Άρης Χατζηστεφάνου
Το εάν ο ISIS έχει κατορθώσει να δημιουργήσει ένα ιδιότυπο «κοινωνικό συμβόλαιο» με τμήματα των πληθυσμών που καταλαμβάνει και το κατά πόσον η Δύση είναι πλέον σε θέση να ελέγξει το δημιούργημά της, ή θα συνεχίσει να το βλέπει να γιγαντώνεται εκτός ελέγχου είναι τα δύο μεγάλα ερωτήματα σήμερα.
Το καλοκαίρι του 2015 το BBC έκανε το «λάθος» να αναθέσει στην εταιρεία ORB μια δημοσκόπηση στη Συρία. Έκτοτε τα διεθνή μέσα ενημέρωσης αλλά και το ίδιο το BBC προσπαθούν να το ξεχάσουν. Όπως αποδείχθηκε το 82% των Σύρων πιστεύει ότι το Ισλαμικό Κράτος είναι δημιούργημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Να σημειωθεί μάλιστα ότι το δείγμα προέρχεται και από περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο του ISIS και της οργάνωσης Αλ Νούσρα, που συνδέεται με την Αλ Κάιντα. Τα στοιχεία που ήρθαν τα τελευταία χρόνια στη δημοσιότητα για την πραγματική ιστορία του ISIS δείχνουν να βεβαιώνουν αυτή την αντίληψη των Σύρων.Οι ευνοϊκές συνθήκες για τη δημιουργία του ISIS προκύπτουν αμέσως μετά την αμερικανική εισβολή και κατάληψη του Ιράκ, που αποσταθεροποιεί την ευρύτερη Μέση Ανατολή ενώ παράλληλα πυροδοτεί το εμφυλιακό κλίμα μεταξύ σιιτών και σουνιτών. Δεν είναι τυχαίο ότι μερικά χρόνια αργότερα το Ισλαμικό κράτος θα καταφέρει να προσεταιριστεί τμήματα του παλαιού μπααθικού κατεστημένου και κυρίως στρατιωτικούς του Σαντάμ Χουσεϊν που θα το βοηθήσουν σε θέματα εκπαίδευσης αλλά και γενικότερης στρατηγικής.
Το κομβικό σημείο όμως για τη γέννηση του σημερινού ISIS είναι η νατοϊκή επέμβαση στη Λιβύη για την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι. Οι ΗΠΑ και δευτερευόντως η Γαλλία επιστρέφουν επισήμως στην πολιτική της δεκαετίας του ’80 με την οποία η Δύση εξόπλιζε, χρηματοδοτούσε ή ανέχονταν ακραίες ισλαμικές ομάδες ως ανάχωμα σε αριστερά ή κοσμικά στοιχεία (Αλγερία, Παλαιστίνη, Τουρκία, Αφγανιστάν). Συγκεκριμένα στη Λιβύη ο οπλισμός καταλήγει σε τοπικές οργανώσεις που συνδέονται άμεσα με την Αλ Κάιντα αλλά και σε χιλιάδες μισθοφόρους που καταφθάνουν στην περιοχή για να πολεμήσουν το καθεστώς του Καντάφι (αντίστοιχες ομάδες μισθοφόρων χρησιμοποιούσε και ο Λίβυος πρώην πρόεδρος). Η ολοκληρωτική κατάρρευση του κράτους στη Λιβύη επιτρέπει στις ομάδες των ακραίων ισλαμιστών και των μισθοφόρων να ανασυνταχθούν ενώ ξεκινά η μεγάλη έξοδος βαριά οπλισμένων ομάδων προς γειτονικές χώρες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Μάλι στο οποίο επιστρέφουν μαχητές (κυρίως Τουαρέγκ) που πολέμησαν στο στρατόπεδο του Καντάφι αλλά και τζιχαντιστές που εξοπλίζονταν από τους μηχανισμούς της CIA και άλλων μυστικών υπηρεσιών.
Η εδραίωση του ISIS ξεκινά το 2011 από το Ιράκ και τη Συρία, όπου η οργάνωση αποκτά τα σημερινά της χαρακτηριστικά ενώ εξασφαλίζει οπλισμό με δυο διαφορετικούς τρόπους: Στο Ιράκ παίρνει τον αμερικανικό οπλισμό του ιρακινού στρατού, ο οποίος εγκαταλείπει σχεδόν αμαχητί αρκετές μεγάλες πόλεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο στη Μουσούλη το Ισλαμικό κράτος εξασφάλισε 2.300 στρατιωτικά οχήματα τύπου Χάμβι, αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά και άρματα μάχης και βαρύ οπλισμό. Στη Συρία τα χρήματα και ο οπλισμός φτάνουν μέσα από ένα δαιδαλώδες δίκτυο, υπό την υψηλή εποπτεία της CIA, στο οποίο συμμετέχουν η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ ενώ εμπλέκονται η Τουρκία και η Ιορδανία αλλά ακόμη και η Κροατία, που σε αρκετές περιπτώσεις λειτούργησε σαν διαμετακομιστικός σταθμός για τη μεταφορά όπλων. Το επιχείρημα αυτών των χωρών ότι ενισχύουν την «μετριοπαθή αντιπολίτευση» καταρρέει από πολύ νωρίς, καθώς τα όπλα καταλήγουν σε οργανώσεις που συνεργάζονταν με την Αλ Κάιντα, όπως η Αλ Νούσρα, ή σε άλλες ομάδες που προσχωρούν τμηματικά ή συντεταγμένα στον ISIS.
Ανεξαρτήτως όμως των συνθηκών που οδήγησαν στη δημιουργία του ISIS το μεγάλο ερώτημα που σχεδόν κανείς δεν θέλει να απαντήσει είναι εάν η οργάνωση έχει κατορθώσει να δημιουργήσει ένα ιδιότυπο «κοινωνικό συμβόλαιο» με τμήματα των πληθυσμών που καταλαμβάνει – γεγονός που ίσως εξηγήσει και τη μεγάλη δεξαμενή από την οποία αντλεί τους μαχητές του. Είναι προφανές ότι μια δύναμη που ελέγχει εκτάσεις στις οποίες κατοικούν σχεδόν δέκα εκατομμύρια άνθρωποι δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στην ωμή βία – ακόμη και τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής άλλωστε είχαν πάντα ορδές δοσιλόγων να τα υπηρετούν ενώ σε περιπτώσεις όπως της Γαλλίας εξασφάλιζαν την ανοχή και μεγάλων τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων. Είναι γεγονός ότι στο μετά τον Σαντάμ Χουσεϊν Ιράκ μεγάλες περιοχές σουνιτών, που δέχονταν για χρόνια τις επιθέσεις από το στρατό και παραστρατιωτικά τάγματα εφόδου, δεν είχαν πολλές επιλογές παρά να αποδεχθούν την «προστασία» που τους υποσχόταν το ISIS.
Στη Συρία, ο ISIS κατάφερε να στρατολογήσει μαχητές από τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού τα οποία είχαν χάσει κάθε δίκτυ κοινωνικής προστασίας πριν ακόμη ξεκινήσει ο εμφύλιος. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, που ακολουθούσαν όλα ανεξαιρέτως τα κοσμικά και πάλι ποτέ επαναστατικά καθεστώτα από τη Λιβύη και την Αίγυπτο μέχρι τη Συρία, δημιούργησε μάζες εξαθλιωμένων ανθρώπων που ζητούσαν άμεσα προστασία. Ενώ τα μεσαία μορφωμένα στρώματα τροφοδοτούσαν τις γνήσιες λαϊκές εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης ζητώντας κοινωνική αλλά και οικονομική ισότητα, τα πληβειακά στρώματα ήταν πολύ πιο εύκολο να ακολουθήσουν τα θρησκευτικά προστάγματα αλλά και τις υποσχέσεις των τζιχαντιστών.
Το δεύτερο ερώτημα που συχνά μένει αναπάντητο είναι εάν η Δύση είναι πλέον σε θέση να ελέγξει το δημιούργημά της, ή θα συνεχίσει να το βλέπει να γιγαντώνεται εκτός ελέγχου. Οι περισσότεροι στρατιωτικοί αναλυτές συμφωνούν ότι οι αεροπορικές επιδρομές μπορεί να «γράφουν» καλά στις κάμερες των δυτικών μέσων ενημέρωσης αλλά σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις αλλάζουν τις ισορροπίες στο έδαφος. Ο ISIS διατηρεί ακόμη τα χαρακτηριστικά ενός ευέλικτου σώματος ατάκτων που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εάν οι εναέριοι βομβαρδισμοί δεν συνοδεύονται από φιλικές στρατιωτικές δυνάμεις στο έδαφος. Όσες φορές υπήρξε αυτός ο συνδυασμός, όπως στην ηρωική αντίσταση των Κούρδων στο Κομπάνι, η πολεμική αεροπορία έπαιξε σημαντικό ρόλο. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, τα σχεδόν τυφλά χτυπήματα των δυτικών, απλώς σκόρπισαν το θάνατο μεταξύ αμάχων δημιουργώντας νέες δεξαμενές για την άντληση μαχητών από τους τζιχαντιστές.
Το πραγματικό ερώτημα όμως είναι εάν υπάρχει ακόμη και σήμερα πραγματική βούληση για την αντιμετώπιση ενός φρικιαστικού φαινομένου, το οποίο όμως μέχρι σήμερα υπηρέτησε πιστά τα συμφέροντα των ΗΠΑ και τις ΕΕ τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στο εσωτερικό των δυτικών μητροπόλεων. Οι δυνάμεις που επέβαλαν για δεκαετίες εμπορικούς αποκλεισμούς στους πολιτικούς τους αντιπάλους αλλά επιτρέπουν ακόμη και σήμερα στον ISIS να θησαυρίζει από τις πωλήσεις πετρελαίου, δύσκολα μπορούν να πείσουν ότι βλέπουν τον τζιχαντισμό σαν τον βασικό τους αντίπαλο.
Ανεξαρτήτως όμως των συνθηκών που οδήγησαν στη δημιουργία του ISIS το μεγάλο ερώτημα που σχεδόν κανείς δεν θέλει να απαντήσει είναι εάν η οργάνωση έχει κατορθώσει να δημιουργήσει ένα ιδιότυπο «κοινωνικό συμβόλαιο» με τμήματα των πληθυσμών που καταλαμβάνει – γεγονός που ίσως εξηγήσει και τη μεγάλη δεξαμενή από την οποία αντλεί τους μαχητές του. Είναι προφανές ότι μια δύναμη που ελέγχει εκτάσεις στις οποίες κατοικούν σχεδόν δέκα εκατομμύρια άνθρωποι δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στην ωμή βία – ακόμη και τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής άλλωστε είχαν πάντα ορδές δοσιλόγων να τα υπηρετούν ενώ σε περιπτώσεις όπως της Γαλλίας εξασφάλιζαν την ανοχή και μεγάλων τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων. Είναι γεγονός ότι στο μετά τον Σαντάμ Χουσεϊν Ιράκ μεγάλες περιοχές σουνιτών, που δέχονταν για χρόνια τις επιθέσεις από το στρατό και παραστρατιωτικά τάγματα εφόδου, δεν είχαν πολλές επιλογές παρά να αποδεχθούν την «προστασία» που τους υποσχόταν το ISIS.
Στη Συρία, ο ISIS κατάφερε να στρατολογήσει μαχητές από τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού τα οποία είχαν χάσει κάθε δίκτυ κοινωνικής προστασίας πριν ακόμη ξεκινήσει ο εμφύλιος. Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, που ακολουθούσαν όλα ανεξαιρέτως τα κοσμικά και πάλι ποτέ επαναστατικά καθεστώτα από τη Λιβύη και την Αίγυπτο μέχρι τη Συρία, δημιούργησε μάζες εξαθλιωμένων ανθρώπων που ζητούσαν άμεσα προστασία. Ενώ τα μεσαία μορφωμένα στρώματα τροφοδοτούσαν τις γνήσιες λαϊκές εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης ζητώντας κοινωνική αλλά και οικονομική ισότητα, τα πληβειακά στρώματα ήταν πολύ πιο εύκολο να ακολουθήσουν τα θρησκευτικά προστάγματα αλλά και τις υποσχέσεις των τζιχαντιστών.
Το δεύτερο ερώτημα που συχνά μένει αναπάντητο είναι εάν η Δύση είναι πλέον σε θέση να ελέγξει το δημιούργημά της, ή θα συνεχίσει να το βλέπει να γιγαντώνεται εκτός ελέγχου. Οι περισσότεροι στρατιωτικοί αναλυτές συμφωνούν ότι οι αεροπορικές επιδρομές μπορεί να «γράφουν» καλά στις κάμερες των δυτικών μέσων ενημέρωσης αλλά σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις αλλάζουν τις ισορροπίες στο έδαφος. Ο ISIS διατηρεί ακόμη τα χαρακτηριστικά ενός ευέλικτου σώματος ατάκτων που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί εάν οι εναέριοι βομβαρδισμοί δεν συνοδεύονται από φιλικές στρατιωτικές δυνάμεις στο έδαφος. Όσες φορές υπήρξε αυτός ο συνδυασμός, όπως στην ηρωική αντίσταση των Κούρδων στο Κομπάνι, η πολεμική αεροπορία έπαιξε σημαντικό ρόλο. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις, τα σχεδόν τυφλά χτυπήματα των δυτικών, απλώς σκόρπισαν το θάνατο μεταξύ αμάχων δημιουργώντας νέες δεξαμενές για την άντληση μαχητών από τους τζιχαντιστές.
Το πραγματικό ερώτημα όμως είναι εάν υπάρχει ακόμη και σήμερα πραγματική βούληση για την αντιμετώπιση ενός φρικιαστικού φαινομένου, το οποίο όμως μέχρι σήμερα υπηρέτησε πιστά τα συμφέροντα των ΗΠΑ και τις ΕΕ τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στο εσωτερικό των δυτικών μητροπόλεων. Οι δυνάμεις που επέβαλαν για δεκαετίες εμπορικούς αποκλεισμούς στους πολιτικούς τους αντιπάλους αλλά επιτρέπουν ακόμη και σήμερα στον ISIS να θησαυρίζει από τις πωλήσεις πετρελαίου, δύσκολα μπορούν να πείσουν ότι βλέπουν τον τζιχαντισμό σαν τον βασικό τους αντίπαλο.
Εφημερίφα ΠΡΙΝ 22/11/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου