Οι δρόμοι ήταν άδειοι, τα αυτοκίνητα καλοπαρκαρισμένα και η ησυχία της πόλης την καθιστούσαν μια ελκυστική και χαλαρωτική δραστηριότητα
Mία από τις συνήθειες που είχε αποκτήσει την περίοδο του εγκλεισμού ήταν και το περπάτημα. Τότε, κάθε βράδυ, ελλείψει άλλης δραστηριότητας, έπαιρνε τους δρόμους και με γρήγορο ρυθμό πέρναγε από τις γειτονιές που συνήθως ήταν άδειες, αλλά φωτισμένες.
Στην αρχή... το είχε δει ως άσκηση για να κινείται το σώμα του, που μέσα στο μικρό σπίτι δεν είχε και πολλές αποστάσεις να διανύσει.
Οι δρόμοι ήταν άδειοι, τα αυτοκίνητα καλοπαρκαρισμένα και η ησυχία της πόλης την καθιστούσαν μια ελκυστική και χαλαρωτική δραστηριότητα, μολονότι οι περίπατοι δεν ήταν πάντα τέτοιοι.
Συχνά σε εκείνους τους περιπάτους αναλογιζόταν τη ζωή του, τα προβλήματα και τις λύσεις που έπρεπε να εφεύρει για να απαντήσει στα τρέχοντα ζητήματα της καθημερινότητας, που ήταν τόσο απλή όσο το να ξυπνήσει, να πάρει το πρωινό του και ποια ταινία θα παρακολουθήσει μετά το απογευματινό διάβασμα που είχε εντάξει στο ημερήσιο πρόγραμμα για να περνάει η ώρα.
Αργότερα, εκείνοι οι περίπατοι, που είχαν και μία ασυλία από τις Αρχές, αφού ουδέποτε έλεγξαν τα χαρτιά και τα μηνύματα εξόδου που έπρεπε να συμπληρώνει ή να στέλνει για να βγει από το σπίτι, επείχαν και τον ρόλο μια κοινωνικής συναναστροφής και κοινωνικοποίησης. Από απόσταση μεν, όπως επέβαλαν και οι συνθήκες άλλωστε, αλλά οπωσδήποτε συναναστροφής, αφού μια καλησπέρα ή ένα γεια από άλλους ή προς άλλους περιπατητές έσπαγαν τη μονοτονία και τον κοινωνικό αποκλεισμό της καραντίνας.
Πιο μετά, στις σκέψεις εντάχθηκαν και μεγαλύτεροι προβληματισμοί. Απολογισμοί, αναθεωρήσεις, σχέδια για το μέλλον, που τις περισσότερες φορές κατέληγαν σε κάποιο μεγάλο ταξίδι σε ξένους τόπους.
Ήταν σε έναν τέτοιο περίπατο που, έχοντας αποφασίσει να παραβιάσει την απαγόρευση της μετακίνησης από δήμο σε δήμο, κατέβηκε το φαρδύ πεζοδρόμιο που οδηγούσε προς τη θάλασσα ακολουθώντας μια διαδρομή που είχε χρόνια να περπατήσει.
Τότε ήταν που θυμήθηκε εκείνον τον καλοντυμένο, ηλικιωμένο κύριο που συναντούσε τα πρωινά στον ίδιο δρόμο σχεδόν κάθε πρωί. Που διέκοπτε το βάδισμά του, κοντοστεκόταν και, ακουμπισμένος πάνω στη μαγκούρα του, έστριβε ελαφρά τον κορμό του και τον καλημέριζε για να εισπράξει μια βιαστική και αναντίστοιχη καλημέρα.
Ήταν, είχε σκεφτεί τότε, η μοναξιά που έκανε τον ηλικιωμένο κύριο να αναζητά κάποια ανταπόκριση από αγνώστους, για να καταλάβει σήμερα ότι εκείνη η καλημέρα, το σημερινό καλησπέρα, το βλέμμα ή η κίνηση του χεριού ερχόταν από φίλο και συνοδοιπόρο και όχι από κάποιον άγνωστο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου