Η έντεχνη συναισθηματική φόρτιση της κοινής γνώμης αποτελεί εργαλείο για τη δημιουργία ενός κοινού συνειδησιακού υποστρώματος, το οποίο θα παραμείνει ανθεκτικό σε κάθε λογική απόδειξη.
Ένας από τους μεγάλους φόβους για τη δημοσιογραφία και την αδέσμευτη αποστολή της, δεν είναι μόνον η λογοκρισία, είτε η επιβολή της προπαγάνδας στον λόγο της, αλλά πρωτίστως η προθυμία να ευθυγραμμίζεται και να αναπαριστά , χωρίς να ερευνά και να κρίνει, κρατούσες απόψεις και αυτάρεσκα να προβάλει ως ίδιες επινοήσεις τα προσχεδιασμένα κι επιβεβλημένα σχήματα σκέψης κι έκφρασης. Με συνέπεια όχι να ενημερώνει και να διαπαιδαγωγεί, συμβάλλοντας στη διάπλαση μίας ανεξάρτητης κι υπεύθυνης Κοινωνίας των Πολιτών, αλλά να μεροληπτεί και να συσκοτίζει τα γεγονότα, εις βάρος της κοινωνικής παρέμβασης κι υπέρ των πολιτικο-οικονομικών κέντρων και του κράτους ως κατασταλτική δεσποτεία και ιδεολογικό διαμορφωτή.
Αφορμή για προβληματισμό αναφορικά με τον μαυλιστικό ρόλο που έχει ανατεθεί (στο πλευρό της επίσημης προπαγάνδας) στα μέσα ενημέρωσης μου προκάλεσαν οι «αληθινές» τοποθετήσεις παρουσιαστή πρωινής εκπομπής ραδιοφώνου. Την ίδια στιγμή που μόλις υποτονθόριζε κάτι για την απαγόρευση μεταδόσεων σε ρωσικά μέσα ενημέρωσης στην Ευρώπη, ο ίδιος εξέφραζε την πρόθεση (αποτέλεσμα της συγκίνησης όλης της οικογένειάς του) να φιλοξενήσει πρόσφυγες από την Ουκρανία. Επαινετή άποψη, που φυσικά τα κίνητρά τους συγκινούν τον ακροατή, αγγίζοντας ευαίσθητες χορδές ανθρωπισμού κι αλληλεγγύης στον κατατρεγμένο από τον πόλεμο ουκρανικό λαό, που υποφέρει από τις ρωσικές βόμβες.
Φυσικά δεν έχω πρόχειρες τις εκπομπές του ίδιου παρουσιαστή το 2016 κι εντεύθεν, όταν στην αιχμή του μεταναστευτικού ορδές τρομοκρατημένων προσφύγων έφθαναν στη χώρα μας για να ξεφύγουν από τις βόμβες του ΝΑΤΟ (ανάμεσά τους και τα αμερικανικά και γαλλικά αεροσκάφη που τις βάσεις και διευκολύνσεις παρείχε ανενδοίαστα και η τότε ελληνική κυβέρνηση). Εικάζω ότι και τότε ο ευαίσθητος κι οικείος στο κοινό του, γιατί ο απλός κι ανεπιτήδευτος λόγος του μοιάζει με τον δικό του, παρουσιαστής παρόμοια θέση θα είχε διατυπώσει, προτρέποντας εμμέσως και τους ακροατές του να πράξουν το ίδιο για τους κατατρεγμένους Σύρους κι Ιρακινούς πρόσφυγες. Τότε που κάποιοι έναντι 50 ευρώ τους άφηναν να φορτίσουν τα κινητά τους, ή για περισσότερα να κάνουν ένα ντους. Την ώρα δε που πάλι έξω από τη Λέσβο είχαμε ένα τραγικό ναυάγιο με μετανάστες, ο ίδιος παρουσιαστής κέντρισε πάλι τον συναισθηματισμό των ακροατών του επισημαίνοντας το πρωτοσέλιδο της Sun με το νεκρό κοριτσάκι από βομβαρδισμούς των Ρώσων. Εικάζω πως το νεκρό παιδί ανάμεσα στους άλλους 21 μετανάστες που χάθηκαν στα σύνορα της Λευκορωσίας με την Πολωνία δεν αναφέρθηκε στις εκπομπές του, μόλις προ ενός μηνός, στις οποίες η παρουσίαση του μεταναστευτικού αυτού δράματος συνέπιπτε με την διατεταγμένη άποψη ότι αποτελούν «ασύμμετρη απειλή» και «πολιτικό μοχλό πίεσης» από την πλευρά του Μινσκ και της Άγκυρας.
Λίγο αργότερα ο ίδιος παρουσιαστής υπενθύμισε πως οι Καραμανλής και Παπανδρέου (Γέρος) είχαν απαντήσει στις απειλές του Σοβιετικού ηγέτη Χρουστσόφ για τη ΝΑΤΟϊκή συμμετοχή της Ελλάδας -που είχε εκστρατεύσει και στην Κορέα. Βέβαια, δεν αναφέρθηκε στη στήριξη από την ΕΣΣΔ ή τη Ρωσία και στις έως τώρα αποχές των ΗΠΑ στα καταδικαστικά ψηφίσματα του ΟΗΕ για την Κύπρο ή την εκκωφαντικά «ουδέτερη» στάση του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ σε κρίσιμες στιγμές για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Τέτοιες απόψεις, που άμεσα κεντρίζουν το συναίσθημα του ακροατή, σε συνδυασμό με τον τρόμο που ενσταλάζουν άλλες αφηγήσεις, μπορούμε να απαντήσουμε σε πλήθος άλλα μέσα ενημέρωσης. Όλες τους ευθυγραμμίζονται με μία γενικότερη προσέγγιση που διοχετεύουν οι πολιτικοί κι επικοινωνιακοί ιμάντες και διασαλπίζουν τα μεγάλα διεθνή μέσα ενημέρωσης, τα οποία ουδέποτε κατηγορήθηκαν για προπαγάνδα και για προσπάθεια να διαμορφώσουν περιβάλλον (πχ το Reuters με τις «ανώνυμες πηγές» του που έστρωνε κλίμα για τις διαπραγματεύσεις με την τρόικα στη διάρκεια της κρίσης του ελληνικού χρέους κλπ) και τις απόψεις τους ασμένως και χωρίς ενδοιασμούς ασπάζονται και τα δικά μας συστημικά μέσα. Η γενικότερη αυτή τάση επενεργεί άμεσα στο νευρικό σύστημα του κοινού, επιχειρώντας παντοιοτρόπως να αναστείλει κάθε ψύχραιμη αντίδρασή του, απευθυνόμενη με διάφορες τακτικές πάντοτε στο συναίσθημα και τον φόβο. Αρκεί κάποιος να ανατρέξει σε μία σχετική παγκόσμια βιβλιογραφία (ενδεικτικά αναφέρω εδώ τα βιβλία Nervous States (How feeling took over the world) του William Davis, το Fear του Corey Robin ή το Μαύρη Λειτουργία του Τζον Γκραίη )για να διαπιστώσει πώς λειτουργεί η μηχανή παραγωγής, όχι απλώς προπαγάνδας, αλλά πιο αποτελεσματικής πειθούς μέσω της άμεσης συναισθηματικής εμπλοκής και συμμετοχής της κοινής γνώμης στην σκοπιμότητα των κέντρων αποφάσεων.
Μία απλή επισκόπηση δε, του πώς εξελίσσεται όλες αυτές τις μέρες η επικοινωνιακή στρατηγική κι από τις δύο πλευρές, που ταυτόχρονα επιστρατεύει τον φόβο (Οι Ουκρανοί έως Νεοναζί του Πούτιν, από τη μια, το "η Ρωσία είναι το κακό" του Ζελένσκι, ως αντίπαλος του Άξονα του Κάκού του Μπους, από την άλλη) κι επικαλείται συνάμα τον πατριωτισμό και το συναίσθημα, αποδεικνύει πόσο η έντεχνη συναισθηματική φόρτιση της κοινής γνώμης αποτελεί ένα αναπόσπαστο εργαλείο για τη δημιουργία ενός κοινού συνειδησιακού υποστρώματος, το οποίο θα παραμείνει αμετακίνητο κι αμετάπειστο, ανθεκτικό σε κάθε λογική απόδειξη.
Σε περιπτώσεις δε πολεμικής σύρραξης, όπως σήμερα συμβαίνει με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, διαπιστώνεται με πολύ εναργέστερο τρόπο εκείνο που συνήθως περνά απαρατήρητο, πλην όμως χαρακτηρίζει όσο ποτέ άλλοτε την εποχή μας: την «οπλοχρησία» της πληροφορίας. Σύμφωνα με τον γενικό ορισμό, η πληροφορία «μετατρέπεται σε όπλο» (weaponized) και υπερπολιτικοποιείται σε έσχατο βαθμό, ενώ διοχετεύεται με τέτοια ένταση και εικονοποιητική δυναμική και με τέτοια ταχύτητα, έτσι ώστε ο απλός άνθρωπος να μην βρίσκει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει το μυαλό του, αλλά να αντιδρά μόνο με το συναίσθημα. Η «οπλοχρησία» της πληροφορίας βοηθά να ανασταλεί (εάν όχι να παύσει οριστικά) η όποια κριτική δύναμη και να υποβοηθείται η στιγμιαία και συμπεριφορική αντίδραση. Αυτή η διεργασία υποδαυλίζεται από τον Τύπο και τα επίσημα πολιτικά μεγάφωνα, που υπερκαλύπτουν με την ένταση, τη διάρκεια και τον μονομερή συναισθηματισμό που καλλιεργούν οποιαδήποτε άλλη άποψη και προσπάθεια να αναζητηθεί η ακρίβεια της πληροφορίας.
Η μεθοδολογία αυτής της υποκειμενικής -γιατί όλο και περισσότερο βασίζεται στην επίκληση του συναισθήματος- ερμηνείας με βάση την εγκυρότητα της πολλαπλότητας των «ιχνών» του γεγονότος, ως ίδιον της μεταμοντέρνας «αδύναμης σκέψης» (για να θυμηθούμε τον Τζάνι Βάτιμο), παίρνει τελεσίδικα διαζύγιο από τη νεωτερική πολιτική θεωρία, η οποία είχε βασισθεί τον τελειωτικό διαχωρισμό της λογικής από το θυμικό και την αποσύνδεση της σκέψης από τις ροπές του ευάλωτου σώματος, της σωματικής νομοτέλειας από την ορθολογική εντελέχεια. Ένα σχέδιο που ξεκινούσε από την πρώιμη «κυβερνητική» του Μπέηκον, περνούσε από τον κριτικό ορθολογισμό των Διαφωτιστών και τον Εμπειρισμό των Άγγλων του 17ου αι. φθάνοντας ίσαμε τον (άκαμπτα ηθικολογικό) κοσμοπολιτισμό και πρακτικό λόγο του Καντ.
Μολαταύτα, στη σημερινή «οικονομία της γνώσης» (knowledge economy), στην οποία ο στόχος δεν είναι να αποκτηθεί, να αναζητηθεί και να κατανοηθεί η πληροφορία, αυτή καθαυτή η πληροφορία αναδεικνύεται στην κατεξοχήν «πολύτιμη πρώτη ύλη», ως ένα άλλο commodity (αγαθό), με μέγιστη οικονομική σημασία. Για αύτο είναι σημαντικό η χρήση της να μην είναι πλατιά και δημόσια–όπως κάθε σημαντικό οικονομικό asset- και για τούτο τεχνηέντως να αποκρύπτεται, να διαστρεβλώνεται, να επενδύεται με συγκεκριμένες και σκόπιμες σημασίες και να διοχετεύεται μόνο κατά το ένα μέρος της ή ακόμη και το αντίθετό της. Με κύριο στόχο να δημιουργηθούν εντυπώσεις μόνον «μίας» κι όχι «της», αλήθειας. Εντυπώσεις που πρέπει να έχουν την απαραίτητη ένταση ώστε ακριβώς να «εντυπωθούν» στη μνήμη και να καθορίσουν τις νοητικές εικόνες του αποδέκτη, με τέτοια ένταση ώστε να υπερκαλύψουν την ανάγκη κριτικής επεξεργασίας και να διαμορφώσουν μεροληπτικά (biased) τις γενικότερες αντιλήψεις, την προσωπική ιδεοληψία και την κοινωνική συμπεριφορά. Η επιλεκτική κι απλουστευτική (σκόπιμα και με δολερό τρόπο) σκοπό έχουν να δημιουργήσουν την επικρατούσα συλλογική ψυχολογία, τη λεγόμενη folk psychology, που υπόρρητα δεσμεύει τη νοημοσύνη μέσα σε μία συναισθηματική κι ιδεολογική παγίδα, απ’ όπου δύσκολα μπορεί μία ανερμάτιστη, ακαλλιέργητη, κριτικά συνείδηση να αποσπασθεί.
Στην προσπάθεια «μαυλισμού» της κοινής γνώμης, επιστρατεύονται δύο διαφορετικές «τακτικές δυνάμεις», που με την μη θεσμική τους διάσταση απαλλάσσουν από οποιαδήποτε καχυποψία τις σκοπεύσεις που έχουν κυβερνήσεις ή υπερεθνικά κέντρα αποφάσεων. Αφ’ ενός υπάρχουν οι «ειδήμονες», εκείνοι οι κατά Γκράμσι «οργανικοί διανοούμενοι», που με την διαρκή αναμόχλευση της Ιστορίας ή την προσαρμογή της επιστημονικής θεωρίας για πρόσκαιρους και πολιτικά πρακτικούς σκοπούς δημιουργούν ένα υπόστρωμα συμπεριφορικής μεν, αλλά προσανατολισμένης, αντίδρασης, που υπερισχύει έτσι περιβεβλημένη με κύρος κάθε άλλου κριτικού ελέγχου. Και καθώς έχει η άποψή τους εξακοντισθεί με τέτοια δύναμη από τους συστημικούς ιμάντες κι ελεγχόμενους διαύλους αποκτά απόλυτο κι αδιαμφισβήτητο κύρος, που επικρατεί πάνω σε οποιαδήποτε άλλη εκφορά, ακόμη και συναδέλφων τους.
Ωστόσο, σε μία εποχή που η καπιταλιστική διάκριση εξουσιών κι η εκτεχνίκευση (ακόμη και της πολιτικής) έχει φθάσει σε ύψιστο βαθμό, η αποξένωση του κοινού από τους «ειδήμονες» αποτελεί ένα μεγάλο εμπόδιο. Η πρόσφατη υγειονομική κρίση με την πανδημία το απέδειξε, με όλο και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού να αμφισβητεί τα πορίσματα της επιστήμης και την εγκυρότητα του λόγου των ειδημόνων. Αυτή την αδυναμία έρχεται πλέον να γεφυρώσει η «φωνή του απλού ανθρώπου» έτσι όπως υποτίθεται πως την εκφράζει η φωνή του καλά πληροφορημένου, αλλά ανεπιτήδευτου δημοσιογράφου, που βρίσκεται «κοντά στο κοινό» κι αντιλαλεί τον «κοινό νου». Μέσα από την πιο ευθύβολη και πιο διαδεδομένη δημοσιογραφική άποψη, που έρχεται να στηρίξει την επιστημονική αυθεντία, διαπλάθεται η ιδιαίτερα χρήσιμη και μαυλιστική folk psychology, που διαμορφώνει και τη βιοπολιτική διάσταση του συναισθήματος. Τούτοι οι προβαλλόμενοι ως «οικείοι» και «κοινοί» συνάνθρωποι, με τον καθημερινό κι απαλλαγμένο από υπερβολικά τεχνικούς όρους τόνο της ομιλίας τους είναι οι κύριοι φορείς της folk psychology και της εμπρόθετης δεισιδαιμονίας (που αγγίζει τα όρια της μισαλλοδοξίας) που με καθαρά συμπεριφορικό τρόπο, εξασφαλίζει και τον έλεγχο της πλευράς εκείνης του κοινού που βδελύσσεται την περίτεχνη γλώσσα κι άποψη της επιστήμης, των καλλιτεχνών, των «ελίτ».
Οι δημοσιογράφοι έχουν αναλάβει να εξασφαλίσουν την αποδοχή εκείνων που αντιτίθενται στους «οργανικούς διανοούμενους» και τους απροκάλυπτους πολιτικούς, κάνοντάς τους να πιστέψουν πως πράγματι κρατούν την ανεξαρτησία της άποψής τους και πως η συμπεριφορά τους δεν καθορίζεται κι οργανώνεται από κάποια αρχή ή κατηγορική επιταγή. Χωρίς να γίνεται αντιληπτό πως η μαυλιστική επίδραση του «κοινού λόγου» και «νου» συμβαδίζει με την ex catedrae υπεροπτική και δασκαλίστικη απαγγελία των ειδικών.
Έχουν περάσει πλέον πολλά χρόνια από τότε που η απειλή ενός πυρηνικού ολέθρου, σε συνδυασμό με τις μνήμες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ολοκαυτώματος άπλωναν ένα ζοφερό πέπλο μοιρολατρίας πάνω από την Ευρωπαϊκή Ήπειρο, που στις κορυφώσεις του Ψυχροπολεμικού κλίματος έβρισκε φιλοσοφική διέξοδο στην Αρνητική Διαλεκτική του «Μήτε-Μήτε» της Σχολής της Φρανκφούρτης. Η απειλή για τη γενίκευση της σύρραξης στην Ουκρανία, η επί θύραις αναβίωση του Ψυχρού Πολέμου κι οι μνήμες από τα μικρότερα, περιφερειακά, αλλά σημαντικά για το συλλογικό ασυνείδητο και τους φόβους του μικρά Ολοκαυτώματα (Μέση Ανατολή, Υεμένη, Λιβύη κλπ) λίγο απέχουν από το να επιβεβαιώσουν την ανησυχητική διαπίστωση του Τέοντορ Αντόρνο για την κυριαρχία του νέου είδους τρόμου που απειλεί να σκιάσει την ανθρώπινη υπόσταση: τον τρόμο ότι για πρώτη φορά δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε έναν καλύτερο κόσμο.
Η μεθοδολογία αυτής της υποκειμενικής -γιατί όλο και περισσότερο βασίζεται στην επίκληση του συναισθήματος- ερμηνείας με βάση την εγκυρότητα της πολλαπλότητας των «ιχνών» του γεγονότος, ως ίδιον της μεταμοντέρνας «αδύναμης σκέψης» (για να θυμηθούμε τον Τζάνι Βάτιμο), παίρνει τελεσίδικα διαζύγιο από τη νεωτερική πολιτική θεωρία, η οποία είχε βασισθεί τον τελειωτικό διαχωρισμό της λογικής από το θυμικό και την αποσύνδεση της σκέψης από τις ροπές του ευάλωτου σώματος, της σωματικής νομοτέλειας από την ορθολογική εντελέχεια. Ένα σχέδιο που ξεκινούσε από την πρώιμη «κυβερνητική» του Μπέηκον, περνούσε από τον κριτικό ορθολογισμό των Διαφωτιστών και τον Εμπειρισμό των Άγγλων του 17ου αι. φθάνοντας ίσαμε τον (άκαμπτα ηθικολογικό) κοσμοπολιτισμό και πρακτικό λόγο του Καντ.
Μολαταύτα, στη σημερινή «οικονομία της γνώσης» (knowledge economy), στην οποία ο στόχος δεν είναι να αποκτηθεί, να αναζητηθεί και να κατανοηθεί η πληροφορία, αυτή καθαυτή η πληροφορία αναδεικνύεται στην κατεξοχήν «πολύτιμη πρώτη ύλη», ως ένα άλλο commodity (αγαθό), με μέγιστη οικονομική σημασία. Για αύτο είναι σημαντικό η χρήση της να μην είναι πλατιά και δημόσια–όπως κάθε σημαντικό οικονομικό asset- και για τούτο τεχνηέντως να αποκρύπτεται, να διαστρεβλώνεται, να επενδύεται με συγκεκριμένες και σκόπιμες σημασίες και να διοχετεύεται μόνο κατά το ένα μέρος της ή ακόμη και το αντίθετό της. Με κύριο στόχο να δημιουργηθούν εντυπώσεις μόνον «μίας» κι όχι «της», αλήθειας. Εντυπώσεις που πρέπει να έχουν την απαραίτητη ένταση ώστε ακριβώς να «εντυπωθούν» στη μνήμη και να καθορίσουν τις νοητικές εικόνες του αποδέκτη, με τέτοια ένταση ώστε να υπερκαλύψουν την ανάγκη κριτικής επεξεργασίας και να διαμορφώσουν μεροληπτικά (biased) τις γενικότερες αντιλήψεις, την προσωπική ιδεοληψία και την κοινωνική συμπεριφορά. Η επιλεκτική κι απλουστευτική (σκόπιμα και με δολερό τρόπο) σκοπό έχουν να δημιουργήσουν την επικρατούσα συλλογική ψυχολογία, τη λεγόμενη folk psychology, που υπόρρητα δεσμεύει τη νοημοσύνη μέσα σε μία συναισθηματική κι ιδεολογική παγίδα, απ’ όπου δύσκολα μπορεί μία ανερμάτιστη, ακαλλιέργητη, κριτικά συνείδηση να αποσπασθεί.
Στην προσπάθεια «μαυλισμού» της κοινής γνώμης, επιστρατεύονται δύο διαφορετικές «τακτικές δυνάμεις», που με την μη θεσμική τους διάσταση απαλλάσσουν από οποιαδήποτε καχυποψία τις σκοπεύσεις που έχουν κυβερνήσεις ή υπερεθνικά κέντρα αποφάσεων. Αφ’ ενός υπάρχουν οι «ειδήμονες», εκείνοι οι κατά Γκράμσι «οργανικοί διανοούμενοι», που με την διαρκή αναμόχλευση της Ιστορίας ή την προσαρμογή της επιστημονικής θεωρίας για πρόσκαιρους και πολιτικά πρακτικούς σκοπούς δημιουργούν ένα υπόστρωμα συμπεριφορικής μεν, αλλά προσανατολισμένης, αντίδρασης, που υπερισχύει έτσι περιβεβλημένη με κύρος κάθε άλλου κριτικού ελέγχου. Και καθώς έχει η άποψή τους εξακοντισθεί με τέτοια δύναμη από τους συστημικούς ιμάντες κι ελεγχόμενους διαύλους αποκτά απόλυτο κι αδιαμφισβήτητο κύρος, που επικρατεί πάνω σε οποιαδήποτε άλλη εκφορά, ακόμη και συναδέλφων τους.
Ωστόσο, σε μία εποχή που η καπιταλιστική διάκριση εξουσιών κι η εκτεχνίκευση (ακόμη και της πολιτικής) έχει φθάσει σε ύψιστο βαθμό, η αποξένωση του κοινού από τους «ειδήμονες» αποτελεί ένα μεγάλο εμπόδιο. Η πρόσφατη υγειονομική κρίση με την πανδημία το απέδειξε, με όλο και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού να αμφισβητεί τα πορίσματα της επιστήμης και την εγκυρότητα του λόγου των ειδημόνων. Αυτή την αδυναμία έρχεται πλέον να γεφυρώσει η «φωνή του απλού ανθρώπου» έτσι όπως υποτίθεται πως την εκφράζει η φωνή του καλά πληροφορημένου, αλλά ανεπιτήδευτου δημοσιογράφου, που βρίσκεται «κοντά στο κοινό» κι αντιλαλεί τον «κοινό νου». Μέσα από την πιο ευθύβολη και πιο διαδεδομένη δημοσιογραφική άποψη, που έρχεται να στηρίξει την επιστημονική αυθεντία, διαπλάθεται η ιδιαίτερα χρήσιμη και μαυλιστική folk psychology, που διαμορφώνει και τη βιοπολιτική διάσταση του συναισθήματος. Τούτοι οι προβαλλόμενοι ως «οικείοι» και «κοινοί» συνάνθρωποι, με τον καθημερινό κι απαλλαγμένο από υπερβολικά τεχνικούς όρους τόνο της ομιλίας τους είναι οι κύριοι φορείς της folk psychology και της εμπρόθετης δεισιδαιμονίας (που αγγίζει τα όρια της μισαλλοδοξίας) που με καθαρά συμπεριφορικό τρόπο, εξασφαλίζει και τον έλεγχο της πλευράς εκείνης του κοινού που βδελύσσεται την περίτεχνη γλώσσα κι άποψη της επιστήμης, των καλλιτεχνών, των «ελίτ».
Οι δημοσιογράφοι έχουν αναλάβει να εξασφαλίσουν την αποδοχή εκείνων που αντιτίθενται στους «οργανικούς διανοούμενους» και τους απροκάλυπτους πολιτικούς, κάνοντάς τους να πιστέψουν πως πράγματι κρατούν την ανεξαρτησία της άποψής τους και πως η συμπεριφορά τους δεν καθορίζεται κι οργανώνεται από κάποια αρχή ή κατηγορική επιταγή. Χωρίς να γίνεται αντιληπτό πως η μαυλιστική επίδραση του «κοινού λόγου» και «νου» συμβαδίζει με την ex catedrae υπεροπτική και δασκαλίστικη απαγγελία των ειδικών.
Έχουν περάσει πλέον πολλά χρόνια από τότε που η απειλή ενός πυρηνικού ολέθρου, σε συνδυασμό με τις μνήμες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ολοκαυτώματος άπλωναν ένα ζοφερό πέπλο μοιρολατρίας πάνω από την Ευρωπαϊκή Ήπειρο, που στις κορυφώσεις του Ψυχροπολεμικού κλίματος έβρισκε φιλοσοφική διέξοδο στην Αρνητική Διαλεκτική του «Μήτε-Μήτε» της Σχολής της Φρανκφούρτης. Η απειλή για τη γενίκευση της σύρραξης στην Ουκρανία, η επί θύραις αναβίωση του Ψυχρού Πολέμου κι οι μνήμες από τα μικρότερα, περιφερειακά, αλλά σημαντικά για το συλλογικό ασυνείδητο και τους φόβους του μικρά Ολοκαυτώματα (Μέση Ανατολή, Υεμένη, Λιβύη κλπ) λίγο απέχουν από το να επιβεβαιώσουν την ανησυχητική διαπίστωση του Τέοντορ Αντόρνο για την κυριαρχία του νέου είδους τρόμου που απειλεί να σκιάσει την ανθρώπινη υπόσταση: τον τρόμο ότι για πρώτη φορά δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε έναν καλύτερο κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου