Σύμφωνα με έναν διαδεδομένο αφορισμό, η Σοβιετική Eνωση ήταν μια χώρα με εξαιρετικά απρόβλεπτο παρελθόν, καθώς οι εκάστοτε αλλαγές κομματικής ηγεσίας συνοδεύονταν από ριζικές αναθεωρήσεις της Ιστορίας της. Σε σύγκριση με τον μεγάλο της γείτονα, η Κίνα εμφανιζόταν πολύ σταθερότερη. Στον έναν αιώνα της ύπαρξής του, το Κομμουνιστικό Κόμμα αισθάνθηκε μόνο δύο φορές την ανάγκη να επισκοπήσει την ιστορική του διαδρομή. Η πρώτη ήταν το 1945, όταν ο Μάο Τσετούνγκ ετοιμαζόταν να κατατροπώσει τους εθνικιστές του Τσανγκ Καϊσέκ και να θεμελιώσει τη Λαϊκή Δημοκρατία. Η δεύτερη ήρθε το 1981, όταν ο νέος ισχυρός άνδρας της χώρας, ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ, ασκούσε κριτική στις ακρότητες της Πολιτιστικής Επανάστασης (1966-1976) για να στηρίξει τα ανοίγματα στην οικονομία της αγοράς.
Την περασμένη εβδομάδα, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΚ προχώρησε στην τρίτη αναθεώρηση της Ιστορίας του, ανυψώνοντας τον σημερινό ηγέτη της χώρας, Σι Τζινπίνγκ, στο επίπεδο των δύο τεραστίου διαμετρήματος προκατόχων του. Το νέο εθνικό αφήγημα, που θα διδάσκεται στα σχολεία και θα αναπαράγεται από τη βιομηχανία της ενημέρωσης και του θεάματος, μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Ο Μάο απάλλαξε τη χώρα από την ταπείνωση και την εξάρτηση, θέτοντας τις βάσεις για τον σοσιαλισμό, ο Ντενγκ άνοιξε τον δρόμο της ευημερίας κι ο Σι δρομολόγησε τη μετατροπή της Κίνας σε παγκόσμια υπερδύναμη. Το παρακάτω τηλεγράφημα του επίσημου πρακτορείου ειδήσεων Xinhua δεν χρειάζεται σχόλια: Ο Σι «είναι άνθρωπος της δράσης και των αποφάσεων, με βαθιά σκέψη και αισθήματα, ένας άνθρωπος που κουβαλάει ιστορική κληρονομιά, αλλά τολμά να καινοτομεί, που βλέπει μακριά και δουλεύει ακούραστα». Και άλλα πολλά.
Αλλη μια φορά, η ενασχόληση με το παρελθόν έρχεται να εξυπηρετήσει φιλοδοξίες για το μέλλον. Ενα χρόνο πριν από το εικοστό συνέδριο του Κ.Κ., η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής ήρθε να θωρακίσει τη θέση του γενικού γραμματέα της και προέδρου της χώρας, ο οποίος θα διεκδικήσει και τρίτη πενταετή θητεία, κάτι που ουδείς προκάτοχός του είχε διανοηθεί μετά τον θάνατο του Μάο. Μάλιστα, παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο να εκλεγεί πρόεδρος του κόμματος, επαναφέροντας ένα θεσμό που είχε καταργηθεί επί Ντενγκ για να αποφευχθεί το φαινόμενο της συγκέντρωσης υπερβολικής εξουσίας στα χέρια ενός ανθρώπου. Από ισχυρότερη θέση, ο 68χρονος ηγέτης θα επιδιώξει να επιταχύνει τις εξελίξεις για την επίτευξη του «Κινεζικού Ονείρου» που εξήγγειλε όταν ανέλαβε την εξουσία, το 2012: μια Κίνα που θα έχει διπλασιάσει, έως το 2035, το σημερινό κατά κεφαλήν εισόδημα και θα αναδειχθεί σε ηγετική παγκόσμια δύναμη μέχρι το 2050.
Στην πρώτη πενταετία του, ο Σι βάδιζε στα χνάρια των προκατόχων του, επιδιώκοντας αυτούς τους μεγαλεπήβολους στόχους με χαμηλό γεωπολιτικό προφίλ και σε στενή οικονομική διαπλοκή με τη Δύση. Τον Ιανουάριο του 2017 προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση όταν εμφανίστηκε στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός για να εκφωνήσει ύμνους στην παγκοσμιοποίηση και στο ελεύθερο εμπόριο, λίγο καιρό ύστερα από τα δίδυμα σοκ του Brexit και της νίκης Τραμπ. Η κομμουνιστική, κατ’ όνομα, Κίνα εμφανιζόταν να διεκδικεί ηγετικό ρόλο στην παγκοσμιοποίηση, την οποία εγκατέλειπαν οι δύο τελευταίες καπιταλιστικές αυτοκρατορίες. Η συνέχεια ήταν, ωστόσο, πολύ διαφορετική, όπως τόνιζε η επιδεικτική απουσία του Σι από τα δύο μεγάλα διεθνή γεγονότα του τελευταίου δεκαπενθημέρου – τη σύνοδο κορυφής του G20 στη Ρώμη και τη διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα στη Γλασκώβη.
«Λαμπρά απομόνωση»
Οι Financial Times μίλησαν για στροφή της Κίνας στη «λαμπρά απομόνωση», παραπέμποντας στην πρακτική της Βρετανίας κατά τον 19ο αιώνα. Ακόμη κι αν δικαιωθεί η εκτίμηση, κάτι πολύ αμφίβολο, θα πρόκειται όχι για προτιμητέα επιλογή του Πεκίνου, αλλά για αναγκαστική προσαρμογή στις επιλογές άλλων, κυρίως των ΗΠΑ, επί τριών διαδοχικών προέδρων τους. Ο Μπαράκ Ομπάμα δρομολόγησε τη στρατιωτική και γεωπολιτική στροφή της Αμερικής από τη Μέση Ανατολή στη ζώνη Ασίας – Ειρηνικού. Ο Ντόναλντ Τραμπ κήρυξε εμπορικό πόλεμο στην Κίνα, ιδίως στα πεδία των νέων τεχνολογιών. Στους λίγους μήνες της θητείας του, ο Τζο Μπάιντεν συγκάλεσε στην Ουάσιγκτον την αντικινεζική «Τετράδα» (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ινδία, Αυστραλία), συγκρότησε το επίσης αντικινεζικό σύμφωνο AUΚUS με Βρετανία και Αυστραλία και ετοιμάζεται να προεδρεύσει, τον επόμενο μήνα, «συνόδου των Δημοκρατιών» εναντίον Ρωσίας και Κίνας.
Υπάρχουν, όμως, και εσωτερικοί λόγοι που ωθούν τον Σι προς μια σταδιακή αποσύζευξη από τη Δύση. Καθώς η αντιμετώπιση των εκρηκτικών κοινωνικών ανισοτήτων αναγορεύεται σε επιτακτική ανάγκη για την πολιτική σταθερότητα του καθεστώτος, το μοντέλο της ανάπτυξης μέσω των εξαγωγών και των ξένων επενδύσεων, που στηρίζεται σε χαμηλά μεροκάματα, θεωρείται ξεπερασμένο και η ανάγκη μεγαλύτερης στήριξης στην τεράστια εσωτερική αγορά έρχεται σε πρώτο πλάνο. Η κινεζική ηγεσία έχει πλέον μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να διαμορφώσει ένα νέο, σε μεγάλο βαθμό αυτοδύναμο, αναπτυξιακό μοντέλο, στηριγμένο στην υψηλή τεχνολογία και στην καινοτομία, κάτι που ενισχύουν τα επιτεύγματα της χώρας στα κρίσιμα πεδία της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής και της πράσινης μετάβασης.
Ωστόσο, αυτή η βαθιά μεταμόρφωση του κινεζικού οικονομικού – κοινωνικού μοντέλου ενέχει μεγάλα ρίσκα. Το τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας ήδη ασκεί μεγάλη πίεση, ενώ η κρίση ρευστότητας του ομίλου Evergrande υπογραμμίζει τον κίνδυνο να διαρραγούν ανεξέλεγκτα οι γιγαντιαίες φούσκες στην αγορά ακινήτων, προκαλώντας κρίση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Γενικότερα, ο Σι φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι μια απότομη διάρρηξη των στενών οικονομικών σχέσεων Κίνας – Δύσης θα ήταν καταστροφική και για τις δύο πλευρές, ίσως περισσότερο για τη δική του.
Την αίσθηση αυτή ενισχύει σειρά πρόσφατων κινήσεων του Κινέζου ηγέτη. Στις 16 Σεπτεμβρίου, μία ημέρα μετά την ανακοίνωση του AUKUS, η Κίνα έκανε αίτηση ένταξης στη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου της ζώνης Ειρηνικού (CPPTP), από την οποία αποχώρησαν οι ΗΠΑ επί Τραμπ. Την περασμένη Πέμπτη, στη σύνοδο του APEC (οικονομική συνεργασία Ασίας – Ειρηνικού), ο Σι έστειλε θερμό μήνυμα, καλώντας τους γείτονες και εταίρους του να απέχουν από ψυχροπολεμικές λογικές. Την ίδια μέρα ανακοινώθηκε συμφωνία Σι – Μπάιντεν για τη συνεργασία των δύο μεγαλύτερων ρυπαντών στον κόσμο κατά της κλιματικής αλλαγής. Ολα δείχνουν ότι Ουάσιγκτον και Πεκίνο, ύστερα από μια μεγάλη περίοδο κλιμακούμενης έντασης στις σχέσεις τους, ετοιμάζονται να κάνουν ένα βήμα πίσω για να αποφύγουν μια μετωπική ρήξη, η οποία θα μπορούσε να γίνει ανεξέλεγκτη αν έπαιρνε στρατιωτικό χαρακτήρα με αφορμή το πρόβλημα της Ταϊβάν.
Οι Financial Times μίλησαν για στροφή της Κίνας στη «λαμπρά απομόνωση», παραπέμποντας στην πρακτική της Βρετανίας κατά τον 19ο αιώνα. Ακόμη κι αν δικαιωθεί η εκτίμηση, κάτι πολύ αμφίβολο, θα πρόκειται όχι για προτιμητέα επιλογή του Πεκίνου, αλλά για αναγκαστική προσαρμογή στις επιλογές άλλων, κυρίως των ΗΠΑ, επί τριών διαδοχικών προέδρων τους. Ο Μπαράκ Ομπάμα δρομολόγησε τη στρατιωτική και γεωπολιτική στροφή της Αμερικής από τη Μέση Ανατολή στη ζώνη Ασίας – Ειρηνικού. Ο Ντόναλντ Τραμπ κήρυξε εμπορικό πόλεμο στην Κίνα, ιδίως στα πεδία των νέων τεχνολογιών. Στους λίγους μήνες της θητείας του, ο Τζο Μπάιντεν συγκάλεσε στην Ουάσιγκτον την αντικινεζική «Τετράδα» (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ινδία, Αυστραλία), συγκρότησε το επίσης αντικινεζικό σύμφωνο AUΚUS με Βρετανία και Αυστραλία και ετοιμάζεται να προεδρεύσει, τον επόμενο μήνα, «συνόδου των Δημοκρατιών» εναντίον Ρωσίας και Κίνας.
Υπάρχουν, όμως, και εσωτερικοί λόγοι που ωθούν τον Σι προς μια σταδιακή αποσύζευξη από τη Δύση. Καθώς η αντιμετώπιση των εκρηκτικών κοινωνικών ανισοτήτων αναγορεύεται σε επιτακτική ανάγκη για την πολιτική σταθερότητα του καθεστώτος, το μοντέλο της ανάπτυξης μέσω των εξαγωγών και των ξένων επενδύσεων, που στηρίζεται σε χαμηλά μεροκάματα, θεωρείται ξεπερασμένο και η ανάγκη μεγαλύτερης στήριξης στην τεράστια εσωτερική αγορά έρχεται σε πρώτο πλάνο. Η κινεζική ηγεσία έχει πλέον μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να διαμορφώσει ένα νέο, σε μεγάλο βαθμό αυτοδύναμο, αναπτυξιακό μοντέλο, στηριγμένο στην υψηλή τεχνολογία και στην καινοτομία, κάτι που ενισχύουν τα επιτεύγματα της χώρας στα κρίσιμα πεδία της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής και της πράσινης μετάβασης.
Ωστόσο, αυτή η βαθιά μεταμόρφωση του κινεζικού οικονομικού – κοινωνικού μοντέλου ενέχει μεγάλα ρίσκα. Το τεράστιο δημογραφικό πρόβλημα της χώρας ήδη ασκεί μεγάλη πίεση, ενώ η κρίση ρευστότητας του ομίλου Evergrande υπογραμμίζει τον κίνδυνο να διαρραγούν ανεξέλεγκτα οι γιγαντιαίες φούσκες στην αγορά ακινήτων, προκαλώντας κρίση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Γενικότερα, ο Σι φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι μια απότομη διάρρηξη των στενών οικονομικών σχέσεων Κίνας – Δύσης θα ήταν καταστροφική και για τις δύο πλευρές, ίσως περισσότερο για τη δική του.
Την αίσθηση αυτή ενισχύει σειρά πρόσφατων κινήσεων του Κινέζου ηγέτη. Στις 16 Σεπτεμβρίου, μία ημέρα μετά την ανακοίνωση του AUKUS, η Κίνα έκανε αίτηση ένταξης στη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου της ζώνης Ειρηνικού (CPPTP), από την οποία αποχώρησαν οι ΗΠΑ επί Τραμπ. Την περασμένη Πέμπτη, στη σύνοδο του APEC (οικονομική συνεργασία Ασίας – Ειρηνικού), ο Σι έστειλε θερμό μήνυμα, καλώντας τους γείτονες και εταίρους του να απέχουν από ψυχροπολεμικές λογικές. Την ίδια μέρα ανακοινώθηκε συμφωνία Σι – Μπάιντεν για τη συνεργασία των δύο μεγαλύτερων ρυπαντών στον κόσμο κατά της κλιματικής αλλαγής. Ολα δείχνουν ότι Ουάσιγκτον και Πεκίνο, ύστερα από μια μεγάλη περίοδο κλιμακούμενης έντασης στις σχέσεις τους, ετοιμάζονται να κάνουν ένα βήμα πίσω για να αποφύγουν μια μετωπική ρήξη, η οποία θα μπορούσε να γίνει ανεξέλεγκτη αν έπαιρνε στρατιωτικό χαρακτήρα με αφορμή το πρόβλημα της Ταϊβάν.
Πηγή: kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου