Κωστής Μουδάτσος
Ερημοκαταλύματα. Γύρω-γύρω χαλάσματα και στην άκρη της αυλής μια κάμερα με κεραμίδια. Πιο πέρα το ίδιο σκηνικό και μετά το άπειρο γης και ο ουρανός. Στα σκορπισμένα ερείπια τριγυρνούσαν γεροντάκια και οι ανοιχτοί τοίχοι τους κρατούσαν συντροφιά. Ο παππούς, ο Γιώργης, στην αυλή, είχε την μικρούλα εγγονή δίπλα του. Μετανάστες στη Γερμανία, η κόρη και ο γαμπρός, του είχαν στείλει το παιδί από μωρό για να το φροντίζει. Τρεις κόρες στις φάμπρικες και μια στη Σαλονίκη, μα καμιά δίπλα του. Μα μήπως όλοι οι νέοι του χωριού δεν είχαν φύγει; Όλοι! Το αδιέξοδο τους είχε δείξει καταφύγιο στη φυγή. Η πενία για όλους οδηγούσε στην ερήμωση και στην λύτρωση της νέας φυγής. Κούνησε ο γέροντας το κεφάλι του και απίθωσε το ροζιασμένο χέρι στο μικρό κεφαλάκι. Μνήμες και όνειρα ψάχνουν καταφύγιο στα ερείπια του χωριού. Ο μικροκαμωμένος όγκος της γερόντισσας ξεπρόβαλε με τρείς φλιτζάνες τσάι. Ένας άρρωστος νότος έφερνε κόκκους αμμόσκονης και κραυγές από τον καιρό της λησμονιάς. Παλιές και νέες ιστορίες έμπλεκαν με τη φτώχια, τον κατατρεγμό και τη δυστυχία. Φτωχές και σκοτεινές εποχές.
-Γιωργή θυμάσαι που ήρθες σπίτι να με ζητήσεις ;
-Είχαμε κτίσει τα πρώτα σπίτια στο νέο χωριό σαν πήγα φαντάρος. Φίλεψα με τον αδερφό σου. Πρόσφυγες και οι δυο. Εγώ από την Κερασούντα κι εκείνος από το Κάρς. Σε είδα, σε μια φωτογραφία, που του έστειλες και στην πρώτη άδεια ήρθα για να σε γνωρίσω. Μεγάλη στιγμή ! Σαν τελειώσαμε τη θητεία, αναζήτησα το φως μου, κι ήρθαμε στη Λειβαδίτσα, το χωριό μου.
Λίγα δευτερόλεπτα σιωπής και η κουβέντα ξαναρχίζει. Οι φτωχές και σκοτεινές εποχές βάρυναν τα κεφάλια τους.
-Γιωργή, από το Κάρς φύγαμε κυνηγημένοι το ‘22. Περπατούσαμε παρέα με το θάνατο. Τρέλα. Το κακό σκότωνε. Εγώ το πιο πολύτιμο πράγμα που είχα και πήρα μαζί μου, ήταν μια εικονίτσα της Παναγίας. Εκεί η μάνα, η Ελισάβετ, είχε κρύψει λίρες. Αυτό το έμαθα πολλά χρόνια μετά, στο καινούργιο μας χωριό. Περπατούσαμε και κοιμόμαστε σαν φυγάδες. Διωγμένοι από το τόπο μας, ψάχναμε καταφύγιο στην Ελλάδα, μέχρι ο κατατρεγμός να κοπάσει. Είχαμε την ελπίδα ότι σαν περνούσε ο κακός καιρός θα ξαναγυρνούσαμε. Σαν φτάσαμε στο Βατούμ ψάχναμε βαπόρι για τη Σαλονίκη. Η μισή οικογένεια ήρθε και στέριωσε στη Ραχώνα και το άλλο μισό σόι μπήκε σε άλλο καράβι που όμως πήγε στη Ρωσία. Βρήκαμε τόπο να στεριώσομε στη Ραχώνα. Ξανασυναντηθήκαμε, όσοι ζούσαμε ακόμη, μετά από εξήντα χρόνια.
-Ναταλία, εμείς είμαστε στα πλάγια των βουνών. Το χωριό μας ήταν όμορφο. Φουντουκιές και άλλα δέντρα, καλαμπόκια, κιντέατα και μαυρολάχανα, νερά κρυστάλλινα και πολλά μοσχάρια. Σαν άρχισε η κακή νύχτα κρυφτήκαμε σε μια σπηλιά. Ο γείτονας μας, ο Καραμεχμέτ, μας έφερνε φαγητό και ψωμί. Ρωμιοί εμείς και τούρκος εκείνος. Ερχόταν με το μουλάρι κι έκοβε ξύλα. Δεν κινούσε υποψίες γιατί ήταν φουρνάρης. Ο κύρης μου άκουγε το τραγούδι του και πήγαινε να τον βρει. Σαν τα πράγματα δυσκόλεψαν, μας βοήθησε να φύγομε.
Η αδερφή μας χάθηκε και ο αδερφός μου ήταν στο ασκέρι, κάπου στα νότια της Τουρκίας. Στο μισεμό μια σφαίρα άφησε τον κύρη μου στο τόπο. Για να προλάβομε να γλυτώσομε τη σφαγή, ο Μεχμέτ, τον κήδεψε και τον έκλαψε. Νομίζαμε ότι γύρισε πίσω παίρνοντας και το γιλέκο του κυρού μου με τις κρυμμένες λίρες αλλά πολλά χρόνια αργότερα το είδαμε απλωμένο στον ήλιο. Το ζήτησε σαν ενθύμιο, η Πουλίτσα, από την κερά κοκώνα αλλά εκείνη το μάζεψε αμέσως και το εξαφάνισε.
Με τα πολλά φτάσαμε στα παράλια, στην Κερασούντα και στοιβαγμένοι σαν σακιά στο βαπόρι ήρθαμε στη Πόλη. Εγώ κι η μάνα μου, η Πουλίτσα, από όλη την οικογένεια. Μας έβαλαν σε καραντίνα. Πηδούσα όμως κρυφά τη μάντρα για να πουλάω κουλούρια στους δρόμους . Σαν με ανακάλυψαν τα καρακόλια, ένας Χότζας, είπε, ότι ήμουνα παιδί του και με γλύτωσε. Έτσι επιβιώσαμε. Κατατρεγμένοι και καταφρονεμένοι, αρρωστημένοι και πεινασμένοι, μέσα σε βαθειά νύχτα χωρίς ορίζοντα!
Πόσες ζωές δεν πρόλαβαν να ζήσουν! Μετά από ένα μήνα μπήκαμε στο βαπόρι για τη Σαλονίκη. Από εκεί μας πήγαν στην Καλαμαριά αλλά δεν μου άρεσε και διάλεξα το νέο χωριό μας, τη Λειβαδίτσα. Ήθελα κρύα νερά για μαυρολάχανα, κιντέατα, χόρτα και στέρεο τόπο μακριά από τα τσουνάμια της θάλασσας, που τόσο πολύ φοβόταν η Ανατολή, η Πουλίτσα. Τριάντα σπίτια φώλιασαν όλες τις φαμίλιες του Σατού. Μαζί μας έμειναν, μια οικογένεια από τη Θράκη και ακόμη μια από τα μέρη της Τραπεζούντας. Η Ανατολή ήθελε να μείνομε στη Πόλη για να μπορέσει να μας βρει εύκολα ο Λάζαρος εάν τα κατάφερνε να επιβιώσει. Άλλαξε γνώμη σαν της είπα για το αίμα και τους σκοτωμένους. Οι σφαγές και τα ανόσια, φριχτά, έργα του Τοπάλ Οσμάν, οι αρρώστιες και τα θανατικά μας είχαν αποδεκατίσει.
Η γερόντισσα άκουγε λαίμαργα και τα μάτια της ήταν στραμμένα στα μάτια του Γιωργή. Έχωνε το χέρι στο χέρι του και το έσφιγγε. Με το άλλο ανακάτευε τα μαλλάκια της μικρής. Ιστορίες που αιχμαλωτίζουν και κάνουν όποιο τις ακούει να καταλαβαίνει σε ποιο κόσμο ζει. Οι διωγμένοι κι εξορισμένοι , οι ταπεινωμένοι και παραγκωνισμένοι είναι και αυτοί άνθρωποι, αδερφές ψυχές. Το κοριτσάκι άκουγε την κάθε λέξη και μουρμούριζε σφίγγοντας πεισματικά τα χειλάκια της.
-Πότε θα έρθει ο μπαμπάς και η μαμά, μάνα-γιαγιά;
-Το καλοκαίρι, απάντησε η γιαγιά.
-Τώρα δεν είναι καλοκαίρι;
-Σε λίγο καιρό που θα μαζεύομε τα βαμβάκια και τα καπνά. Μπορεί να προλάβει και τα στάρια. Θα σου φέρει και μια κούκλα που μιλάει!
-Παππού, ο ξάδερφός σου ο λυράρης, λέει ότι η γενιά του κρατεί από την Κρήτη; ρώτησε με περιέργεια η γερόντισσα.
Έστρεψε ο γέροντας το βλέμμα του γεμάτο δάκρυα στο απέραντο και ακολούθησε την πορεία των ποταμιών της γενιάς του.
-Άλλα βάσανα! Πολλά χρόνια πίσω οι άνθρωποι πάσχιζαν να ζήσουν στολίζοντας το πόνο της φτώχιας και της σκλαβιάς με το χαμόγελο της λευτεριάς. Στην Κρήτη, η φλόγα της επανάστασης έβαλε πυρκαγιά. Οι πολεμιστές προτιμούσαν να σκοτωθούν στη μάχη για να μην υποφέρουν στο μαρασμό της σκλαβιάς και του εξευτελισμού. Οι τούρκοι μπήκαν με το ασκέρι σε κάποια χωρία και αναμάζωξαν όσα παιδιά δεν είχαν προλάβει να την κοπανίσουν στα βουνά. Παιδομάζωμα.
Με τα βαπόρια τους έφεραν στον Πόντο και τους πούλησαν. Τον πρόγονο τον αγόρασε ένας ιμάμης, στην Τραπεζούντα. Το σπίτι του ήταν ασφαλές καταφύγιο. Μεγάλωνε δουλεύοντας στον ιμάμη. Κάθε Κυριακή τον άφηνε λεύτερο να κατεβαίνει στη πλατεία. Πήγαινε εκείνος κι έσμιγε με τα άλλα παιδιά, από τα μέρη του. Λέγαν τα νέα και τα σχέδια τους. Λέγαν για συγγενείς, φίλους και θανατικά. Μια Κυριακή ξεκίνησε για την πλατεία αλλά στο δρόμο βαρέθηκε. Πήρε δίπλα το βουνό και σαν κουράστηκε γύρισε στο σπίτι του ιμάμη. Ερημιά και σιωπή. Δεν είδε κανένα.
Χωρίς να φανταστεί τι γίνεται, ο νους του πήγε στο κακό. Κατέβηκε την κρύα σκάλα, στο κελάρι. Το θαμπό φως από τη καταπακτή έδειχνε τα πράγματα στη θέση τους. Ανεπαίσθητα ερχόταν κάτι σαν απόμακροι ήχοι πίσω από τα βαρέλια. Φοβήθηκε και ο νους πλημμύρισε με φαντασιώσεις. Το ελάχιστο φως της καταπακτής ήταν άχρηστο και η καρδιά του σφίχτηκε. Διέκρινε ένα βαρέλι να έχει λίγο μετακινηθεί. Το ανασήκωσε και είδε μια ανεμόσκαλα να χάνεται στο σκοτάδι.
Από το απροσπέλαστο σκότος ερχόταν κάτι σαν ψαλμωδίες. Δεν υπήρχε κανείς αλλά η ψαλμωδία ερχόταν σαν από βαθύ πηγάδι. Ανασηκώθηκε και έντρομος ένοιωσε πίσω του τον ιμάμη να του ψιθυρίζει. «Παιδί μου, ας περιμένεις λίγο ακόμη. Ίδιο Θεό έχομε και ίδια ράτσα είμαστε. Όταν σας πουλούσαν μαζευτήκαμε στη γαλαρία που βλέπεις και με εράνους μαζέψαμε γρόσια για να σας αγοράσομε. Το βλέπεις πόσο σας προσέχομε και σου το ομολογώ με χαρά. Με ταλέντο δεν το καταλαβαίνει κανείς στο χωρίο. Εμείς μόνο που το κάναμε, το ξέρομε. Ας περιμένομε να μεγαλώσετε λίγο ακόμη και θα σιγουρέψομε το δρόμο που θα ακολουθήσεις και εσύ και τα άλλα παιδιά, από την Κρήτη».
Αμίλητος ο πρόγονος άκουγε και το πρόσωπο του ήταν κατακίτρινο. Ο αγαθός γέροντας, ειλικρινής και ντόμπρος, τον βοήθησε και τον προφύλαξε. Από αυτόν κρατάει η σκούφια του ξάδερφου μου, του Κυριακίδη. Τον προπάππου του, τον έλεγαν Γκιρίτογλου, ο γιος του Κρητικού. Έχει δίκιο ο λυράρης για τη ρίζα του κυρού του. Σαν μεγάλωσε πήγε στα βουνά και κατοίκησε στο χωρίο μας. Η τρανή μάνα, μου έλεγε ότι τα γέρικα δέντρα τα είχε εκείνος φυτέψει.
- Ο μπαμπάς μου είναι από την Κρήτη! τσίριξε το κοριτσάκι.
-Από εκεί είναι, απάντησε η γιαγιά. Γνώρισε τη μαμά σου στο εργοστάσιο, στη Γερμανία. Εκεί σε γέννησαν και μετά ήρθες στο χωριό μαζί μας για να μπορεί η μαμά να δουλεύει και να σου στέλνει ..και του Θεού τα πράγματα! Από μωρό! Μόλις για ένα χρόνο, πούλι μ’ Λίτσα, σε στείλαμε πίσω, στον παιδικό σταθμό της Γερμανίας και κιντύνεψε να πάθεις μελαγχολία. Εκών-άκων σε ξαναφέραμε στο χωριό μας! Δεν σήκωνε αντιρρήσεις ο ντόκτορας!
Τα δάκρυα κυλούσαν στα μάτια του γέροντα που είχαν γίνει κατακόκκινα. Λέξεις και στιγμές, φευγαλέες φυσιογνωμίες και κουβέντες πνιγμένες στο κλάμα. Τα δάκρυα και το κλάμα έδιναν τον τόνο και την ένταση στη σιωπή.
-Γιωργή , ανασήκωσες όλες τις πέτρες της γης για να βρεις τον αδερφό και την αδερφή σου. Ποτέ δεν τα παράτησες.
- Ο θάνατος των άλλων γεννά και το δικό μας θάνατο, Ναταλία. Γεννήσαμε τα παιδιά μας στο πόνο και στη πίκρα. Γι αυτό κι ο χαμός του γιου μας ήταν πολλά βαρύς. Για αυτό κι η μετανάστευση κι ο ξενιτεμός, των κοριτσιών, είναι δυστυχία. Διαφθείρουν τη μέρα και τη νύχτα μα η ελπίδα που τάζουν είναι ψεύτικη.
- Δώσαμε τη μάχη με την αρρώστια, Γιωργή. Όλες οι οικονομίες και ο κλήρος πήγαν στους γιατρούς που όμως δεν έδιναν ελπίδα. Σαν τον αποχαιρετήσαμε, ύστατη φορά, έμεινες σταυροπόδι σαράντα μέρες πάνω στα κεραμίδια, νηστικός και διψασμένος. Στο μνημόσυνο κατέβηκες και ξαναβρήκες δύναμη και θέληση για ζωή. Θυμάσαι πως ξαναβρήκες τον αδερφό σου;
- Φαντάσου! Νεκρή ήταν η ελπίδα αλλά η μάνα, μας έδινε παραγγελιά, «και το μαχαίρι να σας βάζουν στο λαιμό να μην χάνετε την ελπίδα. Ανοιχτά τα μάτια!» Είχα βγει με το κάρο στα χωριά πουλώντας λαχανικά, τουρσί, τυροκομικά και άλλες πραμάτειες. Κάπου, μου είπαν ότι πέρασε ένας σκελετός, πετσί και κόκκαλο, μιλούσε ποντέικα και τούρκικα κι έψαχνε το σόι του. Όπου μου αρμήνευαν ότι θα πήγαινε έτρεχα κι εγώ. Από το ένα στο άλλο χωρίο αλλά δεν τον έφθασα.
Μια νύχτα με χιόνι, κοντά στα ξημερώματα, η μάνα μου, η Ανατολή, άκουσε το σκύλο να γαυγίζει και μας ξεσήκωσε να δούμε τι έχει γιατί είναι περίεργο το γαύγισμα. Στην αυλόπορτα είδα τον γείτονα με κάποιον που δεν τον διέκρινα στο σκοτάδι. Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του κι έβγαλα μια κραυγή. «Ποιος είσαι και τι ψάχνεις;» Ένας σκελετωμένος νεκρός που μιλούσε ακόμη απάντησε...
«Από βουνίσιο χωρίο, χαμένο στα όρη μέσα, κρατάει η σκούφια μου. Το σόι μου γυρεύω. Σάλογλου!» Σαν τον είπα, «Λάζαρο, σε λένε!» έμεινε άναυδος και παραλίγο να πέσει χάμω. Η αγωνία τον είχε πιάσει από το λαιμό και τον έπνιγε. Τον έσφιξα στην αγκαλιά μου και βάλαμε τα κλάματα. Μπήκαμε στο καφενείο- παντοπωλείο μας. Σαν ήπιε τσάι με λίγη φρυγανιά ξεκίνησε να μιλάει. Αχ! Αυτή η αδυναμία και μόλις τα θυμηθώ κλαίω! μονολόγησε ο γέροντας και σκούπισε τα δάκρυα του.
- Τα θυμάμαι εγώ από τώρα και πέρα, γιαβρί μου, μονολόγησε η γερόντισσα. Μιλούσε για την πορεία στη τύχη και τον εξευτελισμό στον αγώνα για επιβίωση, την προσπάθεια να υπηρετεί πράγματα χωρίς νόημα. Τα φαγωμένα ρούχα και το γερασμένο πρόσωπο τον έκαναν να μοιάζει σαν φοβισμένο κι αδύναμο αγρίμι που δεν είχε που να κρυφτεί. «Μας είχαν στα νότια, κοντά στη Συρία. Στα τάγματα εργασίας. Νηστικοί και κακοπερασμένοι. Νηστικοί και κακοποδωμένοι, μέχρι που κάποια στιγμή θα πεθαίναμε από την εξάντληση.
Περιμέναμε με αγωνία το θάνατο. Τον ένοιωθα δίπλα μου. Τον έβλεπα παντού. Κακουχίες, πείνα και θάνατος. Με ένα αρμένη την κοπανήσαμε στο βαθύ σκοτάδι. Είχαμε μάθει ότι έδιωχναν τους δικούς μας από τα χωριά μας. Έτσι μας είπε ένας τούρκος στρατιώτης στα κρυφά. Μας αρμήνεψε να φύγομε γιατί κάτι φριχτό θα γίνει. Κάτι είπε για διωγμούς, φωτιές και εκατομμύριο πρόσφυγες. Φύγαμε. Στο χώμα κοιμόμαστε και χώμα τρώγαμε. Δεν πλησιάζαμε στα μεγάλα χωριά και όπου βλέπαμε ανθρώπους κρυβόμαστε. Μόνο σε μικρά χωριουδάκια ρωτούσαμε που βρισκόμαστε και ζητιανεύαμε λίγο ψωμί.
Από τα νότια σύνορα τραβήξαμε βόρεια για να βγούμε προς τη Πόλη. Κούφιο έμεινε το κορμί. Όσα περάσαμε ξέχνα τα, παραείναι πολλά για να τα πεις. Ένα μόνο θα σας πω κι ούτε θα ξαναμιλήσω για αυτά. Πέρασαν πολλές βδομάδες πορείας και κρυψίματος και μια στιγμή πέσαμε πάνω σε δυο οπλισμένους τσέτες. Μας έπιασαν και μας σημάδευαν με τα τουφέκια. Μιλούσαμε μόνο τούρκικα. Η φωνή μας μόλις ακουγόταν, όχι από φόβο, αλλά δεν είχαμε δύναμη . Δεν είχαμε άλλη επιθυμία παρά μόνο να ζήσομε.
Λέει ο ένας, «Ας τους σκοτώσουμε να φεύγομε» και ο άλλος αποκρίθηκε, «Δεν τους βλέπεις! Πεθαμένοι είναι. Δεν έχουν ζωή. Μέχρι να φτάσουν στο βουνό θα έχουν ξεψυχήσει. Πιο πολύ αξίζουν οι σφαίρες μας παρά δαύτους». Σήκωσε ο πρώτος το τουφέκι και μου το ακούμπησε στο κεφάλι κι εγώ τον κοίταζα στα μάτια. Εκείνη τη στιγμή είδα την εικόνα της μάνας, της Πουλίτσας, μπροστά μου. Τα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου κι έπεσαν με χτύπο στη γης. Πρώτη φορά άκουσα χτύπο από δάκρυα. Μούγκρισε ο οπλοφόρος, « άι σιχτίρ» και αφού κρέμασαν τα τουφέκια στον ώμο, έφυγαν βρίζοντας.
Από τη στιγμή που σωθήκαμε κρυφτήκαμε στα πλάγια. Βγάλαμε ρίζες και τρώγαμε βρίζοντας με κουβέντες βρώμικες, που ελπίζω να μην άκουσε κανείς ποτέ του. Ο λαιμός μου πονούσε και ήταν ερεθισμένος. Μαρτύριο ήταν να καταπίνω και τα αυτιά μου όσο και αν τα σκάλιζα πονούσαν αφόρητα. Ξεστόμιζα κατάρες μέχρι που ξανάνιωσα την επιθυμία της ζωής.
Περπατούσαμε τη νύχτα και στα ύστερα, μετά από πολλούς μήνες, φτάσαμε στη Πόλη. Είχαμε ακόμη αντοχή για να μην φτάσομε στα τελευταία μας. Βλέπαμε τη θάλασσα και νύχτα περάσαμε απέναντι. Κρυφτήκαμε λίγο καιρό και πάλι τα ίδια. Νύχτα και πάλι νύχτα περπατούσαμε χωρίς να κρατούμε λογαριασμό. Κοιτάζαμε τον ορίζοντα και προχωρούσαμε. Σκελετωμένα κορμιά και στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο ξεπρόβαλαν δυο μικρές φλογίτσες που τα έβαζαν με τη βασιλεία της δυστυχίας.
Γης και ουρανός και ατελείωτη πορεία. Η καρδιά χτυπούσε κόντρα στο φόβο και τα έβαζε με Θεούς και Δαιμόνους. Ώρες-ώρες νομίζαμε μάταιη τη φυγή. Νύχτα και μέρα, κρύο και ζέστη. Ένας χωρικός μας έδειξε ένα αφύλαχτο πέρασμα στον ποταμό και μια σκοτεινή νύχτα μπήκαμε στην Ελλάδα. Με τα πολλά φτάσαμε στη Σαλονίκη. Μου είπαν ότι ήμασταν στο ‘26. Δηλαδή τρία χρόνια έκαμα στα τάγματα εργασίας και πορείες μέσα στη νύχτα. Μισά στα κάτεργα και μισά στο δρόμο. Στη Σαλονίκη χωρίσαμε με τον αρμένη και σας έψαχνα σε όλη τη Μακεδονία. Ρωτούσα στα γραφεία της επιτροπής αποκαταστάσεως προσφύγων που μένουν πρόσφυγες από την Κερασούντα κι έψαχνα. Ρωτούσα στα χωριά κι έφτασα μέχρι εδώ».
Η μάνα Ανατολή, μέσα στο κλάμα της, έπλυνε το πρόσωπο του, με ένα βρεγμένο μαντηλάκι αρμηνεύοντας, « Αχ! Παιδάκι μου, είσαι ασθενικός και πικραμένος από τους εξευτελισμούς, τις ταλαιπωρίες και τις προσβολές, αλλά μόλις καρδαμώσεις θα τα ξεχάσεις όλα και θα ξαναβρείς το δρόμο σου!» Τότε έβγαλε από το κόρφο της ένα σακούλι με λίρες κι είπε στα αδέρφια να τις μοιραστούν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανείς δεν ήξερε την ύπαρξη τους.
Πέρασαν χρόνοι πολλοί, χειμώνες–καλοκαίρια, μικρούλα εσύ ήσουν πέντε–έξη χρονών και μιλούσες μισά γερμανικά και μισά ελληνικά. Αχ! Πούλι μου, για ένα χρόνο μπέρδεψες τις γλώσσες! Σου ξαναμαθαίναμε τη γλώσσα μας, σαν έφτασε στην αυλή μας ένας άνθρωπος που έψαχνε τον Γιώργη Σιαρλίδη, τον Σάλογλου. Βγήκε ο παππούς στη πόρτα κι έπιασαν την κουβέντα. Μιλούσαν τούρκικα. Άκουγα μόνο Μεχμέτ και Γιωργή.
Ο Παππούς, έφυγε μαζί του, στην Σαλονίκη. Σαν πήραν το δρόμο της προσφυγιάς είχαν αφήσει ότι είχαν και δεν είχαν στον Μεχμέτ. Πίστευαν, ότι σαν το ΄16, θα έφευγαν για λίγο καιρό και θα ξαναγυρνούσαν πίσω. Εξήντα χρόνια μετά, αντί να επιστρέψομε στις περιουσίες μας, το τούρκικο κράτος έβγαλε φιρμάνι που έλεγε ότι όσοι δεν είχαν συμβόλαιο στα σπίτια ή στα κτήματα θα δημευόταν. Πάλι έψαχναν χρήματα τα στεγνά, δημόσια ταμεία. Φρόντιζε το κράτος οι φτωχοί να παραμείνουν φτωχοί, αφημένοι στο έλεος του Θεού. Οι φτωχοί πάντα υποφέρουν σε κάθε ζυγό που τους καταπονεί.
Έφτιαξε ο παππούς τα κοντράκτα στον Καραμεχμέτ, σημαδεμένα από το νόημα της ζωής και της τίμιας φτώχιας. Σαν ο άνθρωπος του τούρκικου προξενείου είπε ότι ο Μεχμέτ παράγγειλε να ρώτησει πόσους παράδες πρέπει να του δώσει, ο Γιωργής τον κοίταξε συννεφιασμένος. «Μας έσωσε τη ζωή, κήδεψε το πατέρα μας, ο Καραμεχμέτ. Έστειλε εσένα με τίμιο τρόπο να καθαρίσομε τα θέματα . Πες του να μας μνημονεύει που και που. Αυτό θα είναι το χρέος που θα έχομε ο ένας στον άλλο. Η φιλία μας, ας ξεπεράσει εμάς και το θάνατο μας! Αυτός που μας δικάζει στην προσφυγιά φέρνει το άδικο, θρέφει την εγκληματικότητα, σκοτώνει το νου, την καρδιά και την ψυχή της κοινωνίας!»
Αγκαλιάστηκαν και το κλάμα τους έπνιξε. Πριν λίγο καιρό ήρθε κάποιος καθηγητής από το Πανεπιστήμιο για να καταγράψει τις μαρτυρίες του παππού και του Λάζαρου. Εντυπωσιασμένος είπε στον παππού να πάει μαζί του, στην Κερασούντα και στο Σατού. Ήταν κάποια επιστημονικά, διακρατικά προγράμματα. Εκείνος του είπε ότι δεν θέλει γιατί εάν πάει, δεν θα ξαναγυρίσει πίσω. Θα ήθελε να πεθάνει εκεί. Σε λίγο νυχτώνει, σε μια ώρα θα είναι πολύ αργά. Όλα μπερδεύονται, καιροί και χρόνοι. Κάποτε ήμασταν αλλού, τώρα είμαστε εδώ κι αύριο δεν θα είμαστε πουθενά. Άλλοτε ερχόμαστε κι άλλοτε φεύγομε, άλλοτε με χαρές κι άλλοτε με λύπη, μόχθους και κόπους κι άλλοτε κάποιοι την ευτυχία και την χαρά μας την μεταλλάζουν σε μίσος, οργή και δυστυχία. Μακάρι τα νέα παιδιά να ανθίζουν και να ονειρεύονται!
-Μάνα-γιαγιά, να με φτιάξεις χαβίτς η φούστορο και τηγανιτές πατάτες που πεινάω!
-Του παιδιού μου το παιδί, δυο φορές είναι παιδί μου, αλλά, πήγαινε να φωνάξεις το θείο Λάζαρο και τα ξαδέρφια, να φάμε όλοι μαζί, σαν μια καλή παρέα!
Υ.Γ. Χρόνια πολλά αργότερα, η μικρούλα, μεγάλη κοπελιά πια, έφτασε μέχρι το χωριό του παππού, στα βουνά της Κερασούντας. Έμαθε ότι η αδερφή του παππού είχε μείνει στο χωριό όπου και παντρεύτηκε. Είχε κάμει παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Έζησε μια καλή ζωή κι έφυγε στα βαθιά γεράματα. Όσο γερνούσε αναζητούσε όλο και περισσότερο τα δυο της αδέρφια που είχε χάσει από μικρή. Η συνάντηση, με τα καινούργια ξαδέρφια και τα παιδόγγονα του Καραμεχμέτ, πνίγηκε στο κλάμα και στις ευχές. Ας είναι καταραμένο το χέρι που ασκημίζει τις ομορφιές που ευφραίνουν την ψυχή μας! Ας σταματήσομε ότι δολοφονεί τη ζωή στις κοινωνίες. Ας βρει ο κόσμος δικαιοσύνη χωρίς νικητές και ηττημένους. Μακάρι να μας συγκινεί ότι δυναμώνει τη φιλία των λαών !
Ερημοκαταλύματα. Γύρω-γύρω χαλάσματα και στην άκρη της αυλής μια κάμερα με κεραμίδια. Πιο πέρα το ίδιο σκηνικό και μετά το άπειρο γης και ο ουρανός. Στα σκορπισμένα ερείπια τριγυρνούσαν γεροντάκια και οι ανοιχτοί τοίχοι τους κρατούσαν συντροφιά. Ο παππούς, ο Γιώργης, στην αυλή, είχε την μικρούλα εγγονή δίπλα του. Μετανάστες στη Γερμανία, η κόρη και ο γαμπρός, του είχαν στείλει το παιδί από μωρό για να το φροντίζει. Τρεις κόρες στις φάμπρικες και μια στη Σαλονίκη, μα καμιά δίπλα του. Μα μήπως όλοι οι νέοι του χωριού δεν είχαν φύγει; Όλοι! Το αδιέξοδο τους είχε δείξει καταφύγιο στη φυγή. Η πενία για όλους οδηγούσε στην ερήμωση και στην λύτρωση της νέας φυγής. Κούνησε ο γέροντας το κεφάλι του και απίθωσε το ροζιασμένο χέρι στο μικρό κεφαλάκι. Μνήμες και όνειρα ψάχνουν καταφύγιο στα ερείπια του χωριού. Ο μικροκαμωμένος όγκος της γερόντισσας ξεπρόβαλε με τρείς φλιτζάνες τσάι. Ένας άρρωστος νότος έφερνε κόκκους αμμόσκονης και κραυγές από τον καιρό της λησμονιάς. Παλιές και νέες ιστορίες έμπλεκαν με τη φτώχια, τον κατατρεγμό και τη δυστυχία. Φτωχές και σκοτεινές εποχές.
-Γιωργή θυμάσαι που ήρθες σπίτι να με ζητήσεις ;
-Είχαμε κτίσει τα πρώτα σπίτια στο νέο χωριό σαν πήγα φαντάρος. Φίλεψα με τον αδερφό σου. Πρόσφυγες και οι δυο. Εγώ από την Κερασούντα κι εκείνος από το Κάρς. Σε είδα, σε μια φωτογραφία, που του έστειλες και στην πρώτη άδεια ήρθα για να σε γνωρίσω. Μεγάλη στιγμή ! Σαν τελειώσαμε τη θητεία, αναζήτησα το φως μου, κι ήρθαμε στη Λειβαδίτσα, το χωριό μου.
Λίγα δευτερόλεπτα σιωπής και η κουβέντα ξαναρχίζει. Οι φτωχές και σκοτεινές εποχές βάρυναν τα κεφάλια τους.
-Γιωργή, από το Κάρς φύγαμε κυνηγημένοι το ‘22. Περπατούσαμε παρέα με το θάνατο. Τρέλα. Το κακό σκότωνε. Εγώ το πιο πολύτιμο πράγμα που είχα και πήρα μαζί μου, ήταν μια εικονίτσα της Παναγίας. Εκεί η μάνα, η Ελισάβετ, είχε κρύψει λίρες. Αυτό το έμαθα πολλά χρόνια μετά, στο καινούργιο μας χωριό. Περπατούσαμε και κοιμόμαστε σαν φυγάδες. Διωγμένοι από το τόπο μας, ψάχναμε καταφύγιο στην Ελλάδα, μέχρι ο κατατρεγμός να κοπάσει. Είχαμε την ελπίδα ότι σαν περνούσε ο κακός καιρός θα ξαναγυρνούσαμε. Σαν φτάσαμε στο Βατούμ ψάχναμε βαπόρι για τη Σαλονίκη. Η μισή οικογένεια ήρθε και στέριωσε στη Ραχώνα και το άλλο μισό σόι μπήκε σε άλλο καράβι που όμως πήγε στη Ρωσία. Βρήκαμε τόπο να στεριώσομε στη Ραχώνα. Ξανασυναντηθήκαμε, όσοι ζούσαμε ακόμη, μετά από εξήντα χρόνια.
-Ναταλία, εμείς είμαστε στα πλάγια των βουνών. Το χωριό μας ήταν όμορφο. Φουντουκιές και άλλα δέντρα, καλαμπόκια, κιντέατα και μαυρολάχανα, νερά κρυστάλλινα και πολλά μοσχάρια. Σαν άρχισε η κακή νύχτα κρυφτήκαμε σε μια σπηλιά. Ο γείτονας μας, ο Καραμεχμέτ, μας έφερνε φαγητό και ψωμί. Ρωμιοί εμείς και τούρκος εκείνος. Ερχόταν με το μουλάρι κι έκοβε ξύλα. Δεν κινούσε υποψίες γιατί ήταν φουρνάρης. Ο κύρης μου άκουγε το τραγούδι του και πήγαινε να τον βρει. Σαν τα πράγματα δυσκόλεψαν, μας βοήθησε να φύγομε.
Η αδερφή μας χάθηκε και ο αδερφός μου ήταν στο ασκέρι, κάπου στα νότια της Τουρκίας. Στο μισεμό μια σφαίρα άφησε τον κύρη μου στο τόπο. Για να προλάβομε να γλυτώσομε τη σφαγή, ο Μεχμέτ, τον κήδεψε και τον έκλαψε. Νομίζαμε ότι γύρισε πίσω παίρνοντας και το γιλέκο του κυρού μου με τις κρυμμένες λίρες αλλά πολλά χρόνια αργότερα το είδαμε απλωμένο στον ήλιο. Το ζήτησε σαν ενθύμιο, η Πουλίτσα, από την κερά κοκώνα αλλά εκείνη το μάζεψε αμέσως και το εξαφάνισε.
Με τα πολλά φτάσαμε στα παράλια, στην Κερασούντα και στοιβαγμένοι σαν σακιά στο βαπόρι ήρθαμε στη Πόλη. Εγώ κι η μάνα μου, η Πουλίτσα, από όλη την οικογένεια. Μας έβαλαν σε καραντίνα. Πηδούσα όμως κρυφά τη μάντρα για να πουλάω κουλούρια στους δρόμους . Σαν με ανακάλυψαν τα καρακόλια, ένας Χότζας, είπε, ότι ήμουνα παιδί του και με γλύτωσε. Έτσι επιβιώσαμε. Κατατρεγμένοι και καταφρονεμένοι, αρρωστημένοι και πεινασμένοι, μέσα σε βαθειά νύχτα χωρίς ορίζοντα!
Πόσες ζωές δεν πρόλαβαν να ζήσουν! Μετά από ένα μήνα μπήκαμε στο βαπόρι για τη Σαλονίκη. Από εκεί μας πήγαν στην Καλαμαριά αλλά δεν μου άρεσε και διάλεξα το νέο χωριό μας, τη Λειβαδίτσα. Ήθελα κρύα νερά για μαυρολάχανα, κιντέατα, χόρτα και στέρεο τόπο μακριά από τα τσουνάμια της θάλασσας, που τόσο πολύ φοβόταν η Ανατολή, η Πουλίτσα. Τριάντα σπίτια φώλιασαν όλες τις φαμίλιες του Σατού. Μαζί μας έμειναν, μια οικογένεια από τη Θράκη και ακόμη μια από τα μέρη της Τραπεζούντας. Η Ανατολή ήθελε να μείνομε στη Πόλη για να μπορέσει να μας βρει εύκολα ο Λάζαρος εάν τα κατάφερνε να επιβιώσει. Άλλαξε γνώμη σαν της είπα για το αίμα και τους σκοτωμένους. Οι σφαγές και τα ανόσια, φριχτά, έργα του Τοπάλ Οσμάν, οι αρρώστιες και τα θανατικά μας είχαν αποδεκατίσει.
Η γερόντισσα άκουγε λαίμαργα και τα μάτια της ήταν στραμμένα στα μάτια του Γιωργή. Έχωνε το χέρι στο χέρι του και το έσφιγγε. Με το άλλο ανακάτευε τα μαλλάκια της μικρής. Ιστορίες που αιχμαλωτίζουν και κάνουν όποιο τις ακούει να καταλαβαίνει σε ποιο κόσμο ζει. Οι διωγμένοι κι εξορισμένοι , οι ταπεινωμένοι και παραγκωνισμένοι είναι και αυτοί άνθρωποι, αδερφές ψυχές. Το κοριτσάκι άκουγε την κάθε λέξη και μουρμούριζε σφίγγοντας πεισματικά τα χειλάκια της.
-Πότε θα έρθει ο μπαμπάς και η μαμά, μάνα-γιαγιά;
-Το καλοκαίρι, απάντησε η γιαγιά.
-Τώρα δεν είναι καλοκαίρι;
-Σε λίγο καιρό που θα μαζεύομε τα βαμβάκια και τα καπνά. Μπορεί να προλάβει και τα στάρια. Θα σου φέρει και μια κούκλα που μιλάει!
-Παππού, ο ξάδερφός σου ο λυράρης, λέει ότι η γενιά του κρατεί από την Κρήτη; ρώτησε με περιέργεια η γερόντισσα.
Έστρεψε ο γέροντας το βλέμμα του γεμάτο δάκρυα στο απέραντο και ακολούθησε την πορεία των ποταμιών της γενιάς του.
-Άλλα βάσανα! Πολλά χρόνια πίσω οι άνθρωποι πάσχιζαν να ζήσουν στολίζοντας το πόνο της φτώχιας και της σκλαβιάς με το χαμόγελο της λευτεριάς. Στην Κρήτη, η φλόγα της επανάστασης έβαλε πυρκαγιά. Οι πολεμιστές προτιμούσαν να σκοτωθούν στη μάχη για να μην υποφέρουν στο μαρασμό της σκλαβιάς και του εξευτελισμού. Οι τούρκοι μπήκαν με το ασκέρι σε κάποια χωρία και αναμάζωξαν όσα παιδιά δεν είχαν προλάβει να την κοπανίσουν στα βουνά. Παιδομάζωμα.
Με τα βαπόρια τους έφεραν στον Πόντο και τους πούλησαν. Τον πρόγονο τον αγόρασε ένας ιμάμης, στην Τραπεζούντα. Το σπίτι του ήταν ασφαλές καταφύγιο. Μεγάλωνε δουλεύοντας στον ιμάμη. Κάθε Κυριακή τον άφηνε λεύτερο να κατεβαίνει στη πλατεία. Πήγαινε εκείνος κι έσμιγε με τα άλλα παιδιά, από τα μέρη του. Λέγαν τα νέα και τα σχέδια τους. Λέγαν για συγγενείς, φίλους και θανατικά. Μια Κυριακή ξεκίνησε για την πλατεία αλλά στο δρόμο βαρέθηκε. Πήρε δίπλα το βουνό και σαν κουράστηκε γύρισε στο σπίτι του ιμάμη. Ερημιά και σιωπή. Δεν είδε κανένα.
Χωρίς να φανταστεί τι γίνεται, ο νους του πήγε στο κακό. Κατέβηκε την κρύα σκάλα, στο κελάρι. Το θαμπό φως από τη καταπακτή έδειχνε τα πράγματα στη θέση τους. Ανεπαίσθητα ερχόταν κάτι σαν απόμακροι ήχοι πίσω από τα βαρέλια. Φοβήθηκε και ο νους πλημμύρισε με φαντασιώσεις. Το ελάχιστο φως της καταπακτής ήταν άχρηστο και η καρδιά του σφίχτηκε. Διέκρινε ένα βαρέλι να έχει λίγο μετακινηθεί. Το ανασήκωσε και είδε μια ανεμόσκαλα να χάνεται στο σκοτάδι.
Από το απροσπέλαστο σκότος ερχόταν κάτι σαν ψαλμωδίες. Δεν υπήρχε κανείς αλλά η ψαλμωδία ερχόταν σαν από βαθύ πηγάδι. Ανασηκώθηκε και έντρομος ένοιωσε πίσω του τον ιμάμη να του ψιθυρίζει. «Παιδί μου, ας περιμένεις λίγο ακόμη. Ίδιο Θεό έχομε και ίδια ράτσα είμαστε. Όταν σας πουλούσαν μαζευτήκαμε στη γαλαρία που βλέπεις και με εράνους μαζέψαμε γρόσια για να σας αγοράσομε. Το βλέπεις πόσο σας προσέχομε και σου το ομολογώ με χαρά. Με ταλέντο δεν το καταλαβαίνει κανείς στο χωρίο. Εμείς μόνο που το κάναμε, το ξέρομε. Ας περιμένομε να μεγαλώσετε λίγο ακόμη και θα σιγουρέψομε το δρόμο που θα ακολουθήσεις και εσύ και τα άλλα παιδιά, από την Κρήτη».
Αμίλητος ο πρόγονος άκουγε και το πρόσωπο του ήταν κατακίτρινο. Ο αγαθός γέροντας, ειλικρινής και ντόμπρος, τον βοήθησε και τον προφύλαξε. Από αυτόν κρατάει η σκούφια του ξάδερφου μου, του Κυριακίδη. Τον προπάππου του, τον έλεγαν Γκιρίτογλου, ο γιος του Κρητικού. Έχει δίκιο ο λυράρης για τη ρίζα του κυρού του. Σαν μεγάλωσε πήγε στα βουνά και κατοίκησε στο χωρίο μας. Η τρανή μάνα, μου έλεγε ότι τα γέρικα δέντρα τα είχε εκείνος φυτέψει.
- Ο μπαμπάς μου είναι από την Κρήτη! τσίριξε το κοριτσάκι.
-Από εκεί είναι, απάντησε η γιαγιά. Γνώρισε τη μαμά σου στο εργοστάσιο, στη Γερμανία. Εκεί σε γέννησαν και μετά ήρθες στο χωριό μαζί μας για να μπορεί η μαμά να δουλεύει και να σου στέλνει ..και του Θεού τα πράγματα! Από μωρό! Μόλις για ένα χρόνο, πούλι μ’ Λίτσα, σε στείλαμε πίσω, στον παιδικό σταθμό της Γερμανίας και κιντύνεψε να πάθεις μελαγχολία. Εκών-άκων σε ξαναφέραμε στο χωριό μας! Δεν σήκωνε αντιρρήσεις ο ντόκτορας!
Τα δάκρυα κυλούσαν στα μάτια του γέροντα που είχαν γίνει κατακόκκινα. Λέξεις και στιγμές, φευγαλέες φυσιογνωμίες και κουβέντες πνιγμένες στο κλάμα. Τα δάκρυα και το κλάμα έδιναν τον τόνο και την ένταση στη σιωπή.
-Γιωργή , ανασήκωσες όλες τις πέτρες της γης για να βρεις τον αδερφό και την αδερφή σου. Ποτέ δεν τα παράτησες.
- Ο θάνατος των άλλων γεννά και το δικό μας θάνατο, Ναταλία. Γεννήσαμε τα παιδιά μας στο πόνο και στη πίκρα. Γι αυτό κι ο χαμός του γιου μας ήταν πολλά βαρύς. Για αυτό κι η μετανάστευση κι ο ξενιτεμός, των κοριτσιών, είναι δυστυχία. Διαφθείρουν τη μέρα και τη νύχτα μα η ελπίδα που τάζουν είναι ψεύτικη.
- Δώσαμε τη μάχη με την αρρώστια, Γιωργή. Όλες οι οικονομίες και ο κλήρος πήγαν στους γιατρούς που όμως δεν έδιναν ελπίδα. Σαν τον αποχαιρετήσαμε, ύστατη φορά, έμεινες σταυροπόδι σαράντα μέρες πάνω στα κεραμίδια, νηστικός και διψασμένος. Στο μνημόσυνο κατέβηκες και ξαναβρήκες δύναμη και θέληση για ζωή. Θυμάσαι πως ξαναβρήκες τον αδερφό σου;
- Φαντάσου! Νεκρή ήταν η ελπίδα αλλά η μάνα, μας έδινε παραγγελιά, «και το μαχαίρι να σας βάζουν στο λαιμό να μην χάνετε την ελπίδα. Ανοιχτά τα μάτια!» Είχα βγει με το κάρο στα χωριά πουλώντας λαχανικά, τουρσί, τυροκομικά και άλλες πραμάτειες. Κάπου, μου είπαν ότι πέρασε ένας σκελετός, πετσί και κόκκαλο, μιλούσε ποντέικα και τούρκικα κι έψαχνε το σόι του. Όπου μου αρμήνευαν ότι θα πήγαινε έτρεχα κι εγώ. Από το ένα στο άλλο χωρίο αλλά δεν τον έφθασα.
Μια νύχτα με χιόνι, κοντά στα ξημερώματα, η μάνα μου, η Ανατολή, άκουσε το σκύλο να γαυγίζει και μας ξεσήκωσε να δούμε τι έχει γιατί είναι περίεργο το γαύγισμα. Στην αυλόπορτα είδα τον γείτονα με κάποιον που δεν τον διέκρινα στο σκοτάδι. Ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του κι έβγαλα μια κραυγή. «Ποιος είσαι και τι ψάχνεις;» Ένας σκελετωμένος νεκρός που μιλούσε ακόμη απάντησε...
«Από βουνίσιο χωρίο, χαμένο στα όρη μέσα, κρατάει η σκούφια μου. Το σόι μου γυρεύω. Σάλογλου!» Σαν τον είπα, «Λάζαρο, σε λένε!» έμεινε άναυδος και παραλίγο να πέσει χάμω. Η αγωνία τον είχε πιάσει από το λαιμό και τον έπνιγε. Τον έσφιξα στην αγκαλιά μου και βάλαμε τα κλάματα. Μπήκαμε στο καφενείο- παντοπωλείο μας. Σαν ήπιε τσάι με λίγη φρυγανιά ξεκίνησε να μιλάει. Αχ! Αυτή η αδυναμία και μόλις τα θυμηθώ κλαίω! μονολόγησε ο γέροντας και σκούπισε τα δάκρυα του.
- Τα θυμάμαι εγώ από τώρα και πέρα, γιαβρί μου, μονολόγησε η γερόντισσα. Μιλούσε για την πορεία στη τύχη και τον εξευτελισμό στον αγώνα για επιβίωση, την προσπάθεια να υπηρετεί πράγματα χωρίς νόημα. Τα φαγωμένα ρούχα και το γερασμένο πρόσωπο τον έκαναν να μοιάζει σαν φοβισμένο κι αδύναμο αγρίμι που δεν είχε που να κρυφτεί. «Μας είχαν στα νότια, κοντά στη Συρία. Στα τάγματα εργασίας. Νηστικοί και κακοπερασμένοι. Νηστικοί και κακοποδωμένοι, μέχρι που κάποια στιγμή θα πεθαίναμε από την εξάντληση.
Περιμέναμε με αγωνία το θάνατο. Τον ένοιωθα δίπλα μου. Τον έβλεπα παντού. Κακουχίες, πείνα και θάνατος. Με ένα αρμένη την κοπανήσαμε στο βαθύ σκοτάδι. Είχαμε μάθει ότι έδιωχναν τους δικούς μας από τα χωριά μας. Έτσι μας είπε ένας τούρκος στρατιώτης στα κρυφά. Μας αρμήνεψε να φύγομε γιατί κάτι φριχτό θα γίνει. Κάτι είπε για διωγμούς, φωτιές και εκατομμύριο πρόσφυγες. Φύγαμε. Στο χώμα κοιμόμαστε και χώμα τρώγαμε. Δεν πλησιάζαμε στα μεγάλα χωριά και όπου βλέπαμε ανθρώπους κρυβόμαστε. Μόνο σε μικρά χωριουδάκια ρωτούσαμε που βρισκόμαστε και ζητιανεύαμε λίγο ψωμί.
Από τα νότια σύνορα τραβήξαμε βόρεια για να βγούμε προς τη Πόλη. Κούφιο έμεινε το κορμί. Όσα περάσαμε ξέχνα τα, παραείναι πολλά για να τα πεις. Ένα μόνο θα σας πω κι ούτε θα ξαναμιλήσω για αυτά. Πέρασαν πολλές βδομάδες πορείας και κρυψίματος και μια στιγμή πέσαμε πάνω σε δυο οπλισμένους τσέτες. Μας έπιασαν και μας σημάδευαν με τα τουφέκια. Μιλούσαμε μόνο τούρκικα. Η φωνή μας μόλις ακουγόταν, όχι από φόβο, αλλά δεν είχαμε δύναμη . Δεν είχαμε άλλη επιθυμία παρά μόνο να ζήσομε.
Λέει ο ένας, «Ας τους σκοτώσουμε να φεύγομε» και ο άλλος αποκρίθηκε, «Δεν τους βλέπεις! Πεθαμένοι είναι. Δεν έχουν ζωή. Μέχρι να φτάσουν στο βουνό θα έχουν ξεψυχήσει. Πιο πολύ αξίζουν οι σφαίρες μας παρά δαύτους». Σήκωσε ο πρώτος το τουφέκι και μου το ακούμπησε στο κεφάλι κι εγώ τον κοίταζα στα μάτια. Εκείνη τη στιγμή είδα την εικόνα της μάνας, της Πουλίτσας, μπροστά μου. Τα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου κι έπεσαν με χτύπο στη γης. Πρώτη φορά άκουσα χτύπο από δάκρυα. Μούγκρισε ο οπλοφόρος, « άι σιχτίρ» και αφού κρέμασαν τα τουφέκια στον ώμο, έφυγαν βρίζοντας.
Από τη στιγμή που σωθήκαμε κρυφτήκαμε στα πλάγια. Βγάλαμε ρίζες και τρώγαμε βρίζοντας με κουβέντες βρώμικες, που ελπίζω να μην άκουσε κανείς ποτέ του. Ο λαιμός μου πονούσε και ήταν ερεθισμένος. Μαρτύριο ήταν να καταπίνω και τα αυτιά μου όσο και αν τα σκάλιζα πονούσαν αφόρητα. Ξεστόμιζα κατάρες μέχρι που ξανάνιωσα την επιθυμία της ζωής.
Περπατούσαμε τη νύχτα και στα ύστερα, μετά από πολλούς μήνες, φτάσαμε στη Πόλη. Είχαμε ακόμη αντοχή για να μην φτάσομε στα τελευταία μας. Βλέπαμε τη θάλασσα και νύχτα περάσαμε απέναντι. Κρυφτήκαμε λίγο καιρό και πάλι τα ίδια. Νύχτα και πάλι νύχτα περπατούσαμε χωρίς να κρατούμε λογαριασμό. Κοιτάζαμε τον ορίζοντα και προχωρούσαμε. Σκελετωμένα κορμιά και στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο ξεπρόβαλαν δυο μικρές φλογίτσες που τα έβαζαν με τη βασιλεία της δυστυχίας.
Γης και ουρανός και ατελείωτη πορεία. Η καρδιά χτυπούσε κόντρα στο φόβο και τα έβαζε με Θεούς και Δαιμόνους. Ώρες-ώρες νομίζαμε μάταιη τη φυγή. Νύχτα και μέρα, κρύο και ζέστη. Ένας χωρικός μας έδειξε ένα αφύλαχτο πέρασμα στον ποταμό και μια σκοτεινή νύχτα μπήκαμε στην Ελλάδα. Με τα πολλά φτάσαμε στη Σαλονίκη. Μου είπαν ότι ήμασταν στο ‘26. Δηλαδή τρία χρόνια έκαμα στα τάγματα εργασίας και πορείες μέσα στη νύχτα. Μισά στα κάτεργα και μισά στο δρόμο. Στη Σαλονίκη χωρίσαμε με τον αρμένη και σας έψαχνα σε όλη τη Μακεδονία. Ρωτούσα στα γραφεία της επιτροπής αποκαταστάσεως προσφύγων που μένουν πρόσφυγες από την Κερασούντα κι έψαχνα. Ρωτούσα στα χωριά κι έφτασα μέχρι εδώ».
Η μάνα Ανατολή, μέσα στο κλάμα της, έπλυνε το πρόσωπο του, με ένα βρεγμένο μαντηλάκι αρμηνεύοντας, « Αχ! Παιδάκι μου, είσαι ασθενικός και πικραμένος από τους εξευτελισμούς, τις ταλαιπωρίες και τις προσβολές, αλλά μόλις καρδαμώσεις θα τα ξεχάσεις όλα και θα ξαναβρείς το δρόμο σου!» Τότε έβγαλε από το κόρφο της ένα σακούλι με λίρες κι είπε στα αδέρφια να τις μοιραστούν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανείς δεν ήξερε την ύπαρξη τους.
Πέρασαν χρόνοι πολλοί, χειμώνες–καλοκαίρια, μικρούλα εσύ ήσουν πέντε–έξη χρονών και μιλούσες μισά γερμανικά και μισά ελληνικά. Αχ! Πούλι μου, για ένα χρόνο μπέρδεψες τις γλώσσες! Σου ξαναμαθαίναμε τη γλώσσα μας, σαν έφτασε στην αυλή μας ένας άνθρωπος που έψαχνε τον Γιώργη Σιαρλίδη, τον Σάλογλου. Βγήκε ο παππούς στη πόρτα κι έπιασαν την κουβέντα. Μιλούσαν τούρκικα. Άκουγα μόνο Μεχμέτ και Γιωργή.
Ο Παππούς, έφυγε μαζί του, στην Σαλονίκη. Σαν πήραν το δρόμο της προσφυγιάς είχαν αφήσει ότι είχαν και δεν είχαν στον Μεχμέτ. Πίστευαν, ότι σαν το ΄16, θα έφευγαν για λίγο καιρό και θα ξαναγυρνούσαν πίσω. Εξήντα χρόνια μετά, αντί να επιστρέψομε στις περιουσίες μας, το τούρκικο κράτος έβγαλε φιρμάνι που έλεγε ότι όσοι δεν είχαν συμβόλαιο στα σπίτια ή στα κτήματα θα δημευόταν. Πάλι έψαχναν χρήματα τα στεγνά, δημόσια ταμεία. Φρόντιζε το κράτος οι φτωχοί να παραμείνουν φτωχοί, αφημένοι στο έλεος του Θεού. Οι φτωχοί πάντα υποφέρουν σε κάθε ζυγό που τους καταπονεί.
Έφτιαξε ο παππούς τα κοντράκτα στον Καραμεχμέτ, σημαδεμένα από το νόημα της ζωής και της τίμιας φτώχιας. Σαν ο άνθρωπος του τούρκικου προξενείου είπε ότι ο Μεχμέτ παράγγειλε να ρώτησει πόσους παράδες πρέπει να του δώσει, ο Γιωργής τον κοίταξε συννεφιασμένος. «Μας έσωσε τη ζωή, κήδεψε το πατέρα μας, ο Καραμεχμέτ. Έστειλε εσένα με τίμιο τρόπο να καθαρίσομε τα θέματα . Πες του να μας μνημονεύει που και που. Αυτό θα είναι το χρέος που θα έχομε ο ένας στον άλλο. Η φιλία μας, ας ξεπεράσει εμάς και το θάνατο μας! Αυτός που μας δικάζει στην προσφυγιά φέρνει το άδικο, θρέφει την εγκληματικότητα, σκοτώνει το νου, την καρδιά και την ψυχή της κοινωνίας!»
Αγκαλιάστηκαν και το κλάμα τους έπνιξε. Πριν λίγο καιρό ήρθε κάποιος καθηγητής από το Πανεπιστήμιο για να καταγράψει τις μαρτυρίες του παππού και του Λάζαρου. Εντυπωσιασμένος είπε στον παππού να πάει μαζί του, στην Κερασούντα και στο Σατού. Ήταν κάποια επιστημονικά, διακρατικά προγράμματα. Εκείνος του είπε ότι δεν θέλει γιατί εάν πάει, δεν θα ξαναγυρίσει πίσω. Θα ήθελε να πεθάνει εκεί. Σε λίγο νυχτώνει, σε μια ώρα θα είναι πολύ αργά. Όλα μπερδεύονται, καιροί και χρόνοι. Κάποτε ήμασταν αλλού, τώρα είμαστε εδώ κι αύριο δεν θα είμαστε πουθενά. Άλλοτε ερχόμαστε κι άλλοτε φεύγομε, άλλοτε με χαρές κι άλλοτε με λύπη, μόχθους και κόπους κι άλλοτε κάποιοι την ευτυχία και την χαρά μας την μεταλλάζουν σε μίσος, οργή και δυστυχία. Μακάρι τα νέα παιδιά να ανθίζουν και να ονειρεύονται!
-Μάνα-γιαγιά, να με φτιάξεις χαβίτς η φούστορο και τηγανιτές πατάτες που πεινάω!
-Του παιδιού μου το παιδί, δυο φορές είναι παιδί μου, αλλά, πήγαινε να φωνάξεις το θείο Λάζαρο και τα ξαδέρφια, να φάμε όλοι μαζί, σαν μια καλή παρέα!
Υ.Γ. Χρόνια πολλά αργότερα, η μικρούλα, μεγάλη κοπελιά πια, έφτασε μέχρι το χωριό του παππού, στα βουνά της Κερασούντας. Έμαθε ότι η αδερφή του παππού είχε μείνει στο χωριό όπου και παντρεύτηκε. Είχε κάμει παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Έζησε μια καλή ζωή κι έφυγε στα βαθιά γεράματα. Όσο γερνούσε αναζητούσε όλο και περισσότερο τα δυο της αδέρφια που είχε χάσει από μικρή. Η συνάντηση, με τα καινούργια ξαδέρφια και τα παιδόγγονα του Καραμεχμέτ, πνίγηκε στο κλάμα και στις ευχές. Ας είναι καταραμένο το χέρι που ασκημίζει τις ομορφιές που ευφραίνουν την ψυχή μας! Ας σταματήσομε ότι δολοφονεί τη ζωή στις κοινωνίες. Ας βρει ο κόσμος δικαιοσύνη χωρίς νικητές και ηττημένους. Μακάρι να μας συγκινεί ότι δυναμώνει τη φιλία των λαών !
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου