συνταξιούχου εκπαιδευτικού.
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 οι Έλληνες, ευελπιστώντας στη βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων, είχαν δημιουργήσει τρία πολιτικά κόμματα: το Γαλλικό υπό την ηγεσία του Ιωάννη Κωλέττη, το Αγγλικό υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και το Ρωσικό υπό τον Ανδρέα Μεταξά. Ως το 1843 τα κόμματα αυτά λόγω της απολυταρχίας του Όθωνα δεν είχαν τη δυνατότητα να αναπτύξουν πολιτική δράση. Όμως μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 οι τρεις πολιτικές παρατάξεις άρχισαν να παίζουν ενεργότερο ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας.
Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1844 προκηρύχτηκαν εκλογές, τις οποίες κέρδισε με βία και νοθεία ο Ι. Κωλέττης. Σημαντικό ρόλο στην εκλογική νίκη του «μοσχομαγκικού» κόμματος, όπως λεγόταν χλευαστικά από τους αντιπάλους του το Γαλλικό κόμμα, έπαιξαν οι «αντάμηδες», οι παλικαράδες της εποχής εκείνης, οι οποίοι τρομοκρατούσαν τους ψηφοφόρους των αντίπαλων πολιτικών κομμάτων. Ύστερα από την τρίχρονη διακυβέρνηση του Κωλέττη η δύναμη των αντάμηδων σταδιακά περιορίστηκε. Μετά το 1847 έδιναν σημεία ζωής μόνο κατά την ημέρα των εκλογών, μακριά πάντοτε από τα εκλογικά τμήματα που τα φρουρούσαν οι χωροφύλακες. Έτσι ο «ρόλος» τους στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα εκμηδενίστηκε και αντί για πολιτικούς και εκλογικούς «αγώνες» επιδόθηκαν πλέον σε ερωτικούς. Τα φλογερά βλέμματα κάποιας όμορφης υπηρέτριας προκαλούσαν τον έρωτα κάποιων αντάμηδων, οι οποίοι πολλές φορές «έρχονταν στα χέρια» κάτω από τα παράθυρά της, για να της δείξουν την παλικαριά τους. Άλλοτε πάλι της έκαναν καντάδες. Μάταια οι γείτονες παραπονούνταν στην αστυνομία για διατάραξη της κοινής ησυχίας.
Μετά την έξωση του Όθωνα τον Οκτώβριο του 1862 εμφανίστηκε ένα νέο «είδος» παλικαράδων, οι «τραμπούκοι». Συγκεντρώνονταν στην πλατεία του Ψυρρή, όπου κατά κάποιο τρόπο είχαν στήσει το «στρατηγείο» τους. Μάλιστα απαίτησαν από τη δημοτική αρχή να ονομαστεί η μικρή πλατεία της περιοχής «πλατεία Ηρώων» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 10ης Ιανουαρίου 1898). Αφού λοιπόν έγιναν «ήρωες» με πράξη του Δημοτικού συμβουλίου, μετατράπηκαν σε μάστιγα των φιλήσυχων Αθηναίων. Αλίμονο σ’ αυτόν που ήταν υποχρεωμένος να διαβεί από του Ψυρρή συνοδεύοντας μάλιστα τη γυναίκα του ή τη μάνα του ή την αδερφή του! Θα άκουγε τόσες βωμολοχίες όσες δεν μπορεί να συλλάβει ανθρώπινος νους. Και το χειρότερο, έπρεπε να συγκρατήσει τα νεύρα του, για να περάσει αβλαβής.
Οι παλικαράδες αυτοί ως τις εκλογές του Μαΐου του 1865 δεν είχαν ακόμα λάβει το χαρακτηρισμό του τραμπούκου. Ονομάστηκαν έτσι κατά την προεκλογική περίοδο, γιατί περιφέρονταν καθ’ ομάδες στις συγκεντρώσεις υποψήφιων βουλευτών και τους ζητούσαν φορτικά κάποιο χρηματικό ποσό («τραμπούκο»= φόρο, παραγόμενο από τη λατινική λέξη tributum), για να τους ψηφίσουν. Λέγεται ότι «ανάδοχός» τους ήταν ο δικηγόρος και τέως πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση του 1862 – 1864 Πανταλέων, ο οποίος σε μια στιγμή παραφοράς για τον κυνισμό των εκλογέων αυτών φώναξε: « αυτοί δεν είναι εκλογείς, αλλά τραμπούκοι».
Διαφορετική ετυμολογική ανάλυση της λέξης έκανε ένας δημοσιογράφος της «Ακροπόλεως» σε δημοσίευμά του κατά τα τέλη του 19ου αιώνα ισχυριζόμενος ότι ονομάστηκαν «τραμπούκοι» από τα ισπανικά πούρα τα καλούμενα « trabuco», τα οποία μοίραζαν οι υποψήφιοι βουλευτές σ’ όσους συμμετείχαν στις προεκλογικές τους συγκεντρώσεις (που γίνονταν πάντα σε κλειστούς χώρους). Με την άποψη αυτή συμφωνούν ο γλωσσολόγος Ν. Ανδριώτης («Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής» , σελ. 374), ο Στ. Κυριακίδης («Ελληνική Λαογραφία», σελ. 431) και ο Μ. Τριανταφυλλίδης («Άπαντα» 1, σελ. 421).
Ασχέτως από την ορθότητα της ετυμολογικής ανάλυσης της λέξης, οι νταήδες που ζούσαν παρασιτικά πουλώντας την ψήφο τους και εκφοβίζοντας τους συμπολίτες τους ήταν ένα τμήμα της αθηναϊκής κοινωνίας κατά τη δεκαετία του 1860. Οι πιο γνωστοί απ’ αυτούς ήταν ο Μπαλαφάρας, ο Τρομάρας, ο Λαχτάρας και ορισμένοι άλλοι που κυκλοφορούσαν στην «πιάτσα» με ψευδώνυμα (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 10ης Ιανουαρίου 1898). Όλοι τους διαπνεόμενοι από πατριωτικά αισθήματα πήγαν να πολεμήσουν στην κρητική επανάσταση το 1867. Όταν όμως είδαν ότι εκεί «βρομούσε ο τόπος μπαρούτι», γύρισαν άρον – άρον στον Πειραιά. Έκτοτε άρχισε να δύει το αστέρι τους. Αναφέρεται σε πηγές ότι ο Τρομάρας άρχισε να κερδίζει τον επιούσιο με την εργασία του. Αγόρασε μια φουφού και έψηνε συκωτάκια. Εννοείται πως όλοι οι «συνάδελφοί» του θεωρούσαν τιμή τους να επισκέπτονται καθημερινά τη φουφού του. Κάποια μέρα γύρω στα 1870 ο υπαστυνόμος Αθηνών Γεράσιμος Τζανέτος έκανε επιχείρηση για να καθαρίσει την πλατεία του Ψυρρή από τους τραμπούκους που είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των φιλήσυχων Αθηναίων. Κάποιοι από αυτούς αντιστάθηκαν και επακολούθησε σύγκρουση μεταξύ αστυνομικών και τραμπούκων. Τότε αλλεπάλληλοι αγγελιοφόροι πήγαν στο στέκι του Τρομάρα παρακαλώντας τον να πάει στου Ψυρρή, όπου «οι αστυνόμοι σκοτώνουν τα παλικάρια». Ο Τρομάρας φόρεσε το κουμπούρι του, πήρε το μαχαίρι του, κλώτσησε τη φουφού λέγοντας «στο διάβολο κι η σιρμαγιά και το εμπόριο» και πήγε στου Ψυρρή. Το μόνο που κατάφερε ήταν να «αποκτήσει» κι αυτός κάποιους μώλωπες από το βούρδουλα του υπαστυνόμου Τζανέτου. Έτσι απομακρύνθηκαν από την πλατεία Ηρώων τα αντικοινωνικά αυτά στοιχεία. Όμως ο τραμπουκισμός ως μορφή συμπεριφοράς επιβίωσε, όπως δείχνουν πολλά περιστατικά της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής της σύγχρονης Ελλάδας. Η μόνη διαφορά είναι ότι κατά τη δεκαετία του 1860 τραμπούκοι ήταν διάφοροι παρίες της κοινωνίας, ενώ σήμερα είναι και πολλοί από αυτούς που κατέχουν ή έχουν πρόσβαση στην εξουσία, μια και ξέρουν ότι η τσιμπίδα του νόμου δεν θα τους αρπάξει.
Μετά την ψήφιση του Συντάγματος του 1844 προκηρύχτηκαν εκλογές, τις οποίες κέρδισε με βία και νοθεία ο Ι. Κωλέττης. Σημαντικό ρόλο στην εκλογική νίκη του «μοσχομαγκικού» κόμματος, όπως λεγόταν χλευαστικά από τους αντιπάλους του το Γαλλικό κόμμα, έπαιξαν οι «αντάμηδες», οι παλικαράδες της εποχής εκείνης, οι οποίοι τρομοκρατούσαν τους ψηφοφόρους των αντίπαλων πολιτικών κομμάτων. Ύστερα από την τρίχρονη διακυβέρνηση του Κωλέττη η δύναμη των αντάμηδων σταδιακά περιορίστηκε. Μετά το 1847 έδιναν σημεία ζωής μόνο κατά την ημέρα των εκλογών, μακριά πάντοτε από τα εκλογικά τμήματα που τα φρουρούσαν οι χωροφύλακες. Έτσι ο «ρόλος» τους στο κοινοβουλευτικό πολίτευμα εκμηδενίστηκε και αντί για πολιτικούς και εκλογικούς «αγώνες» επιδόθηκαν πλέον σε ερωτικούς. Τα φλογερά βλέμματα κάποιας όμορφης υπηρέτριας προκαλούσαν τον έρωτα κάποιων αντάμηδων, οι οποίοι πολλές φορές «έρχονταν στα χέρια» κάτω από τα παράθυρά της, για να της δείξουν την παλικαριά τους. Άλλοτε πάλι της έκαναν καντάδες. Μάταια οι γείτονες παραπονούνταν στην αστυνομία για διατάραξη της κοινής ησυχίας.
Μετά την έξωση του Όθωνα τον Οκτώβριο του 1862 εμφανίστηκε ένα νέο «είδος» παλικαράδων, οι «τραμπούκοι». Συγκεντρώνονταν στην πλατεία του Ψυρρή, όπου κατά κάποιο τρόπο είχαν στήσει το «στρατηγείο» τους. Μάλιστα απαίτησαν από τη δημοτική αρχή να ονομαστεί η μικρή πλατεία της περιοχής «πλατεία Ηρώων» (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 10ης Ιανουαρίου 1898). Αφού λοιπόν έγιναν «ήρωες» με πράξη του Δημοτικού συμβουλίου, μετατράπηκαν σε μάστιγα των φιλήσυχων Αθηναίων. Αλίμονο σ’ αυτόν που ήταν υποχρεωμένος να διαβεί από του Ψυρρή συνοδεύοντας μάλιστα τη γυναίκα του ή τη μάνα του ή την αδερφή του! Θα άκουγε τόσες βωμολοχίες όσες δεν μπορεί να συλλάβει ανθρώπινος νους. Και το χειρότερο, έπρεπε να συγκρατήσει τα νεύρα του, για να περάσει αβλαβής.
Οι παλικαράδες αυτοί ως τις εκλογές του Μαΐου του 1865 δεν είχαν ακόμα λάβει το χαρακτηρισμό του τραμπούκου. Ονομάστηκαν έτσι κατά την προεκλογική περίοδο, γιατί περιφέρονταν καθ’ ομάδες στις συγκεντρώσεις υποψήφιων βουλευτών και τους ζητούσαν φορτικά κάποιο χρηματικό ποσό («τραμπούκο»= φόρο, παραγόμενο από τη λατινική λέξη tributum), για να τους ψηφίσουν. Λέγεται ότι «ανάδοχός» τους ήταν ο δικηγόρος και τέως πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση του 1862 – 1864 Πανταλέων, ο οποίος σε μια στιγμή παραφοράς για τον κυνισμό των εκλογέων αυτών φώναξε: « αυτοί δεν είναι εκλογείς, αλλά τραμπούκοι».
Διαφορετική ετυμολογική ανάλυση της λέξης έκανε ένας δημοσιογράφος της «Ακροπόλεως» σε δημοσίευμά του κατά τα τέλη του 19ου αιώνα ισχυριζόμενος ότι ονομάστηκαν «τραμπούκοι» από τα ισπανικά πούρα τα καλούμενα « trabuco», τα οποία μοίραζαν οι υποψήφιοι βουλευτές σ’ όσους συμμετείχαν στις προεκλογικές τους συγκεντρώσεις (που γίνονταν πάντα σε κλειστούς χώρους). Με την άποψη αυτή συμφωνούν ο γλωσσολόγος Ν. Ανδριώτης («Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής» , σελ. 374), ο Στ. Κυριακίδης («Ελληνική Λαογραφία», σελ. 431) και ο Μ. Τριανταφυλλίδης («Άπαντα» 1, σελ. 421).
Ασχέτως από την ορθότητα της ετυμολογικής ανάλυσης της λέξης, οι νταήδες που ζούσαν παρασιτικά πουλώντας την ψήφο τους και εκφοβίζοντας τους συμπολίτες τους ήταν ένα τμήμα της αθηναϊκής κοινωνίας κατά τη δεκαετία του 1860. Οι πιο γνωστοί απ’ αυτούς ήταν ο Μπαλαφάρας, ο Τρομάρας, ο Λαχτάρας και ορισμένοι άλλοι που κυκλοφορούσαν στην «πιάτσα» με ψευδώνυμα (εφημερίδα ΣΚΡΙΠ, φύλλο της 10ης Ιανουαρίου 1898). Όλοι τους διαπνεόμενοι από πατριωτικά αισθήματα πήγαν να πολεμήσουν στην κρητική επανάσταση το 1867. Όταν όμως είδαν ότι εκεί «βρομούσε ο τόπος μπαρούτι», γύρισαν άρον – άρον στον Πειραιά. Έκτοτε άρχισε να δύει το αστέρι τους. Αναφέρεται σε πηγές ότι ο Τρομάρας άρχισε να κερδίζει τον επιούσιο με την εργασία του. Αγόρασε μια φουφού και έψηνε συκωτάκια. Εννοείται πως όλοι οι «συνάδελφοί» του θεωρούσαν τιμή τους να επισκέπτονται καθημερινά τη φουφού του. Κάποια μέρα γύρω στα 1870 ο υπαστυνόμος Αθηνών Γεράσιμος Τζανέτος έκανε επιχείρηση για να καθαρίσει την πλατεία του Ψυρρή από τους τραμπούκους που είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των φιλήσυχων Αθηναίων. Κάποιοι από αυτούς αντιστάθηκαν και επακολούθησε σύγκρουση μεταξύ αστυνομικών και τραμπούκων. Τότε αλλεπάλληλοι αγγελιοφόροι πήγαν στο στέκι του Τρομάρα παρακαλώντας τον να πάει στου Ψυρρή, όπου «οι αστυνόμοι σκοτώνουν τα παλικάρια». Ο Τρομάρας φόρεσε το κουμπούρι του, πήρε το μαχαίρι του, κλώτσησε τη φουφού λέγοντας «στο διάβολο κι η σιρμαγιά και το εμπόριο» και πήγε στου Ψυρρή. Το μόνο που κατάφερε ήταν να «αποκτήσει» κι αυτός κάποιους μώλωπες από το βούρδουλα του υπαστυνόμου Τζανέτου. Έτσι απομακρύνθηκαν από την πλατεία Ηρώων τα αντικοινωνικά αυτά στοιχεία. Όμως ο τραμπουκισμός ως μορφή συμπεριφοράς επιβίωσε, όπως δείχνουν πολλά περιστατικά της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής της σύγχρονης Ελλάδας. Η μόνη διαφορά είναι ότι κατά τη δεκαετία του 1860 τραμπούκοι ήταν διάφοροι παρίες της κοινωνίας, ενώ σήμερα είναι και πολλοί από αυτούς που κατέχουν ή έχουν πρόσβαση στην εξουσία, μια και ξέρουν ότι η τσιμπίδα του νόμου δεν θα τους αρπάξει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου