τσακισμένο από τον πόνο. Με έπιασε συγκίνηση και δέος. Σε αυτή τη σκηνή, ο Θανάσης Βέγγος έπαιζε τον εαυτό του.
Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο ήδη διάσημος ηθοποιός καβάλησε το σαραβαλάκι του, έριξε τα καθίσματα και βάλθηκε να σώζει ζωές στους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείου, σκεπάζοντας τα πανικόβλητα κορμιά με κουβέρτες και φελιζόλ για να τα κρύψει από τα μάτια των χουντικών φονιάδων και των καλοθελητών ρουφιάνων.
«Μπροστά μας ο υπέροχος, ο μοναδικός, ο πραγματικός άνθρωπος και ηθοποιός Θανάσης Βέγγος. Είχε ρίξει τις πίσω θέσεις στο κιτρινόμαυρο παλιό Ντάτσουν και μας έβαζε μπρούμυτα, μας σκέπαζε με κουβέρτες και από πάνω μας έβαζε μακριές πλάκες φελιζόλ, πέρναγε μέσα από τα μαύρα κοράκια και μας πήγε σπίτι μας», θυμάται ο κύριος Φραγκίσκος Κουνάνης, που διασώθηκε χάρη στον καλό μας άνθρωπο. Τον άγιο Αθανάσιο της Ελλάδας, που πέρασε στην αθανασία στις 3 Μαΐου 2011.
Η αντιδικτατορική ταινία των Ντίνου Κατσουρίδη, Πάνου Γλυκοφρύδη έκοψε 250.000 εισιτήρια το 1976, αλλά έχει προβληθεί ελάχιστα στην ελληνική τηλεόραση, όπως και η μεταγενέστερη, παρόμοιας θεματογραφίας και πολιτικής άποψης, «Μάθε Παιδί Μου Γράμματα» του Θόδωρου Μαραγκού (1980).
Το χαζοκούτι δεν τα σηκώνει κάτι τέτοια. Ιδίως όταν το τηλεκοντρόλ το κρατάει δεξί χέρι και το αριστερό είναι δεμένο πίσω από την πλάτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου