Κόντρα στη «συνετή» παντοδυναμία της Ιεράς Συμμαχίας που έτρεμε έναν νέο ιακωβινισμό, η Ελληνική Επανάσταση ανέδειξε περίτρανα τον διχασμό ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις. Τα ρωσικά συμφέροντα και η βρετανική αποδοχή μιας «συντεταγμένης» διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Θανάσης Γάλλος*
Δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό σήμερα, αλλά μια από τις σημαντικότερες πτυχές της Επανάστασης του 1821 είναι ότι ξέσπασε κόντρα στη ροή της ευρωπαϊκής ιστορίας εκείνης της εποχής. Τα πρώτα χρόνια μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό, στις 18 Ιουνίου 1815, ήταν πολύ δύσκολα και σκοτεινά για τους επαναστάτες και τους ριζοσπάστες σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι συντηρητικές μοναρχίες της Ευρώπης ήταν αποφασισμένες να μην επιτρέψουν να επαναληφθεί η επαναστατική κατάσταση της περιόδου 1789-1815, που οδήγησε την Ευρώπη σε σχεδόν αδιάκοπο πόλεμο από το 1792 μέχρι το 1815. Καμία χώρα δεν έμεινε ανεπηρέαστη. Οι Γάλλοι στρατιώτες που εκστράτευαν από την Ανδαλουσία έως τη Μόσχα, από τη Βαλτική έως τη Συρία, σε έκταση μεγαλύτερη από κάθε άλλο σώμα κατακτητών από την εποχή των Μογγόλων και οπωσδήποτε μεγαλύτερη από οποιαδήποτε προηγούμενη στρατιωτική δύναμη στην Ευρώπη από την εποχή των επιδρομών των Σκανδιναβών τον μεσαίωνα, έκαναν αισθητή την οικουμενικότητα της επανάστασής τους πολύ πιο αποτελεσματικά από οτιδήποτε άλλο θα μπορούσε να τη μεταδώσει. Και οι ιδέες, τα δόγματα και οι θεσμοί που έφερναν μαζί τους, ακόμη και υπό την ηγεσία του Ναπολέοντα, από την Ισπανία έως τα Βαλκάνια ήταν οικουμενικά δόγματα, όπως γνώριζαν τα μοναρχικά καθεστώτα και όπως σύντομα θα μάθαιναν και οι λαοί. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Ελληνας «κλέφτης» που έμελλε να ηγηθεί της Επανάστασης του 1821 στην Ελλάδα, ο οποίος διέφυγε στη Ζάκυνθο το 1806 μετά την καταδίωξη του από τους Οθωμανούς, εξέφρασε πλήρως τα αισθήματά του στα «Απομνημονεύματά» του:
«H Γαλλική Επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε, κατά την γνώμην μου (έγραφε ο Κολοκοτρώνης) να ανοίξη τα μάτια του κόσμου. Πρωτύτερα τα έθνη δεν εγνωρίζοντο, τους βασιλείς τους ενόμιζαν ως θεούς της γης, και ό,τι και αν έκαμναν το έλεγαν καλά καμωμένο. Διά αυτό και είναι δυσκολώτερο να διοικήσης τώρα λαόν».
Ηδη ο ελλαδικός χώρος είχε έρθει σε επαφή με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης όταν το 1797 τα Επτάνησα καταλήφθηκαν από τις γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις του Διευθυντηρίου. Η γαλλική παρουσία κράτησε μόλις μέχρι το 1799, αλλά η ανακατάληψη των νησιών από τον ρωσοτουρκικό στόλο οδήγησε τελικά στην ίδρυση του πρώτου νεοελληνικού κράτους, της Ιονίου Πολιτείας (1800-1807). Το 1807 τα ναπολεόντεια στρατεύματα επανακατέλαβαν τα Επτάνησα μέχρι το 1814 και μέσω των Επτανήσων οι φιλελεύθερες, ριζοσπαστικές και δημοκρατικές ιδέες διοχετεύθηκαν στον ελλαδικό χώρο.
Δύσκολοι καιροί για επαναστάτες και δημοκράτες
Επειτα από 20 και πλέον χρόνια αδιάκοπου σχεδόν πολέμου και επανάστασης τα νικηφόρα παλαιά καθεστώτα αντιμετώπιζαν προβλήματα σύναψης και διατήρησης της ειρήνης, προβλήματα ιδιαίτερα δυσχερή και επικίνδυνα. Τα συντρίμμια που προκάλεσαν οι δύο δεκαετίες του πολέμου έπρεπε να εκκαθαριστούν και να ανακατανεμηθούν τα εδάφη που κυριεύτηκαν. Κυρίως, ήταν φανερό για κάθε νοήμονα πολιτικό ότι στο εξής ήταν ανεπίτρεπτος ένας ευρωπαϊκός πόλεμος μεγάλης κλίμακας, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε, σχεδόν με βεβαιότητα, μια νέα επανάσταση και κατά συνέπεια την καταστροφή των παλαιών καθεστώτων. «Στο σημερινό στάδιο της κοινωνικής ασθένειας στην Ευρώπη» έλεγε ο βασιλιάς Λεοπόλδος του Βελγίου (ο θείος της βασίλισσας Βικτώριας της Αγγλίας) «θα ήταν ανήκουστο να εξαπολυθεί […] ένας γενικός πόλεμος. Ενας τέτοιος πόλεμος […] θα προκαλούσε ασφαλώς σύγκρουση αρχών και, από όσο ξέρω την Ευρώπη, πιστεύω ότι η σύγκρουση αυτή θα άλλαζε τη μορφή της και θα ανέτρεπε ολόκληρη τη δομή της». Το 1816, το 1817, το 1818 ήταν δύσκολα, σκληρά και σκοτεινά χρόνια για τους επαναστάτες και τους δημοκράτες σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι βασιλιάδες και οι πολιτικοί δεν ήταν ούτε πιο σοφοί ούτε πιο ειρηνόφιλοι από πριν. Αναμφίβολα, όμως, ήταν πιο φοβισμένοι.
Κατά συνέπεια, τον Ιούνιο του 1815, με το πέρας της λήξης του Συνεδρίου της Βιέννης, η τριμερής συνθήκη που υπογράφτηκε μεταξύ της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας και στην οποία προσχώρησε το ίδιο έτος και η Αγγλία, η γνωστή ως Ιερά Συμμαχία, στόχευε σε μια ευρωπαϊκή ειρήνη με δρακόντεια μέτρα ενάντια σε κάθε επαναστατικό κίνημα που θα εμφανιζόταν.
Το 1818 στην Ιερά Συμμαχία προσχώρησε και η Γαλλία. Μια συμμαχία που είχε ιδιαίτερη επιτυχία υπό μία οπτική. Στην περίοδο μεταξύ της ήττας του Ναπολέοντα και του Κριμαϊκού Πολέμου του 1853-1856 πράγματι δεν μεσολάβησε ούτε γενικός ευρωπαϊκός πόλεμος ούτε σύρραξη στην οποία μια μεγάλη δύναμη να αντιμετωπίσει μια άλλη στο πεδίο της μάχης (ο όρος «μεγάλες δυνάμεις» είναι επινόηση της εποχής της Ιεράς Συμμαχίας). Και εκτός από τον Κριμαϊκό Πόλεμο, μεταξύ του 1815 και του 1914 δεν μεσολάβησε πόλεμος στον οποίο να αναμείχθηκαν περισσότερες από δύο μεγάλες δυνάμεις. Ωστόσο τα επαναστατικά κινήματα ανέτρεψαν την πολύ δύσκολα κερδισμένη διεθνή σταθερότητα αρκετές φορές. Η πρώτη επιτυχημένη ανατροπή ήταν η Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Ο διακανονισμός των διεθνών ζητημάτων στην Ευρώπη μετά τους ναπολεόντειους πολέμους δεν ήταν ούτε δικαιότερος ούτε ηθικότερος από προγενέστερους ιστορικά διακανονισμούς, όμως αν ληφθούν υπόψη οι εντελώς αντιφιλελεύθεροι και αντεπαναστατικοί σκοποί των δημιουργών του ήταν μια απόπειρα ρεαλιστική και συνετή, σχεδόν συμβιβαστική. Δεν έγινε καμία απόπειρα εκμετάλλευσης της ολοκληρωτικής νίκης κατά των Γάλλων, οι οποίοι δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να εξωθηθούν σε έναν νέο γύρο ιακωβινισμού. Τα σύνορα της ηττημένης χώρας ήταν ελαφρώς καλύτερα απ’ ό,τι το 1789, η χρηματική αποζημίωση δεν ήταν παράλογη, η κατοχή από τα ξένα στρατεύματα σύντομη (έως το 1817), ενώ έως το 1818 η Γαλλία είχε γίνει εκ νέου δεκτή ως πλήρες μέλος της «Ευρωπαϊκής Συμφωνίας». Αν δεν είχε μεσολαβήσει η επιστροφή του Ναπολέοντα και η περίοδος των Εκατό Ημερών, οι όροι αυτοί θα ήταν ακόμη πιο μετριοπαθείς. Η παλινόρθωση των Βουρβώνων ήταν γεγονός, αλλά είχε γίνει πια αντιληπτό (όχι φυσικά από όλους τους κρατούντες) ότι έπρεπε να προβούν σε παραχωρήσεις απέναντι στο επικίνδυνο πνεύμα των υπηκόων τους. Οι σημαντικότερες αλλαγές που έφερε η Επανάσταση έγιναν δεκτές και παραχωρήθηκε η εμπρηστική αυτή επινόηση που λέγεται σύνταγμα, με άκρως μετριοπαθή μορφή φυσικά αυτήν τη φορά, ως καταστατικός χάρτης βέβαια που δήθεν «παραχώρησε ελεύθερα και με τη θέλησή του», μετά την επιστροφή του στη Γαλλία, ο απόλυτος μονάρχης Λουδοβίκος ΙΗ΄. Ο χάρτης της Ευρώπης άλλαξε χωρίς να ληφθούν υπόψη ούτε οι βλέψεις και οι επιθυμίες των λαών ούτε τα δικαιώματά τους, αλλά ούτε και τα δικαιώματα των πολυάριθμων ηγεμόνων οι οποίοι εκδιώχθηκαν κάποια στιγμή από τους Γάλλους, αλλά με μόνη σοβαρή μέριμνα την ισορροπία των πέντε μεγάλων δυνάμεων που αναδείχτηκαν από τους πολέμους: της Ρωσίας, της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας. Στην πραγματικότητα μόνο οι τρεις πρώτες μετρούσαν.
Το 1821 έσπασε την «Ευρωπαϊκή Συμφωνία»
Οι δημόσιοι άντρες του 1815 είχαν αρκετή σύνεση για να γνωρίζουν ότι κανένας διακανονισμός, όσο προσεκτικά μελετημένος κι αν ήταν, δεν θα άντεχε μακροπρόθεσμα στον ανταγωνισμό ανάμεσα στα κράτη και στις συνεχώς μεταβαλλόμενες περιστάσεις. Κατά συνέπεια, επιδόθηκαν στην εκπόνηση ενός μηχανισμού για τη διατήρηση της ειρήνης, ρυθμίζοντας δηλαδή όλα τα προβλήματα καθώς ανέκυπταν μέσω τακτικών συνεδρίων της Συμμαχίας. Εξυπακούεται φυσικά ότι τις ζωτικές αποφάσεις στα συνέδρια αυτά θα έπαιρναν οι μεγάλες δυνάμεις. Η «Ευρωπαϊκή Συμφωνία», άλλος ένας όρος που πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε τότε, δεν αντιστοιχούσε στον σημερινό Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), αλλά μάλλον στα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ωστόσο, τα τακτικά συνέδρια συνήλθαν μόνο για λίγα χρόνια, από το 1818, όταν η Γαλλία έγινε εκ νέου δεκτή στη Συμφωνία, έως το 1822. Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 ήταν που έσπασε αυτήν τη συμφωνία.
Το σύστημα των συνεδρίων κατέρρευσε, διότι δεν μπόρεσε να επιζήσει τα χρόνια αμέσως μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, όταν ο λιμός του 1816-1817 και η οικονομική ύφεση διατηρούσαν ζωντανό τον φόβο μιας νέας κοινωνικής επανάστασης παντού στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Βρετανίας.
Μετά την αποκατάσταση της οικονομικής σταθερότητας γύρω στο 1820 κάθε διαταραχή του διακανονισμού του 1815 απλώς αποκάλυπτε τις αποκλίσεις ανάμεσα στα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων. Μόνο η Αυστρία, υπό τη σιδηρά πυγμή του Μέτερνιχ, αντιμέτωπη με έναν πρώτο γύρο αναστάτωσης και επανάστασης το 1820-1822, έμεινε προσκολλημένη στην αρχή ότι όλα αυτά τα κινήματα πρέπει άμεσα και αυτομάτως να καταπνίγονται για το καλό της κοινωνικής τάξης (και της αυστριακής εδαφικής ακεραιότητας).
Ηταν η Ελληνική Επανάσταση του 1821, η δυναμική της και η επιβίωσή της τα πρώτα χρόνια, που ανέδειξε περίτρανα τον διχασμό ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, παρά το γεγονός ότι ήταν όλες εχθρικά προσκείμενες στην Επανάσταση του 1821, τουλάχιστον αρχικά. Η Ρωσία, παρά την αντιπάθειά της για τις επαναστάσεις, δεν μπορούσε να μην επωφεληθεί από το κίνημα ενός ορθόδοξου λαού (και ας πρόδωσε την Επανάσταση στην πρώτη της φάση στη Μολδοβλαχία) που αποδυνάμωνε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και επομένως έπρεπε να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη ρωσική βοήθεια. Επιπλέον, είχε το δικαίωμα από τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή (1774), μετά τον τελευταίο ρωσοτουρκικό πόλεμο, να παρεμβαίνει στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την προστασία των ορθόδοξων χριστιανών.
Ο φόβος για μονομερή επέμβαση της Ρωσίας, η διεθνής φιλελληνική πίεση, τα οικονομικά συμφέροντα εκατέρωθεν και η σταδιακά αυξανόμενη γενική πεποίθηση ότι η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπορούσε τελικά να αποτραπεί, μπορούσε όμως να πραγματοποιηθεί συντεταγμένα και οργανωμένα, οδήγησαν τελικά τους Βρετανούς, από το 1823 και μετά, από την αρχική εχθρότητα στην ουδετερότητα και τελικά σε μια ανεπίσημη επέμβαση υπέρ των Ελλήνων. Η ελληνική επανάσταση εξυπηρετούσε την πολιτική του διαμελισμού και της κατοχής.
Η Ελλάδα κέρδισε έτσι την ανεξαρτησία της το 1830, με τη βοήθεια τόσο της Ρωσίας όσο και της Βρετανίας. Η διεθνής ζημιά ελαχιστοποιήθηκε με τη δημιουργία ενός μικρού ελληνικού βασιλείου (τα τρία συντάγματα της Επανάστασης που προέκυψαν από τις τρεις Εθνοσυνελεύσεις της επαναστατημένης Ελλάδας, δηλαδή την πρώτη της Επιδαύρου το 1822, τη δεύτερη του Αστρους το 1823 και την τρίτη της Τροιζήνας το 1827, ήταν πιο φιλελεύθερα και ριζοσπαστικά ακόμη και από της Γαλλικής Επανάστασης και έμειναν φυσικά κενό γράμμα), με ηγεμόνα έναν από τους πολλούς μικρούς Γερμανούς πρίγκιπες (τον Βαυαρό Οθωνα), ενός βασιλείου που δεν θα ήταν απλώς ρωσικός δορυφόρος. Αλλά η μονιμότητα του διακανονισμού του 1815, το σύστημα των συνεδρίων και η αρχή της κατάπνιξης κάθε επανάστασης είχαν πια καταρρεύσει. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη αξία της Επανάστασης του 1821.
Ο φόβος ενός πανευρωπαϊκού ιακωβίνικου ριζοσπαστισμού
Σπάνια η ανικανότητα των κυβερνήσεων να σταματήσουν τον ρου της Ιστορίας έχει αποδειχτεί τόσο περίτρανα όσο στη γενιά μετά το 1815. Ο υπέρτατος στόχος όλων των μεγάλων δυνάμεων, που είχαν μόλις αναλώσει πάνω από 20 χρόνια πολεμώντας τη Γαλλική Επανάσταση και στη συνέχεια τον Ναπολέοντα, ήταν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο μιας δεύτερης επανάστασης ή την ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή που θα προξενούσε ένας γενικός επαναστατικός ξεσηκωμός στα πρότυπα του γαλλικού. Αυτός ήταν ο στόχος ακόμη και των Βρετανών, οι οποίοι δεν συμπαθούσαν τον αντιδραστικό απολυταρχισμό που επιβλήθηκε εκ νέου σε ολόκληρη την Ευρώπη και γνώριζαν πολύ καλά ότι δεν ήταν δυνατή ούτε θεμιτή η αποφυγή των μεταρρυθμίσεων, αλλά από την άλλη πλευρά έτρεμαν την εξάπλωση ενός νέου γαλλικού ή, ακόμη χειρότερα, ευρωπαϊκού ιακωβίνικου πολιτικού ριζοσπαστισμού περισσότερο από κάθε άλλο ενδεχόμενο στον διεθνή χώρο. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ στην ευρωπαϊκή ήπειρο, και πολύ σπάνια σε άλλες περιοχές, η επαναστατική τάση δεν ήταν τόσο ενδημική, τόσο γενική, τόσο έτοιμη να μεταδοθεί ταχύτατα, αυθόρμητα και ταυτόχρονα με εσκεμμένη προπαγάνδα.
Ωστόσο, μόνο μία από τις επαναστάσεις του 1820-1822 κατόρθωσε να επιβληθεί και αυτό αποδίδεται εν μέρει στην επιτυχία της να πάρει μορφή γνήσιας λαϊκής επανάστασης και εν μέρει στη σταδιακά ευνοϊκή διπλωματική κατάσταση: ο ελληνικός ξεσηκωμός του 1821. Η Ελλάδα συνεπώς έγινε πηγή έμπνευσης του διεθνούς φιλελευθερισμού και ο φιλελληνισμός, που σήμαινε οργανωμένη υποστήριξη στην Επανάσταση και συμμετοχή πολυάριθμων εθελοντών στον ελληνικό αγώνα, έπαιξε ρόλο στη συσπείρωση των Ευρωπαίων ριζοσπαστών – προοδευτικών – επαναστατών – φιλελεύθερων κατά τη δεκαετία του 1820, ρόλο αντίστοιχο με αυτόν που θα έπαιζε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930 η υποστήριξη στην Ισπανική Δημοκρατία.
Νεοελληνικός Διαφωτισμός, φιλελευθερισμός, φιλελληνισμός
Και επίσης σε μία και μόνη περίπτωση ο ατέρμονος πόλεμος των ποιμενικών φύλων και των ληστών-ηρώων ενάντια σε οποιαδήποτε υπαρκτή κυβέρνηση συγκεράστηκε με τις ιδέες του αστικού εθνικισμού και της Γαλλικής Επανάστασης: στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα (1821-1830). Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός ήταν σαφώς επηρεασμένος από τον Γαλλικό· ο Αδαμάντιος Κοραής, ένας από τους μεγαλύτερους Νεοέλληνες διαφωτιστές, ζούσε στο Παρίσι, ο Ρήγας Φεραίος είχε επιχειρήσει να συναντήσει τον Βοναπάρτη όταν ο τελευταίος διοικούσε τη στρατιά της Ιταλίας και φυσικά, όπως προαναφέρθηκε, οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης διοχετεύτηκαν στον ελλαδικό χώρο μέσω της Ιταλίας και των Βαλκανίων και ιδίως των Επτανήσων, λόγω της γαλλικής κατάκτησης (για παράδειγμα, ο Ανδρέας Κάλβος ανήκε σε οργάνωση καρμπονάρων, είχε συλληφθεί και είχε απελαθεί στη Ζάκυνθο, με το προσωνύμιο «ο Ελληνας»).
Ηταν συνεπώς φυσικό η Ελλάδα να γίνει θρύλος και πηγή έμπνευσης των απανταχού εθνικιστών και φιλελεύθερων. Γιατί μόνο στην Ελλάδα ένας ολόκληρος λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στον κατακτητή με τρόπο που θα μπορούσε εύλογα να ταυτιστεί με την υπόθεση του ευρωπαϊκού «προοδευτικού» στρατοπέδου και, αντίστροφα, η υποστήριξη του ευρωπαϊκού «προοδευτικού» στρατοπέδου με ηγέτη τον λόρδο Βύρωνα, που πέθανε στην Ελλάδα, συνέβαλε σημαντικά στο να λάβει η Επανάσταση του 1821 διεθνείς διαστάσεις και να πραγματωθεί τελικά η ελληνική ανεξαρτησία.
Οι περισσότεροι Ελληνες έμοιαζαν πολύ με τις υπόλοιπες ξεχασμένες πολεμικές αγροτικές τάξεις και φυλετικές ομάδες των Βαλκανίων. Μια μικρή μερίδα τους όμως αποτελούσε διεθνή εμπορική και διοικητική τάξη, εγκατεστημένη σε παροικίες και πόλεις σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και πέρα από αυτή. Η γλώσσα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην οποία ανήκαν οι περισσότεροι λαοί των Βαλκανίων, ήταν η ελληνική και Ελληνες επάνδρωναν τα υψηλότερα κλιμάκιά της μέχρι τον Ελληνα οικουμενικό πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Ελληνες κρατικοί υπάλληλοι, ως υποτελείς πρίγκιπες, διοικούσαν τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, δηλαδή τη σημερινή Ρουμανία. Υπό αυτή την έννοια, οι μορφωμένες και εμπορικές τάξεις των Βαλκανίων, της Μαύρης Θάλασσας, της Μικράς Ασίας είχαν εξελληνιστεί πολιτισμικά, οποιαδήποτε κι αν ήταν η εθνική τους καταγωγή, ακριβώς εξαιτίας της φύσης των δραστηριοτήτων τους. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα ο εξελληνισμός αυτός προχώρησε πιο ορμητικά από ό,τι προηγουμένως, κυρίως λόγω της σημαντικής οικονομικής ανάπτυξης που αύξησε επιπλέον την εμβέλεια αλλά και τις επαφές της ελληνικής διασποράς.
Το νέο και ανθηρό σιτεμπόριο της Μαύρης Θάλασσας (η οποία είχε πάψει να είναι «οθωμανική» θάλασσα με τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, το 1774, και είχε ανοίξει στη διεθνή αγορά, ενισχύοντας τη δύναμη των Ελλήνων εμπόρων τον τελευταίο μισό αιώνα πριν από την Επανάσταση) έφερε τους Ελληνες στα ιταλικά, γαλλικά και βρετανικά επιχειρηματικά κέντρα και ενίσχυσε τους δεσμούς τους με τη Ρωσία. Η ανάπτυξη του βαλκανικού εμπορίου έφερε τους Ελληνες ή τους εξελληνισμένους εμπόρους στην κεντρική Ευρώπη. Οι πρώτες εφημερίδες στην ελληνική γλώσσα εκδίδονται στη Βιέννη (η πρώτη ελληνική εφημερίδα είναι η «Εφημερίς» των αδελφών Πουλίου που εκδόθηκε στη Βιέννη την περίοδο 1791-1797, δηλαδή ακριβώς την ίδια περίοδο με τη διεξαγωγή της Γαλλικής Επανάστασης). Και ήταν ακριβώς σε αυτούς τους κόλπους της κοσμοπολίτικης διασποράς που ρίζωσαν οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης: o φιλελευθερισμός, ο εθνικισμός και οι μέθοδοι πολιτικής οργάνωσης επηρεασμένες από τις μασονικές μυστικές εταιρείες.
Ο Ρήγας Φεραίος (1757-1798), ηγέτης ενός πρώιμου, περιορισμένου και ίσως παμβαλκανικού επαναστατικού κινήματος, μιλούσε γαλλικά και προσάρμοσε τη «Μασσαλιώτιδα» στα ελληνικά δεδομένα. «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο» (Hôtel Hellénophone) ονομαζόταν μια μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1809 στο Παρίσι από τον Θεσσαλονικιό Γρηγόριο Ζαλύκη με σκοπό την πνευματική αναγέννηση και διαφώτιση των Ελλήνων και την προετοιμασία της εξέγερσής τους ενάντια στους Τούρκους. Σημαντικό μέλος του ήταν ο φιλέλληνας Ογκίστ ντε Σουαζέλ Γκουφιέ. Ο Αθανάσιος Τσακάλωφ, ένας από τους ιδρυτές της Φιλικής Εταιρείας, ήταν επίσης μέλος του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου. Η Φιλική Εταιρεία, η μυστική πατριωτική εταιρεία η οποία ήταν κυρίως υπεύθυνη για τη στρατολόγηση μελών για την επικείμενη επανάσταση του 1821, ιδρύθηκε στο νέο μεγάλο ρωσικό λιμάνι της Οδησσού το 1814.
Ο εθνικισμός τους ήταν έως έναν βαθμό ανάλογος με τα ελιτιστικά κινήματα της Δύσης. Ετσι μόνο εξηγείται το σχέδιο εξέγερσης για την ανεξαρτησία από τους Οθωμανούς στις παραδουνάβιες ηγεμονίες υπό την ηγεσία Ελλήνων προυχόντων. Γιατί οι μόνοι που θα μπορούσαν να ονομαστούν Ελληνες στην εξαθλιωμένη αυτή περιοχή των δουλοπάροικων ήταν οι άρχοντες, οι επίσκοποι, οι έμποροι και οι διανοούμενοι. Η εξέγερση εκεί ξεκίνησε νωρίτερα (τον Φεβρουάριο του 1821), για να ηττηθεί οριστικά τον Ιούνιο στη μάχη του Δραγατσανίου. Ευτυχώς όμως η Φιλική Εταιρεία είχε φροντίσει να προσηλυτίσει και τους ντόπιους «κλέφτες», τους εκτός νόμου και τους αρχηγούς των οικογενειών των ελληνικών βουνών, ιδίως στην Πελοπόννησο, και με πολύ μεγάλη επιτυχία, ιδίως μετά το 1818.
Το πρότυπο του Βαλκάνιου ήρωα
Είναι πάρα πολύ αμφίβολο κατά πόσο αυτός ο σύγχρονος εθνικισμός σήμαινε και πολλά πράγματα για αυτούς τους «κλέφτες», αν και πολλοί από αυτούς διέθεταν τους γραμματικούς τους που συνέτασσαν μανιφέστα στην ιακωβίνικη ορολογία. Αν κάτι αντιπροσώπευαν και υποστήριζαν ήταν το πανάρχαιο «ήθος» μιας χερσονήσου στην οποία η έννοια του παράνομου ήρωα ήταν διαδεδομένη και όπου ο εκτός νόμου ανέβαινε στα βουνά για να αντισταθεί σε κάθε κυβέρνηση και για να επανορθώσει τις αδικίες που γίνονταν εις βάρος του λαού. Αυτή η «ηθική» στη βαλκανική χερσόνησο ήταν μια μορφή πολιτικού ιδεώδους. Στον ξεσηκωμό αντρών όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης και ο Μπότσαρης οι εθνικιστές δυτικού τύπου πρόσφεραν την ηγεσία και τους τοποθετούσαν σε πανελλαδική μάλλον παρά καθαρά τοπική κλίμακα. Με τη σειρά τους, βέβαια, αποκόμιζαν από την Επανάσταση του 1821 ένα μοναδικό στοιχείο που ενέπνεε το δέος: τον μαζικό ξεσηκωμό ενός ένοπλου λαού.
Ο νεοελληνικός εθνικισμός κατόρθωσε τελικά να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της χώρας, παρόλο που ο συνδυασμός και οι μετέπειτα συγκρούσεις μεταξύ αστικής ηγεσίας και μεγαλοκαραβοκυραίων, κοτζαμπάσηδων γαιοκτημόνων, κλέφτικης αποδιοργάνωσης και Φιλικών παράλληλα με την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων γέννησαν τελικά μάλλον μια καρικατούρα του δυτικού φιλελεύθερου ιδεώδους, που καμία σχέση δεν είχε με τα συντάγματα της Επανάστασης. Υστερα από δέκα χρόνια απόλυτης μοναρχίας του Οθωνα η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 επρόκειτο να δώσει στην Ελλάδα το πρώτο της σύνταγμα. Είχε επίσης και το παράδοξο αποτέλεσμα να περιορίσει τον ελληνισμό στον μισό μόλις ελλαδικό χώρο και κατά συνέπεια μέσω αυτής της ιστορικής εξέλιξης να δημιουργήσει ή να εντείνει τον λανθάνοντα εθνικισμό των άλλων βαλκανικών λαών. Την περίοδο που το να είναι κανείς Ελληνας αποτελούσε σχεδόν απαραίτητο επαγγελματικό προσόν του εγγράμματου ορθόδοξου χριστιανού των Βαλκανίων ο εξελληνισμός των βαλκανικών λαών είχε σημειώσει πρόοδο. Από τη στιγμή όμως που άρχισε να συνδέεται με την πολιτική υποστήριξη στην ελληνική επανάσταση άρχισε να υποχωρεί ακόμη και ανάμεσα στις αφομοιωμένες βαλκανικές εγγράμματες τάξεις. Υπό αυτή την έννοια η ελληνική ανεξαρτησία ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη του εθνικισμού των υπόλοιπων βαλκανικών λαών.
* Ο Θανάσης Γάλλος είναι δρ Ιστορίας ΕΚΠΑ
Περιοδικό Hot Doc History
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου