Tου Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Δεν θα ξέραμε τίποτα για τους θεούς αν οι άνθρωποι δεν είχαν προετοιμάσει για λογαριασμό τους το έδαφος της δράσης τους. «Οι ομηρικοί θεοί», παρατηρεί η Χάνα Άρεντ, «δεν ενεργούν παρά μόνο σε σχέση με τους ανθρώπους… Άνθρωποι και θεοί δρουν από κοινού, αλλά το σκηνικό στήνεται από τους θνητούς, ακόμα κι αν η απόφαση λαμβάνεται στο συμβούλιο του Ολύμπου». Από άλλη σκοπιά, ο ένας και μοναδικός Θεός των Εβραίων δεν θα υπήρχε έξω από την περιπλάνηση, τις ήττες και τις διαψεύσεις τους, αλλά και την προσπάθειά τους να παραμείνουν «ο εκλεκτός λαός του Γιαχβέ». Όσο πειστικές κι αν είναι, ωστόσο, οι απαντήσεις που διαθέτουμε –ιστορικές, κοινωνιολογικές ή ψυχαναλυτικές– για την ανάδυση και τις μεταμορφώσεις του ιερού, ελάχιστα μας λένε αυτές για το νόημα της ζωής που καταλήγει με βεβαιότητα στο θάνατο· ακριβώς η αναζήτηση του νοήματος αυτού, όμως, είναι που δίνει υπόσταση στην πίστη: «Ακόμα κι αν απαντηθούν όλα τα πιθανά επιστημονικά ερωτήματα», λέει ο Βίτγκενστάιν στο Tractatus, «δεν θα έχουμε αγγίξει ακόμα τα προβλήματα της ζωής».
Είναι γι’ αυτό που το Πάσχα κατέχει τόσο ξεχωριστή θέση στο ημερολόγιο του χριστιανικού κόσμου: γιατί εκεί, περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη «στιγμή», βρίσκεται για τους χριστιανούς η απάντηση στο ερώτημα «τι νόημα έχει όλο αυτό;»: Ο γιος του Θεού συμμετέχει με τον πιο πλήρη τρόπο στην ανθρώπινη συνθήκη, ζει ανάμεσα σε «περιθωριακούς», υφίσταται ένα σωρό μαρτύρια σαν κοινός θνητός και πίνει το ποτήρι μέχρι το τέλος – για να δείξει με τη ζωή, και κυρίως το θάνατό του, ότι το νόημα της ζωής είναι η αγάπη για τον πλησίον μέχρι τέλους. Δεν πρόκειται πια για τον παντοδύναμο θεό-τιμωρό της αρχαιότητας, που επιτηρεί, εκδικείται ή συμπαραστέκεται αφ’ υψηλού. Αλλά για κάποιον που μπαίνει στον κόπο των εγκόσμιων ως και τη στιγμή της επιθανάτιας αγωνίας, υπερασπιζόμενος το παράδειγμά του με το σώμα του· όχι πια για ένα θεό-Πατέρα, αλλά για ένα θεό-σύντροφο.
Αυτό είναι που αποδίδουν θαυμάσια οι πίνακες του Καραβάτζο επισκοπώντας τις στιγμές της θείας ταπείνωσης, από την Προδοσία ως το αναστάσιμο Δείπνο στους Εμμαούς. Κυρίως, όμως, αυτό είναι το όριο της (δίκαιης) κριτικής στο χριστιανισμό, ότι ιεραρχεί τα εγκόσμια χαμηλότερα από τη «ζωή μετά». Με τα λόγια του Τέρυ Ήγκλετον, παρά την πρετ-α-πορτέ χριστιανική εικονογραφία της επιστροφής του Ιησού εν πλήρη δόξη μεταξύ των αγγέλων, για την Τελική Κρίση, «η σωτηρία αποδεικνύεται μια πεζή υπόθεση: τάισμα των πεινασμένων, ξεδίψασμα των διψασμένων, καλωσόρισμα των ξένων και επισκεπτήριο στους κρατούμενους. Χωρίς καμιά ‘θρησκευτική’ γοητεία ή αύρα […] Όταν δρας κατ’ αυτό τον τρόπο, είσαι κοινωνός της αγάπης που δημιούργησε τα άστρα»[1]. «Ο χριστιανισμός», συνηγορεί ο Μαρσέλ Γκωσέ στην Απομάγευση του κόσμου, «υπήρξε η θρησκεία της εξόδου απ’ τη θρησκεία, καθότι παραμένει η μόνη δυνατή θρησκεία μιας κοινωνίας χωρίς θρησκεία».
Σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες απόπειρες να απαντηθεί το ερώτημα του νοήματος, απόπειρες που αρχίζουν και τελειώνουν στον εαυτό, η χριστιανική απάντηση στο ερώτημα του νοήματος είναι κοινωνική, οικουμενική και καθολική· πριν απ’ oτιδήποτε όμως, είναι υλική και πρακτική. Δεν είναι το νόημα που δίνει ο καθένας στα πράγματα –μια ιδιωτική και διανοητική υπόθεση–, ούτε απόσυρση στον εαυτό, αφοσίωση στο έθνος ή αγάπη για το ίδιο· είναι ενεργός μαρτυρία προς «πάντα τα έθνη», και όπως λέει ο Ήγκλετον, «αγάπη για τους ξένους – όχι γι’ αυτούς που επιθυμείς ή θαυμάζεις».
Όσες στρεβλώσεις κι αν έχουν στοιβαχτεί γύρω από αυτόν τον πυρήνα –από το φόβο του θανάτου, την ενοχή και την αναζήτηση μιας φιγούρας προστάτη, που στρατολογούν πιστούς, ως τις σταυροφορίες, την αποικιοκρατία, την Ιερά Εξέταση και λογής φονταμενταλισμούς–, αυτό το «είδος» αλήθειας του χριστιανικού μηνύματος, και η αίσθηση σκοπού που συνδέεται μαζί του, εξακολουθούν να συγκινούν πιστούς και μη. Ούτε η διαφωτιστική διεκδίκηση της αυτονομίας ή η νιτσεϊκή αναγγελία του «θανάτου του Θεού», ούτε η αισιοδοξία για την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνικής, που διαψεύστηκε οικτρά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης του 20oυ αιώνα, ούτε τέλος η επιστράτευση του χριστιανισμού στη σύγχρονη «σύγκρουση των πολιτισμών» ή η διαφθορά της φιλανθρωπίας ήταν δυνατό να θεραπεύσουν τη «νοσταλγία του απόλυτου» μετά την έκλειψη των κοινωνιών που οργάνωνε η χριστιανική θρησκεία: τη νοσταλγία της απόλυτης αγάπης για τον άνθρωπο που πάσχει, και που γι’ αυτό είναι αδελφός. Ίσως γιατί, εξακολουθώντας να σκάβει σε πυκνά σκοτάδια, σαν τυφλοπόντικας, είναι αυτός που έχει ανάγκη έναν θεό-Αγάπη – σε αντίθεση με το (κατά φαντασίαν) αυτόνομο υποκείμενο του φιλελευθερισμού, που αντικαθιστώντας το θεό με τον άνθρωπο, κατέληξε ανάδελφος «ειδήμων χωρίς πνεύμα και ηδονιστής χωρίς καρδιά». Έχει, νομίζω, την αξία του ότι η θαυμάσια αυτή διατύπωση δεν μας έρχεται από κάποιο χριστιανό θεολόγο, αλλά από τον επονομαζόμενο «Μαρξ της αστικής τάξης», τον Μαξ Βέμπερ.
***
Ο υλικός κόσμος είναι ένας κόσμος ορίων – ένας περατός κόσμος, εξ ορισμού αφιλόξενος για κάθε Απόλυτο· ιδίως όμως το Απόλυτο της αγάπης, σε έναν τέτοιο κόσμο, είναι από μη νοητό έως επικίνδυνο. Όχι μόνο γιατί τροφοδοτεί νέους φονταμενταλισμούς – την πεποίθηση, όπως λέει ο Ήγκλετον, ότι χωρίς τον πάροχο του Απόλυτου Νοήματος, κάθε οικοδόμημα είναι καταδικασμένο να καταρρεύσει σα σωρός από τραπουλόχαρτα. Είναι επικίνδυνο για έναν επιπλέον λόγο. Ήδη από τα χρόνια της Μεταρρύθμισης, ο Μακιαβέλι σχολίαζε ανήσυχος ότι τα νέα μοναστικά τάγματα διέσωζαν τη θρησκεία από την καταστροφή με την οποία την απειλούσε η ελευθεριότητα των ιεραρχών και των αρχηγών της Εκκλησίας, δίδασκαν όμως στους ανθρώπους να είναι καλοί, αντί να αντιστέκονται στο κακό – αφήνοντας έτσι τους διεφθαρμένους κυβερνήτες ασύδοτους. Αρκετά αργότερα, συμφωνώντας με τον Νίτσε και τον Στίρνερ ότι ο χριστιανισμός εκπαιδεύει δούλους, η αναρχική Έμα Γκόλντμαν έγραφε:
Ο ηθικός και ποιητικός μύθος του Χριστού έχει τόσο βαθιά διαποτίσει τις ζωές μας, ώστε ακόμα και μερικά από τα πιο προχωρημένα μυαλά δυσκολεύονται να χειραφετηθούν από το ζυγό του […] Ο ίδιος ο Χριστός και τα διδάγματά του είναι η ενσάρκωση της υποταγής, της αδράνειας, της άρνησης της ζωής και γι’ αυτό ο άμεσα υπεύθυνος για όσα συνέβησαν στο όνομά του. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μπορούν κάλλιστα να κηρύσσουν το ευαγγέλιο του Χριστού. Δεν περιέχει τίποτε το πραγματικά επικίνδυνο για το καθεστώς της εξουσίας και του πλούτου, αλλά αντιθέτως, την ταπείνωση, την μετάνοια και την θλίψη και είναι τελείως αδρανές απέναντι σε κάθε προσβολή και κάθε αίσχος που επιβάλλεται στην ανθρωπότητα.
Όμως η συμμαχία με την εξουσία του πλούτου ή η αντίληψη «κοινών συμφερόντων» δεν έχουν τίποτα το τυπικά χριστιανικό: «Είναι ευκολότερο να περάσει μια καμήλα από την τρύπα που ανοίγει η βελόνα, παρά ο πλούσιος να εισέλθει στην Βασιλεία του Θεού […] Ό,τι είναι αδύνατο για τους ανθρώπους, είναι δυνατό για το θεό» (Ματθ. ιθ’, 24-26). Το πιο σημαντικό: έναν αιώνα μετά τη δημοσίευση της Προτεσταντικής Ηθικής, με την οποία ο Βέμπερ συνδέει το πνεύμα του καπιταλισμού, την ηθική της συσσώρευσης, με την καλβινιστική επιταγή του ασκητισμού ως μόνου δρόμου τη σωτηρία, το φιλελεύθερο πνεύμα της εποχής απορρίπτει την κριτική της Αριστεράς στον καπιταλισμό ως υπερβολικά μαλθακή, δηλαδή «χριστιανική»[2]. Στο σκοτεινό Μεσοπόλεμο, μια τέτοια μομφή προερχόταν από πολύ δεξιότερα: μαρτυρίες όπως του Άλμπερτ Σπεερ, επίσημου αρχιτέκτονα του Τρίτου Ράιχ, ανέφεραν ότι, αν και βαφτισμένος χριστιανός, ο Χίτλερ μιλούσε με περιφρόνηση για τη χριστιανική θρησκεία και τη στάση «πραότητας και μαλθακότητας» που, κατά τον ίδιο, ενέπνεε στους πιστούς – άλλο αν για λόγους τακτικής, ο ίδιος επένδυσε στις σχέσεις του Ράιχ με την Καθολική Εκκλησία.
Αντιλαμβανόμενοι, τουλάχιστον οι πιο διορατικοί, ότι η προτεσταντική ηθική της αέναης συσσώρευσης καταλήγει σε καταστροφικά αδιέξοδα, αδυνατώντας όμως την ίδια στιγμή να παράσχουν άλλο, πειστικότερο νόημα[3], οι φιλελεύθεροι στη Δύση αντααγωνίζονται σήμερα την πίστη και το θρησκευτικό φονταμενταλισμό στο έδαφος του μηδενισμού: οι μεν αρνούνται και την ύπαρξη ακόμα νοήματος, χλευάζοντας κάθε είδους πίστη στο όνομα της ελευθερίας, μετά και το νιτσεϊκό «θάνατο του Θεού» – ο δε πολεμά τους απίστους σα μηχανή αποσταθεροποίησης κρατών και κοινωνιών στο όνομα του χάους, επικαλούμενος εργαλειακά την «καθαρή πίστη».
Στη συνθήκη αυτή, ο πρώτος θάνατος του Θεού, ο θάνατος από αγάπη, το μήνυμα δηλαδή του χριστιανικού Πάσχα, μπορεί να μην είναι από μόνος του δρόμος προς τη «σωτηρία»· αυτή, όπως πάντα, είναι υπόθεση των ίδιων των ανθρώπων. Είναι, ωστόσο, μια υπόμνηση ότι η «θέληση για δύναμη», είτε επικαλείται την πολιτική είτε τη θρησκεία, αν δεν ελέγχεται από μια πειστική απάντηση στο ερώτημα για το νόημα, δεν μπορεί παρά να γεννά δυστοπία και κόλαση.
_______________
Σημειώσεις
[1] Τέρυ Ήγκλετον, Το νόημα της ζωής (μετάφραση: Ανδρέας Ανδρεάδης), Εκδόσεις Θύραθεν 2015
[2] Σε ένα πρόσφατο τέτοιο διάβημα, ο Ανδρέας Πανταζόπουλος απέδιδε στην «ηγεμονική φιγούρα μιας νεο-χριστιανικής ιδεολογίας» την «επιθυμία να είσαι ένοχος» - εννοώντας με αυτό την απόρριψη, εκ μέρους της γαλλικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, της εθνικιστικής φρενίτιδας και του κράτους έκτακτης ανάγκης, την επαύριο της επίθεσης του ISIS στο Μπατακλάν. Books' Journal, Δεκέμβριος 2015
[3] Μισέλ Ισσόν, «Η λιτότητα οδηγεί σε αδιέξοδα και τους καπιταλιστές» (μετάφραση: Βίκη Δέμου), Η εποχή, 24.4.2016
Πηγή: Rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου