του Ντίνου Χριστιανόπουλου
(από το Άρδην τ. 82)
(από το Άρδην τ. 82)
Η ποίηση στη Θεσσαλονίκη άρχισε από το 1850. Μέχρι το 1912, μέσα σ’ αυτές τις λίγες δεκαετίες, η Θεσσαλονίκη αξιώθηκε να έχει μέσα στην τουρκοκρατία 14 ποιητές. Ποιητές σοβαρούς βέβαια, καθαρευουσιάνους της εποχής εκείνης, αρκετά καλούς και υποφερτούς –μερικοί είναι και λίγο στιχουργοί– πάντως επί τουρκοκρατίας κάτι έγινε στον τομέα της ποίησης. Μην ξεχνάτε ένα παράδειγμα μόνο, τον Κωστή Σταματόπουλο, που είναι ένας από τους 14 ποιητές. Δεν ήταν τίποτε σπουδαίο αλλά κατάφερε ο άνθρωπος αυτός με το τίποτε να φτιάξει έναν επιπλέον ύμνο σαν τον Θούριο του Ρήγα. Είναι ένας θούριος που τον ξέρουμε όλοι, «Δεν θα την πάρουνε ποτέ την γη των Μακεδόνων». Αυτός ο Θούριος είναι του Κωστή Σταματόπουλου. Έτσι λοιπόν, κάθε άτομο από τα δεκατέσσερα κάτι έκανε και στην ποίηση και στην κοινωνική ζωή. Ο ίδιος αυτός ο Σταματόπουλος, που το 1906 πέθανε από καρκίνο, πεθαίνοντας άφησε παραγγελία να χρησιμοποιήσουν την περιουσία του για να κτίσουν μια εκκλησία στην Καλαμαριά. Τότε μόλις είχαν αρχίσει να έρχονται, την πρώτη δεκαετία μέσα στην τουρκοκρατία, την πρώτη δεκαετία, σιγά-σιγά κύματα από την Μικρά Ασία προσφύγων. Όλοι έλεγαν ότι πρέπει να τους κάνουμε σπίτια. Και είπε ο Σταματόπουλος, τα σπίτια έτσι κι αλλιώς θα γίνουν αλλά οι άνθρωποι αυτοί δεν πρέπει να έχουν και μία εκκλησία; Το είπε και το έκανε. Η εκκλησία κτίστηκε και είναι η Μεταμόρφωση Καλαμαριάς, η οποία τώρα έγινε και Μητροπολιτικός Ναός της Μητροπόλεως Καλαμαριάς.
Τέτοια πράγματα έκαναν σχεδόν όλοι αυτοί οι ποιητές της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι δεν έχουν και καμιά μεγάλη ποιητική αξία. Είναι μέτριοι περίπου, εγώ τους μελέτησα διεξοδικά και έχω γράψει και ένα βιβλίο γι’ αυτό το θέμα: «Η ποίηση στη Θεσσαλονίκη από το 1850 μέχρι το 1912», και εκεί μέσα λέω τα πορίσματα της μελέτης μου. Μετά το ’12, βέβαια, έγινε μια ανακατωσούρα και πολύ αργότερα, περί το 1930, αρχίζει πια η ποίηση στη Θεσσαλονίκη να βγαίνει από μέσα από τα σπλάχνα της. Όχι από διαφόρους ποιητές που έρχονταν από εδώ κι από κει. Και γίνεται μια προσπάθεια να γίνει κάτι πιο ουσιαστικό και κάτι πιο σωστό. Κάποιοι λόγιοι και λογοτέχνες φρόντισαν να δημιουργηθεί ποιητική κίνηση στη Θεσσαλονίκη. Αρχηγός αυτής της προσπάθειας είναι ο Πέτρος Σπανδωνίδης, ένας γυμνασιάρχης και λόγιος –ίσως όχι τίποτε σπουδαίο– αλλά είχε συλλάβει πολύ καλά την ανάγκη να δημιουργηθεί ένας ποιητικός πυρήνας σ’ αυτή την πόλη. Και βεβαίως, με την βοήθεια και πολλών άλλων, αυτός ο πυρήνας δημιουργήθηκε. Λίγο αργότερα, το 1938, ο Γιώργος Βαφόπουλος –που τον ξέρουμε όλοι πολύ καλά– είναι ίσως ο πρώτος ποιητής εδώ στην Θεσσαλονίκη ο οποίος όχι μόνο έπεισε όλους ότι είναι αξιόλογος ποιητής αλλά το ’38 κάνει ένα επιπλέον βήμα, γίνεται μοντέρνος ποιητής – ενώ, μέχρι τότε, όλοι αυτοί είναι παραδοσιακοί με στιχάκια και ομοιοκαταληξίες.
Λοιπόν, ένας μοντέρνος ποιητής που άρχισε ένα έργο και δικαίως θεωρείται ο αρχηγός της ποίησης της Θεσσαλονίκης. Ένα σπουδαίο έργο –και για να βρεθώ μέσα στο κλίμα των προηγουμένων ομιλητών– είχε μια παραξενιά που δεν την περίμεναν. Εννοείται αντίστοιχοι μοντέρνοι ποιητές στην Αθήνα υπήρχαν πάρα πολλοί, αλλά δεν υπήρχε του επιπέδου του Βαφόπουλου. Τι είχε το ιδιαίτερο; Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που έδωσε την αίσθηση του μοντερνισμού ήταν μια βυζαντινή παράδοση. Μα σοβαρά η βυζαντινή παράδοση μπορεί να έχει σχέση με το μοντέρνο; Βέβαια, με τα όσα μας έχει πει ο Πεντζίκης, θεωρείται πια αυτονόητο, αλλά τότε που ξεκίνησε ο Βαφόπουλος δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Και όμως ήταν μοντέρνος. Έτσι λοιπόν ο Βαφόπουλος δεν είναι μόνο ο πρώτος ποιητής αλλά και ο πρώτος μοντέρνος ποιητής ο οποίος φρεσκάρισε την πραγματικότητα, έδωσε μια νέα πνοή στις ποιητικές του αναζητήσεις.
Μοντερνισμός και Βυζάντιο
Ο Βαφόπουλος λοιπόν, μαζί με την συνομήλική του –ο Βαφόπουλος γεννήθηκε το 1903–, την Ζωή Καρέλλη, η οποία γεννήθηκε το 1901, και τον αδελφό της τον Πεντζίκη, ο οποίος γεννήθηκε το 1908, αυτοί οι τρεις αποτελούν μια πρώτη τριάδα μοντέρνων ποιητών ευσυνείδητων και σοβαρών –δεν κοροϊδεύαν τον εαυτό τους– και αυτοί έδωσαν μια φοβερή πνοή στην ποιητική ζωή και παράδοση της Θεσσαλονίκης, που μέχρι τότε περίπου ήταν υποανάπτυκτη. Έτσι λοιπόν, μ’ αυτούς τους τρεις, αρχίζει μια νέα παράδοση στη Θεσσαλονίκη και ήταν σοβαρότατοι και μετρημένοι. Γιατί, όπως ξέρετε, στην Αθήνα, το 1938 ήδη, οι διάφορες εξυπνάκηδες ποιητές βρήκαν εύκολο τρόπο τον σουρεαλισμό. Αντέγραψαν λοιπόν τον σουρεαλισμό, όπως ήρθε από το Παρίσι, και έλεγαν «εμείς είμαστε κι άλλοι δεν είναι». Δεν είναι όμως αυτό, το μοντέρνο πρέπει να κατακτηθεί από προσωπικό αγώνα αλλιώς δεν κάνουμε τίποτα. Είμαστε μαϊμούδες που αντιγράφουμε ανάλογα πρότυπα. Και αυτό το πράγμα έγινε και επικράτησε στην φοβερή Αθήνα. Αντίθετα εδώ υπήρξε άλλο ρεύμα. Βέβαια υπήρξαν και καμπάνιες που κάποιοι αναρωτιούνταν «τι έχει η Θεσσαλονίκη και διαφέρει τόσο πολύ από την Αθήνα;». Η απάντηση, που ίσως δεν θα ικανοποιούσε πολύ κάποιους, ήταν: «Σε ένα υπόστρωμα αρβανίτικο, η Αθήνα έβαλε από πάνω λίγο βερνίκι πελοποννησιακό» – ας μην πω ότι το αποτέλεσμα είναι κουλουβάχατα. Δεν θα με πιστέψει κανείς γιατί κάθε αποτέλεσμα που αφορά τον σουρεαλισμό είναι a priori κουλουβάχατα. Επομένως βγαίνουμε εμείς κερδισμένοι.
Και τι έγινε εδώ στην Θεσσαλονίκη; Στη Θεσσαλονίκη, με μια κάποια βυζαντινή παράδοση η οποία ευτυχώς ακόμη υπήρχε, ήρθε ένα νέο ρεύμα προσφύγων από την Μικρά Ασία με πιο φρέσκια τη βυζαντινή παράδοση και το δυνάμωσε πιο πολύ. Ταυτόχρονα, για να είμαστε και λίγο δίκαιοι, υπήρχαν δίπλα μας και οι Εβραίοι, που τα τέσσερα πέμπτα (όπως ξέρετε) είναι Ισπανοεβραίοι, οι οποίοι έβγαλαν από την πατρίδα τους έναν μυστικισμό, αν όχι εβραϊκό, σίγουρα αραβικό, έντονα. Ένας μυστικισμός λίγο αραβικός και λίγο εβραίικος είναι ευδιάκριτος ακόμη και στα ποιήματα του Λόρκα. Εγώ λ.χ., διαβάζοντας Λόρκα, κατάλαβα πιο πολλά πράγματα από έναν αντίστοιχο Αθηναίο που διαβάζει Λόρκα και δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Πάντως, να το ομολογήσουμε και να το παραδεχτούμε, ακούγοντας παλιά σεφαρδίτικα (που είναι πιο καλά από τα ρεμπέτικα), αισθάνομαι ξαφνικά ένα πνεύμα το οποίο ήταν κάτι το καινούργιο. Γιατί αν πούμε σκέτο ρεμπέτικο, δεν λέμε τίποτα. Αν το συγκρίνουμε όμως με το ρεμπέτικο, βλέπουμε τις υπόγειες επαφές και σχέσεις λαών και πολιτισμών έστω, και απομακρυσμένων (όπως είναι ο ελληνικός πολιτισμός με τον ισπανικό), και έκανα διάφορες παρατηρήσεις πάνω σ’ αυτό το πράγμα και όντως διαπίστωσα ότι είχα δίκιο. Όχι μόνο τα σεφαρδίτικα είναι καλύτερα αλλά όντως, μέσα από τα ρεμπέτικα, είναι φανερό αυτό το υπόγειο ρεύμα που ενώνει αυτούς τους δύο λαούς.
Εν πάση περιπτώσει, να μην το ρίξω σε αναλύσεις (εγώ ήθελα να σας κάνω ένα διάγραμμα γραμματολογικό), επιμένω και πάλι στην αρχική μου παρατήρηση ότι αυτοί οι τρεις είναι οι σημαντικότεροι και κυριότεροι Θεσσαλονικείς ποιητές. Ο Βαφόπουλος κατάγεται από την Γευγελή, αλλά πολύ γρήγορα προσαρμόστηκε στο κλίμα της Θεσσαλονίκης και έγραψε ένα έργο που, όσο και να σας φαίνεται παράξενο, είναι βουτηγμένο ολόκληρο σ’ αυτό που θα έλεγα βυζαντινή παράδοση. Μα είναι δυνατό, αναρωτιούνται οι κριτικοί της Αθήνας, «τι σχέση έχει η βυζαντινή παράδοση με την Θεσσαλονίκη;» Εάν δεν το καταλαβαίνουν, δεν θα τους το εξηγήσουμε. Εάν πάλι το καταλαβαίνουν, είναι περιττό να κάθονται και να αναρωτιούνται. Έτσι λοιπόν ο Βαφόπουλος (δεν έχει σημασία που, στο τέλος της ζωής του, λιγάκι χάλασε) σημασία έχει ότι υπήρξε ένας αληθινός αρχηγός μιας νέας γραμμής και κατεύθυνσης στην ποιητική Θεσσαλονίκη.
Η κυρία Ζωή Καρέλλη (την λέω κυρία γιατί πράγματι ήταν κυρία κι ας είναι χρόνια πεθαμένη –πέθανε τουλάχιστον πριν από δεκαπέντε χρόνια) υπήρξε πάρα πολύ αξιόλογος άνθρωπος. Αυτή ήταν λόγια – και να σκεφτείτε ότι η Καρέλλη δεν έβγαλε ούτε Δημοτικό. Το φαντάζεσθε; Με ιδιαίτερα μαθήματα από εδώ κι από κει περίπου τα κατάφερε και δημιούργησε μια κάποια παράδοση για τον ίδιο τον εαυτό της. Ήξερε τέσσερις γλώσσες κι έκανε μια περίπου φιλοσοφική ποίηση. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της κας Καρέλλη είναι ότι (δεν μπορείτε να φαντασθείτε τι) είναι υπαρξίστρια φιλοσοφίνα. Αστείο πράγμα, αλλά δεν ήρθαμε εδώ για να λέμε αστεία. Πράγματι, η Καρέλλη έχει μια υπαρξιακή διάθεση και χροιά. Ευτυχώς που δεν είναι πάρα πολύ έντονη, γιατί διαφορετικά θα την έλεγαν υπαρξίστρια, δηλαδή θα την κορόϊδευαν. Παραδόξως κατάφερε να παραμείνει σοβαρότατη σ’ όλες τις φάσεις της ζωής της και είναι συγκινητικό πράγμα που ξαφνικά δένει την Θεσσαλονίκη με το Παρίσι. Αυτό καμιά φορά ίσως να μας φαίνεται ενοχλητικό. Είναι σοβαρή περίπτωση. Ο αδελφός της ο Πεντζίκης ήδη ενοχλούνταν με αυτή την τροπή της ποίησης της Καρέλλη, αλλά αυτό ήταν μια πραγματικότητα που δεν διαψεύδονταν και δεν ανατρέπονταν.
Ο Πεντζίκης (ο οποίος ήταν απείρως πιο δυναμική προσωπικότητα από την αδελφή του) κατάφερε να κάνει άλλα πράγματα. Ο Πεντζίκης, μισοσυνειδητά ως λόγιος και μισοασυνείδητα με τα υπόγεια ρεύματα που διέτρεχαν το πνεύμα του και την ψυχή του, ήταν στραμμένος ευθύς εξ αρχής στο Βυζάντιο. Όταν λέω στο Βυζάντιο να σκεφτείτε ότι το 1945 που όλοι ήμασταν στραμμένοι, πού αλλού; στην Ευρώπη, αυτός έλεγε –άδικα ματαιοπονείτε με την Ευρώπη, να στραφούμε όλοι στο Βυζάντιο. –Τι να κάνουμε; –Να διαβάσουμε όλοι συναξάρια! Έτσι λοιπόν ο Πεντζίκης κατάφερε με τα συναξάρια που διάβαζε…
Αυτό το πράγμα όμως έχει και μία συνέχεια. Ο Πεντζίκης έγραψε υπερβολικά πεζογραφήματα σε βαθμό που κρύβει το ποιητικό του ταλέντο. Γιατί, εκτός από τα πεζογραφήματα, ο Πεντζίκης έγραψε και ποιήματα. Συγκεκριμένα, τρεις ποιητικές συλλογές, οι οποίες εκδόθηκαν χωρίς ιδιαίτερη προσήλωση και λίγο πρόχειρα, αφού προηγουμένως είχαν δημοσιευθεί στο περιοδικό Μορφές και τώρα πια το ξέρουμε ως τον κύκλο των ποιημάτων του περιοδικού Μορφές, και δεν μας ενδιαφέρουν οι επιμέρους εκδόσεις. Τα ποιήματα αυτά έχουν ένα επιπλέον στοιχείο. Κάνουν μια στροφή προς την παράδοση. Την παράδοση όπως αυτός την νομίζει. Πάντως την παράδοση με τετράστιχα και ομοιοκατάληκτα. Ένα μάλιστα ποίημά του, το «Συμβάν», είναι πράγματι ένα αριστουργηματικό ποίημα. Και μέσα σ’ αυτά τα ποιήματα, γράφει τις μνήμες από την ιστορία του Βυζαντίου όπως το ξέρουμε, μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, το 1204, από τους Ευρωπαίους, όταν έγιναν κάποιες προσπάθειες να ανακτηθούν τα χαμένα εδάφη και τότε ο Πεντζίκης έγραψε μια σειρά ποιημάτων με θέμα τον αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη. Ο Ιωάννης Βατάτζης είναι ένας αυτοκράτορας από κείνους που αγωνίστηκαν πολύ να ξανακερδίσουν την Κωνσταντινούπολη το 1261. Ήταν αυτοκράτωρ της Νικαίας, έκανε ό,τι μπορούσε για να πετύχει αυτό το πράγμα και μεταξύ των άλλων έκανε πολλές εξόδους προς τη Μακεδονία. Ήρθε λοιπόν και εδώ στην Μακεδονία ο Βατάτζης, αυτοπροσώπως, με πολύ στρατό – αυτά τα πράγματα σαν χρονογραφία τα έχει ο Πεντζίκης σε ωραιότατα ποιήματά του. Εγώ τον γνώρισα το 1948 μέχρι την μέρα που πέθανε. Τον ξέρω λοιπόν πάρα πολύ καλά. Τα μυθιστορήματά του είναι λίγο μπερδεμένα, τα ποιήματά του είναι σαν νεράκι καθαρό. Και από την άποψη αυτή, επειδή κι εγώ είμαι οπαδός της καθαρολογίας –τα κουκιά να είναι μετρημένα, και ξεκάθαρα και όχι μπερδεμένα–, το εκτίμησα πάρα πολύ που βρήκα έναν πρόδρομό μου και γι’ αυτό έχω γράψει δύο-τρεις μελέτες μόνο για τα ποιήματά του που τα εκτιμώ πιο πολύ από τα πεζογραφήματα. Ο Πεντζίκης είναι και σπουδαίος ποιητής. Είναι απείρως καλύτερος από την Καρέλλη και απείρως καλύτερος από τον Βαφόπουλο. Αυτοί οι τρεις πρωτεργάτες της ποίησης της Θεσσαλονίκης, που έβαλαν κατά κάποιο τρόπο τα θεμέλια, είναι πάρα πολύ σπουδαίοι και πρέπει να τους αναφέρουμε πάρα πολύ.
Ο λυρικός ευρωπαϊσμός
Αλλά το ευρωπαϊκό ρεύμα δεν μπορούσε να αφήσει κάπως ανεπηρέαστους και τους ποιητές της Θεσσαλονίκης. Έτσι λοιπόν, σε μια μελέτη μου, τους διαίρεσα σε τέσσερις τριάδες. Και όλοι-όλοι οι ποιητές της Θεσσαλονίκης, μέχρι τέλος πάντων το ’60-’65, είναι αυτοί οι δώδεκα ποιητές που θα σας πω τώρα. Η πρώτη τριάδα, κάπως φιλοσοφικοί ποιητές, είναι οι Βαφόπουλος, Καρέλλη και Πεντζίκης, η αμέσως επόμενη τριάδα αποτελεί μια άρση αυτών των πραγμάτων, είναι όλοι Ευρωπαίοι, μουσικοθρεμμένοι, ένα πράγμα λίγο φτηνό, κάτι που θυμίζει τους αντίστοιχους Αθηναίους γιατί όλοι πηγαίνουν και βυζαίνουν από το ίδιο βυζί. Ο Βαρβιτσιώτης δεν έχει καμία σχέση παρά μόνο ποιοτική με τον Ελύτη (είναι τόσο απλό το πράγμα). Αυτή είναι η δεύτερη τριάδα. Οι λυρικοί ποιητές. Ενώ οι πρώτοι οι φιλοσοφικοί δεν είχαν ίχνος από λυρισμό. Ήταν ξεροί, στεγνοί και ουσιαστικοί. Με την ποίηση, που είναι ένα ύποπτο πράγμα και που μπορεί να είναι και λίγο κάλπικο, τα πράγματα μπερδεύονται και εμείς ζαλιζόμαστε. Ο πρώτος λυρικός ποιητής ήταν ο Θέμελης (που ίσως μερικοί να τον θυμόσαστε – ήτανε καθηγητής στο Πειραματικό Σχολείο), όντως σπουδαίος άνθρωπος. Ευτύχησα να τον γνωρίσω και να έχω κάνει πολλές συζητήσεις μαζί του. Ο Θέμελης, λοιπόν, που είναι από μια μεγάλη γενιά της Σάμου, είναι μάλιστα και ανιψιός Πατριάρχη των Ιεροσολύμων, κατάγεται από μεγάλο σόι αλλά ήθελε ευρωπαϊκά πρότυπα. Νοθευμένος σουρεαλισμός. Έτσι το λέω εγώ. Ο Θέμελης λοιπόν ήταν σπουδαίος ποιητής αλλά έχασε από ένα σημείο και πέρα, διότι η ποίηση είναι μια πολύ δύσκολη ιστορία και δεν μπορείς να γράψεις πολλά ποιήματα. Δεν μιλάω για τον Ρίτσο που έχει γράψει 20.000 ποιήματα, αυτό είναι απ’ τα άγραφτα. Αυτό μόνο για κατάρα μπορούνε να μας το πούνε. Αλλά και ο Θέμελης δεν πήγε παρακάτω. Έγραψε 17 ποιητικές συλλογές οι οποίες είναι το λιγότερο νερόβραστες, ενώ μόνο οι πρώτες πέντε συλλογές του είναι καλές, και μπορούμε να τον εντάξουμε σε αυτό το διάγραμμα που σας κάνω τώρα.
Αμέσως μετά, ο δεύτερος ποιητής είναι ο Βαρβιτσιώτης, ο οποίος γεννήθηκε το 1916, επομένως είναι ο αρχαιότερος ζων ποιητής της Θεσσαλονίκης, και να ευχηθούμε να πιάσει τα εκατό κι ακόμα παραπάνω. Ο Βαρβιτσιώτης είναι ακόμα πιο νερουλός απ’ ό,τι είναι ο Θέμελης. Παρ’ όλο που είμαι διστακτικός για κρίσεις επί της αξίας τους, θα πω πως δεν είναι Θεσσαλονικιός ως ποιητής. Δεν έχει σημασία που είναι Πελοποννήσιος από τη Βαρβίτσα, σημασία έχει ότι εδώ έζησε, εδώ μεγάλωσε, κάτι δεν θα πήρε από την Θεσσαλονίκη; Είναι αυτός που πήρε τα λιγότερα. Εν πάση περιπτώσει, είναι και αυτός σπουδαίος, είναι καταξιωμένος, αλλά υπάρχει από μέρους μου η έντονη επιφύλαξη για την προσωπική του αξία. Έχει ωραία ποιήματα στην αρχή και μετά μετριότατα.
Ο τρίτος είναι ο Στογιανίδης, μας ήρθε πρόσφυγας από την Καβάλα, ρίζωσε εδώ, αλλά δεν έχει την ένταση και την ποιότητα που είχε η προηγούμενη τριάδα και κάποιοι επόμενοι. Είναι κι αυτός πολύ λυρικός και ώρες-ώρες το χαλνάει το πράγμα. Αυτοί οι τρεις λοιπόν είναι η δεύτερη τριάδα οι οποίοι είναι αξιόλογοι αναμφισβήτητα. Εγώ δεν θα τους έβαζα αν δεν άξιζαν τον κόπο. Αξίζουν τον κόπο και μπράβο τους, αλλά δεν εκφράζουν το θέμα της Θεσσαλονίκης με τον καλύτερο και σωστότερο τρόπο.
Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης
Η τρίτη τριάδα είναι μεταπολεμική. Δηλαδή, αρχίζει από το 1945 και είναι, η, πώς να το πω, η «αριστερή». Ξαφνικά, μπαίνει ένα νέο ρεύμα στην όλη ποίηση της Θεσσαλονίκης, ο αριστερισμός, οι ποιητές αυτοί είναι ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Κλείτος Κύρου και ο Πάνος Θασίτης· έχουν πράγματι έντονο αριστερισμό χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εκεί σταματούν· ο Αναγνωστάκης π.χ. έχει και πολλές επιρροές από το Ευαγγέλιο, δεν θα το περίμενε κανείς από έναν αριστεριστή, επίσης έχει πολλά νταραβέρια με το ΚΚΕ, μια φεύγει, μια μπαίνει, μια τον διώχνουν· περιπέτειες όμως δικαιολογημένες, γιατί ένας ποιητής μπορεί να ακούει τις ρετσέτες ενός κόμματος; Αστείο, αδιανόητο. Αυτό ο Αναγνωστάκης δεν μπορούσε να το χωνέψει και για αυτό τους εγκατέλειψε ή μάλλον τον εγκατέλειψαν, τον έριξαν κ.τλ.
Το θέμα είναι πως η περίπτωση Αναγνωστάκη βγάζει στη φόρα πολλά κουσούρια, δηλαδή είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι, μαζί με τους αριστερισμούς του για δικαιοσύνες του λαού και κάτι τέτοια, μπαίνει μέσα σε πολλά στοιχεία του Ευαγγελίου και πράγματι τα ποιήματά του, όταν τα διαβάσει κανείς, καταλαβαίνει το πόσα στοιχεία έχει από το Ευαγγέλιο μέσα. Ο Κλείτος Κύρου έχει λιγότερα τέτοια στοιχεία, αλλά έχει πιο πολύ επιδράσεις από άλλους ποιητές· άμα ακούτε ότι ένας έχει μια επίδραση να κουμπωθείτε, άμα το ψάξεις καλά βλέπεις ότι μόνο με την επίδραση δεν γίνεται δουλειά, θέλει τσαγανό κι άμα δεν το έχεις τότε τι γίνεται; Από την άποψη αυτή, ο Κλείτος Κύρου, ο οποίος έκανε και κάποιες καταπληκτικές μεταφράσεις, μειονεκτεί σε σχέση με τον Αναγνωστάκη πάρα πολύ, χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχει κι αυτός ένα δικό του τρόπο γραφής ο οποίος είναι πάρα πολλές φορές πολύ συγκινητικός.
Πράγματι, επειδή εγώ αξιώθηκα να είμαι φίλος με τον Αναγνωστάκη, παρά τις ιδεολογικές μας διαφορές, από πολύ μικρός, τον ξέρω πολύ καλά πόσο έντιμος και πόσο γνήσιος υπήρξε σε όλες τις πράξεις της ζωής του και της ποίησής του. Είναι πάρα πολύ ευχάριστο το ότι ο Αναγνωστάκης είναι από τους πιο λιγογράφους ποιητές στη Θεσσαλονίκη – και πράγματι εμείς τι χρειαζόμαστε τις ατελεύτητες αρμαθιές στίχων όταν με λίγα λογάκια μπορεί να σου πει λόγια ουσιαστικά· αυτό είναι ο Αναγνωστάκης αυτό είναι και η αιτία που εγώ, παίρνοντας το μέρος του Αναγνωστάκη, ήδη από πολύ μικρός –τουλάχιστον από το 1963 αν θυμάμαι καλά– υπήρξα φανατικός εχθρός του Ρίτσου, δηλαδή πιστεύω ότι ο Ρίτσος έκανε πιο πολύ κακό στην ποίηση μας παρά καλό· με τέτοιες φλυαρίες, με τέτοιους εύκολους αριστερισμούς, δεν γίνεται ποίηση, γίνεται δημοκοπία ή για να είμαστε δίκαιοι γίνεται στιχουργημένο το κύριο άρθρο του Ριζοσπάστη, αλλά για όνομα του Θεού δεν είναι αυτό ποίηση. Ο Ρίτσος ακολούθησε αυτή την τακτική, πήρε βραβεία, μεταφράστηκε, αλλά εδώ στη Θεσσαλονίκη δεν έπιασε κι αυτό σας το λέω υπεύθυνα, πιστεύω δε ότι και στο μέλλον θα πέσει δραματικά.
Γι’ αυτό εγώ λοιπόν πήρα, σε αντίθεση προς τον Ρίτσο, τον Αναγνωστάκη και επέμενα πολλές φορές κι έχω γίνει μάλιστα και λίγο φορτικός να γράφω για την αξία του χωρίς να έχω και κανένα κέρδος, εγώ προσωπικά, όμως έτσι είναι. Ο Αναγνωστάκης κερδίζει πολύ διότι δεν είναι καθαρόαιμος αριστερός, αλλά έχει από πολλά ρεύματα, από άλλες πηγές, και είναι φοβερά λιγογράφος, δηλαδή τσιγκουνεύεται τους στίχους του και καλά κάνει, λίγους στίχους αλλά ζουμερούς και σημαντικούς.
Ο Κλείτος Κύρου έχει ένα ωραίο τρόπο γραφής που θυμίζει και εγγλέζικα πρότυπα αλλά είναι σαφώς κατώτερος. Ο Πάνος Θασίτης ως ποιητής έχει κι αυτός το δικό του τρόπο που είναι λίγο σατυρικός και λίγο ειρωνικός και γράφει διάφορα ποιήματα που ειρωνεύεται διάφορες καταστάσεις, ας πούμε ένα ποίημα για τον Καραγκιόζη και λέει …άρχοντές μου, είναι μια ειρωνεία μέσω του Καραγκιόζη όλων αυτών των δήθεν αρχόντων οι οποίοι είναι για κλάματα, τέτοια είναι τα ποιήματά του. Τέτοια είναι τα ποιήματα του Πάνου Θασίτη, είναι βέβαια αριστερά και σοσιαλιστικά, αλλά έχει και κάποια στοιχεία πρωτότυπα που δεν τα βρίσκεις εύκολα σε άλλο αριστερό Αθηναίο ποιητή. Αυτοί οι τρεις είναι η τρίτη τριάδα σημαντικότατη σε αφάνταστο βαθμό· λόγου χάρη, στην Αθήνα, που είναι οι σοβαροί και υπολογίσιμοι ποιητές δεν μπορεί ούτε πέντε ονόματα να διαλέξει κανείς.
Ο Νίκος Παπάς, λόγου χάρη, που μπορεί να ενταχθεί σε μια ανάλογη τριάδα, δεν είναι Αθηναίος, είναι Τρικαλινός. Ο Ρίτσος τέλος πάντων, καλώς ή κακώς, δεν είναι κι αυτός Αθηναίος, είναι από κει που ξέρετε, από την Τσακωνιά. Θέλω να πω με αυτό πως η Αθήνα δεν ευτύχισε να έχει σοβαρούς αριστερούς ποιητές που να μας πείσουν κι εμάς που δεν είμαστε αριστεροί να τους πάρουμε στα σοβαρά, αυτό είναι το σπουδαίο, αν ένας ποιητής με την ποίηση του δεν μπορεί να σε πείσει, τότε με τι μπορεί; Είναι αστείο πράγμα.
Οι ερωτικοί ποιητές
Η τέταρτη τριάδα είναι οι ερωτικοί ποιητές της Θεσσαλονίκης που είμαστε εγώ, αμέσως μετά ο Ιωάννου και αμέσως μετά ο Ασλάνογλου, ή μάλλον πρώτα ο Ασλάνογλου και μετά ο Ιωάννου. Τρεις είμαστε κι εμείς· καλώς ή κακώς, έχουμε ή δεν έχουμε το κουσούρι του έρωτα και παραδόξως πετύχαμε σε όλα, δηλαδή πετύχαμε να δώσουμε ποιήματα που τα παίρνει ο κόσμος στα σοβαρά και πείθεται ότι και ο έρωτας είναι ένα σπουδαίο στοιχείο που αξίζει τον κόπο και δεν είναι μόνο το δίκιο της εργατιάς και ο σοσιαλισμός.
Εγώ είμαι λίγο μια μυστήρια περίπτωση γιατί οι καταβολές μου είναι οπωσδήποτε πιο πολλές από ό,τι δείχνει η στραβιά μου μύτη, να’ στε σίγουροι γι’ αυτό το πράγμα.
Έτσι λοιπόν, 19 χρονών, ξεκίνησα με καταβολές εντόνως θρησκευτικές – όταν λέω θρησκευτικές δεν εννοώ τους Αγίους Πατέρες, εννοώ απλοϊκά πράγματα, το Ευαγγέλιο, από το οποίο είμαι αρκετά ικανοποιημένος.
Πρώτη μου ποιητική συλλογή είναι ένας αχταρμάς έντονου ερωτισμού με χριστιανικές αρχές. Και βγαίνει ένα κουρκούτι συμπαθητικό και ωραίο. Πράγματι, δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η ποιητική μου συλλογή μεταφράστηκε μέχρι τώρα σε 16 γλώσσες χωρίς να κουνήσω το δαχτυλάκι μου καθόλου, γιατί και οι Ευρωπαίοι μπούχτισαν πια από τους σουρεαλισμούς και το Παρίσι και θέλουν καινούργιες φωνές που δεν τις βρίσκουν στα Παρίσια, τις βρίσκουν σε κάτι τέτοια χωριουδάκια σαν την Θεσσαλονίκη.
Έτσι που λέτε, ξεκίνησα με ένα πολύ μυστήριο κουρκούτι αλλά επειδή ήταν πολύ δύσκολο αυτό το πράγμα να κρατηθεί, αρκετά γρήγορα το εγκατέλειψα, δεν είχα τα κότσια να πολεμήσω πιο πολύ κι έφτασα σε ένα επίπεδο ερωτικής ποίησης πιο απλής πιο μονόδρομης και πιο εύκολης.
Πάντως, είτε το θέλω είτε δεν το θέλω, ένα ιδιαίτερο στίγμα δημιουργήθηκε με αυτόν τον τρόπο και ολοκληρώθηκε. Τώρα πια είμαι 80 χρονών, ό,τι ήταν να γράψω το έγραψα, όλα κι όλα 300 ποιήματα, ας μείνω με αυτά τα ποιήματα, θα με θυμούνται κι όταν πεθάνω.
Ο Αλέξης Ασλάνογλου, σε μια αντιστοιχία με τον Κλείτο Κύρου σε σχέση με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, παρουσιάζει το ίδιο φαινόμενο, έχει δηλαδή μια διάθεση για ερωτισμό αλλά ταυτόχρονα αντιγράφει κι όλους αυτούς τους Γάλλους, Ελυάρ, Ζαν Πιερ Ζουβ, υπερρεαλιστές δεν ξέρω εγώ πως τους λέτε, κι έχει κι ένα άλλο στοιχείο, το ξενικό, το παριζιάνικο μάλλον, για να είμαι ειλικρινής, με το οποίο βγαίνει ένα ωραίο κουρκούτι αλλά ταυτόχρονα ένα κουρκούτι που λιγάκι του τα χαλνάει, δηλαδή δεν έχει και μια ξεκάθαρη γλώσσα και είναι λίγο μπερδεμένη και θολή· όπως ο Κύρου, αδικείται ακριβώς από αυτό το κουρκούτι.
Ο δε Ιωάννου, ο οποίος είναι αξιόλογος και ως πεζογράφος κυρίως, αλλά ξεκίνησε πρώτα ως ποιητής, επηρεασμένος μάλιστα και λίγο από μένα, πιο πολύ όμως είναι επηρεασμένος από τον Καβάφη· και τόσο πολύ απογοητεύτηκε όταν δεν ήταν πρώτος αλλά ήταν τρίτος, που τα παράτησε όλα και στράφηκε στην πεζογραφία με πάρα πολύ καλά αποτελέσματα, αλλά οπωσδήποτε αποτελεί μια υπαναχώρηση και μια πορεία προς τα πίσω· πράγματι επέτυχε διάνα με την πεζογραφία αλλά δυστυχώς τον χάσαμε πάρα πολύ νωρίς
Κινδυνεύει η ιδιαιτερότητα της Θεσσαλονίκης;
Αυτές τις τέσσερις τριάδες πρέπει να τις δούμε τώρα από κάποιες απόψεις. Ας πούμε, μία ερώτηση σοβαρή είναι «οι άνθρωποι αυτοί τι εκφράζουν από το πνεύμα της Θεσσαλονίκης;» Αυτό είναι ένα σοβαρότατο ερώτημα και όπως σας είπα ο καθένας με τον τρόπο του κάτι εκφράζει, τόσο που δεν φαίνεται αρχικά, αλλά άμα θελήσουμε να τους συγκρίνουμε με αντίστοιχους Αθηναίους, εκεί βλέπουμε αμέσως την τρομερή διαφορά και οι πρώτοι – η Καρέλλη, ας πούμε, είναι κολοσσοί, δεν είναι αστείο πράγμα. Σκεφτείτε ότι η Καρέλλη, το κράτος της έδινε μια σύνταξη –εγώ είμαι ο μόνος που αρνήθηκε αυτήν τη σύνταξη και δεν την πήρα– η κυρία Καρέλλη δεν είχε λόγο να αρνηθεί και την πήρε, αλλά το κράτος θεώρησε ντροπή του να δώσει στην Καρέλλη μια απλή σύνταξη και τη διπλασίασε· έτσι λοιπόν η Καρέλλη είναι η μόνη ποιήτρια η οποία πήρε διπλή σύνταξη· αυτό μπορεί να υποδαυλίσει μικροκουτσομπολιά αλλά είναι και μια σοβαρή περίπτωση· ακόμη και το κράτος πιστεύει και παραδέχεται ότι η Καρέλλη ήταν τόσο σπουδαία ώστε ήταν πολύ ανώτερη απ’ τους Σεφέρηδες, τους Ελύτηδες, τους Ρίτσους κι από όλους αυτούς που μας προβάλλουν σε πρώτο επίπεδο.
Έτσι που λέτε, η Καρέλλη… Αλλά επίσης ένα άλλο σοβαρό ερώτημα είναι, καλά οι ποιητές αυτοί εκφράζουν το πνεύμα της Θεσσαλονίκης, έχουν τη δύναμη να προωθήσουν την ποίηση και λίγο παραπέρα; Κι αν μιλήσω για Αθηναίους ποιητές, μπορώ αμέσως να σας πω ότι η μόνη τους δύναμη είναι να μιμούνται γαλλικά ή και αγγλικά πρότυπα, και τώρα τελευταία και Αμερικλάνικα, αλλά τίποτε παραπέρα από μιμήσεις. Λόγου χάρη, άκουσα πριν, αναφέρθηκε το όνομα ενός ποιητή, ο οποίος αυτοκτόνησε όπως ξέρετε, και αυτός είναι από αυτούς που αντέγραψαν κατά κόρον Αμερικλάνους ε, ναι δεν είναι έτσι; Πρέπει να μάθει κανείς πως αν γλυτώσει από τους Γάλλους και πέσει στους Αμερικλάνους τί κερδίσαμε; Το ίδιο πράγμα. Το θέμα είναι αφού ξεπεραστούν οι μιμήσεις, μπορεί να τους φέρει κάτι καλό;
Το 1962 αξιώθηκα να μεταφραστώ σε μια ανθολογία Θεσσαλονικέων ποιητών που εκδόθηκε στην Γενεύη της Ελβετίας. Την προλόγισαν δύο καθηγητές από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης και κυκλοφόρησε ευρύτατα. Γράφτηκαν και κάποιες κριτικές. Ένας κριτικός έλεγε τα εξής: (Σας τα λέω γιατί τα θυμούμαι ακόμη γιατί μου έκαναν εντύπωση ύστερα από μισό αιώνα). Και τι έλεγε; «Διάβασα ότι υπήρχε μια ανθολογία Θεσσαλονικέων, επειδή εμείς εδώ τους ξέρουμε από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήθελα να δω αν αξίζουν αυτοί του Α΄ παγκοσμίου πολέμου κι αν προχώρησαν λίγο παραπέρα και τι καινούργιο έχουν να προσφέρουν· διάβασα λοιπόν την ανθολογία και δεν έχουν τίποτα απολύτως, αυτοί μιμούνται τον Ελυάρ, ακόμα εκεί σταμάτησαν. Βέβαια θέλω να εξαιρέσω δύο περιπτώσεις: τον Πεντζίκη, ο οποίος με άφησε κατάπληκτο, γιατί τα ποιήματα του Πεντζίκη δεν θυμίζουν κανένα Ελυάρ, και τον Χριστιανόπουλο ο οποίος με τον τρόπο του έχει κάτι το πρωτότυπο, δηλαδή πρωτότυπο με την έννοια ότι δεν περίμενα να διαβάσω από έναν επαρχιώτη ποιητή ποιήματα τόσο ενδιαφέροντα». Έτσι μου κόλλησε και τη ρετσινιά μια μπρος μια πίσω, οι έπαινοι του Γάλλου κριτικού.
Επανέρχομαι λοιπόν αυτά είναι τα δύο μεγάλα προβλήματα που πρέπει να μας απασχολούν ως αναγνώστες, το πρώτο είναι αν έχουμε τη δύναμη να εκφράσουμε το χρώμα και το κλίμα της πατρίδος μας, με ό,τι ιδιαίτερο συνεπάγεται αυτό, και δεύτερον αν έχουμε τη δύναμη να εκφράσουμε κάτι καινούργιο, το οποίο θα οδηγήσει σε ένα νέο δρόμο την ποίηση. Αν είναι να αντιγράφουμε τα ίδια και τα ίδια, δεν έχει νόημα. Εύκολο είναι να υμνείς τα τριαντάφυλλα και τα ηλιοβασιλέματα αλλά δεν φτάνει αυτό, θέλει κάτι παραπάνω.
Το γενικό πλαίσιο αυτής της δωδεκάδας είναι περίπου θετικό. Τουλάχιστον οι μισοί από αυτούς τους δώδεκα έχουν και κάτι δικό τους και κάτι θεσσαλονικιώτικο κι ένα τρόπο να προωθήσουν την ποίηση στα μη περαιτέρω η οποία και θα ανανεωθεί. Αυτό το πράγμα είναι πολύ σπουδαίο πράγμα, δεν ξέρω λόγου χάρη αν συμβαίνει στην Αθήνα, αλλά το θέμα είναι ότι αν πράγματι δεν λέω ψέματα, πρέπει να πω και αμέσως παρακάτω ότι αυτό το πληρώσαμε ακριβά. Θα μου πείτε γιατί; Γιατί δεν μπορείτε να φανταστείτε τι πόλεμο μας κάνει η πνευματική Αθήνα, λόγου χάρη, αν διαπιστώσουν ότι κάποιος έχει κάτι ιδιαίτερο να πει, με κάθε τρόπο πρέπει να τον θάψουν και να τον εξαφανίσουν. Χωρίς να το καταλάβουμε, βγήκε μια γενιά η οποία ονομάστηκε γενιά του ’70, στην Αθήνα. Αυτοί οι Αθηναίοι έβαλαν σκοπό στη ζωή τους δύο πράγματα, πρώτα-πρώτα να ευλογήσουν τα γένια τους, και μπορούσαν να τα ευλογήσουν, έχουν πολλούς εκδότες, πολλά περιοδικά, πολλές εφημερίδες, πολλά πολλά.
Και πες, πες, από δίπλα, άφησαν να ποτίζουν και το δηλητήριό τους. Ποιοι είναι αυτοί οι Θεσσαλονικείς; Αστεία πράγματα. Κάντε-τους πέρα. Με το πες, με τα αστεία και με τα σοβαρά, αυτή η τακτική έπιασε, εγώ λόγου χάρη, ο οποίος δεν γνώρισα ποτέ κανέναν εκδότη κι εύχομαι να μην γνωρίσω καθόλου, δεν έχω δυνατότητα να προωθηθώ καθόλου ή να πιστέψουν ότι κάτι αξίζω κι εγώ. Δηλαδή, είναι λίγο αστείο αλλά είναι μια πραγματικότητα, δεν εννοώ όχι μόνον με τον πρωθυπουργό να μην έχω μια καλημέρα, αλλά να μην έχω με κανέναν εκδότη απολύτως. Αν αξίζω, αξίζω με την ποίησή μου, κι όχι με τις γνωριμίες μου, με τους εκδότες μου. Αυτά είναι τα λεγόμενα διπλαρώματα. Έτσι λοιπόν, με το πες, πες, πες, δεν μπορείτε να φανταστείτε τι κατάφεραν να μας τουμπάρουν και στην ποίηση και στην πεζογραφία, κι αυτό το πράγμα μέχρι το 1980-85 άντε 90 ολοκληρώθηκε, δηλαδή περίπου όλη η προσπάθεια των Θεσσαλονικέων πήγε στον βρόντο. Και μας λένε «ποια είναι η Καρέλλη; Κοροϊδευόμαστε; Η Δημουλά». Δεν μπορώ να καταλάβω τι της βρίσκουν της Δημουλά. Υψηλή ποίηση της βρίσκουν; Ωραίες λέξεις; Μυστήριο πράγμα. Και η Καρέλλη βεβαίως δεν έχει πέσει από το βάθρο της ακόμη, μπορεί αργότερα ναι, αλλά προς το παρόν όχι.
Εκτός αυτού όμως, εμείς οι Θεσσαλονικείς είχαμε ακόμη μία ατυχία τρομερή. Εκτός από τον πόλεμο αυτόν της γενιάς του ’70, είχαμε κι έναν άλλο πόλεμο, απροσδόκητο και φοβερό, τον πόλεμο της αμερικανοκρατίας. Δηλαδή, άλλαξαν οι καιροί πια. Πάνε οι Αγγλίες, οι Γερμανίες, οι Γαλλίες, όλα τα κακά προέρχονται από την Αμερική και στον χώρο της ποίησης. Οι νέοι ποιητές επηρεάζονται από τους Αμερικανούς κι είναι θλιβεροί. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο πεσμένη είναι η σύγχρονη αμερικανική ποίηση, την οποία οι εδώ την μιμούνται με το παραπάνω. Και αυτό κάνει πολύ κακό. Λόγου χάρη, σας είπα πιο πριν ένα παράδειγμα από το ρεμπέτικο, που το ξέρω λίγο καλύτερα. Τώρα πια το ρεμπέτικο έχει εξαφανιστεί, δεν υπάρχει πια και ποιος το αντικατέστησε, μπορείτε να φανταστείτε; Ουαί κι αλίμονο, το ροκ! Αυτό είναι ο αντικαταστάτης. Πάει πια η γνήσια λαϊκή έμπνευση που είχε το παλιό ρεμπέτικο με τους χασικλήδες. Το ροκ, ένα πράγμα το οποίο ούτε μετρικά, ούτε υφολογικά ταιριάζει με την ελληνική παράδοση. Με την τζαζ ταιριάζει βέβαια, αλλά είναι άλλο πράγμα.
Όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο, θεωρώ ότι αυτή η αντίδραση που προέρχεται από την Αμερική, το δεύτερο γερό χτύπημα στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης· δηλαδή δεν φτάνει που δεν είχαμε στον ήλιο μοίρα με τους Αθηναίους, έχουμε τώρα και ακόμα παραπέρα τους Αμερικάνους.
Αυτά τα πράγματα σκεφτείτε-τα και σεις δεν είναι λόγια της καραβάνας, είναι σοβαρά πράγματα, κινδυνεύουμε από έναν καταποντισμό. Αργά ή γρήγορα, θα συνδυαστεί με οικονομική κρίση; Πάντως η Θεσσαλονίκη, η πνευματική Θεσσαλονίκη, η οποία είχε δύο-τρεις ιδιαιτερότητες, κινδυνεύει με καταποντισμό από ποιους; Από τους ίδιους τους ομοτέχνους! Όχι από το Γιωργάκη τον Παπανδρέου. Τι ξέρει αυτός, αστεία πράγματα, μεσάνυχτα έχει. Θέλω να σας πω, για να ενώσω όλο το θέμα της βραδιάς, ενώ ήρθατε να ακούσετε για ποιητές της Θεσσαλονίκης, και θα λέγατε με το νου σας «τι με νοιάζει εμένα για την Καρέλλη;». Να σας νοιάζει πολύ. Κάθε χαστούκι που δέχονται όλοι αυτοί οι ποιητές, και μάλιστα φανερά, από τη Θεσσαλονίκη γίνεται για το κακό του ίδιου του τόπου της χώρας μας, της Ελλάδος. Αυτό να το χωνέψετε πάρα πολύ. Αυτά τα λίγα είχα να πω και με συγχωρείτε για την φλυαρία.
Τέτοια πράγματα έκαναν σχεδόν όλοι αυτοί οι ποιητές της Θεσσαλονίκης, οι οποίοι δεν έχουν και καμιά μεγάλη ποιητική αξία. Είναι μέτριοι περίπου, εγώ τους μελέτησα διεξοδικά και έχω γράψει και ένα βιβλίο γι’ αυτό το θέμα: «Η ποίηση στη Θεσσαλονίκη από το 1850 μέχρι το 1912», και εκεί μέσα λέω τα πορίσματα της μελέτης μου. Μετά το ’12, βέβαια, έγινε μια ανακατωσούρα και πολύ αργότερα, περί το 1930, αρχίζει πια η ποίηση στη Θεσσαλονίκη να βγαίνει από μέσα από τα σπλάχνα της. Όχι από διαφόρους ποιητές που έρχονταν από εδώ κι από κει. Και γίνεται μια προσπάθεια να γίνει κάτι πιο ουσιαστικό και κάτι πιο σωστό. Κάποιοι λόγιοι και λογοτέχνες φρόντισαν να δημιουργηθεί ποιητική κίνηση στη Θεσσαλονίκη. Αρχηγός αυτής της προσπάθειας είναι ο Πέτρος Σπανδωνίδης, ένας γυμνασιάρχης και λόγιος –ίσως όχι τίποτε σπουδαίο– αλλά είχε συλλάβει πολύ καλά την ανάγκη να δημιουργηθεί ένας ποιητικός πυρήνας σ’ αυτή την πόλη. Και βεβαίως, με την βοήθεια και πολλών άλλων, αυτός ο πυρήνας δημιουργήθηκε. Λίγο αργότερα, το 1938, ο Γιώργος Βαφόπουλος –που τον ξέρουμε όλοι πολύ καλά– είναι ίσως ο πρώτος ποιητής εδώ στην Θεσσαλονίκη ο οποίος όχι μόνο έπεισε όλους ότι είναι αξιόλογος ποιητής αλλά το ’38 κάνει ένα επιπλέον βήμα, γίνεται μοντέρνος ποιητής – ενώ, μέχρι τότε, όλοι αυτοί είναι παραδοσιακοί με στιχάκια και ομοιοκαταληξίες.
Λοιπόν, ένας μοντέρνος ποιητής που άρχισε ένα έργο και δικαίως θεωρείται ο αρχηγός της ποίησης της Θεσσαλονίκης. Ένα σπουδαίο έργο –και για να βρεθώ μέσα στο κλίμα των προηγουμένων ομιλητών– είχε μια παραξενιά που δεν την περίμεναν. Εννοείται αντίστοιχοι μοντέρνοι ποιητές στην Αθήνα υπήρχαν πάρα πολλοί, αλλά δεν υπήρχε του επιπέδου του Βαφόπουλου. Τι είχε το ιδιαίτερο; Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που έδωσε την αίσθηση του μοντερνισμού ήταν μια βυζαντινή παράδοση. Μα σοβαρά η βυζαντινή παράδοση μπορεί να έχει σχέση με το μοντέρνο; Βέβαια, με τα όσα μας έχει πει ο Πεντζίκης, θεωρείται πια αυτονόητο, αλλά τότε που ξεκίνησε ο Βαφόπουλος δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Και όμως ήταν μοντέρνος. Έτσι λοιπόν ο Βαφόπουλος δεν είναι μόνο ο πρώτος ποιητής αλλά και ο πρώτος μοντέρνος ποιητής ο οποίος φρεσκάρισε την πραγματικότητα, έδωσε μια νέα πνοή στις ποιητικές του αναζητήσεις.
Μοντερνισμός και Βυζάντιο
Ο Βαφόπουλος λοιπόν, μαζί με την συνομήλική του –ο Βαφόπουλος γεννήθηκε το 1903–, την Ζωή Καρέλλη, η οποία γεννήθηκε το 1901, και τον αδελφό της τον Πεντζίκη, ο οποίος γεννήθηκε το 1908, αυτοί οι τρεις αποτελούν μια πρώτη τριάδα μοντέρνων ποιητών ευσυνείδητων και σοβαρών –δεν κοροϊδεύαν τον εαυτό τους– και αυτοί έδωσαν μια φοβερή πνοή στην ποιητική ζωή και παράδοση της Θεσσαλονίκης, που μέχρι τότε περίπου ήταν υποανάπτυκτη. Έτσι λοιπόν, μ’ αυτούς τους τρεις, αρχίζει μια νέα παράδοση στη Θεσσαλονίκη και ήταν σοβαρότατοι και μετρημένοι. Γιατί, όπως ξέρετε, στην Αθήνα, το 1938 ήδη, οι διάφορες εξυπνάκηδες ποιητές βρήκαν εύκολο τρόπο τον σουρεαλισμό. Αντέγραψαν λοιπόν τον σουρεαλισμό, όπως ήρθε από το Παρίσι, και έλεγαν «εμείς είμαστε κι άλλοι δεν είναι». Δεν είναι όμως αυτό, το μοντέρνο πρέπει να κατακτηθεί από προσωπικό αγώνα αλλιώς δεν κάνουμε τίποτα. Είμαστε μαϊμούδες που αντιγράφουμε ανάλογα πρότυπα. Και αυτό το πράγμα έγινε και επικράτησε στην φοβερή Αθήνα. Αντίθετα εδώ υπήρξε άλλο ρεύμα. Βέβαια υπήρξαν και καμπάνιες που κάποιοι αναρωτιούνταν «τι έχει η Θεσσαλονίκη και διαφέρει τόσο πολύ από την Αθήνα;». Η απάντηση, που ίσως δεν θα ικανοποιούσε πολύ κάποιους, ήταν: «Σε ένα υπόστρωμα αρβανίτικο, η Αθήνα έβαλε από πάνω λίγο βερνίκι πελοποννησιακό» – ας μην πω ότι το αποτέλεσμα είναι κουλουβάχατα. Δεν θα με πιστέψει κανείς γιατί κάθε αποτέλεσμα που αφορά τον σουρεαλισμό είναι a priori κουλουβάχατα. Επομένως βγαίνουμε εμείς κερδισμένοι.
Και τι έγινε εδώ στην Θεσσαλονίκη; Στη Θεσσαλονίκη, με μια κάποια βυζαντινή παράδοση η οποία ευτυχώς ακόμη υπήρχε, ήρθε ένα νέο ρεύμα προσφύγων από την Μικρά Ασία με πιο φρέσκια τη βυζαντινή παράδοση και το δυνάμωσε πιο πολύ. Ταυτόχρονα, για να είμαστε και λίγο δίκαιοι, υπήρχαν δίπλα μας και οι Εβραίοι, που τα τέσσερα πέμπτα (όπως ξέρετε) είναι Ισπανοεβραίοι, οι οποίοι έβγαλαν από την πατρίδα τους έναν μυστικισμό, αν όχι εβραϊκό, σίγουρα αραβικό, έντονα. Ένας μυστικισμός λίγο αραβικός και λίγο εβραίικος είναι ευδιάκριτος ακόμη και στα ποιήματα του Λόρκα. Εγώ λ.χ., διαβάζοντας Λόρκα, κατάλαβα πιο πολλά πράγματα από έναν αντίστοιχο Αθηναίο που διαβάζει Λόρκα και δεν καταλαβαίνει τίποτα.
Πάντως, να το ομολογήσουμε και να το παραδεχτούμε, ακούγοντας παλιά σεφαρδίτικα (που είναι πιο καλά από τα ρεμπέτικα), αισθάνομαι ξαφνικά ένα πνεύμα το οποίο ήταν κάτι το καινούργιο. Γιατί αν πούμε σκέτο ρεμπέτικο, δεν λέμε τίποτα. Αν το συγκρίνουμε όμως με το ρεμπέτικο, βλέπουμε τις υπόγειες επαφές και σχέσεις λαών και πολιτισμών έστω, και απομακρυσμένων (όπως είναι ο ελληνικός πολιτισμός με τον ισπανικό), και έκανα διάφορες παρατηρήσεις πάνω σ’ αυτό το πράγμα και όντως διαπίστωσα ότι είχα δίκιο. Όχι μόνο τα σεφαρδίτικα είναι καλύτερα αλλά όντως, μέσα από τα ρεμπέτικα, είναι φανερό αυτό το υπόγειο ρεύμα που ενώνει αυτούς τους δύο λαούς.
Εν πάση περιπτώσει, να μην το ρίξω σε αναλύσεις (εγώ ήθελα να σας κάνω ένα διάγραμμα γραμματολογικό), επιμένω και πάλι στην αρχική μου παρατήρηση ότι αυτοί οι τρεις είναι οι σημαντικότεροι και κυριότεροι Θεσσαλονικείς ποιητές. Ο Βαφόπουλος κατάγεται από την Γευγελή, αλλά πολύ γρήγορα προσαρμόστηκε στο κλίμα της Θεσσαλονίκης και έγραψε ένα έργο που, όσο και να σας φαίνεται παράξενο, είναι βουτηγμένο ολόκληρο σ’ αυτό που θα έλεγα βυζαντινή παράδοση. Μα είναι δυνατό, αναρωτιούνται οι κριτικοί της Αθήνας, «τι σχέση έχει η βυζαντινή παράδοση με την Θεσσαλονίκη;» Εάν δεν το καταλαβαίνουν, δεν θα τους το εξηγήσουμε. Εάν πάλι το καταλαβαίνουν, είναι περιττό να κάθονται και να αναρωτιούνται. Έτσι λοιπόν ο Βαφόπουλος (δεν έχει σημασία που, στο τέλος της ζωής του, λιγάκι χάλασε) σημασία έχει ότι υπήρξε ένας αληθινός αρχηγός μιας νέας γραμμής και κατεύθυνσης στην ποιητική Θεσσαλονίκη.
Η κυρία Ζωή Καρέλλη (την λέω κυρία γιατί πράγματι ήταν κυρία κι ας είναι χρόνια πεθαμένη –πέθανε τουλάχιστον πριν από δεκαπέντε χρόνια) υπήρξε πάρα πολύ αξιόλογος άνθρωπος. Αυτή ήταν λόγια – και να σκεφτείτε ότι η Καρέλλη δεν έβγαλε ούτε Δημοτικό. Το φαντάζεσθε; Με ιδιαίτερα μαθήματα από εδώ κι από κει περίπου τα κατάφερε και δημιούργησε μια κάποια παράδοση για τον ίδιο τον εαυτό της. Ήξερε τέσσερις γλώσσες κι έκανε μια περίπου φιλοσοφική ποίηση. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της κας Καρέλλη είναι ότι (δεν μπορείτε να φαντασθείτε τι) είναι υπαρξίστρια φιλοσοφίνα. Αστείο πράγμα, αλλά δεν ήρθαμε εδώ για να λέμε αστεία. Πράγματι, η Καρέλλη έχει μια υπαρξιακή διάθεση και χροιά. Ευτυχώς που δεν είναι πάρα πολύ έντονη, γιατί διαφορετικά θα την έλεγαν υπαρξίστρια, δηλαδή θα την κορόϊδευαν. Παραδόξως κατάφερε να παραμείνει σοβαρότατη σ’ όλες τις φάσεις της ζωής της και είναι συγκινητικό πράγμα που ξαφνικά δένει την Θεσσαλονίκη με το Παρίσι. Αυτό καμιά φορά ίσως να μας φαίνεται ενοχλητικό. Είναι σοβαρή περίπτωση. Ο αδελφός της ο Πεντζίκης ήδη ενοχλούνταν με αυτή την τροπή της ποίησης της Καρέλλη, αλλά αυτό ήταν μια πραγματικότητα που δεν διαψεύδονταν και δεν ανατρέπονταν.
Ο Πεντζίκης (ο οποίος ήταν απείρως πιο δυναμική προσωπικότητα από την αδελφή του) κατάφερε να κάνει άλλα πράγματα. Ο Πεντζίκης, μισοσυνειδητά ως λόγιος και μισοασυνείδητα με τα υπόγεια ρεύματα που διέτρεχαν το πνεύμα του και την ψυχή του, ήταν στραμμένος ευθύς εξ αρχής στο Βυζάντιο. Όταν λέω στο Βυζάντιο να σκεφτείτε ότι το 1945 που όλοι ήμασταν στραμμένοι, πού αλλού; στην Ευρώπη, αυτός έλεγε –άδικα ματαιοπονείτε με την Ευρώπη, να στραφούμε όλοι στο Βυζάντιο. –Τι να κάνουμε; –Να διαβάσουμε όλοι συναξάρια! Έτσι λοιπόν ο Πεντζίκης κατάφερε με τα συναξάρια που διάβαζε…
Αυτό το πράγμα όμως έχει και μία συνέχεια. Ο Πεντζίκης έγραψε υπερβολικά πεζογραφήματα σε βαθμό που κρύβει το ποιητικό του ταλέντο. Γιατί, εκτός από τα πεζογραφήματα, ο Πεντζίκης έγραψε και ποιήματα. Συγκεκριμένα, τρεις ποιητικές συλλογές, οι οποίες εκδόθηκαν χωρίς ιδιαίτερη προσήλωση και λίγο πρόχειρα, αφού προηγουμένως είχαν δημοσιευθεί στο περιοδικό Μορφές και τώρα πια το ξέρουμε ως τον κύκλο των ποιημάτων του περιοδικού Μορφές, και δεν μας ενδιαφέρουν οι επιμέρους εκδόσεις. Τα ποιήματα αυτά έχουν ένα επιπλέον στοιχείο. Κάνουν μια στροφή προς την παράδοση. Την παράδοση όπως αυτός την νομίζει. Πάντως την παράδοση με τετράστιχα και ομοιοκατάληκτα. Ένα μάλιστα ποίημά του, το «Συμβάν», είναι πράγματι ένα αριστουργηματικό ποίημα. Και μέσα σ’ αυτά τα ποιήματα, γράφει τις μνήμες από την ιστορία του Βυζαντίου όπως το ξέρουμε, μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, το 1204, από τους Ευρωπαίους, όταν έγιναν κάποιες προσπάθειες να ανακτηθούν τα χαμένα εδάφη και τότε ο Πεντζίκης έγραψε μια σειρά ποιημάτων με θέμα τον αυτοκράτορα Ιωάννη Βατάτζη. Ο Ιωάννης Βατάτζης είναι ένας αυτοκράτορας από κείνους που αγωνίστηκαν πολύ να ξανακερδίσουν την Κωνσταντινούπολη το 1261. Ήταν αυτοκράτωρ της Νικαίας, έκανε ό,τι μπορούσε για να πετύχει αυτό το πράγμα και μεταξύ των άλλων έκανε πολλές εξόδους προς τη Μακεδονία. Ήρθε λοιπόν και εδώ στην Μακεδονία ο Βατάτζης, αυτοπροσώπως, με πολύ στρατό – αυτά τα πράγματα σαν χρονογραφία τα έχει ο Πεντζίκης σε ωραιότατα ποιήματά του. Εγώ τον γνώρισα το 1948 μέχρι την μέρα που πέθανε. Τον ξέρω λοιπόν πάρα πολύ καλά. Τα μυθιστορήματά του είναι λίγο μπερδεμένα, τα ποιήματά του είναι σαν νεράκι καθαρό. Και από την άποψη αυτή, επειδή κι εγώ είμαι οπαδός της καθαρολογίας –τα κουκιά να είναι μετρημένα, και ξεκάθαρα και όχι μπερδεμένα–, το εκτίμησα πάρα πολύ που βρήκα έναν πρόδρομό μου και γι’ αυτό έχω γράψει δύο-τρεις μελέτες μόνο για τα ποιήματά του που τα εκτιμώ πιο πολύ από τα πεζογραφήματα. Ο Πεντζίκης είναι και σπουδαίος ποιητής. Είναι απείρως καλύτερος από την Καρέλλη και απείρως καλύτερος από τον Βαφόπουλο. Αυτοί οι τρεις πρωτεργάτες της ποίησης της Θεσσαλονίκης, που έβαλαν κατά κάποιο τρόπο τα θεμέλια, είναι πάρα πολύ σπουδαίοι και πρέπει να τους αναφέρουμε πάρα πολύ.
Ο λυρικός ευρωπαϊσμός
Αλλά το ευρωπαϊκό ρεύμα δεν μπορούσε να αφήσει κάπως ανεπηρέαστους και τους ποιητές της Θεσσαλονίκης. Έτσι λοιπόν, σε μια μελέτη μου, τους διαίρεσα σε τέσσερις τριάδες. Και όλοι-όλοι οι ποιητές της Θεσσαλονίκης, μέχρι τέλος πάντων το ’60-’65, είναι αυτοί οι δώδεκα ποιητές που θα σας πω τώρα. Η πρώτη τριάδα, κάπως φιλοσοφικοί ποιητές, είναι οι Βαφόπουλος, Καρέλλη και Πεντζίκης, η αμέσως επόμενη τριάδα αποτελεί μια άρση αυτών των πραγμάτων, είναι όλοι Ευρωπαίοι, μουσικοθρεμμένοι, ένα πράγμα λίγο φτηνό, κάτι που θυμίζει τους αντίστοιχους Αθηναίους γιατί όλοι πηγαίνουν και βυζαίνουν από το ίδιο βυζί. Ο Βαρβιτσιώτης δεν έχει καμία σχέση παρά μόνο ποιοτική με τον Ελύτη (είναι τόσο απλό το πράγμα). Αυτή είναι η δεύτερη τριάδα. Οι λυρικοί ποιητές. Ενώ οι πρώτοι οι φιλοσοφικοί δεν είχαν ίχνος από λυρισμό. Ήταν ξεροί, στεγνοί και ουσιαστικοί. Με την ποίηση, που είναι ένα ύποπτο πράγμα και που μπορεί να είναι και λίγο κάλπικο, τα πράγματα μπερδεύονται και εμείς ζαλιζόμαστε. Ο πρώτος λυρικός ποιητής ήταν ο Θέμελης (που ίσως μερικοί να τον θυμόσαστε – ήτανε καθηγητής στο Πειραματικό Σχολείο), όντως σπουδαίος άνθρωπος. Ευτύχησα να τον γνωρίσω και να έχω κάνει πολλές συζητήσεις μαζί του. Ο Θέμελης, λοιπόν, που είναι από μια μεγάλη γενιά της Σάμου, είναι μάλιστα και ανιψιός Πατριάρχη των Ιεροσολύμων, κατάγεται από μεγάλο σόι αλλά ήθελε ευρωπαϊκά πρότυπα. Νοθευμένος σουρεαλισμός. Έτσι το λέω εγώ. Ο Θέμελης λοιπόν ήταν σπουδαίος ποιητής αλλά έχασε από ένα σημείο και πέρα, διότι η ποίηση είναι μια πολύ δύσκολη ιστορία και δεν μπορείς να γράψεις πολλά ποιήματα. Δεν μιλάω για τον Ρίτσο που έχει γράψει 20.000 ποιήματα, αυτό είναι απ’ τα άγραφτα. Αυτό μόνο για κατάρα μπορούνε να μας το πούνε. Αλλά και ο Θέμελης δεν πήγε παρακάτω. Έγραψε 17 ποιητικές συλλογές οι οποίες είναι το λιγότερο νερόβραστες, ενώ μόνο οι πρώτες πέντε συλλογές του είναι καλές, και μπορούμε να τον εντάξουμε σε αυτό το διάγραμμα που σας κάνω τώρα.
Αμέσως μετά, ο δεύτερος ποιητής είναι ο Βαρβιτσιώτης, ο οποίος γεννήθηκε το 1916, επομένως είναι ο αρχαιότερος ζων ποιητής της Θεσσαλονίκης, και να ευχηθούμε να πιάσει τα εκατό κι ακόμα παραπάνω. Ο Βαρβιτσιώτης είναι ακόμα πιο νερουλός απ’ ό,τι είναι ο Θέμελης. Παρ’ όλο που είμαι διστακτικός για κρίσεις επί της αξίας τους, θα πω πως δεν είναι Θεσσαλονικιός ως ποιητής. Δεν έχει σημασία που είναι Πελοποννήσιος από τη Βαρβίτσα, σημασία έχει ότι εδώ έζησε, εδώ μεγάλωσε, κάτι δεν θα πήρε από την Θεσσαλονίκη; Είναι αυτός που πήρε τα λιγότερα. Εν πάση περιπτώσει, είναι και αυτός σπουδαίος, είναι καταξιωμένος, αλλά υπάρχει από μέρους μου η έντονη επιφύλαξη για την προσωπική του αξία. Έχει ωραία ποιήματα στην αρχή και μετά μετριότατα.
Ο τρίτος είναι ο Στογιανίδης, μας ήρθε πρόσφυγας από την Καβάλα, ρίζωσε εδώ, αλλά δεν έχει την ένταση και την ποιότητα που είχε η προηγούμενη τριάδα και κάποιοι επόμενοι. Είναι κι αυτός πολύ λυρικός και ώρες-ώρες το χαλνάει το πράγμα. Αυτοί οι τρεις λοιπόν είναι η δεύτερη τριάδα οι οποίοι είναι αξιόλογοι αναμφισβήτητα. Εγώ δεν θα τους έβαζα αν δεν άξιζαν τον κόπο. Αξίζουν τον κόπο και μπράβο τους, αλλά δεν εκφράζουν το θέμα της Θεσσαλονίκης με τον καλύτερο και σωστότερο τρόπο.
Αναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης
Η τρίτη τριάδα είναι μεταπολεμική. Δηλαδή, αρχίζει από το 1945 και είναι, η, πώς να το πω, η «αριστερή». Ξαφνικά, μπαίνει ένα νέο ρεύμα στην όλη ποίηση της Θεσσαλονίκης, ο αριστερισμός, οι ποιητές αυτοί είναι ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Κλείτος Κύρου και ο Πάνος Θασίτης· έχουν πράγματι έντονο αριστερισμό χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εκεί σταματούν· ο Αναγνωστάκης π.χ. έχει και πολλές επιρροές από το Ευαγγέλιο, δεν θα το περίμενε κανείς από έναν αριστεριστή, επίσης έχει πολλά νταραβέρια με το ΚΚΕ, μια φεύγει, μια μπαίνει, μια τον διώχνουν· περιπέτειες όμως δικαιολογημένες, γιατί ένας ποιητής μπορεί να ακούει τις ρετσέτες ενός κόμματος; Αστείο, αδιανόητο. Αυτό ο Αναγνωστάκης δεν μπορούσε να το χωνέψει και για αυτό τους εγκατέλειψε ή μάλλον τον εγκατέλειψαν, τον έριξαν κ.τλ.
Το θέμα είναι πως η περίπτωση Αναγνωστάκη βγάζει στη φόρα πολλά κουσούρια, δηλαδή είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι, μαζί με τους αριστερισμούς του για δικαιοσύνες του λαού και κάτι τέτοια, μπαίνει μέσα σε πολλά στοιχεία του Ευαγγελίου και πράγματι τα ποιήματά του, όταν τα διαβάσει κανείς, καταλαβαίνει το πόσα στοιχεία έχει από το Ευαγγέλιο μέσα. Ο Κλείτος Κύρου έχει λιγότερα τέτοια στοιχεία, αλλά έχει πιο πολύ επιδράσεις από άλλους ποιητές· άμα ακούτε ότι ένας έχει μια επίδραση να κουμπωθείτε, άμα το ψάξεις καλά βλέπεις ότι μόνο με την επίδραση δεν γίνεται δουλειά, θέλει τσαγανό κι άμα δεν το έχεις τότε τι γίνεται; Από την άποψη αυτή, ο Κλείτος Κύρου, ο οποίος έκανε και κάποιες καταπληκτικές μεταφράσεις, μειονεκτεί σε σχέση με τον Αναγνωστάκη πάρα πολύ, χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχει κι αυτός ένα δικό του τρόπο γραφής ο οποίος είναι πάρα πολλές φορές πολύ συγκινητικός.
Πράγματι, επειδή εγώ αξιώθηκα να είμαι φίλος με τον Αναγνωστάκη, παρά τις ιδεολογικές μας διαφορές, από πολύ μικρός, τον ξέρω πολύ καλά πόσο έντιμος και πόσο γνήσιος υπήρξε σε όλες τις πράξεις της ζωής του και της ποίησής του. Είναι πάρα πολύ ευχάριστο το ότι ο Αναγνωστάκης είναι από τους πιο λιγογράφους ποιητές στη Θεσσαλονίκη – και πράγματι εμείς τι χρειαζόμαστε τις ατελεύτητες αρμαθιές στίχων όταν με λίγα λογάκια μπορεί να σου πει λόγια ουσιαστικά· αυτό είναι ο Αναγνωστάκης αυτό είναι και η αιτία που εγώ, παίρνοντας το μέρος του Αναγνωστάκη, ήδη από πολύ μικρός –τουλάχιστον από το 1963 αν θυμάμαι καλά– υπήρξα φανατικός εχθρός του Ρίτσου, δηλαδή πιστεύω ότι ο Ρίτσος έκανε πιο πολύ κακό στην ποίηση μας παρά καλό· με τέτοιες φλυαρίες, με τέτοιους εύκολους αριστερισμούς, δεν γίνεται ποίηση, γίνεται δημοκοπία ή για να είμαστε δίκαιοι γίνεται στιχουργημένο το κύριο άρθρο του Ριζοσπάστη, αλλά για όνομα του Θεού δεν είναι αυτό ποίηση. Ο Ρίτσος ακολούθησε αυτή την τακτική, πήρε βραβεία, μεταφράστηκε, αλλά εδώ στη Θεσσαλονίκη δεν έπιασε κι αυτό σας το λέω υπεύθυνα, πιστεύω δε ότι και στο μέλλον θα πέσει δραματικά.
Γι’ αυτό εγώ λοιπόν πήρα, σε αντίθεση προς τον Ρίτσο, τον Αναγνωστάκη και επέμενα πολλές φορές κι έχω γίνει μάλιστα και λίγο φορτικός να γράφω για την αξία του χωρίς να έχω και κανένα κέρδος, εγώ προσωπικά, όμως έτσι είναι. Ο Αναγνωστάκης κερδίζει πολύ διότι δεν είναι καθαρόαιμος αριστερός, αλλά έχει από πολλά ρεύματα, από άλλες πηγές, και είναι φοβερά λιγογράφος, δηλαδή τσιγκουνεύεται τους στίχους του και καλά κάνει, λίγους στίχους αλλά ζουμερούς και σημαντικούς.
Ο Κλείτος Κύρου έχει ένα ωραίο τρόπο γραφής που θυμίζει και εγγλέζικα πρότυπα αλλά είναι σαφώς κατώτερος. Ο Πάνος Θασίτης ως ποιητής έχει κι αυτός το δικό του τρόπο που είναι λίγο σατυρικός και λίγο ειρωνικός και γράφει διάφορα ποιήματα που ειρωνεύεται διάφορες καταστάσεις, ας πούμε ένα ποίημα για τον Καραγκιόζη και λέει …άρχοντές μου, είναι μια ειρωνεία μέσω του Καραγκιόζη όλων αυτών των δήθεν αρχόντων οι οποίοι είναι για κλάματα, τέτοια είναι τα ποιήματά του. Τέτοια είναι τα ποιήματα του Πάνου Θασίτη, είναι βέβαια αριστερά και σοσιαλιστικά, αλλά έχει και κάποια στοιχεία πρωτότυπα που δεν τα βρίσκεις εύκολα σε άλλο αριστερό Αθηναίο ποιητή. Αυτοί οι τρεις είναι η τρίτη τριάδα σημαντικότατη σε αφάνταστο βαθμό· λόγου χάρη, στην Αθήνα, που είναι οι σοβαροί και υπολογίσιμοι ποιητές δεν μπορεί ούτε πέντε ονόματα να διαλέξει κανείς.
Ο Νίκος Παπάς, λόγου χάρη, που μπορεί να ενταχθεί σε μια ανάλογη τριάδα, δεν είναι Αθηναίος, είναι Τρικαλινός. Ο Ρίτσος τέλος πάντων, καλώς ή κακώς, δεν είναι κι αυτός Αθηναίος, είναι από κει που ξέρετε, από την Τσακωνιά. Θέλω να πω με αυτό πως η Αθήνα δεν ευτύχισε να έχει σοβαρούς αριστερούς ποιητές που να μας πείσουν κι εμάς που δεν είμαστε αριστεροί να τους πάρουμε στα σοβαρά, αυτό είναι το σπουδαίο, αν ένας ποιητής με την ποίηση του δεν μπορεί να σε πείσει, τότε με τι μπορεί; Είναι αστείο πράγμα.
Οι ερωτικοί ποιητές
Η τέταρτη τριάδα είναι οι ερωτικοί ποιητές της Θεσσαλονίκης που είμαστε εγώ, αμέσως μετά ο Ιωάννου και αμέσως μετά ο Ασλάνογλου, ή μάλλον πρώτα ο Ασλάνογλου και μετά ο Ιωάννου. Τρεις είμαστε κι εμείς· καλώς ή κακώς, έχουμε ή δεν έχουμε το κουσούρι του έρωτα και παραδόξως πετύχαμε σε όλα, δηλαδή πετύχαμε να δώσουμε ποιήματα που τα παίρνει ο κόσμος στα σοβαρά και πείθεται ότι και ο έρωτας είναι ένα σπουδαίο στοιχείο που αξίζει τον κόπο και δεν είναι μόνο το δίκιο της εργατιάς και ο σοσιαλισμός.
Εγώ είμαι λίγο μια μυστήρια περίπτωση γιατί οι καταβολές μου είναι οπωσδήποτε πιο πολλές από ό,τι δείχνει η στραβιά μου μύτη, να’ στε σίγουροι γι’ αυτό το πράγμα.
Έτσι λοιπόν, 19 χρονών, ξεκίνησα με καταβολές εντόνως θρησκευτικές – όταν λέω θρησκευτικές δεν εννοώ τους Αγίους Πατέρες, εννοώ απλοϊκά πράγματα, το Ευαγγέλιο, από το οποίο είμαι αρκετά ικανοποιημένος.
Πρώτη μου ποιητική συλλογή είναι ένας αχταρμάς έντονου ερωτισμού με χριστιανικές αρχές. Και βγαίνει ένα κουρκούτι συμπαθητικό και ωραίο. Πράγματι, δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η ποιητική μου συλλογή μεταφράστηκε μέχρι τώρα σε 16 γλώσσες χωρίς να κουνήσω το δαχτυλάκι μου καθόλου, γιατί και οι Ευρωπαίοι μπούχτισαν πια από τους σουρεαλισμούς και το Παρίσι και θέλουν καινούργιες φωνές που δεν τις βρίσκουν στα Παρίσια, τις βρίσκουν σε κάτι τέτοια χωριουδάκια σαν την Θεσσαλονίκη.
Έτσι που λέτε, ξεκίνησα με ένα πολύ μυστήριο κουρκούτι αλλά επειδή ήταν πολύ δύσκολο αυτό το πράγμα να κρατηθεί, αρκετά γρήγορα το εγκατέλειψα, δεν είχα τα κότσια να πολεμήσω πιο πολύ κι έφτασα σε ένα επίπεδο ερωτικής ποίησης πιο απλής πιο μονόδρομης και πιο εύκολης.
Πάντως, είτε το θέλω είτε δεν το θέλω, ένα ιδιαίτερο στίγμα δημιουργήθηκε με αυτόν τον τρόπο και ολοκληρώθηκε. Τώρα πια είμαι 80 χρονών, ό,τι ήταν να γράψω το έγραψα, όλα κι όλα 300 ποιήματα, ας μείνω με αυτά τα ποιήματα, θα με θυμούνται κι όταν πεθάνω.
Ο Αλέξης Ασλάνογλου, σε μια αντιστοιχία με τον Κλείτο Κύρου σε σχέση με τον Μανόλη Αναγνωστάκη, παρουσιάζει το ίδιο φαινόμενο, έχει δηλαδή μια διάθεση για ερωτισμό αλλά ταυτόχρονα αντιγράφει κι όλους αυτούς τους Γάλλους, Ελυάρ, Ζαν Πιερ Ζουβ, υπερρεαλιστές δεν ξέρω εγώ πως τους λέτε, κι έχει κι ένα άλλο στοιχείο, το ξενικό, το παριζιάνικο μάλλον, για να είμαι ειλικρινής, με το οποίο βγαίνει ένα ωραίο κουρκούτι αλλά ταυτόχρονα ένα κουρκούτι που λιγάκι του τα χαλνάει, δηλαδή δεν έχει και μια ξεκάθαρη γλώσσα και είναι λίγο μπερδεμένη και θολή· όπως ο Κύρου, αδικείται ακριβώς από αυτό το κουρκούτι.
Ο δε Ιωάννου, ο οποίος είναι αξιόλογος και ως πεζογράφος κυρίως, αλλά ξεκίνησε πρώτα ως ποιητής, επηρεασμένος μάλιστα και λίγο από μένα, πιο πολύ όμως είναι επηρεασμένος από τον Καβάφη· και τόσο πολύ απογοητεύτηκε όταν δεν ήταν πρώτος αλλά ήταν τρίτος, που τα παράτησε όλα και στράφηκε στην πεζογραφία με πάρα πολύ καλά αποτελέσματα, αλλά οπωσδήποτε αποτελεί μια υπαναχώρηση και μια πορεία προς τα πίσω· πράγματι επέτυχε διάνα με την πεζογραφία αλλά δυστυχώς τον χάσαμε πάρα πολύ νωρίς
Κινδυνεύει η ιδιαιτερότητα της Θεσσαλονίκης;
Αυτές τις τέσσερις τριάδες πρέπει να τις δούμε τώρα από κάποιες απόψεις. Ας πούμε, μία ερώτηση σοβαρή είναι «οι άνθρωποι αυτοί τι εκφράζουν από το πνεύμα της Θεσσαλονίκης;» Αυτό είναι ένα σοβαρότατο ερώτημα και όπως σας είπα ο καθένας με τον τρόπο του κάτι εκφράζει, τόσο που δεν φαίνεται αρχικά, αλλά άμα θελήσουμε να τους συγκρίνουμε με αντίστοιχους Αθηναίους, εκεί βλέπουμε αμέσως την τρομερή διαφορά και οι πρώτοι – η Καρέλλη, ας πούμε, είναι κολοσσοί, δεν είναι αστείο πράγμα. Σκεφτείτε ότι η Καρέλλη, το κράτος της έδινε μια σύνταξη –εγώ είμαι ο μόνος που αρνήθηκε αυτήν τη σύνταξη και δεν την πήρα– η κυρία Καρέλλη δεν είχε λόγο να αρνηθεί και την πήρε, αλλά το κράτος θεώρησε ντροπή του να δώσει στην Καρέλλη μια απλή σύνταξη και τη διπλασίασε· έτσι λοιπόν η Καρέλλη είναι η μόνη ποιήτρια η οποία πήρε διπλή σύνταξη· αυτό μπορεί να υποδαυλίσει μικροκουτσομπολιά αλλά είναι και μια σοβαρή περίπτωση· ακόμη και το κράτος πιστεύει και παραδέχεται ότι η Καρέλλη ήταν τόσο σπουδαία ώστε ήταν πολύ ανώτερη απ’ τους Σεφέρηδες, τους Ελύτηδες, τους Ρίτσους κι από όλους αυτούς που μας προβάλλουν σε πρώτο επίπεδο.
Έτσι που λέτε, η Καρέλλη… Αλλά επίσης ένα άλλο σοβαρό ερώτημα είναι, καλά οι ποιητές αυτοί εκφράζουν το πνεύμα της Θεσσαλονίκης, έχουν τη δύναμη να προωθήσουν την ποίηση και λίγο παραπέρα; Κι αν μιλήσω για Αθηναίους ποιητές, μπορώ αμέσως να σας πω ότι η μόνη τους δύναμη είναι να μιμούνται γαλλικά ή και αγγλικά πρότυπα, και τώρα τελευταία και Αμερικλάνικα, αλλά τίποτε παραπέρα από μιμήσεις. Λόγου χάρη, άκουσα πριν, αναφέρθηκε το όνομα ενός ποιητή, ο οποίος αυτοκτόνησε όπως ξέρετε, και αυτός είναι από αυτούς που αντέγραψαν κατά κόρον Αμερικλάνους ε, ναι δεν είναι έτσι; Πρέπει να μάθει κανείς πως αν γλυτώσει από τους Γάλλους και πέσει στους Αμερικλάνους τί κερδίσαμε; Το ίδιο πράγμα. Το θέμα είναι αφού ξεπεραστούν οι μιμήσεις, μπορεί να τους φέρει κάτι καλό;
Το 1962 αξιώθηκα να μεταφραστώ σε μια ανθολογία Θεσσαλονικέων ποιητών που εκδόθηκε στην Γενεύη της Ελβετίας. Την προλόγισαν δύο καθηγητές από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης και κυκλοφόρησε ευρύτατα. Γράφτηκαν και κάποιες κριτικές. Ένας κριτικός έλεγε τα εξής: (Σας τα λέω γιατί τα θυμούμαι ακόμη γιατί μου έκαναν εντύπωση ύστερα από μισό αιώνα). Και τι έλεγε; «Διάβασα ότι υπήρχε μια ανθολογία Θεσσαλονικέων, επειδή εμείς εδώ τους ξέρουμε από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήθελα να δω αν αξίζουν αυτοί του Α΄ παγκοσμίου πολέμου κι αν προχώρησαν λίγο παραπέρα και τι καινούργιο έχουν να προσφέρουν· διάβασα λοιπόν την ανθολογία και δεν έχουν τίποτα απολύτως, αυτοί μιμούνται τον Ελυάρ, ακόμα εκεί σταμάτησαν. Βέβαια θέλω να εξαιρέσω δύο περιπτώσεις: τον Πεντζίκη, ο οποίος με άφησε κατάπληκτο, γιατί τα ποιήματα του Πεντζίκη δεν θυμίζουν κανένα Ελυάρ, και τον Χριστιανόπουλο ο οποίος με τον τρόπο του έχει κάτι το πρωτότυπο, δηλαδή πρωτότυπο με την έννοια ότι δεν περίμενα να διαβάσω από έναν επαρχιώτη ποιητή ποιήματα τόσο ενδιαφέροντα». Έτσι μου κόλλησε και τη ρετσινιά μια μπρος μια πίσω, οι έπαινοι του Γάλλου κριτικού.
Επανέρχομαι λοιπόν αυτά είναι τα δύο μεγάλα προβλήματα που πρέπει να μας απασχολούν ως αναγνώστες, το πρώτο είναι αν έχουμε τη δύναμη να εκφράσουμε το χρώμα και το κλίμα της πατρίδος μας, με ό,τι ιδιαίτερο συνεπάγεται αυτό, και δεύτερον αν έχουμε τη δύναμη να εκφράσουμε κάτι καινούργιο, το οποίο θα οδηγήσει σε ένα νέο δρόμο την ποίηση. Αν είναι να αντιγράφουμε τα ίδια και τα ίδια, δεν έχει νόημα. Εύκολο είναι να υμνείς τα τριαντάφυλλα και τα ηλιοβασιλέματα αλλά δεν φτάνει αυτό, θέλει κάτι παραπάνω.
Το γενικό πλαίσιο αυτής της δωδεκάδας είναι περίπου θετικό. Τουλάχιστον οι μισοί από αυτούς τους δώδεκα έχουν και κάτι δικό τους και κάτι θεσσαλονικιώτικο κι ένα τρόπο να προωθήσουν την ποίηση στα μη περαιτέρω η οποία και θα ανανεωθεί. Αυτό το πράγμα είναι πολύ σπουδαίο πράγμα, δεν ξέρω λόγου χάρη αν συμβαίνει στην Αθήνα, αλλά το θέμα είναι ότι αν πράγματι δεν λέω ψέματα, πρέπει να πω και αμέσως παρακάτω ότι αυτό το πληρώσαμε ακριβά. Θα μου πείτε γιατί; Γιατί δεν μπορείτε να φανταστείτε τι πόλεμο μας κάνει η πνευματική Αθήνα, λόγου χάρη, αν διαπιστώσουν ότι κάποιος έχει κάτι ιδιαίτερο να πει, με κάθε τρόπο πρέπει να τον θάψουν και να τον εξαφανίσουν. Χωρίς να το καταλάβουμε, βγήκε μια γενιά η οποία ονομάστηκε γενιά του ’70, στην Αθήνα. Αυτοί οι Αθηναίοι έβαλαν σκοπό στη ζωή τους δύο πράγματα, πρώτα-πρώτα να ευλογήσουν τα γένια τους, και μπορούσαν να τα ευλογήσουν, έχουν πολλούς εκδότες, πολλά περιοδικά, πολλές εφημερίδες, πολλά πολλά.
Και πες, πες, από δίπλα, άφησαν να ποτίζουν και το δηλητήριό τους. Ποιοι είναι αυτοί οι Θεσσαλονικείς; Αστεία πράγματα. Κάντε-τους πέρα. Με το πες, με τα αστεία και με τα σοβαρά, αυτή η τακτική έπιασε, εγώ λόγου χάρη, ο οποίος δεν γνώρισα ποτέ κανέναν εκδότη κι εύχομαι να μην γνωρίσω καθόλου, δεν έχω δυνατότητα να προωθηθώ καθόλου ή να πιστέψουν ότι κάτι αξίζω κι εγώ. Δηλαδή, είναι λίγο αστείο αλλά είναι μια πραγματικότητα, δεν εννοώ όχι μόνον με τον πρωθυπουργό να μην έχω μια καλημέρα, αλλά να μην έχω με κανέναν εκδότη απολύτως. Αν αξίζω, αξίζω με την ποίησή μου, κι όχι με τις γνωριμίες μου, με τους εκδότες μου. Αυτά είναι τα λεγόμενα διπλαρώματα. Έτσι λοιπόν, με το πες, πες, πες, δεν μπορείτε να φανταστείτε τι κατάφεραν να μας τουμπάρουν και στην ποίηση και στην πεζογραφία, κι αυτό το πράγμα μέχρι το 1980-85 άντε 90 ολοκληρώθηκε, δηλαδή περίπου όλη η προσπάθεια των Θεσσαλονικέων πήγε στον βρόντο. Και μας λένε «ποια είναι η Καρέλλη; Κοροϊδευόμαστε; Η Δημουλά». Δεν μπορώ να καταλάβω τι της βρίσκουν της Δημουλά. Υψηλή ποίηση της βρίσκουν; Ωραίες λέξεις; Μυστήριο πράγμα. Και η Καρέλλη βεβαίως δεν έχει πέσει από το βάθρο της ακόμη, μπορεί αργότερα ναι, αλλά προς το παρόν όχι.
Εκτός αυτού όμως, εμείς οι Θεσσαλονικείς είχαμε ακόμη μία ατυχία τρομερή. Εκτός από τον πόλεμο αυτόν της γενιάς του ’70, είχαμε κι έναν άλλο πόλεμο, απροσδόκητο και φοβερό, τον πόλεμο της αμερικανοκρατίας. Δηλαδή, άλλαξαν οι καιροί πια. Πάνε οι Αγγλίες, οι Γερμανίες, οι Γαλλίες, όλα τα κακά προέρχονται από την Αμερική και στον χώρο της ποίησης. Οι νέοι ποιητές επηρεάζονται από τους Αμερικανούς κι είναι θλιβεροί. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο πεσμένη είναι η σύγχρονη αμερικανική ποίηση, την οποία οι εδώ την μιμούνται με το παραπάνω. Και αυτό κάνει πολύ κακό. Λόγου χάρη, σας είπα πιο πριν ένα παράδειγμα από το ρεμπέτικο, που το ξέρω λίγο καλύτερα. Τώρα πια το ρεμπέτικο έχει εξαφανιστεί, δεν υπάρχει πια και ποιος το αντικατέστησε, μπορείτε να φανταστείτε; Ουαί κι αλίμονο, το ροκ! Αυτό είναι ο αντικαταστάτης. Πάει πια η γνήσια λαϊκή έμπνευση που είχε το παλιό ρεμπέτικο με τους χασικλήδες. Το ροκ, ένα πράγμα το οποίο ούτε μετρικά, ούτε υφολογικά ταιριάζει με την ελληνική παράδοση. Με την τζαζ ταιριάζει βέβαια, αλλά είναι άλλο πράγμα.
Όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο, θεωρώ ότι αυτή η αντίδραση που προέρχεται από την Αμερική, το δεύτερο γερό χτύπημα στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης· δηλαδή δεν φτάνει που δεν είχαμε στον ήλιο μοίρα με τους Αθηναίους, έχουμε τώρα και ακόμα παραπέρα τους Αμερικάνους.
Αυτά τα πράγματα σκεφτείτε-τα και σεις δεν είναι λόγια της καραβάνας, είναι σοβαρά πράγματα, κινδυνεύουμε από έναν καταποντισμό. Αργά ή γρήγορα, θα συνδυαστεί με οικονομική κρίση; Πάντως η Θεσσαλονίκη, η πνευματική Θεσσαλονίκη, η οποία είχε δύο-τρεις ιδιαιτερότητες, κινδυνεύει με καταποντισμό από ποιους; Από τους ίδιους τους ομοτέχνους! Όχι από το Γιωργάκη τον Παπανδρέου. Τι ξέρει αυτός, αστεία πράγματα, μεσάνυχτα έχει. Θέλω να σας πω, για να ενώσω όλο το θέμα της βραδιάς, ενώ ήρθατε να ακούσετε για ποιητές της Θεσσαλονίκης, και θα λέγατε με το νου σας «τι με νοιάζει εμένα για την Καρέλλη;». Να σας νοιάζει πολύ. Κάθε χαστούκι που δέχονται όλοι αυτοί οι ποιητές, και μάλιστα φανερά, από τη Θεσσαλονίκη γίνεται για το κακό του ίδιου του τόπου της χώρας μας, της Ελλάδος. Αυτό να το χωνέψετε πάρα πολύ. Αυτά τα λίγα είχα να πω και με συγχωρείτε για την φλυαρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου